Εἰσήλθαμε καὶ φέτος στὸ ἅγιο Τριώδιο, τὸ
ὁποῖο εἶναι μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἐορτολογικὲς περιόδους τῆς
Ἐκκλησίας μας. Εἶναι μία πένθιμη καὶ κατανυκτικὴ περίοδος, ποὺ ἀρχίζει,
ἀπὸ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ φθάνει μέχρι τὸν ἑσπερινό
τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Αὐτὴν διαδέχεται κατόπιν ἡ χαρμόσυνη
περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα καὶ
φθάνει μέχρι τὴν Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πάντων. Εἶναι περίοδος ἐντονωτέρου
πνευματικοῦ ἀγῶνος, στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ τροπάρια, τοὺς ὕμνους,
τὰ ἀναγνώσματα, τὶς κατανυκτικὲς Προηγιασμένες Θεῖες Λειτουργίες, μὲ
τήν νηστεία, στὴν ὁποία θὰ εἰσέλθουμε σὲ λίγο, (ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα)
καὶ μὲ τὴν ὅλη κατάλληλη ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, μᾶς καλεῖ σὲ μιὰ
ἀκριβέστερη καὶ βαθύτερη βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας, μᾶς καλεῖ νὰ
παλαίψουμε καὶ νὰ σταυρώσουμε τὰ πάθη καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο, ποὺ
φέρουμε μέσα μας, ἔτσι ὥστε συσταυρωμένοι καὶ
συναναστημένοι μὲ τὸν Χριστό, νὰ ἑορτάσουμε τὰ ἅγια Πάθη καὶ τὴν
Ἀνάστασή του. Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι μετὰ τὴν παρέλευση τῆς
περιόδου αὐτῆς μποροῦμε νὰ χαλαρώσουμε τὸν πνευματικὸ ἀγώνα καὶ νὰ
ἱκανοποιοῦμε τὰ πάθη, ἀλλὰ ὀφείλουμε πάντοτε νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ἴδια
ἔνταση, ἢ μᾶλλον μὲ διαρκῶς αὐξανόμενη ἔνταση, σὰν νὰ ἦταν ὅλη ἡ ζωὴ
μᾶς ἕνα διαρκὲς καὶ ἰσόβιο Τριώδιο.
Ἂν μελετήσουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ
δοῦμε ὅτι ἡ ζωὴ τους ἦταν ἕνας ἀκατάπαυστος ἀγώνας πρὸς τὰ πάθη, μιὰ
ἰσόβια κατάσταση νηστείας, μιὰ σταυροαναστάσιμη πορεία χαρμολύπης πρὸς
τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐπειδὴ ἴδιον χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως εἶναι τὸ τρεπτὸν καὶ μεταβαλλόμενον, τὸ γεγονὸς
δηλαδή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζει διακυμάνσεις καὶ αὐξομειώσεις στὴν
πνευματική του ζωὴ καί, σήμερα μὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ζῆλο καὶ
προθυμία, αὔριο ὅμως νὰ περιπέσει σὲ κατάσταση ἀμελείας καὶ ραθυμίας,
πιεζόμενος καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ την «εὐπερίστατη ἁμαρτία», (Ἑβρ.12,1),
ποὺ κυριαρχεῖ γύρω του, γι’ αὐτὸ καθιέρωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ πολλὴ
σοφία καὶ σύνεση, τὴν εὐλογημένη αὐτὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, ὥστε νὰ
ἀποτελέσει ὄχι μόνον στάδιο προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα,
ἀλλὰ καὶ τρόπον τινά, ἐγερτήριον σάλπισμα, ἀφορμὴ ἀνανήψεως καὶ
ἀνανεώσεως τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος.
