Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης
«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»
Ὑπότιτλος:
«Οἱ προϋποθέσεις ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας, κατά τόν Ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη»
(6/12/1912-27/2/1998)
Α΄ Μέρος
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ –στό μέτρο πού τόν γνώρισα- ὑπῆρξε γιά μένα ἡ πολύ εὐχάριστη ἐκείνη ἔκπληξη, τήν ὁποία γεύεται ὁ κάθε πιστός, ὅταν βρίσκεται μπροστά στό ὀντολογικῶς αὐτονόητο τῶν πραγματικά ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἦταν αὐτό, πού λίγο-πολύ ὅλοι μας ὀφείλουμε νά εἴμαστε, ὡς ὀργανικά μέλη τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, θεωρῶ ὡς ξεχωριστή εὐλογία τό γεγονός, ὅτι εἶδα προσωπικῶς καί μάλιστα διά πολλῶν σημείων -ἁγιοπνευματικῶν δηλαδή τεκμηρίων- ὅτι ὁ ἅγιος Γέροντας πραγμάτωσε στόν ἑαυτό του τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τό ὁποῖο μιλᾶ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει πρός τούς Ἐφεσίους: «Ἐξελέξατο ἡμᾶς (ἐνν. ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ) ἐν αὐτῷ πρό καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους κατ’ ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τήν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (Ἐφ. 1,4-5). Δηλαδή, μᾶς ἐπέλεξε πρίν θεμελιώσει τόν κόσμο, νά γίνουμε δικοί Του διά τοῦ Χριστοῦ, ἀψεγάδιαστοι στήν τελική κρίση Του. Μᾶς προόρισε μέ τήν ἀγάπη Του, νά γίνουμε παιδιά Του, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τό εὐάρεστο γιά μᾶς θέλημά Του.
Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, στόν Ἅγιο Ἐφραίμ εἶδα φανερά καί πείστηκα ἀδιάψευστα, ὅτι πράγματι ἐκπληρώθηκε ἡ κλήση του ἀπό τόν Θεό, πού προφανῶς εἶναι καί ἡ κλήση τοῦ καθενός μας στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος «πληρώθηκε», γέμισε δηλαδή ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξή του, μέ τό πλήρωμα τῆς Θεότητος (Κολ. 2,9). Τοῦτο δέν εἶναι σχῆμα λόγου καθ’ ὑπερβολήν, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ ἑρμηνευτικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὐδέν ἔλαττον ἔχετε αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Χριστοῦ), ὥσπερ ἐν ἐκείνῳ ὤκησεν (ἐνν. ἡ θεότης) οὕτω καί ἐν ὑμῖν» (ΕΠΕ 22,194). Ἔτσι, μπόρεσε νά ζήσει πραγματικά «ἀξίως τοῦ Θεοῦ» καί νά γίνει ἀπό τόν παρόντα κιόλας κόσμο μέτοχος τῆς ἄκτιστης δόξας καί Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στό σῶμα του ἦταν χαρισματικῶς παρών ὁ Χριστός, ὅπως ἄλλωστε καί στήν ἁγία ψυχή του. Καί τοῦτο, γιατί μέ τούς συντονισμένους ἀσκητικούς ἀγῶνες του πρόσφερε καί τό σῶμα του ὡς καθαρό ναό στή λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί τόν ἐξαγιασμένο νοῦ του ὡς λογικό θυσιαστήριο, ἀπ’ ὅπου διαβιβάζονταν τόσο στήν ψυχή του ὅσο καί στό σῶμα του οἱ ἄκτιστες χαρισματικές μετοχές καί ἡ ἄρρητη εὐωδία τοῦ Χριστοῦ.
Νά ποῦμε ἐδῶ ἕνα παράδειγμα. Μιά φορά, σέ ἐρώτηση συνομιλητῶν του: Τί εἶναι «εὐωδία Χριστοῦ» καί τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι: «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν» (Β΄ Κορ. 2,15), ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ δέν ἀπάντησε. Μόνο ἔσκυψε τό κεφάλι στό στῆθος του καί σιωποῦσε. Σέ λίγο, ἀλλεπάλληλα κύματα ἄρρητης εὐωδίας, πού ἐκπέμπονταν ἀπό τό στῆθος του, περιέλουσαν τούς συνομιλητές του, οἱ ὁποῖοι ἄφωνοι καί ἔκπληκτοι ἀπελάμβαναν τήν πρωτοφανῆ γι’ αὐτούς πνευματική αὐτή ἐμπειρία, συνοδευόμενη μέ ἀκατάσχετα δάκρυα χαρᾶς, βαθύτατης ψυχοσωματικῆς γαλήνης καί κυρίως πνευματικῆς γλυκύτητας, πού ἔφτανε μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστῶν. Οἱ συνομιλητές του, ὅταν κάπως συνῆλθαν, ἀπεχώρησαν χωρίς ἄλλη συζήτηση καί χωρίς καμία ἀπολύτως ἀπορία στό τεθέν ἐρώτημά τους. Ἔλαβαν, κατά μοναδικό γι’ αὐτούς τρόπο, τήν ἀπάντηση μέ ἀπόλυτη πληρότητα, ὄχι λεκτικά, ἀλλά βιωματικά καί ἄκρως ὑπαρξιακά. Στήν πραγματικότητα, ἡ διαβεβαίωση γιά τή γνησιότητα αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό, μέ τά ἀδιάψευστα τεκμήρια, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε, τήν πνευματική δηλαδή ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν μας καί τήν ἄρρητη παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὑποθέτω, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ζήτησε ἀπό τό Χριστό νά πληροφορήσει τούς συνομιλητές του, ὅπως Αὐτός γνωρίζει.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἦταν ἕνας αὐθεντικός ἄνθρωπος. Χαιρόσουν αὐτό πού λέμε κατά φύσιν, ὅταν βρισκόσουν μαζί του. Τοῦ ἦταν ἄγνωστη ἡ τυπική εὐγένεια καί ἡ προσποίηση, εἶχε φυσικότητα καί αὐθορμητισμό, εἶχε τή χάρη τοῦ κατά φύσιν ἀνθρώπου. Ὅμως, ἐκεῖνο πού τόν ἔκανε νά ξεχωρίζει, κατ’ ἐξοχήν, δέν ἦταν τό κατά φύσιν, ἀλλά τό ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ φύσιν.
Ἀπό τά χρόνια τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μου μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, 1975-1998, ἀπεκόμισα τήν ἐκπληκτική διαπίστωση, ὅτι μιλοῦσε μόνο γιά ὅ,τι γνώριζε πολύ καλά, μέσῳ τῆς προσωπικῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας του καί ἀπαντοῦσε σέ σοβαρά πνευματικά θέματα, μόνον ὅταν εἶχε «πληροφορία» ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Μοῦ ἔλεγε συχνά: «ἐκ πείρας ὁμιλῶμεν». Καί ἐννοοῦσε μ’ αὐτό, τή βαθειά κατασταλαγμένη πνευματική ἐμπειρία. Φυσικά, σέ ἔπειθε ἀπολύτως ὁ λόγος του, γιατί ἁπλούστατα δι’ αὐτοῦ σοῦ μιλοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ φωνή του γινόταν τό ὄχημα τῆς ἐνεργοῦ σ’ αὐτόν ἀκτίστου Χάριτος καί περνοῦσε ὡς αὔρα λεπτή μέσα στήν ψυχή σου καί δι’ αὐτῆς καί στό σῶμα σου καί σέ ἀνέπαυε ὑπαρξιακά. Δέν ἤθελες νά ξεκολλήσεις ἀπό κοντά του. Ἔχανες τήν αἴσθηση τοῦ χρόνου ἤ μᾶλλον βίωνες τή διάσταση τῆς αἰωνιότητας, πού ἔπαιρνε ὁ χρόνος σου, καθώς ἐμβολίζονταν καί ἐμπλουτίζονταν ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα τό παρελθόν καί τό μέλλον νά βιώνονται συμπυκνωμένα στό συγκεκριμένο παρόν τῆς παρουσίας σου.
