Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΑΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Ἁγίου Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

3ον

  1. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μιλᾶμε γιὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν προσκύνηση, ἂς κάνουμε γι’ αὐτὰ μερικὲς διευκρινίσεις. Ἡ εἰκόνα λοιπὸν εἶναι ὁμοίωμα ποὺ φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πρωτοτύπου, μὲ κάποια διαφορὰ ὅμως πρὸς αὐτό. Γιατί ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι ὅμοια ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς τὸ ἀρχέτυπο. Εἰκόνα λοιπὸν ζωντανή, φυσικὴ καὶ ἀπαράλλακτη τοῦ ἀόρατου Θεοῦ [Κολ.1,15: «ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως (:Αὐτὸς ὁ Υἱὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν φαίνεται μὲ τὰ σωματικά μας μάτια. Εἶναι πρωτότοκος, ποὺ δὲν κτίσθηκε, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Πατρός, πρὶν νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα τὰ κτίσματα)»] εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Ὁποῖος φέρει στὸν ἑαυτὸ Του ὁλόκληρο τὸν Πατέρα καὶ ταυτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου πρὸς Αὐτόν, διαφέροντας μόνο ὡς πρὸς τὸ αἰτιατό. Γιατί αἴτιο φυσικὸ εἶναι ὁ Πατέρας, ἐνῷ αἰτιατὸ ὁ Υἱός, ἐπειδὴ δὲν προέρχεται ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἀπὸ Αὐτὸν ἐξάλλου ἔχει τὴν ὕπαρξη, ἂν καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ Αὐτόν, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τὸν γεννήτορα Πατέρα.
  2. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ στὸν Θεὸ εἰκόνες καὶ παραδείγματα, ὅσων πρόκειται νὰ γίνουν ἀπὸ Αὐτόν, δηλαδὴ ἡ προαιώνια καὶ πάντοτε ἀμετάβλητη βούλησή Του. Γιατί τὸ θεῖο εἶναι κατὰ πάντα ἄτρεπτο καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸ καμιὰ μεταβολὴ ἢ σκιὰ μετατροπῆς [Ἰακ.1,17: «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα (:Κάθε καλὸ ποὺ δίνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ κάθε τέλειο δῶρο προέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐράνιων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὕψιστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ πνευματικοῦ. Σ’ Αὐτὸν δὲν ὑπάρχει καμία ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτὲς ποὺ γίνονται στὴ σελήνη ἢ συντελοῦνται ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σκιὰ ὑπάρχει σὰν ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν περιστροφὴ καὶ τὴ μετακίνηση τῶν ἄστρων καὶ τῶν οὐράνιων σωμάτων)»]. Αὐτὲς τὶς εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὀνομάζει «προορισμοὺς» ὁ ἅγιος Διονύσιος [ὁ Ἀρεοπαγίτης], ὁ σπουδαῖος γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ μελέτησε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ πράγματα. Γιατί στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀποτυπωμένα καὶ ἀπεικονισμένα ὅλα ὅσα εἶχαν προορισθεῖ ἀπὸ Αὐτόν, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία, καὶ θὰ γίνονταν ὁπωσδήποτε, ἀκριβῶς ὅπως κάποιος ποὺ θέλει νὰ κτίσει ἕνα σπίτι, συλλαμβάνει πρῶτα καὶ ζωγραφίζει τὸ σχέδιο στὸ μυαλὸ του [Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, P. G. 3,824C].
  3. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ εἰκόνες τῶν ἀοράτων καὶ ἀτύπωτων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀποτυπώνονται σωματικά, γιὰ νὰ κατανοηθοῦν ἀμυδρά. Ἄλλωστε καὶ ἡ θεία Γραφὴ παρουσιάζει τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους μὲ τύπους, καὶ ὁ ἴδιος θεῖος ἄνδρας[Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, Ρ G. 3], ἑρμηνεύοντας τὴν αἰτία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, λέει ὅτι δικαιολογημένα προβάλλονται οἱ τύποι τῶν ἀτύπωτων καὶ τὰ σχήματα τῶν ἀσχημάτιστων, χωρὶς νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι μόνη αἰτία εἶναι ἡ δική μας ἀναλογία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνάγεται ἄμεσα πρὸς τὶς νοητὲς θεωρίες καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ γνώριμες καὶ προσαρμοσμένες στὴ φύση μας ἀναγωγές. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ θεῖος Λόγος, φροντίζοντας γιὰ τὴ δική μας ἀναλογία καὶ θέλοντας ἀπὸ παντοῦ νὰ βοηθήσει τὴν ἀναγωγική μας ἱκανότητα, παρουσιάζει ἀκόμα καὶ τὰ ἁπλὰ καὶ ἀτύπωτα μὲ κάποιους τύπους, πῶς νὰ μὴ ἐξεικονίσει αὐτὰ ποὺ ἔχουν πάρει σχήματα ἀνάλογα πρὸς τὴ δική μας φύση καὶ τὰ ποθοῦμε βέβαια, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὁρατά;

Γιατί μὲ τὴν αἴσθηση σχηματίζεται κάποια εἰκόνα στὸ μπροστινὸ μέρος τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διοχετεύεται στὴ λειτουργία τῆς κρίσης καὶ ἀποθηκεύεται στὴ μνήμη. Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέει ὅτι, ἂν καὶ καταβάλλει πολλὲς προσπάθειες ὁ νοῦς, ἀδυνατεῖ νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ σωματικὰ ὅρια [Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], ἀλλὰ καὶ τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, γίνονται ὁρατά, κατανοούμενα μέσῳ τῶν δημιουργημάτων [Ρωμ. 1,20: «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους (:διότι οἱ ἄπειρες τελειότητες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δὲν φαίνονται μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ἀπὸ τότε ποὺ κτίστηκε ὁ κόσμος φαίνονται καθαρὰ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας: τόσο ἡ δύναμή Του, ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος ἀλλὰ εἶναι αἰώνια, ὅσο καὶ κάθε τελειότητα· ὥστε νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι αὐτοὶ καὶ νὰ μὴ μποροῦν νὰ προβάλουν καμία δικαιολογία)»]. Γιατί βλέπουμε στὰ κτίσματα εἰκόνες οἱ ὁποῖες μᾶς φανερώνουν ἀμυδρὰ τὶς θεῖες ἀνταύγειες, ὅπως, ὅταν λέμε ὅτι ἡ ἁγία Τριάδα, ἡ ὑπεραρχία, εἰκονίζεται μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φῶς καὶ τὶς ἀκτῖνες· ἢ μὲ τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ μὲ τὸ νᾶμα ποὺ πηγάζει καὶ μὲ τὴ ροὴ ἢ μὲ τὸν δικό μας νοῦ καὶ τὸν λόγο καὶ τὸ πνεῦμα, ἢ μὲν τὴν τριανταφυλλιά, τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὴν εὐωδιά.

πιμέλεια κειμένου:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος