ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
Τί λέει ἡ Γραφή· ἔκλαυσε ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.
«Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον», εἶπε (Ματθ. 15,32), διότι εἶνε
«ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (ἔ.ἀ. 9,36). Κι ὅταν εἶδε ἀπὸ
μακριὰ τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, μὲ τὰ σπίτια μὲ τὰ μέγαρα μὲ τοὺς
δρόμους μὲ τὸν περιλάλητο ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ὅταν εἶδε πόσο πολὺ
ἁμαρτωλὴ ἦταν ἡ πόλις αὐτή, ὁ Χριστὸς δὲν καταράστηκε, ἀλλὰ ἔκλαυσε. Ὁ
Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν» τῶν Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία εἶχε διαπράξει πολλὰ
ἁμαρτήματα καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ διαπράξῃ τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, νὰ
σταυρώσῃ τὸ Χριστό, «ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41) καὶ εἶπε·
«Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα
τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα
σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ἀπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ
οὐκ ἠθελήσατε». Ὦ Ἰεροσόλυμα, λέει, πόσες φορὲς ἠθέλησα νὰ σᾶς μαζέψω
κοντά μου ὅπως μαζεύει ἡ κλῶσσα τὰ πουλιά της κ᾿ ἐσεῖς δὲν θελήσατε
(Ματθ. 23,37).
Μιμητὴς λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶνε
κάθε Χριστιανός, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ χύνῃ ἕνα δάκρυ, ὄχι μόνο γιὰ τὸν
ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἀμετανόητη ἀνθρωπότητα. Καλὸ εἶνε αὐτό, καὶ μάλιστα τὴν περίοδο τῆς νηστείας καὶ τῆς τεσσαρακοστῆς.
Μιμηταὶ τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ εἴμεθα ὅλοι, ἀλλὰ προπαντὸς ἐμεῖς
οἱ κληρικοί. Γιατί φορᾶμε μαῦρα ῥάσα καὶ ὄχι κόκκινα; γιατὶ ἔτσι τὸ
θέλανε κάποιοι; Ὄχι. Ὑπάρχει λόγος, ἀπαντοῦν οἱ διδάσκαλοι τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅλα ἔχουν σημασία, καὶ τὰ
καλυμμαύχια καὶ τὰ ῥάσα καὶ τὰ ἄμφια. Ὅλα μιλᾶνε στὸν παπᾶ. Φορᾶμε
μαῦρα, γιατὶ πενθοῦμε. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ πενθεῖ τὸν θάνατο προσφιλοῦς
του προσώπου δὲν φοράει κόκκινα, ἀλλὰ μαῦρα, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πενθοῦμε τὶς
ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Μάλιστα· αὐτὸ τὸ μαῦρο πανὶ εἶνε τὸ
πένθος ποὺ πρέπει κ᾿ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ νὰ ἔχουμε. Διότι ἐσεῖς οἱ λαϊκοὶ
θὰ δώσετε λόγο μόνο γιὰ τὴν ψυχή σας, ἐμεῖς ὅμως οἱ κληρικοί, ποὺ ἔχουμε
τὸ βάρος μιᾶς ἐνορίας ἢ τὸ βάρος μιᾶς ἐπισκοπῆς ―ἂν είμεθα ἐπίσκοποι―,
τὸ βάρος τῆς ποιμαντορίας, θὰ δώσουμε λόγο γιὰ ὅλες τὶς ψυχές. Καὶ
πρέπει νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ
θεωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ ὡς δικά μας ἁμαρτήματα.
Πόσο συγκινήθηκα μιὰ μέρα! Ἕνας ἱερεὺς ―ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ
φαινόμενα εὐσεβείας καὶ πίστεως―, ποὺ στὸ χωριό του ὠργίαζαν τὶς
ἀπόκριες, πῆγε νὰ διαμαρτυρηθῇ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν τὰ ὄργια. Καὶ τί τοῦ
εἶπαν· Ὄχι ὁ δεσπότης νὰ ἔρθῃ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς νὰ κατέβῃ ἐδῶ στὸ χωριό,
ἐμεῖς θὰ κάνουμε τὸ γλέντι μας, θὰ χορέψουμε, θὰ φορέσουμε μάσκες, θὰ
πιοῦμε κρασί, θὰ κάνουμε τὸ κέφι μας. Ὁ Χριστὸς νὰ κατέβῃ δὲν τὸν
ἀκοῦμε!… Κι ὅταν τὸ βράδυ χτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ ἀπόδειπνο, κανένας δὲν
πῆγε στὴν ἐκκλησία. Ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Ἔκλαιγε γοερῶς,
ἔκλαιγε βλέποντας αὐτὴ τὴ σκληρὰ πέτρα, ποὺ οὔτε δυναμίτης δὲν μπορεῖ
νὰ τὴ σπάσῃ.
Ἕνα εὐφυὲς τέχνασμα
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, γίνεται μέσα
στὴν ἀνθρωπότητα. Σκληροὶ κι ἀμετανόητοι εἴμεθα. Ἕνα κήρυγμα ἄκουσαν οἱ
Νινευῖται, ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες ἡ «Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰων. 3,4),
ἕνα κήρυγμα, τρία λόγια ἀκούσανε, καὶ μετανόησαν ὅλοι, ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ
μέχρι τὸν τελευταῖο ὑπήκοο. Καὶ τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη, ἀκόμα καὶ τὰ ζῷα
τους, νήστευσαν καὶ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο ἀκούστηκε τὸ κλάμα τῆς μετανοίας.