Πῆρε τὸ ὄνομα «Τριώδιον» ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο
λειτουργικὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ἐπειδὴ
οἱ κανόνες τῶν καθημερινῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ὑπάρχουν στὸ
βιβλίο αὐτό, ἔχουν μόνο τρεῖς ὠδές. Χωρίζεται σὲ τρία μέρη: Τὸ πρῶτο
μέρος περιλαμβάνει τὶς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες, μέχρι τὴν Κυριακή τῆς
Τυρινῆς. Ἔχει προκαταρκτικὸ χαρακτήρα καὶ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ μᾶς
προετοιμάσει σὲ μία σταδιακὴ εἴσοδο στὴ νηστεία, ποὺ ἐπακολουθεῖ στὴ
συνέχεια. Τὸ δεύτερο μέρος ἀρχίζει ἀπὸ την Καθαρὰ Δευτέρα καὶ φθάνει
μέχρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Κυρίαρχο γνώρισμά του εἶναι ὁ ἀγώνας πρὸς
τὰ πάθη μὲ τὴν βοήθεια τῆς νηστείας ὑπὸ τὴν διπλή της μορφή: Νηστεία τῶν
τροφῶν καὶ νηστεία τῶν παθῶν. Τέλος τὸ τρίτο μέρος περιλαμβάνει τὴν
Μεγάλη Ἑβδομάδα, ποὺ εἶναι ἡ τελικὴ κατάληξη, ἡ ἀποκορύφωση τοῦ
Τριωδίου, ὅπου συμπορευόμαστε μαζι μὲ τὸν Χριστὸ πρὸς τὸ ἅγιον Πάθος
καὶ βιώνουμε τὴν λαμπροφόρο Ἀνάσταση ὡς ἕνα προσωπικὸ γεγονός.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ ἄνοιγμα τοῦ
Τριωδίου γεμίζει μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅμως
τον «ἀνθρωποκτόνο ἀπ’ ἀρχῆς» (Ἰω.8,44), τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό του
ἀνθρώπου, τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος μᾶς μισεῖ θανάσιμα καὶ μηχανεύεται τὰ
πάντα γιὰ τὴν καταστροφή μας. Ὠρύεται καὶ λυσσομανᾶ αὐτὴν κυρίως τὴν
περίοδο, βλέποντας πολλὲς ψυχὲς νὰ προσπαθοῦν νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ τὴ
θανατηφόρα αἰχμαλωσία του καὶ νὰ συνταχτοῦν μὲ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ
ἀνοίγει ἕνα δικὸ του «τριώδιο», ἕνα ἀντι-τριώδιο, τὰ καρναβάλια, γιὰ νὰ
προσφέρει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα: τὰ θορυβώδη γλεντοκοπήματα, τοὺς
ξέφρενους ρυθμοὺς διασκέδασης, τὴν ἠδονοθηρία, τὰ ξενύχτια, τὰ
φαγοπότια, τὶς αἰσχρολογίες, τὰ αἰσχρὰ τραγούδια, τὶς δημόσιες ἀπρέπειες
καὶ ξετσιπωσιές, τὴν ἀποθέωση τοῦ πλέον χυδαίου σεξισμοῦ.
Καὶ ὅλα αὐτὰ κάτω ἀπὸ τὶς εἰδεχθεῖς
προσωπίδες, γιὰ νὰ γίνεται ἡ ἁμαρτία, φανερὴ μέν, ἀνώνυμη δέ! Κάθε χρόνο
αὐτὲς τὶς ἡμέρες γινόμαστε μάρτυρες ἑνὸς ἀπίστευτου καρναβαλικοῦ
παραληρήματος, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς ἔχει ὄχι μόνον πανελλήνια διάσταση,
ἀλλὰ καὶ παγκόσμια. Τὰ κατευθυνόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως, ἢ μᾶλλον
ἀποβλακώσεως, ἀφιερώνουν ἀπεριόριστο χρόνο γιὰ τὴν προβολὴ τῶν
καρναβαλικῶν ἐκδηλώσεων. Ἐπίσημοι φορεῖς, ὅπως οἱ Δῆμοι, προσφέρουν
ἀπεριόριστη ἀρωγὴ στὴ διοργάνωσή τους καὶ τὶς χρηματοδοτοῦν ἀφειδῶς ἀπὸ
τὴν ἄγρια φορολογία τῶν δημοτῶν τους. Διαλαλοῦν οἱ πάντες πὼς αὐτὲς τὶς
ἱερὲς ἡμέρες ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα «χορεύει στοὺς ρυθμοὺς τοῦ καρνάβαλου»!