Ἐπί χρόνια, ἡ συζήτηση μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ περιστράφηκε γύρω ἀπό τό χαρακτῆρα, τίς προϋποθέσεις, τήν ἐνεργό παρουσία καί τίς συνέπειες τῶν ποικίλων ἐνεργειῶν τῆς θεοποιοῦ Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅσα προσήγγισα ἐπιστημονικῶς διά τῶν ἐρευνῶν μου στά συγγράμματα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τά συνάντησα αὐθεντικά βιωμένα στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Ἀλλά τό πιό σημαντικό γιά μένα ἦταν, ὅτι καί ὅσα δέν κατανοοῦσα ἀπό τόν ὑπερφυῆ χαρακτῆρα τῆς θείας Χάριτος, μοῦ τά ἐξηγοῦσε λεπτομερῶς, μέ βάση τήν πλούσια βιωματική ἐμπειρία του. Ὅταν γιά τίς θεολογικές ἐμπειρίες μου πῆγα τό 1988, ὡς συνήθως ἀπροειδοποίητα, νά τόν συναντήσω, ἐνημέρωσε προηγουμένως τή συνοδεία του γιά τήν ἐπικείμενη ἐπίσκεψή μου καί συνέστησε νά ἔχουν ξεκλείδωτη τήν πόρτα. Ἀνοίγοντας ἐγώ τήν ἐξώπορτα, τόν εἶδα ὄρθιο ἀπέναντί μου νά μοῦ χαμογελᾶ καί νά μοῦ λέει: Ἤμουν ἐδῶ καί σέ περίμενα. Μέ ἔσφιξε γιά πολύ στήν ἀγκαλιά του, μέ φίλησε στό ἀκάλυπτο ἀπό τότε κρανίο μου καί μοῦ εἶπε συγκινημένος: Θά σοῦ πῶ ἐκεῖνο πού εἶπε σέ μένα ὁ γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής: «Ἐσύ ἔψαχνες ἐμένα κι ἐγώ ἐσένα». Πράγματι, τοῦ εἶπα ἔκπληκτος, ἐγώ ἔψαχνα ἐσένα, ἀλλά δέν κατανοῶ καθόλου, γιατί ἐσύ ἔψαχνες ἐμένα. Ἔλα μέσα στό κελί μου, μοῦ εἶπε, καί θά σοῦ ἐξηγήσω. Σέ ἔψαχνα, γιατί πενήντα πέντε χρόνια ἐδῶ πάνω στά βράχια τῆς ἐρήμου ξέχασα καί τά ἑλληνικά μου. Ἔτσι, δέν βρίσκω τίς κατάλληλες λέξεις γιά νά ἐκφράσω σωστά τά ὅσα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ζῶ. Ἀφότου ὅμως διάβασα τά κείμενά σου, πού ἀναφέρονται στή Θεία Χάρη κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, χάρηκα πάρα πολύ, γιατί τώρα καί ἐγώ μπορῶ νά ἐκφράσω τά βιώματά μου σχετικά μέ τή Θεία Χάρη, μέ κάθε δυνατή θεολογική ἀκρίβεια. Βρέ παιδάκι μου, μοῦ εἶπε τρυφερά, λές ἀκριβῶς αὐτά πού ζοῦμε ἐδῶ. Ἔμεινα ἐμβρόντητος! Μά πάτερ Ἐφραίμ, τοῦ εἶπα, ἐγώ μέ πολύ φόβο Θεοῦ καί θερμή προσευχή στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, νά μή πλανηθῶ θεολογικῶς καί πνευματικῶς, πρόσεξα νά μή γράψω τίποτε δικό μου. Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἡ θεολογική σκέψη καί ἡ βιωματική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Μάλιστα, θά σᾶς ἐκμυστηρευτῶ, ὅτι κάποιες διατυπώσεις του, ἐνῶ τίς ἀντιλαμβάνομαι θεολογικῶς, δέν τίς κατανοῶ πλήρως, γιατί ὁ Ἅγιος ἐκφράζεται ἀποφατικά γιά τίς ὑπερφυεῖς ἐμπειρίες του. Τί δέν κατανοεῖς, μοῦ λέει, γεμάτος μέ πνευματική θέρμη καί χαρά. Νά, δέν καταλαβαίνω ἀκριβῶς, τοῦ λέω, πῶς ὁρᾶται ὁ Θεός «ἀοράτως» καί πῶς νοεῖται «ἀπερινοήτως». Αὐτή εἶναι, μοῦ λέει, ἡ μόνη ὀρθή διατύπωση πού ἐκφράζει, ἀνεκφράστως, αὐτό πού ἐγώ τόσο καιρό δέν μποροῦσα νά διατυπώσω, ἐνῶ ἔτσι ἀκριβῶς τό ζῶ. Καταλαβαίνετε τώρα τόσο τήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτῆρα, ὅσο κυρίως τήν πνευματικοῦ χαρακτῆρα εὐχάριστη ἔκπληξή μου. Βρισκόμουν μπροστά σέ ἕναν πνευματικό θησαυρό καί ἐπεθύμησα νά γεμίσω ὅσο τό δυνατόν τίς «ἀποσκευές» μου. Ἀκολούθησε ἡ ὡραιότερη συζήτηση τῆς ζωῆς μου. Δέν θά μέ ἔπαιρνε ὁ χρόνος, ἀλλά δέν θά ἔβρισκα