Ὁ διάβολος μπαίνει στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὑπάρχη λάσπη στὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δὲν πλησιάζει στὸ καθαρό πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ἅμα ξελασπωθῆ ἡ καρδιά, φεύγει ὁ ἐχθρός καὶ ἔρχεται πάλι ὁ Χριστός. Ὅπως τὸ γουρούνι, ὅταν δὲν βρῆ λάσπη, γουγουλίζει καὶ φεύγει, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος δὲν πλησιάζει στὴν καρδιά ποὺ δὲν ἔχει βοῦρκο. Τί δουλειά ἔχει σὲ καρδιά καθαρή καὶ ταπεινή; ἐὰν λοιπόν δοῦμε ὅτι τὸ σπίτι μας –ἡ καρδιά μᾶς – εἶναι παλιόσπιτο καὶ κατοικεῖ ὁ ἐχθρός, πρέπει ἀμέσως νὰ τὸ γκρεμίσουμε, γιὰ νὰ φύγη καὶ ὁ κακός ἐνοικιαστής μας, δηλαδή τὸ ταγκαλάκι. Γιατί, ὅταν ἡ ἁμαρτία χρονίση στὸν ἄνθρωπο, ὁ διάβολος, φυσικά, ἀποκτάει περισσότερα δικαιώματα.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»