«Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Μάτθ. 6,14)
Ἐλπίζω ἐσεῖς νὰ ἔχετε διάθεση ν’
ἀκούσετε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἐγὼ διστάζω...νὰ μιλήσω. Γιατί πολλὰ
εἶναι τὰ θέματα ποῦ ἔχουμε σήμερα μπροστά μας· ποιὸ ἀπ’ ὅλα νὰ πάρω;
‘Oπως γνωρίζετε, συνηθίζω νὰ ἀσκῶ ἔλεγχο. Καὶ σήμερα, τῆς Τυρινῆς, ἁρμόζει νὰ ἐλέγξουμε.
Διότι αὐτὰ ποὺ λέγονται καὶ γίνονται αὐτὲς τὶς μέρες, ἀσφαλῶς δὲν εἶναι
σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσή μας. Χοροί, πορνικὰ τραγούδια, μάσκες,
καρναβάλια, ξενύχτια, ὄργια… Σᾶς ἐρωτῶ· τί σχέση ἔχουν αὐτὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας; Γι’ αὐτὸ λέω, ὅτι τὸ κράτος μας δὲν εἶναι ὀρθόδοξο.
Λοιπόν, νὰ κάνω ἔλεγχο; Ἄλλοι
ἱεροκήρυκές μου συνιστοῦν, νὰ παύσω νὰ ἐλέγχω, γιατί ἡ κοινωνία δὲν
ἀνέχεται τὸ φραγγέλλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ γλώσσα τὴν ἀποστολική. Ἂς
κάνω κ’ ἐγὼ σήμερα ἕνα κήρυγμα ἐποικοδομητικό, ὅπως τὸ λένε.
Τί ὅμως νὰ κηρύξω; Νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἀπὸ
αὔριο ἀρχίζει ἡ νηστεία; κι ὅτι ὅλοι ἀνεξαιρέτως, μικροὶ καὶ μεγάλοι,
γέροντες καὶ γυναῖκες, ὅλοι ἐκτὸς τῶν ἀρρώστων, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ
νηστεύσουμε, ὅπως νήστευσε ὁ Κύριος, ὅπως νήστευσε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος,
ὅπως νήστευσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι; Ἢ νὰ σᾶς πῶ κάτι ἄλλο αὐστηρότερο, ποὺ
εἶδα νὰ γίνεται στὴ Μακεδονία, ποὺ νηστεύουν τριήμερο (αὔριο Καθαρὰ
Δευτέρα, Τρίτη καὶ Τετάρτη) καὶ κοινωνοῦν στὴ λειτουργία τῶν
προηγιασμένων; Ἢ θέλετε νὰ σᾶς πῶ, ὅτι τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες πρέπει νὰ
παρακολουθοῦμε τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ μὲ τὰ γλυκύτατα ἐκεῖνα τραγούδια
τῆς Ἐκκλησίας μας, ποῦ ὡραιότερα δὲν ὑπάρχουν στὸν κόσμο; νὰ
παρακολουθοῦμε τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, καὶ κάθε βράδυ νὰ ἐρχόμεθα στὸ Μέγα
Ἀπόδειπνο, ὅπως οἱ πρόγονοί μας, καὶ ν’ ἀκοῦμε τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων,
μεθ’ ἠμῶν γενοῦ…»; Ἢ νὰ σᾶς πῶ, ὅτι πρέπει κάθε βράδυ νὰ κάνουμε
μετάνοιες, ἑκατὸ ἢ πενήντα, λέγοντας τὴν προσευχή μας; Ἢ νὰ πῶ κάτι
ἄλλο, ποὺ κάνουν μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ βάζουν τὸ ξυπνητήρι καὶ ξυπνοῦν
τὰ μεσάνυχτα καὶ προσεύχονται, λένε τὸν 50ο ψαλμὸ καὶ κάνουν μετάνοιες;
Ἢ νὰ σᾶς κηρύξω, ὅτι τὸ καθῆκον μᾶς αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες εἶναι πρὸ
παντὸς ἡ ἐλεημοσύνη, ὅτι πρέπει ν’ ἀδειάσουν τὰ πορτοφόλια καὶ νὰ
γίνουμε φτωχοί, ὅπως ἦταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας
μας;…
Ποιὸ ἀπ’ ὅλα νὰ κηρύξω; Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ
καθένα ἀπὸ αὐτὰ σήμερα συναντᾶ ἀντίρρηση. Γιὰ τὴ νηστεία θ’ ἀκούσω·
«Ἐγὼ εἶμαι ἄρρωστος, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οὔτε μία μέρα χωρὶς τὸ λάδι». Γιὰ
τὴν ἀγρυπνία θὰ μοῦ πῆτε· «Εἴμαστε ἐργατικοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν μποροῦμε
νὰ ξενυχτᾶμε· πρωϊ – πρωϊ θὰ πᾶμε στὸ ἐργοστάσιο ἢ στὸ γραφεῖο, καὶ
πρέπει νὰ ἔχουμε δύναμη γιὰ τὴν ἐργασία μας». Γιὰ τὶς μετάνοιες θὰ μοῦ
πεῖτε· «Δὲν ἀντέχουμε». Γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη θὰ πεῖτε· «Εἴμαστε
οἰκογενειάρχες, ἔχουμε κορίτσια νὰ παντρέψουμε, ἀγόρια νὰ σπουδάσουμε·
γεράσαμε, δὲν μποροῦμε νὰ δίνουμε χρήματα· ἂς δώσουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν». O
σημερινὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀντιρρήσεις καὶ προφάσεις. Οὔτε νηστεία, οὔτε
προσευχή, οὔτε ἐξομολόγηση, οὔτε ἀγρυπνία, οὔτε κομποσχοίνι, οὔτε
παρακλήσεις, οὔτε ἑσπερινούς· τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν θέλει.