ἴσως καί τόν καταλληλότερο τρόπο, γιά νά σᾶς περιγράψω κάπως ὅσα ἄκουσα καί ἔζησα. Εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων τό Χριστό γι’ αὐτήν τήν ἀπερίγραπτη συνάντηση. Ἦταν ὁ σημαντικότερος σταθμός γιά τή μέχρι σήμερα θεολογική καί πνευματική γνώση μου. Ἔχω τή βαθειά καί βεβαία αἴσθηση, ὅτι δι’ αὐτοῦ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ὅλα ἐκεῖνα πού μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὅτι θά μοῦ δοθοῦν σταδιακῶς καί σέ βάθος χρόνου. Εὐλογητός ὁ Θεός! Εἶναι πράγματι, οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί ἐπί τά ταπεινά ἐφορῶν! Συγκαταβαίνει πλουσιοπαρόχως, προσυπογράφει τίς δεήσεις καί καθιστᾶ ἀξιόπιστα τά λόγια τῶν ταπεινῶν φίλων του, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους στήν ἐποχή μας ἦταν καί ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης.
Ποιός ἦταν στήν πραγματικότητα ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, δέν λέγεται. Αὐτό μόνο σοῦ ἀποκαλύπτεται ἐν Πνεύματι, καί πάλι κατά τό μέτρο τῆς δεκτικότητας καί τῆς πνευματικῆς χωρητικότητάς σου. Ὅμως, διστακτικά καί χάριν ὠφελείας τῶν πολλῶν, θα τό ἐπιχειρήσω.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς καθαρότητάς του, γρήγορα κατενόησε, ὅτι ὁ πνευματικός «ἀγρός» μέ τόν «πολύτιμο μαργαρίτη» βρισκόταν χαρισματικῶς ἐντός του, γι’ αὐτό ἔστρεψε ὅλο τό ἐνδιαφέρον του στό «σκάψιμο» καί στήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ τῆς καρδιᾶς του. Μέ τήν ἰσόβια ταπείνωση, τήν προσεκτική, νηπτική παρακολούθηση τῶν κινήσεων τοῦ νοῦ του, τήν πνευματική διερεύνηση τῶν λογισμῶν καί τήν ἐν μετανοίᾳ ἀδιάλειπτη εὐχή, καθάρισε ἐξ ὁλοκλήρου τά νοητά ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά του, καί γνώρισε ἐμπειρικῶς καί ἐν πάσῃ αἰσθήσει, ὅτι ἡ Θεία Χάρη εἶναι ὁ πνευματικός «γεννήτορας» τοῦ κατά Θεόν καινοῦ ἀνθρώπου. Ἐπέμενε ἰδιαίτερα στήν πλήρη ἐκκένωση τῆς καρδιᾶς, γιά τήν ἐνεργοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού κατάλαβα στή συγκεκριμένη περίπτωση ἀπό τά λεγόμενά του ἦταν, ὅτι ὁ βαθμός καθαρότητας τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τοῦ πιστοῦ γίνεται τό μέτρο δεκτικότητας τῆς Θείας Χάριτος, ἀλλά καί ἡ προϋπόθεση τοῦ βαθμοῦ τῆς θέας καί τῆς ἐν γένει βιώσεως τῆς θεοποιοῦ Χάριτος. Κατά τή δική του χαρακτηριστική διατύπωση: «Ὅσο ἔχεις, τόσο θά πάρεις» καί κατά συνέπεια, «κατά τήν κατάστασή σου θά μιλήσεις». Ἔλεγε μάλιστα ἐπ’ αὐτοῦ διευκρινιστικῶς τό ἑξῆς παράδειγμα: Κατά τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἕνας πατέρας πού ἔχει τέσσερα παιδιά, θά ἀφήσει στό κάθε παιδί τό ἕνα τέταρτο τῆς περιουσίας του. Αὐτό ὅμως δέν ἰσχύει γιά τά πνευματικά. Ἐδῶ, τό κάθε παιδί θά πάρει ἀνάλογα μέ τήν πνευματική δεκτικότητά του ἀπό τόν πνευματικό θησαυρό τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του. Ἄν μάλιστα συμβαίνει ἡ δεκτικότητα τοῦ πνευματικοῦ τέκνου νά εἶναι πολύ μεγάλη, τότε εἶναι δυνατό νά λάβει πνευματικῶς περισσότερα ἀπό τήν ὅλη πνευματική περιουσία τοῦ γέροντά του, χωρίς στήν περίπτωση αὐτή νά στερήσει σέ κανένα ἀπό τά πνευματικά ἀδέλφια του τή δική τους μετοχή στήν κοινή πνευματική κληρονομιά.
