Η Θεολογία δεν αρέσει
Πρέπει, δυστυχώς, να παραδεχτούμε ότι η Θεολογία δεν αρέσει στον
σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος συχνά θεωρεί ότι δεν έχει την παραμικρή
σημασία στη ζωή του και ότι είναι, ως εκ τούτου, περιττή. Η όλη
αντιπαράθεση περί Ομοουσίου του Πατρός και του Υιού, που συνέπαιρνε
τις μεγάλες μάζες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα, μας
φαίνεται σήμερα απλά εξωπραγματική.
Σήμερα, οι κουβέντες στην αγορά,
στην μπάνια (Σ.Μ.: Η ρωσική «σάουνα»), στα μαζικά μέσα
μεταφοράς, περί, π.χ., συντάξεων, μισθών, τιμών των τροφίμων και της
βενζίνης έχουν σίγουρα πολλούς οπαδούς. Αλλά μπορείτε να φανταστείτε
ποτέ να μιλάμε στα προαναφερόμενα μέρη περί δόγματος; Μάλλον δύσκολα. Ο
σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί το δόγμα κάτι το ξεπερασμένο και ανάξιο
μνημόνευσης σήμερα.
Είναι λυπηρή η διαπίστωση ότι η αδιαφορία για τα θεολογικά ζητήματα
απαντάται πολύ συχνά στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Κάποια φορά έτυχε
να πρέπει ν’ αντικαταστήσω στα μαθήματα Κατήχησης έναν δάσκαλο της
Ιστορίας της Ρωσικής Εκκλησίας. Μια από τις σπουδάστριες παραπονέθηκε
στο "περιθώριο": "Ο Αντρέι Αλεξάνδροβιτς βρίσκει Δογματική στα πάντα και παντού!"
Φυσικά, για την προκληθείσα δυσαρέσκεια, ρόλο έπαιξε και η ελλιπής
προετοιμασία μου στο Μάθημα της Ιστορίας. Αλλά το γεγονός ότι η
δυσαρέσκεια στρεφόταν γύρω από την αναφορά σε θεολογικά ερωτήματα,
στην περίπτωση αυτή είναι ενδεικτικό της αδιαφορίας για τέτοια θέματα.
Παραδόξως,
μια παρόμοια αδιαφορία περί Δογματικής μπορεί να κάνει την εμφάνισή
της και σε υψηλότερα επίπεδα. Πριν από δυόμισι χρόνια, στη Μόσχα, το
Τμήμα Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και Κατηχήσεως διοργάνωσε 25
διαφορετικά τμήματα, στο πλαίσιο των Χριστουγεννιάτικων Αναγνώσεων.
Από αυτά, 24 ήταν αφιερωμένα στη διδασκαλία των βασικών αρχών της
ορθόδοξης κουλτούρας στο σχολείο και μόνο ένα ήταν αφιερωμένο στην
Κατήχηση. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι στις συναντήσεις/συνδιασκέψεις
των κατηχητών απ’ όλη τη Ρωσία, η προσοχή σχεδόν όλων εστιάστηκε στις
τεχνικές της Κατήχησης και μόνο. Εννοείται ότι το περιεχόμενο των
κατηχητικών και εκπαιδευτικών συνομιλιών είναι κοινός τόπος, παρ’ όλα
αυτά το περιεχόμενο αυτό δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα.
Αν μιλάμε
για τους απλούς ανθρώπους, τότε ανάμεσά τους η μη δεκτικότητά τους,
ακόμα και στα στοιχειώδη ερωτήματα της πίστης, φτάνει μερικές φορές σε
εξαιρετικά ηψηλά επίπεδα.
Γιατί βαπτίζουμε τα παιδιά;
Κάποιο Σαββατοκύριακο έτυχε να τελεστούν πολλές βαφτίσεις. Γονείς
και νονοί δέκα ή δεκαπέντε νηπίων γεμίσαν τις εγκαταστάσεις της
Κυριακής Σχολής. Κάποιος καθιστός, κάποιος άλλος, ελλείψει χώρου,
στέκονταν όρθιος. Θέτω μια συνηθισμένη ερώτηση:
– Πείτε μου, παρακαλώ, για ποιο λόγο βαφτίζουμε το παιδί μας;
Απόλυτη ησυχία...