Λοιπὸν τί νὰ ποῦμε; Εὑρίσκομαι σὲ
ἀπορία. Μέσα ὅμως στὴν ἀμηχανία μου ἀκούω σήμερα τὸ εὐαγγέλιο καὶ
αἰσθάνομαι ἀνακούφιση. Σὰν τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο, λέω κ’ ἐγώ· «Εὕρηκα!».
Εὕρηκα γιὰ σᾶς, βρῆκα γιὰ μένα, βρῆκα γιὰ μικρούς, μεγάλους, ἀδυνάτους,
ἰσχυρούς, ἁμαρτωλούς, ἁγίους, γιὰ ὅλους, βρῆκα ἕνα δρόμο πολὺ εὔκολο
καὶ σύντομο. Ἂν μ’ ἀκούσετε, ἂν ἀκούσετε τὴ φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου, θὰ
πάρετε φτερὰ ἀγγελικὰ καὶ θὰ πετάξετε στὰ ὕψη, θὰ φθάσετε κοντὰ στὸ Θεό.
Δὲν χρειάζεται οὔτε κόπος οὔτε χρήματα. Μόνο νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς τὴ
χάρη του καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ τὸ ἅγιο ν’ ἀνοίξει τὴν καρδιά μας. Νὰ πάρει
ἕνα σφυρὶ καὶ νὰ σπάσει τὴν πέτρινη καρδιά μας, καὶ μέσα ἀπὸ τὸ βράχο
νὰ βγεῖ τὸ νερό, νὰ βγεῖ μία φωνή, μία λέξη!
Ἂν μπορούσαμε νὰ τὴν ποῦμε σήμερα στὰ
σπίτια καὶ στὴν κοινωνία μας, ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι ὁ κόσμος θὰ ἄλλαζε. Χίλια
περιστέρια θὰ πετούσανε, κάθε πόλεμος θὰ ἔσβηνε, κι ἀπὸ θηρία ποὺ
εἴμαστε θὰ γινόμασταν ἄγγελοι, ἄξιοι νὰ φωνάζουμε τὸ Θεὸ πατέρα. H λέξη
ποὺ πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά μας σήμερα, ἡ λέξη ποὺ δὲν στοιχίζει
τίποτα, ποὺ πρέπει νὰ τὴν ποῦμε – ἀλλιῶς δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, ἡ λέξη
αὐτή, ἀδελφοί μου, εἶναι συγχωρῶ.
* * *
Συγχωρῶ! Μποροῦμε νὰ τὴν ποῦμε τὴ λέξη
αὐτή; Μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε ὅλους τους ἐχθρούς μας; Αὐτὸ λέει τὸ
Εὐαγγέλιο· «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ
ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Μάτθ. 6,14). Συγχωρεῖς; θὰ συγχωρηθεῖς.
Δὲ’ συγχωρεῖς; δὲ’ συγχωρεῖσαι. Εἶναι νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ
τὸ ἐφαρμόσουμε. δὲν εἶναι τὸ εὐκολότερο ἀπ’ ὅλα; Φαίνεται δύσκολο κι
αὐτό; Έ, μὰ τότε τί νὰ σοὺ κάνω, Χριστιανέ; Σοὺ λέω τὸ ἕνα, δὲν τὸ
δέχεσαι· σοὺ λέω τὸ ἄλλο, δὲν τὸ δέχεσαι.