Εἰδικότερα, ὡς πρός τή Θεία Χάρη, μοῦ διευκρίνιζε συχνά καί μέ νόημα: «Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά μιλᾶς γιά τή Θεία Χάρη καί ἄλλο νά μετέχεις σέ αὐτήν ἐνεργῶς». Καί πραγματικά, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά ἀκοῦς ἤ νά διαβάζεις, ὅτι ἡ Θεία Χάρη -ὅταν βιώνεται- θεᾶται ὡς ἄκτιστο, ζωντανό καί ζωοποιό φῶς, τό ὁποῖο συνοδεύεται ἀπό ἄρρητη ἐσωτερική εἰρήνη, χαρά, γλυκύτητα καί ἀκατάπαυστα δάκρυα, πού ἀπομακρύνουν ὄχι ἁπλῶς τόν πονηρό, ἀλλά καί κάθε πονηρία, καί ἄλλο πράγμα εἶναι νά ζεῖς προσωπικά τήν κατάσταση αὐτή. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι πολύ διαφορετικό νά βλέπεις ἕναν ὡραῖο ζωγραφικό πίνακα μέ ἐξαιρετικά ἐδέσματα ἤ νά ἀκοῦς μιά θαυμάσια περιγραφή ἐδεσμάτων, ἀπό τό νά ἔχεις ἄμεση πρόσβαση καί ἐμπειρία μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις σου στά περιγραφόμενα ἐδέσματα, ὅταν δηλαδή καί τά βλέπεις καί τά ὀσφραίνεσαι καί τά τρώγεις.
Συγκεκριμένα, ὅταν βιώνει κάποιος γνήσια τή Θεία Χάρη, διδάσκεται ἄμεσα ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό δι’ αὐτῆς, ὅτι ἡ Θεία Χάρη παρέχεται ἐλεύθερα καί ἀποκλειστικά κατά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἴδιος, ἡ Θεία Χάρη ἔρχεται, ὅταν δέν τήν περιμένεις, μένει ὅσο θέλει καί φεύγει, ὅταν θέλει. Ὁ Θεός δέν ἐκβιάζεται, οὔτε καί ἡ Χάρη Του. Ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τή Θεία Χάρη πιστός ἀντιλαμβάνεται πνευματικῶς, ὅτι ἡ ἴδια ἡ Θεία Χάρη τόν γυμνάζει στήν ταπεινοφροσύνη, τόν ἐνισχύει νά ἀνταποκριθεῖ ἐπιτυχῶς στούς ἐπερχόμενους πειρασμούς, ἀλλά καί ὅταν δοκιμάζεται ἀπό τίς θλίψεις, τόν συνοδεύει μέ τίς παρηγορίες τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, ἐνῶ «πληροφορεῖ» μέ ἀπόλυτη πειστικότητα τόσο τόν ἴδιο τόν προσευχόμενο ὅσο καί ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται. Τήν «πληροφορία» αὐτή, ὡς ἄμεση ἐμπειρία, εἶχαν πολύ συχνά οἱ συνομιλητές του καί συζητούσαμε μέ πολύ θαυμασμό γι’ αὐτήν μεταξύ μας.