– Ωραία. Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω και αν ξεχάσω κάτι, παρακαλώ να το προσθέσετε: "Επειδή οι πρόγονοί μας ήταν Ορθόδοξοι", "για να έχει το παιδί έναν Φύλακα Άγγελo", "για να το προστατεύει ο Θεός απ’ όποιαδήποτε προβλήματα", "για να προστατεύεται από το κακό μάτι και τη δεισιδαιμονία ", "για να μην αρρωσταίνει", "για να το μνημονεύουν στο Περί Υγείας" και, εν συντομία, "για να πάνε όλα καλά στη ζωή του".
Κοιτάω το ακροατήριο. Διακρίνω γενική επιδοκιμασία! Κάποιος
χαμογελάει, κάποιος χαρούμενος νεύει το κεφάλι του. Προσεχτικά και με
ενδιαφέρον τους λέω:
"Μήπως άφησα κάτι έξω; Μήπως κάποιος από σας θέλει να προσθέσει κάτι;"
Στα πρόσωπά τους είδα να ζωγραφίζονται άγχος και αμηχανία. Μετά από
μια σύντομη παύση, μια γυναίκα, που στέκονταν δίπλα στο δεξί μου
χέρι, δηλώνει με σίγουρη φωνή:
"Όχι, τα είπατε όλα".
"Ιερείς στo G – class αυτοκίνητο"
Ανεξάρτητα από το πόσο λέμε ότι ο Άνθρωπος στην Εκκλησία δεν πρέπει
ν’ αναζητά τον Άνθρωπο αλλά τον Θεό, ο Άνθρωπος, ακόμα και όταν
αναζητά τον Θεό, έρχεται σε αυτόν πιο συχνά μέσω του Ανθρώπου. Αλλά
εδώ οι καταστάσεις είναι πολύ διαφορετικές και εάν κάποιος παρασυρθεί
σε πειρασμό από τους υπηρέτες της Εκκλησίας, τότε ο λόγος γι’ αυτόν
τον πειρασμό μπορεί να είναι πραγματικός ή μπορεί να είναι εντελώς
υπερβολικός και σε τελική ανάλυση να εξαρτάται μόνο από την επιθυμία
κάποιου να παρασυρθεί σε πειρασμό. Ένα από τα «αγαπημένα» θέματα, που
προκαλούν πειρασμό, είναι τα αυτοκίνητα των κληρικών. Κι εμένα
κάποτε με απασχολούσε αυτό το θέμα, αλλά εδώ και καιρό αδιαφορώ γι’
αυτό. Εάν ο ιερέας είναι ενεργός, αγαπά τη διακονία και τους ανθρώπους
του και προσπαθεί με ειλικρίνεια να υπηρετήσει την Εκκλησία, τότε, σε
ό,τι με αφορά, ας πετάξει και με ελικόπτερο ακόμη. Αλλά πολλοί
σκέφτονται διαφορετικά.
Σε μια από τις κατηχητικές ομιλίες, ένας νονός αντέδρασε πολύ
έντονα σε αυτά που έλεγα, αλλά, ταυτόχρονα, δεν μπορούσε ν’ αποφύγει
τους σχολιασμούς, διακόπτοντας περιοδικά τον ομιλητή, προφανώς
προσπαθώντας να κάνει επίδειξη γνώσεων σε θέματα Εκκλησίας. Οι
παρατηρήσεις του ήταν, όμως, επί το πλείστον αρνητικές. Να επέστρεψε
πρόσφατα από ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη ή να έζησε εκεί... Ποιος
ξέρει... Για κάποιον λόγο, τέλος πάντων, μιλούσε αποκλειστικά για τις
εκκλησίες της Αγίας Πετρούπολης:
– Κάποτε
πηγαίνατε στον ναό και αισθανόσασταν κάτι το ξεχωριστό, ότι πρόκειται
για ένα πραγματικά άγιο μέρος. Σήμερα δεν έχεις πλέον την ίδια
αίσθηση. Πήγα τις προάλλες στον ναό του Καζάν (ΣτΜ: Ναός της Παναγίας
του Καζάν) και λες και ήμουν σε κάποιο κατάστημα ή σ’ έναν
σιδηροδρομικό σταθμό.
