Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

«Άδικα σε σκοτώνουν, Στρατηγέ»

 

Απρίλης 1834. Η δίκη του Θοδωρή Κολοκοτρώνη και του ξαδέρφου του, Δημήτρη Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Όθωνα, ξεκινά.

Επί είκοσι ημέρες παρελαύνουν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες κατηγορίας. Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο.

Πρόεδρος του δικαστηρίου στέκει ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Μέλη του είναι οι Γ. Τερτσέτης, Δ. Σούτσος, Α. Βούλγαρης και Φ. Φραγκούλης.

Μετά την απολογία των κατηγορουμένων ηρώων, ο Πολυζωίδης καλεί το δικαστήριο σε διάσκεψη, καθώς έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι είναι αθώοι.
Ο εισαγγελέας Μάσον – γνωστός πολέμιος της ρωσικής μερίδας και του Κολοκοτρώνη – θέλει να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες και έχει συντάξει ήδη καταδικαστική απόφαση.

25 Μαγιού 1834.
Πρώτος παίρνει τον λόγο ο Τερτσέτης και μιλάει για την αθωότητα των δύο πολεμάρχων. Ο Σούτσος ψηφίζει υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης διαφωνούν εντόνως.
Ο Μάσον ξεσπά:
«Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση»
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Μέχρι στα γόνατά τους πέφτουν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. Τίποτα.

Οι χωροφύλακες χρησιμοποιούν ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς πίσω στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα.

Ο Πολυζωίδης αρνείται να διαβάσει την απόφαση.
Το κάνει ο Σούτσος. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.

Οι ζωές των μεγάλων μαχητών του Έθνους, αυτουνού του Κολοκοτρώνη και του δικού του Πλαπούτα έχουν κριθεί τελεσίδικα.
«Οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας!.»

Ο Κολοκοτρώνης ακούει την καταδικαστική απόφαση ψύχραιμος, παίζοντας τις χάντρες του κομπολογιού του, ενώ στο τέλος κάνει τον σταυρό του λέγοντας «Κύριε ελέησον, Μνήστητι μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου». ‘Υστερα παίρνει από την ταμπακιέρα του λίγο καπνό, τον ρουφάει και λέει στους δικηγόρους του: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα, ούτε τώρα τον φοβάμαι». Τότε ακούγεται από την αίθουσα «Άδικα σε σκοτώνουν, Στρατηγέ» και ο Γέρος τους απαντά «Γι’ αυτό λυπάστε ωρέ! Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα παρά δίκαια».

Ο Πλαπούτας έχει ταραχθεί και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του καθώς σκέφτεται τα οχτώ ορφανά ανήλικα που θα αφήσει πίσω του και τότε ο Κολοκοτρώνης τον παρηγορεί στωικά “Ξάδελφε εσύ δεν φοβήθηκες τους Τούρκους, τώρα κλαίς; Τ’όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Μην λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάζουν».

Την αναίσχυντη αυτή απόφαση υπογράφουν οι Δ. Βούλγαρης, Κ. Σούτσος και Φ. Φραγκούλης. Στο τέλος των πρακτικών της δίκης υπάρχουν δύο λευκά μέρη που άφησαν οι συντάκτες για να μπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, που με τη βία τούς κάθισαν στις έδρες τους.
Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού, είναι ίσαμε σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας.

Τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη τούς οδήγησαν σε δίκη, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1834. Σε αυτή τη Δίκη των Δικαστών, οι δύο αδέκαστοι νομικοί, κατακεραυνώνοντας αυτούς που καυχιόνταν ότι ήρθαν στην πατρίδα μας για να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους αλλά αντ’αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης, αθωώθηκαν πανηγυρικά, μέσα σε σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς.

Πηγή: Μωραΐτες εν Χορώ