Τώρα σκληροὶ σὰν πέτρες εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ἐννοοῦν νὰ μετανοήσουν καὶ
δὲν αἰσθάνονται ἀνάγκη νὰ κλάψουν γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά τους, ὅπως κλαίγανε
οἱ ἅγιοι.
Κάπου εἶχα διαβάσει ἕνα ἄλλο ἀνέκδοτο, τὸ ἑξῆς. Σὲ μιὰ ἐνορία
ἕνας ξένος ἱερεὺς τί ἔκανε. Πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, τοὺς συμβούλευε,
τοὺς παρακαλοῦσε νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐξομολογηθοῦν. Τίποτε αὐτοί.
Γελοῦσαν – «οὐαὶ …οἱ γελῶντες νῦν» (Λουκ. 6,25). Τότε τί μηχανεύθηκε
αὐτὸς ὁ ξένος κληρικός; (Ἕνας καλὸς κληρικός, ποὺ ἀγαπᾷ τὸ ποίμνιό του,
νιώθει μέσα του μιὰ πίεσι, νιώθει μιὰ προτροπή· καὶ δὲν ἡσυχάζει, διότι
θέλει εἰ δυνατὸν ὅλοι νὰ μετανοήσουν καὶ ὅλοι νὰ ἐπιστρέψουν στὸ Θεό).
Χρησιμοποίησε λοιπὸν αὐτὸς τὸ ἑξῆς εὐφυὲς τέχνασμα, γιὰ νὰ τοὺς
συνεφέρῃ. Ἄρχισε νὰ χτυπάῃ νεκρικὰ ἡ καμπάνα, ντάνγκα – ντούνγκα.
―Ποιός πέθανε; ῥωτοῦσαν.
Τοὺς λέει ὁ ἱερεύς·
―Ἐλᾶτε αὔριο, γιὰ νὰ δῆτε ποιό νεκρὸ θὰ κηδεύσουμε, καὶ θὰ
ἐκπλαγῆτε. Τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ, τὸ ποιός εἶνε ὁ νεκρός, θὰ τὸ μάθετε τὴν
ὥρα ἐκείνη τῆς κηδείας, τὴν ὥρα ποὺ θὰ πλησιάσετε τὸ φέρετρο, στὸ
«Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν…».
Περίεργοι ὅλοι περίμεναν τὴν ἄλλη μέρα, καὶ μαζεύτηκαν στὴν
κηδεία γιὰ νὰ δοῦν ποιός πέθανε. Ὅλο τὸ χωριὸ πῆγε στὴν κηδεία καὶ
γέμισε ἡ ἐκκλησία. Οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε τόσο κόσμο. Τὸ φέρετρο ἦταν
σκεπασμένο στὴ μέση τοῦ ναοῦ. Ψάλανε τὴν ἀκολουθία, καὶ μετὰ ὁ ἱερεὺς
λέει·
―Τώρα περάστε νὰ χαιρετίσετε τὸ νεκρό.
Μέσα στὸ φέρετρο ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς ἀντὶ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς
Παναγίας, ποὺ βάζουν συνήθως στὸ νεκρό, εἶχε βάλει ἕναν καθρέφτη. Ἔτσι,
καθὼς ἔσκυβαν ν᾿ ἀσπασθοῦν τὸ νεκρό, ἔβλεπαν τὸν …ἑαυτό τους.
―Ἔ αὐτός, τοὺς λέει, εἶνε ὁ νεκρός! Αὐτὸν ποὺ βλέπετε στὸν καθρέφτη, αὐτόν κηδεύουμε σήμερα· τὸ νεκρὸ ἑαυτό μας.
Ὡραῖο, εὐφυὲς καὶ ἐπιτυχημένο τὸ τέχνασμα ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ τοὺς διδάξῃ.
Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν καθρέφτη. Ὄχι στὸν
φυσικὸ καθρέφτη, ποὺ ἔχουν τὰ σπίτια. Καὶ δὲν σᾶς κατηγορῶ, διότι ἔχετε
καθρέφτη στὰ σπίτια σας. Δὲν κατηγορῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ ἔχουν στὶς
τσάντες των τοὺς καθρέφτες. Γιατὶ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ παρουσιάζεται
καθαρὸς καὶ εὐπρεπὴς μέσα στὴν κοινωνία καὶ ὄχι ἀκάθαρτος. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν καθρέφτη αὐτόν, ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος καθρέφτης, καθρέφτης
κρυστάλλινος, ποὺ δείχνει τὴν πραγματικὴ κατάστασί μας. Εἶνε τὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή, εἶνε τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ῥίξε μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν καθρέπτη μιὰ ματιὰ στὸν ἑαυτό σου,
καὶ τότε θὰ δῇς ὅτι εἶσαι νεκρὸς πνευματικά!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ; σελ. 185