Προσπαθώ να στρέψω την προσοχή του συνομιλητή μου σε καίρια ερωτήματα:
– Είστε
σίγουροι ότι για τις εντυπώσεις σας αυτές την ευθύνη φέρουν οι ναοί; Ή
μήπως ο λόγος έχει να κάνει με κάποια αλλαγή στην ψυχή σας;
Ο συνομιλητής μου αναστατώθηκε:
– Όχι, βέβαια. Τι άλλαξε στην ψυχή μου; Φυσικά και κάτι δεν πάει καλά με τους ναούς. Η Χάρη τούς εγκαταλείπει.
Σ΄ αυτό το σημείο, και κάνοντας αναφορά στους άγιους πατέρες,
θυμάμαι ένα χωρίο, όπου ένα κομμάτι καθρέφτη έπεσε στο μάτι του, μη
προκαλώντας, όμως, την παραμικρή αντίδραση.
Συνεχίζω τη συζήτηση. Ξαφνικά ο νονός μεταφέρει την κουβέντα από τα περί ναών στα περί κληρικών:
– Και
αυτοί οι ιερείς δεν ντρέπονται για τίποτε πλεόν. Εδώ, στον καθεδρικό
ναό του Αγίου Ισαάκ, ο ιερέας, μπροστά στα μάτια όλων, βγαίνει από την
εκκλησία, μπαίνει στο G – class αυτοκίνητό του και φεύγει.
Από νεότητός μου τρέφω μια ορισμένη αδιαφορία περί αυτοκινήτων, οπότε και τον ρωτώ ξανά:
– Και τι είναι αυτό το... G – class;
Ο συνομιλητής μου δείχνει να τα έχει χαμένα. Ούτε καν μπορούσε να
φανταστεί ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν την απάντηση σε μια
τόσο απλή ερώτηση.
– "Ε, μια cross – country Mercedes...", απαντάει, κουνώντας τους ώμους.
Μια τέτοια μονόπλευρη συζήτηση περί ναών και κληρικών αρχίζει να μ’
ενοχλεί. Αποφασίζω, λοιπόν, να καταφύγω στην "εκ του αντιθέτου"
επιχειρηματολογία:
– Νομίζετε ότι αν ο ιερέας ερχόταν πάνω σε μια άμαξα, τότε όλοι θα έρχονταν τρέχοντας στον ναό;
Η μαμά του μωρού ξέσπασε σε γέλια από την έκπληξή της και ο
αντίπαλός μου άρχισε να κοιτάει αμήχανα και σκυθρωπά και δεν διέκοψε
τη συζήτηση πλέον.
Αν και σε αυτήν τη συζήτηση έμοιαζε να έχω βγει νικητής,
εξακολουθoύσε να υφίσταται κάποιο πρόβλημα. Για πολλούς, τα ακριβά
αυτοκίνητα ιερέων παραμένουν ένας πειρασμός. Δεν είναι τυχαίο,
άλλωστε, για παράδειγμα, ότι ο Βλαντίκα Παντελεήμων (Σάτοφ), οδηγούσε
μέχρι πρόσφατα ένα Βόλγα. Και ότι ο συγχωρεμένος ο ηγούμενος της Μονής
Όπτινα, Αρχιμανδρίτης Βενέδικτος (Πένκοβ), ταξίδευε το μεγαλύτερο
μέρος της θητείας του με ένα τρίθυρο Νίβα. Νομίζω ότι, αν το ήθελε, θα
μπορούσε να έχει ένα ελικόπτερο. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν πήρε ποτέ του
ξένο αυτοκίνητο για τα ταξίδια του. «Οι άνθρωποι μπαίνουν σε πειρασμό»,
ήταν το κύριο επιχείρημά του. Μόνο τα τελευταία χρόνια, ο ηγούμενος
της Όπτινα αντικατέστησε το παλαιό με ένα άλλο «Niva».
