Τὶ μᾶς παραγγέλλει ὁ Χριστὸς μας νὰ κάμνωμεν; Νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχὴν μας ὀποῦ εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τὸν κόσμον, νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, ὁμοίως καὶ τὰ ροῦχα μας τὰ ἀρκετά, τὸν δὲ ἐπίλοιπου καιρὸν νὰ τὸν έξοδεύωμεν διὰ τὴν ψυχὴν μας, νὰ τὴν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ τότε πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι.
Εἰ δὲ καὶ ζητοῦμεν πῶς νὰ τρώγωμεν, πῶς νὰ πίνωμεν, πῶς νὰ άμαρτάνωμεν, πῶς νὰ στολίξωμεν τοῦτο τὸ βρώμικο σῶμα, ὀποῦ αὔριον θὰ τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια, καὶ ὄχι διὰ τὴν ψυχὴν ὀποῦ εἶναι ἀθάνατος, τότε δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα. Λοιπὸν κάμετε τὸ σῶμα δούλον τῆς ψυχῆς, καὶ τότε νὰ λέγεσθε ἄνθρωποι.