Ἂς δοῦμε ὅμως, τί εἶναι αὐτὸς ὁ
καρνάβαλος καὶ ἂν εἶναι ἐπιτρεπτὸ οἱ πιστοὶ νὰ μετέχουμε σ’ αὐτές. Μια
προσεκτικὴ μελέτη τους ἀποδεικνύει περίτρανα, ὅτι πρόκειται γιὰ
σύγχρονες ἀναβιώσεις ἀρχαίων παγανιστικῶν τελετουργιῶν, οἱ ὁποῖες, πέρα
ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ πρωτογονισμοῦ ποὺ τὶς διέκρινε, εἶχαν καὶ σαφέστατο
μαγικὸ χαρακτήρα. Ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὴν λατρεία τοῦ ξενόφερτου, ἀπὸ
τὴ Φρυγία τῆς Μ. Ἀσίας, «θεοῦ» Σαβάζιου, τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία εἰσέβαλε
στὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ ὁ ὁποῖος μετονομάστηκε σὲ Διόνυσος καὶ ἐντάχτηκε
στὴν δωδεκαθεϊστικὴ θρησκεία. Καλλιεργήθηκε κυρίως στὶς ἀγροτικὲς
περιοχές, στὶς ὁποῖες οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου, μὲ τὶς μαγικὲς
τελετουργίες τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, πίστευαν ὅτι μποροῦσαν νὰ «ξυπνήσουν» τὴν
«κοιμισμένη» φύση, λόγω τοῦ χειμώνα καὶ νὰ «διεγείρουν» τὴ γονιμότητα
τῆς ἑπόμενης καλλιεργητικῆς περιόδου! Ὁ σεξιστικὸς χαρακτήρας καὶ τὰ
αἰσχρὰ δρώμενα εἶχαν ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ σκοπό! Ἀκόμα οἱ εἰδεχθεῖς
μεταμφιέσεις καὶ οἱ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις εἶχαν ὡς σκοπὸ νὰ φοβίσουν
τίς «κακὲς δυνάμεις τῆς φύσης», οἱ ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι ἐμποδίζουν τὴν
καρποφορία τῆς γῆς!
Σύγχρονος δόκιμος ἐρευνητὴς θεολόγος
παρατηρεῖ ὅτι: «Οἱ ἀμόρφωτες καὶ δεισιδαίμονες μάζες συμμετεῖχαν μὲ
πάθος σὲ αὐτὲς τὶς αἰσχρὲς ἑορτές, διότι οἱ ἰθύνοντες προνόησαν νὰ
προσδώσουν σὲ αὐτὲς ἀφάνταστη ἐλευθερία ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ταπεινὰ
ὁρμέμφυτα τῶν θρησκευτῶν. Μοιχοί, πόρνοι, ἔκφυλοι καὶ κάθε λογὶς
ἀνώμαλοι, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὰ εἰδεχθῆ προσωπεῖα, μποροῦσαν νὰ
ἱκανοποιήσουν τὰ αἰσχρὰ πάθη τους ‘νόμιμα’, ἐκτελώντας τὰ θρησκευτικά
τους καθήκοντα! Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι ἀναγκάζονταν μὲ τὸ ζόρι
οἱ γυναῖκες ποὺ ἦταν κλεισμένες στοὺς γυναικωνίτες νὰ βγαίνουν τὶς
ἡμέρες τῶν ‘ἐορτῶν’ στοὺς θορυβώδεις δρόμους καὶ νὰ παίρνουν μέρος στὶς
τελετές, ὑποκύπτοντας στὶς βρωμερὲς ὀρέξεις τοῦ κάθε ἀνώμαλου καὶ
αἰσχροῦ ἄνδρα θρησκευτῆ, ὡς δῆθεν ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Διόνυσου! Ἡ
σεξουαλικὴ κακοποίησή τους θεωροῦνταν θρησκευτικὴ πράξη λατρείας πρὸς τὸ
‘θεό’! Κορυφαία τελετὴ τοῦ διονυσιασμοῦ ἦταν ἡ ‘ἱερογαμία’, ὅπου ὁ
ἱερέας τοῦ ‘θεοῦ’ συνουσιάζονταν μὲ τὴ γυναίκα τοῦ ἐπώνυμου ἄρχοντα τῶν
Ἀθηνῶν, χωρὶς φυσικὰ τὴ θέληση τοῦ συζύγου της, κατ’ ἀπαίτηση τοῦ
‘θεοῦ’! … Μάλιστα ἦταν τέτοιο τὸ εὖρος τῶν χυδαιοτήτων, οἱ ὁποῖες
συνοδεύονταν ἀπὸ ἀπίστευτες ἐγκληματικὲς πράξεις, ὥστε στὰ ρωμαϊκὰ
χρόνια, ἀπαγορεύτηκαν τὰ διονυσιακὰ ὄργια τῶν ‘Βακχικῶν Ὀμίλων’, μὲ τὴν
ποινὴ τοῦ θανάτου, σὲ ὅσους συμμετεῖχαν παράνομα σ’ αὐτά, ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους»!
Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια ὁ χύδην ὄχλος τελοῦσε
τοὺς δικούς του διονυσιασμούς, μὲ τὶς γνωστὲς ὀργιαστικὲς τελετές, τὰ
Βακχανάλια, τὰ Σατουρνάλια, τὰ Λιμπεράλια, τὰ Λουπερκάλια, τὰ Φεράλια,
(ἢ Φε-(β)ρουάλια), τὰ Παρεντάλια, ὅπου διαπράττονταν δρώμενα μὲ
ἀπίστευτη χυδαιότητα καὶ ἀνηθικότητα. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ
αὐτὰ τὰ φαινόμενα εἶχαν περιοριστεῖ αἰσθητά, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαφανιστοῦν
ἐντελῶς. Στὴ βυζαντινὴ περίοδο ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὰ διονυσιακὰ
δρώμενα ὡς εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα καὶ ἀπαγόρευσε στοὺς πιστοὺς νὰ
μετέχουν σ’ αὐτά, ἐπιβάλλοντας αὐστηρὰ ἐπιτίμια.
Ὅμως δυστυχῶς οἱ ἀρχαῖοι διονυσιασμοὶ
ποτὲ δὲν ἔπαψαν στὴν μεσαιωνικὴ αἱρετικὴ Δύση. Μετὰ τὸ σχίσμα, ὅπου ἡ
παπικὴ παρασυναγωγὴ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο κορμὸ τῆς
Μίας Ἐκκλησίας, κυριάρχησε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐρευνήτρια
Ἠρῶ Ἀναγνώστου, «ἀρχαία Πνεύματα, Θεοί, Λατρεῖες, Ἱερὰ Ἄλση καὶ Ναοὶ
ἀνακαλύφτηκαν καὶ πάλι μὲ καινούρια ὀνόματα καὶ νέες χριστιανικὲς
δοξασίες. […] (σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ) τὸ πνεῦμα τοῦ καρναβαλιοῦ εἰσέδυε
μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Ἀκολουθώντας τὴν ἀρχαία παράδοση ἡ ‘Γιορτὴ
τῶν Τρελῶν’ ἦταν μία σάτιρα τῆς πομπώδους χριστιανικῆς λειτουργίας,
ἀποκαλύπτοντας τὴν ὑποκρισία τῆς παπικῆς ἐκστρατείας ἐνάντια στὶς
ἀρχαῖες τελετές. Ἡ ‘Γιορτὴ τῶν Τρελῶν’ ἦταν μία παράξενη χριστιανικὴ
γιορτὴ ποὺ διαρκοῦσε 12 μέρες. Ὁ κατώτερος κλῆρος, οἱ διάκονοι καὶ οἱ
καλόγεροι συγκεντρώνονταν σὲ ἕνα εἰδικὸ συμβούλιο γιὰ νὰ ἐκλέξουν τὸν
‘Πάπα’ τους. Αὐτὸς ὁ ‘Πάπας τῶν Τρελῶν’, ὅπως ὀνομαζόταν, ντυνόταν μὲ τὰ
ἄμφια τοῦ ποντίφικα καὶ σὰν τὸ βασιλιὰ τῶν ἀρχαίων Σατουρναλίων
ἐξουσίαζε σὲ ἕναν παράλογο κόσμο» (http://terrapapers.com/o-megalos-theos-karnavalos/).
Ἒνας ἄλλος ἐρευνητὴς ὁ π. Σ. Σκουτής,
ἐρευνώντας τὴν ἱστορία τῶν καρναβαλιῶν ἐπισημαίνει ὄτι «εἶναι ἐντελῶς
ἀνιστόρητο νὰ λένε κάποιοι πὼς τὰ καρναβάλια ἔχουν τὴν παραμικρὴ σχέση
μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Ἑλληνισμό: Ἡ ‘γενέτειρά’ τους εἶναι ἡ Βενετία καὶ
ἄλλες φραγκοπαπικὲς περιοχές, ὅπου τὸ μασκάρεμα ἐπιβλήθηκε ὡς ἄλλοθι γιὰ
ἀκολασία μεταξὺ …ἀγνώστων, σὲ ἐποχὲς ποὺ οἱ κοινωνίες ἦταν πιὸ
συντηρητικὲς ἀπ’ ὅ,τι σήμερα» (http://sociologyalert. blogspot.
com/2019/02/ blog-post_22.html). Ἑπομένως δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς τὰ πλέον
φημισμένα καρναβάλια ὀργανώνονται σὲ χῶρες, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ Παπισμός,
(Ρώμη, Βενετία, Βραζιλία).