Τόση προσοχή και φροντίδα απέναντι στο ποίμνιο προκαλεί σίγουρα
σεβασμό, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν για μένα: Πόσο σημαντική είναι η
μάρκα του αυτοκινήτου που χρησιμοποιεί ο κληρικός για τις
μετακινήσεις του και είναι αλήθεια ότι τα ακριβά αυτοκίνητα των
κληρικών είναι σοβαρό εμπόδιο για όσους έρχονται στον ναό; Από την
εμπειρία μου, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στις περισσότερες
περιπτώσεις το θέμα των ξένων αυτοκινήτων είναι απλώς μια
πρόφαση/δικαιολογία, πίσω από την οποία κρύβονται όλοι όσοι απλά δεν
θέλουν να ζήσουν μια εκκλησιαστική ζωή.
"Δεν μπορούμε να προβλέπουμε πως θ’ αντηχούν τα λόγια μας"[*]
Ένας ιερέας γνωστός μου μού διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία. Κάποτε,
δύο ενήλικες γυναίκες πήγαν σ’ εκείνον για κατήχηση. Ήταν ηλίου
φαεινέστερο ότι αλλιώς αντιλαμβανόταν τα λόγια του ιερέα η μια και
αλλιώς η άλλη. Η μια είχε τ’ αυτιά της ορθάνοιχτα και ήταν όλο
προσοχή. Φαινόταν ότι όχι μόνο το μυαλό της, αλλά και η καρδιά της,
είχαν γαντζωθεί σε όλα όσα έλεγε ο ομιλητής, σαν να ήταν τα λόγια
αυτά, λόγια της πιο ειλικρινούς προσευχής. Η γυναίκα αυτή δεν κουνούσε
τα μάτια της, κοίταζε το στόμα του ομιλητή και οι εκφράσεις του
προσώπου της, οι χειρονομίες της, ο τρόπος που κούναγε το κεφάλι, η
όλη της εμφάνιση, μαρτυρούσαν την πιο ζωντανή συναίσθηση των
χριστιανικών αληθειών της πίστης και της ζωής. Μια αίσθηση χαράς
γέμιζε την ψυχή του ιερέα. Ήταν σαν ο σπόρος της ευλάβειας να είχε
φυτευθεί στο πιο πρόσφορο έδαφος.
Μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα ήταν αυτή που παρουσίαζε η άλλη
ακροάτρια. Αυτή άκουγε κάπως αμήχανα και αδιάφορα αυτά που έλεγε ο
ιερέας. Κοίταζε πιο πολύ από ‘δώ κι από ‘κεί ή στο πάτωμα. Φαινόταν
ότι η μοναδική της επιθυμία εκείνην τη στιγμή ήταν να τελειώσει,
επιτέλους, αυτή η συζήτηση και να επιστρέψει στις συνηθισμένες
υποθέσεις και κουβέντες της.
Ο πατήρ τελείωσε, ως συνήθιζε, με μια λεπτομερή αναφορά στην ανάγκη
για Εξομολόγηση και Κοινωνία, καθώς και για την προετοιμασία γι’ αυτά
τα Μυστήρια.
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξη του ιερέα, όταν η αδιάφορη ακροάτρια
ήλθε σύντομα σ’ επαφή μαζί του, με πρόσθετες ερωτήσεις, μετά τις
οποίες προετοιμάστηκε κι έλαβε μέρος στα μυστήρια της Εξομολόγησης και
της Κοινωνίας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έγινε και τακτικός
ενορίτης του ναού. Από την άλλη, πόσο δυσάρεστη έκπληξη ήταν για τον
ιερέα το ότι δεν ξαναείδε ποτέ πλέον την άλλη, «ενθουσιώδη»,
ακροάτρια.