Γυναῖκα πιστή ἀλλοίωσε τόν ἄνδρα της
Μία εὐλαβέστατη γυναῖκα εἶχε ἄνδρα ἄσωτο, βλάσφημο καί αὐταρχικό. Ἡ ἴδια δυσκολευόταν ὡς σύζυγος ἀλλά ἔκανε πολλή ὑπομονή. Δέν ζήτησε σάν διέξοδο τόν χωρισμό οὔτε ἀνταπέδιδε ὅσα τῆς ἔκανε ὁ δύστροπος σύζυγός της. Ἔκανε τάμα στήν Παναγία νά φορέση σ᾿ ὅλη της τήν ζωή μαῦρα, ἀρκεῖ νά φωτίση τόν ἄνδρα της νά ἔρθη στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Προσευχόταν συνεχῶς καί νήστευε γιά τήν μετάνοια τοῦ συζύγου της. Καί ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, «ὁ ποιῶν τό θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν καί τῆς δεήσεως αὐτῶν ἐπακούων», φώτισε τόν ἄσωτο καί ἔγινε ὑπόδειγμα καλοῦ χριστιανοῦ. Μετενόησε, ἐξωμολογήθηκε, ἔκοψε τά πάθη του καί τώρα δέν λείπει ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κάθε χρόνο πηγαίνει γιά σαράντα ἡμέρες καί ἐργάζεται χωρίς ἀμοιβή σέ μοναστήρια. Εἶναι γεμᾶτος φλόγα καί ζῆλο γιά τόν Χριστό. Λέει συχνά: «Τώρα πού γνώρισα τόν Χριστό, νά μοῦ ποῦν νά βάλω τό κεφάλι μου νά μοῦ τό κόψουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τό κάνω μέ ὅλη μου τήν καρδιά».
Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ
Τό ἔτος 1994 κάποιος Ἁγιορείτης ἐπισκέφθηκε τό παλαιό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Διονυσίου στόν Ὄλυμπο. Ἐκεῖ συνάντησε μία γιαγιά εὐλαβέστατη πού βοηθοῦσε τούς προσκυνητές. Ἡ γιαγιά ἀνέφερε στόν μοναχό τό ἑξῆς, καί ἤθελε νά μάθη τήν γνώμη του, ἂν κάνη καλά:
«Ὅταν βλέπω κανένα φίδι στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐδῶ ἔχει πολλά φίδια, τό σταυρώνω καί τό φίδι κοκκαλώνει. Γίνεται σάν βέργα. Μετά τό πιάνω καί τό πετάω ἔξω. Μοῦ λένε μερικοί: “Χαζή εἶσαι πού πιάνεις τά φίδια”, καί ἐγώ τούς λέω: “Γιατί εἶμαι χαζή; Ποιό εἶναι πιό δυνατό, τό φίδι ἢ ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, πάνω στόν ὁποῖον σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί ἔσωσε τόν κόσμο;”. Μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ὅταν θέλω νά ζυμώσω, βάζω ἀλεύρι καί νερό, τά ἀνακατεύω, τά σταυρώνω, μετά σηκώνεται τό προζύμι καί κάνω ψωμί».
*
Κάποιος
μπουλντοζιέρης κατάκοπος ἀπό τήν ἐργασία του ξάπλωσε μία
καλοκαιρινή νύχτα νά ξεκουραστῆ. Αἰσθάνθηκε στόν ὕπνο του
ἕνα βάρος νά τόν πιέζη καί ξύπνησε ἀλλά δέν μποροῦσε νά
ἀντιδράση. Ἔβλεπε ἕνα μαῦρο, κάτι σάν σκυλί πού προχωροῦσε
σιγά–σιγά πρός τό κεφάλι του καί τόν πλάκωσε. Πήγαινε νά τοῦ βγῆ
ἡ ψυχή. Ὅταν ὅμως ἔφθασε μέχρι τό στῆθος, ἄκουσε μία φωνή:
«Ἂν δέν εἶχες αὐτό (τόν Σταυρό) στό στῆθος σου, θά ἔβλεπες τί θά
πάθαινες», καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Εὐχαρίστησε τόν Θεό,
ἔκανε τόν σταυρό του καί κατάλαβε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ
Σταυροῦ πού τυπικά φοροῦσε μέχρι τότε.