Θὰ μοῦ πεῖτε· Ἐγὼ νηστεύω, πάω κάθε
βράδυ στὴν ἐκκλησία, ἀκούω τὸν ἑσπερινό, ἀνάβω κεριά, πάω κ’
ἐξομολογοῦμαι στὸν καλύτερο πνευματικό, πάω στὶς ἀγρυπνίες… Ὅλα νὰ τὰ
κάνεις, ἀδερφέ μου, ἐὰν στὴν καρδιά σου ἔχεις τὸ μίσος, ὅλα εἶναι
μάταια. Διότι παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι ὅταν δὲν ἔχουμε τὴν
ἀγάπη, ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποδίδουν. Εἶναι σὰ’ νὰ ἑτοιμάζεις ἕνα ὡραῖο φαγητὸ
μὲ ὅλη τὴν τέχνη καὶ ξαφνικὰ νὰ πάει κάποιος καὶ νὰ ρίξει μέσα μερικὲς
σταγόνες φαρμάκι. Ποιὸς τὸ ἀγγίζει; Ἔτσι κ’ ἐδῶ. Φτάνει μέσα στὰ καλά
μας ἔργα νὰ πέσουν μερικὲς σταγόνες μίσος καὶ ἔχθρα, γιὰ νὰ γίνουν ὅλα
ἄχρηστα. Γι’ αὐτό, ἀδελφοί μου, παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ συγγνώμη. Αὐτὸ
τονίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Δὲν ζοῦμε σὲ κόσμο ἀγγελικό. Μακάρι οἱ
ἄνθρωποι νὰ ἦταν ἄγγελοι. δὲν ζοῦμε σὲ τέτοιο κόσμο. Οὔτε ἐμεῖς οὔτε οἱ
γείτονές μας εἶναι ἄγγελοι. Μέσα στὸν κόσμο αὐτόν, ὅλοι μας, ὁ ἕνας
πειράζει τὸν ἄλλο. Καὶ τὰ πιὸ προσφιλῆ μας πρόσωπα μᾶς ἔχουν πειράξει.
Κι ὁ πατέρας πειράζει τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὸν πατέρα, καὶ ἡ γυναίκα
τὸν ἄντρα κι ὁ ἄντρας τὴ γυναίκα, καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι. Ἔτσι
ἔχουμε καὶ ἐχθρούς, ποὺ μᾶς ἔχουν κάνει μεγάλο κακό. Μᾶς συκοφάντησαν,
μᾶς διέβαλαν, μᾶς ἀδίκησαν… Γιὰ ὅλους αὐτούς, ποὺ μᾶς ἔχουν πειράξει,
μᾶς ἔχουν κάνει νὰ κλάψουμε, ἂς σταθοῦμε στὸ ὕψος, ἀδέρφια μου! Ἂν
εἴμαστε Χριστιανοί, ἂν πιστεύουμε στὸ Εὐαγγέλιο, σήμερα, ἡμέρα τῆς
Τυρινῆς, ἂς ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη μας ἂς φύγει ἡ
μεγάλη λέξη· Συγχωρῶ!
Ἂς συγχωρήσουμε ὅλους. Οἱ μεγάλοι τους
μικρούς, οἱ μικροί τους μεγάλους. Καὶ τότε μόνο ἂς πλησιάσουμε τὸν
Ἐσταυρωμένο, νὰ τὸν δοῦμε ἐπάνω στὸ σταυρὸ μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα ὅλο
ἀγάπη καὶ καλωσύνη νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ τὰ οὐράνια ἐκεῖνα
λόγια· «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς…» (Λούκ. 23,34). Μία τέτοια καρδιά, καρδιὰ
τοῦ Χριστοῦ, ν’ ἀποκτήσουμε κ’ ἐμεῖς. Τότε θὰ ἑορτάσουμε τὶς ἡμέρες ποὺ
ἔρχονται.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἕνας ποὺ ζεῖ σ’ ἕνα
κλειστὸ δωμάτιο μὲ μολυσμένο καὶ ἀκάθαρτο ἀέρα, ἢ ἕνας ποὺ ζεῖ μέσα σ’
ἕνα σπήλαιο σκοτεινὸ καὶ ἀπαίσιο, ζαλίζεται, λιποθυμεῖ καὶ προσπαθεῖ ν’
ἀνοίξει παράθυρο, γιὰ ν’ ἀναπνεύσει ἀέρα καθαρό. K’ ἐμεῖς ζοῦμε σὲ μία
κοινωνία μολυσμένη ἀπὸ τὸ φαρμακερὸ ἀέρα τοῦ μίσους. Ἀσφυξία κοντεύει νὰ
μᾶς πιάση. Ἀσφυξία στὸ σπίτι, στὴν κοινωνία, στὸν κόσμο, γιατί λείπει ἡ
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα φωνάζει· Ἀνοῖξτε
παράθυρο! Καὶ τὸ παράθυρο, ἀπ’ ὅπου θὰ δοῦμε τὸν οὐρανό, εἶναι ἡ
συγγνώμη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἂς ἀνοίξουμε αὐτὸ τὸ παράθυρο, νὰ πνεύσει
ἀεράκι καθαρό, ἀεράκι ἀπὸ τὰ οὐράνια κι ἀπὸ τὸ Γολγοθά. Μὲ τὴ συγγνώμη
οἱ καρδιές μας θὰ αἰσθανθοῦν ἀνακούφιση. Καὶ μὲ τὰ ἀεράκι αὐτὸ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος θὰ διαπλεύσουμε τὸ πέλαγος τῶν σαράντα ἡμερῶν ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ
αὔριο, θὰ διέλθουμε ὅλη τὴν τεσσαρακοστὴ μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη, καὶ θὰ
μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ προσκυνήσουμε τὰ σεπτὰ πάθη καὶ νὰ ἑορτάσουμε τὴν
ἔνδοξο ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος