ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ διαβάζουμε:
«καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·» (Ματθ. στ΄, 12).
«Ἤτοι: Καὶ συγχώρησέ μας τὰ ὅσα σοῦ χρεωστοῦμε λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων ἁμαρτιῶν μας, καθὼς καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους, ποὺ μᾶς εἶναι χρεῶσται λόγῳ ἀδικημάτων, ποὺ μᾶς ἔκαμαν.
Μεγάλο ἄθλημα ἡ συγχωρητικότητα, κρύβει μέσα της μεγάλες ἀρετές. Ἀγάπη, ταπείνωση, πραότητα, διάκριση, ἁπλότητα κ.λπ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Κ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τοὺς ἀνδριάντας» μᾶς συμβουλεύει:
«Ἀκόμα κι ἄν θέλει νὰ σοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες τοῦ συνδούλου σου. Ἀλλ’ εἶναι σκληρός, καὶ ἄγριος καὶ θηριώδης καὶ ἐπιθυμεῖ τιμωρία καὶ ἐκδίκηση; Ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο συγχώρησέ τον! Ἔχεις ἀδικηθῆ σὲ πολλά, κι ἔχεις στερηθῆ πολλά, καὶ κακολογήθηκες, καὶ ζημιώθηκες μὲ πολὺ μεγάλα πράγματα, καὶ θέλεις νὰ δῆς, ἐξ αἰτίας τούτων, νὰ τιμωρῆται ὁ ἐχθρός σου; Κι ἐδῶ πάλι σοῦ εἶναι χρήσιμο τὸ νὰ συγχωρήσης! Γιατί ἄν μὲν ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ θελήσης νὰ τὸν ἐκδικηθῆς καὶ νὰ ἐπιτεθῆς ἐναντίον του, εἴτε διὰ λόγων, εἴτε διὰ πράξεων, εἴτε μὲ κατάρες, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέμβη πλέον, ἀφοῦ ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του, κι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβη, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήση, ἀλλὰ καὶ θὰ σὲ τιμωρήση ὡς ὑβριστή».
• Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἕνας Ἅγιος Γέροντας» ὁ Ἅγ. Ἰάκωβος Τσαλίκης ἀναφέρει τὴν τιμωρία ἑνὸς ἀδελφοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς, ποὺ δὲν συγχωροῦσε:
Γιά τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς πού ἐκοιμήθη λόγῳ καθολικῶν ἐγκαυμάτων, παρεκάλεσα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή του. Τὸν εἶδα λοιπόν, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, καὶ δὲν ἦταν ἀναπαυμένος. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις πάτερ μου, πῶς εἶσαι;
– Πῶς νὰ εἶμαι, μοῦ λέει, δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
– Γιατί, πάτερ μου, δὲν ἔχεις ἀνάπαυση;
– Γιατί, μοῦ λέει -καὶ μοῦ ἀνέφερε ἕνα περιστατικὸ ποὺ εἶχα ξεχάσει-, μιὰ φορὰ πέρασα ἀπὸ τὴ βρύση, πάτερ Ἰάκωβε, κι ἐσὺ ἔπλενες χόρτα καὶ δὲ σὲ χαιρέτησα. Τότε μοῦ εἶπες:
– Πάτερ, γιατὶ δὲ μὲ χαιρετᾶς; Πές μου μιὰ καλημέρα, εἶναι τοῦ Θεοῦ.
– Γιατί ὁ Χριστὸς ἔλεγε καλημέρα; σοῦ ἀπάντησα.
– Τί ἔλεγε ὁ Χριστός; μὲ ρώτησες.
– Ὁ Χριστὸς ἔλεγε «χαίρετε», σοῦ εἶπα.
– Πές μου τότε «χαίρετε», πάτερ μου, μοῦ ἀπάντησες.
– Ὄχι δὲ σοῦ λέω, γιατὶ σὲ μισῶ, σοῦ ἀπάντησα κι ἔφυγα. Τώρα δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
Αὐτοῦ τοῦ ἀδελφοῦ ἡ ψυχὴ παρουσιαζόταν σὲ μένα καὶ στὸ Γέροντά μου καὶ ζητοῦσε βοήθεια. Ἐγὼ πάντα τὸν μνημόνευα στὴ Λειτουργία, ἀλλὰ μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θέλει καὶ τρισάγια. Μοῦ εἶπε μάλιστα νὰ πάω στὸ μνῆμα του νὰ διαβάσω εὐχές, καὶ μοῦ εἶπε ποιές, γιὰ νὰ εἰρηνεύση ἡ ψυχή του. Ἀφοῦ ἔκανα αὐτό, τὸν βλέπω ἔξω ἀπὸ ἕνα μεγάλο παλάτι. Ἦταν σούρουπο, σχεδὸν νύχτωνε, κι αὐτὸς μ’ ἕνα φαναράκι στὸ χέρι βιαστικὸς ἔτρεχε νὰ ἀγοράση λάδι. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις, πάτερ μου;
– Ἄσε με, μὴ μὲ καθυστερῆς, μοῦ ἀπάντησε, πάω ν’ ἀγοράσω λάδι.
Τότε τοῦ λέω:
– Πάτερ μου, τώρα εἶναι ἀργά, ἔχει κλείσει ἡ πόρτα, δὲν πουλᾶνε λάδι. Ἔπρεπε ν’ ἀγοράσης, ὅταν ἦταν ἀνοιχτά. Καὶ τὸν εἶδα νὰ χάνεται στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ διαδρόμου».
«καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·» (Ματθ. στ΄, 12).
«Ἤτοι: Καὶ συγχώρησέ μας τὰ ὅσα σοῦ χρεωστοῦμε λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων ἁμαρτιῶν μας, καθὼς καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους, ποὺ μᾶς εἶναι χρεῶσται λόγῳ ἀδικημάτων, ποὺ μᾶς ἔκαμαν.
Μεγάλο ἄθλημα ἡ συγχωρητικότητα, κρύβει μέσα της μεγάλες ἀρετές. Ἀγάπη, ταπείνωση, πραότητα, διάκριση, ἁπλότητα κ.λπ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Κ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τοὺς ἀνδριάντας» μᾶς συμβουλεύει:
«Ἀκόμα κι ἄν θέλει νὰ σοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες τοῦ συνδούλου σου. Ἀλλ’ εἶναι σκληρός, καὶ ἄγριος καὶ θηριώδης καὶ ἐπιθυμεῖ τιμωρία καὶ ἐκδίκηση; Ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο συγχώρησέ τον! Ἔχεις ἀδικηθῆ σὲ πολλά, κι ἔχεις στερηθῆ πολλά, καὶ κακολογήθηκες, καὶ ζημιώθηκες μὲ πολὺ μεγάλα πράγματα, καὶ θέλεις νὰ δῆς, ἐξ αἰτίας τούτων, νὰ τιμωρῆται ὁ ἐχθρός σου; Κι ἐδῶ πάλι σοῦ εἶναι χρήσιμο τὸ νὰ συγχωρήσης! Γιατί ἄν μὲν ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ θελήσης νὰ τὸν ἐκδικηθῆς καὶ νὰ ἐπιτεθῆς ἐναντίον του, εἴτε διὰ λόγων, εἴτε διὰ πράξεων, εἴτε μὲ κατάρες, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέμβη πλέον, ἀφοῦ ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του, κι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβη, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήση, ἀλλὰ καὶ θὰ σὲ τιμωρήση ὡς ὑβριστή».
• Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἕνας Ἅγιος Γέροντας» ὁ Ἅγ. Ἰάκωβος Τσαλίκης ἀναφέρει τὴν τιμωρία ἑνὸς ἀδελφοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς, ποὺ δὲν συγχωροῦσε:
Γιά τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς πού ἐκοιμήθη λόγῳ καθολικῶν ἐγκαυμάτων, παρεκάλεσα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή του. Τὸν εἶδα λοιπόν, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, καὶ δὲν ἦταν ἀναπαυμένος. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις πάτερ μου, πῶς εἶσαι;
– Πῶς νὰ εἶμαι, μοῦ λέει, δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
– Γιατί, πάτερ μου, δὲν ἔχεις ἀνάπαυση;
– Γιατί, μοῦ λέει -καὶ μοῦ ἀνέφερε ἕνα περιστατικὸ ποὺ εἶχα ξεχάσει-, μιὰ φορὰ πέρασα ἀπὸ τὴ βρύση, πάτερ Ἰάκωβε, κι ἐσὺ ἔπλενες χόρτα καὶ δὲ σὲ χαιρέτησα. Τότε μοῦ εἶπες:
– Πάτερ, γιατὶ δὲ μὲ χαιρετᾶς; Πές μου μιὰ καλημέρα, εἶναι τοῦ Θεοῦ.
– Γιατί ὁ Χριστὸς ἔλεγε καλημέρα; σοῦ ἀπάντησα.
– Τί ἔλεγε ὁ Χριστός; μὲ ρώτησες.
– Ὁ Χριστὸς ἔλεγε «χαίρετε», σοῦ εἶπα.
– Πές μου τότε «χαίρετε», πάτερ μου, μοῦ ἀπάντησες.
– Ὄχι δὲ σοῦ λέω, γιατὶ σὲ μισῶ, σοῦ ἀπάντησα κι ἔφυγα. Τώρα δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
Αὐτοῦ τοῦ ἀδελφοῦ ἡ ψυχὴ παρουσιαζόταν σὲ μένα καὶ στὸ Γέροντά μου καὶ ζητοῦσε βοήθεια. Ἐγὼ πάντα τὸν μνημόνευα στὴ Λειτουργία, ἀλλὰ μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θέλει καὶ τρισάγια. Μοῦ εἶπε μάλιστα νὰ πάω στὸ μνῆμα του νὰ διαβάσω εὐχές, καὶ μοῦ εἶπε ποιές, γιὰ νὰ εἰρηνεύση ἡ ψυχή του. Ἀφοῦ ἔκανα αὐτό, τὸν βλέπω ἔξω ἀπὸ ἕνα μεγάλο παλάτι. Ἦταν σούρουπο, σχεδὸν νύχτωνε, κι αὐτὸς μ’ ἕνα φαναράκι στὸ χέρι βιαστικὸς ἔτρεχε νὰ ἀγοράση λάδι. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις, πάτερ μου;
– Ἄσε με, μὴ μὲ καθυστερῆς, μοῦ ἀπάντησε, πάω ν’ ἀγοράσω λάδι.
Τότε τοῦ λέω:
– Πάτερ μου, τώρα εἶναι ἀργά, ἔχει κλείσει ἡ πόρτα, δὲν πουλᾶνε λάδι. Ἔπρεπε ν’ ἀγοράσης, ὅταν ἦταν ἀνοιχτά. Καὶ τὸν εἶδα νὰ χάνεται στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ διαδρόμου».
* * *
«Εἶδα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα μου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ σπιτάκι σὰν κελλάκι καὶ τοῦ λέω:
– Πατέρα μου, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα καὶ χτίστης, δὲν ἔχτιζες ἕνα μεγαλύτερο σπίτι νὰ μένης ἄνετα, ἀλλὰ κάθεσαι σ’ ἕνα τέτοιο μικρὸ σπιτάκι; Τότε μοῦ λέει:
– Παιδί μου, ἐσὺ μὲ τὶς προσευχές σου καὶ τὶς ἐλεημοσύνες σου μοῦ ἔκτισες τὸ σπιτάκι αὐτὸ καὶ τὸ ἔχω καὶ μένω».
– Πατέρα μου, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα καὶ χτίστης, δὲν ἔχτιζες ἕνα μεγαλύτερο σπίτι νὰ μένης ἄνετα, ἀλλὰ κάθεσαι σ’ ἕνα τέτοιο μικρὸ σπιτάκι; Τότε μοῦ λέει:
– Παιδί μου, ἐσὺ μὲ τὶς προσευχές σου καὶ τὶς ἐλεημοσύνες σου μοῦ ἔκτισες τὸ σπιτάκι αὐτὸ καὶ τὸ ἔχω καὶ μένω».