Τὰ καρναβάλια καθιερώθηκαν καὶ πάλι στὸν
ἑλληνικὸ χῶρο ἀπὸ τοὺς δυτικούς, μετὰ τὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία, (1821),
ὡς δῆθεν «ἑλληνικὴ παράδοση». Δὲν πρόκειται ὅμως γιὰ γνήσια ἑλληνικὴ
παράδοση, διότι ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος ἐρευνητὴς θεολόγος: «Δὲν εἶναι
λίγες οἱ φωνὲς διαμαρτυρίας ἀπὸ φωτισμένα μυαλὰ τῆς ἀρχαιότητας κατὰ τῶν
ἐμετικῶν διονυσιακῶν ἑορτῶν, μὲ πρῶτο τὸν προσωκρατικὸ φιλόσοφο
Ἠράκλειτο τὸν Ἐφέσιο (570-489), ὁ ὁποῖος ἀπειλοῦσε ὅσους ἔπρατταν
τέτοιες φρικαλεότητες καὶ ἀσχήμιες καὶ λάβαιναν μέρος στὰ ἀπαίσια ‘ἱερὰ
ὄργια’ καὶ στοὺς αἰσχροὺς καὶ γελοίους βακχισμούς, (Ἠρακλ. ἄπ.90). Ὁ
μεγάλος φιλόσοφος ἔσειε τὸ πῦρ τῆς θείας τιμωρίας κατὰ ὅλων τῶν
‘νυκτοπόλων, μάγων, βακχῶν, ληνῶν, μυστών’» (Κλήμ. Ἀλεξ. Προτρεπτ.
22,16-24). Χωρὶς ἀμφιβολία, «ὁ διονυσιακὸς μυστικισμὸς δίδασκε τὴν
μέγιστη περιφρόνηση πρὸς τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ» (P. Decharme Μυθολογία τῆς
ἀρχαίας Ἑλλάδος, μετ. Α. Καραλή, τόμ.2, σελ. 533), γι’ αὐτὸ και δεν
ἔγινε ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς μορφωμένους προγόνους μας.
Κλείνοντας καλοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας
πιστοὺς νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι τὰ καρναβαλικὰ ὄργια ὄχι μόνο δὲν ἔχουν
καμία σχέση μὲ τὸ ἅγιο Τριώδιο, ἀλλὰ ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ θρησκευτικὴ
λατρεία στοὺς παγανιστικοὺς «θεοὺς» καὶ ἐν τέλει στὸ ἴδιο τὸν σατανᾶ,
ἀφοὺ «πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν (εἶναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5). Γι’ αὐτὸ
καὶ ἡ ὅποια συμμετοχὴ μας σ’ αὐτές, εἴτε ὡς καρναβαλιστές, εἴτε ὡς ἁπλοὶ
θεατές, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ διαφορετικά, παρὰ ὡς συμμετοχή μας σὲ
σύγχρονες δαιμονικὲς λατρεῖες, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται στὴν πνευματική
μας ζωὴ καὶ στὴν ἴδια τὴν σωτηρία μας. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε τὸν λόγο τοῦ
Κυρίου μας: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», (Ματθ.6,24).
Καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀντιτάξουμε στὶς
καρναβαλικὲς ἀσχήμιες καὶ αἰσχρότητες τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια, τὴν
νηστεία, τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴ συμμετοχή μας στὰ μυστήρια
τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ἄγρυπνη ἀντίστασή μας στὶς προσβολὲς τῶν
παθῶν. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη «χαρὰ» τῶν καρναβαλικῶν
ὀργίων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μόνιμη καὶ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση,
τὴν ὁποία προσφέρει ἡ κοινωνία μας μὲ τὴν ἀκένωτη πηγὴ τῆς χαρᾶς, τὸ
Λυτρωτὴ μας Χριστό!
Εὐχόμαστε καλὸ καὶ εὐλογημένο Τριώδιο καὶ καλὴ Σαρακοστὴ σὲ ὅλους.