ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Τό ἄθλημα τῆς συγγνώμης

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ διαβάζουμε:
«καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·» (Ματθ. στ΄, 12).
«Ἤτοι: Καὶ συγχώρησέ μας τὰ ὅσα σοῦ χρεωστοῦμε λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων ἁμαρτιῶν μας, καθὼς καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους, ποὺ μᾶς εἶναι χρεῶσται λόγῳ ἀδικημάτων, ποὺ μᾶς ἔκαμαν.
Μεγάλο ἄθλημα ἡ συγχωρητικότητα, κρύβει μέσα της μεγάλες ἀρετές. Ἀγάπη, ταπείνωση, πραότητα, διάκριση, ἁπλότητα κ.λπ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Κ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τοὺς ἀνδριάντας» μᾶς συμβουλεύει:

«Ἀκόμα κι ἄν θέλει νὰ σοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες τοῦ συνδούλου σου. Ἀλλ’ εἶναι σκληρός, καὶ ἄγριος καὶ θηριώδης καὶ ἐπιθυμεῖ τιμωρία καὶ ἐκδίκηση; Ἀκριβῶς γιὰ τοῦτο συγχώρησέ τον! Ἔχεις ἀδικηθῆ σὲ πολλά, κι ἔχεις στερηθῆ πολλά, καὶ κακολογήθηκες, καὶ ζημιώθηκες μὲ πολὺ μεγάλα πράγματα, καὶ θέλεις νὰ δῆς, ἐξ αἰτίας τούτων, νὰ τιμωρῆται ὁ ἐχθρός σου; Κι ἐδῶ πάλι σοῦ εἶναι χρήσιμο τὸ νὰ συγχωρήσης! Γιατί ἄν μὲν ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ θελήσης νὰ τὸν ἐκδικηθῆς καὶ νὰ ἐπιτεθῆς ἐναντίον του, εἴτε διὰ λόγων, εἴτε διὰ πράξεων, εἴτε μὲ κατάρες, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέμβη πλέον, ἀφοῦ ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του, κι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβη, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήση, ἀλλὰ καὶ θὰ σὲ τιμωρήση ὡς ὑβριστή».
• Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἕνας Ἅγιος Γέροντας» ὁ Ἅγ. Ἰάκωβος Τσαλίκης ἀναφέρει τὴν τιμωρία ἑνὸς ἀδελφοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς, ποὺ δὲν συγχωροῦσε:
Γιά τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς πού ἐκοιμήθη λόγῳ καθολικῶν ἐγκαυμάτων, παρεκάλεσα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ψυχή του. Τὸν εἶδα λοιπόν, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, καὶ δὲν ἦταν ἀναπαυμένος. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις πάτερ μου, πῶς εἶσαι;
– Πῶς νὰ εἶμαι, μοῦ λέει, δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
– Γιατί, πάτερ μου, δὲν ἔχεις ἀνάπαυση;
– Γιατί, μοῦ λέει -καὶ μοῦ ἀνέφερε ἕνα περιστατικὸ ποὺ εἶχα ξεχάσει-, μιὰ φορὰ πέρασα ἀπὸ τὴ βρύση, πάτερ Ἰάκωβε, κι ἐσὺ ἔπλενες χόρτα καὶ δὲ σὲ χαιρέτησα. Τότε μοῦ εἶπες:
– Πάτερ, γιατὶ δὲ μὲ χαιρετᾶς; Πές μου μιὰ καλημέρα, εἶναι τοῦ Θεοῦ.
– Γιατί ὁ Χριστὸς ἔλεγε καλημέρα; σοῦ ἀπάντησα.
– Τί ἔλεγε ὁ Χριστός; μὲ ρώτησες.
– Ὁ Χριστὸς ἔλεγε «χαίρετε», σοῦ εἶπα.
– Πές μου τότε «χαίρετε», πάτερ μου, μοῦ ἀπάντησες.
– Ὄχι δὲ σοῦ λέω, γιατὶ σὲ μισῶ, σοῦ ἀπάντησα κι ἔφυγα. Τώρα δὲν ἔχω ἀνάπαυση.
Αὐτοῦ τοῦ ἀδελφοῦ ἡ ψυχὴ παρουσιαζόταν σὲ μένα καὶ στὸ Γέροντά μου καὶ ζητοῦσε βοήθεια. Ἐγὼ πάντα τὸν μνημόνευα στὴ Λειτουργία, ἀλλὰ μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θέλει καὶ τρισάγια. Μοῦ εἶπε μάλιστα νὰ πάω στὸ μνῆμα του νὰ διαβάσω εὐχές, καὶ μοῦ εἶπε ποιές, γιὰ νὰ εἰρηνεύση ἡ ψυχή του. Ἀφοῦ ἔκανα αὐτό, τὸν βλέπω ἔξω ἀπὸ ἕνα μεγάλο παλάτι. Ἦταν σούρουπο, σχεδὸν νύχτωνε, κι αὐτὸς μ’ ἕνα φαναράκι στὸ χέρι βιαστικὸς ἔτρεχε νὰ ἀγοράση λάδι. Τοῦ λέω:
– Τί κάνεις, πάτερ μου;
– Ἄσε με, μὴ μὲ καθυστερῆς, μοῦ ἀπάντησε, πάω ν’ ἀγοράσω λάδι.
Τότε τοῦ λέω:
– Πάτερ μου, τώρα εἶναι ἀργά, ἔχει κλείσει ἡ πόρτα, δὲν πουλᾶνε λάδι. Ἔπρεπε ν’ ἀγοράσης, ὅταν ἦταν ἀνοιχτά. Καὶ τὸν εἶδα νὰ χάνεται στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ διαδρόμου».
* * *
«Εἶδα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα μου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ σπιτάκι σὰν κελλάκι καὶ τοῦ λέω:
– Πατέρα μου, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα καὶ χτίστης, δὲν ἔχτιζες ἕνα μεγαλύτερο σπίτι νὰ μένης ἄνετα, ἀλλὰ κάθεσαι σ’ ἕνα τέτοιο μικρὸ σπιτάκι; Τότε μοῦ λέει:
– Παιδί μου, ἐσὺ μὲ τὶς προσευχές σου καὶ τὶς ἐλεημοσύνες σου μοῦ ἔκτισες τὸ σπιτάκι αὐτὸ καὶ τὸ ἔχω καὶ μένω».