Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

«Η ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΑΛΗΘΕΙΑ» (3)


Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θεμελιώσουν τὸ νέο τους σπιτικὸ λίγο μετὰ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Δώδεκα χρόνια παντρεμένοι μὲ δύο παιδιὰ ἔμεναν σὲ ἰδιόκτητο σπίτι στὸν Κορυδαλλό. Ἀλλὰ θὲς τὸ καυσαέριο, θὲς ἡ ζόρικη συγκατοίκηση στὸ τριώροφο, τοὺς ἔσπρωξε γιὰ ἀναζήτηση καταλύματος ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἔψαξαν πολύ, ἀλλὰ κάτι μέσα τους ὑπαγόρευε νὰ καταλήξουν στὴν κατάφυτη ἐρημιὰ τοῦ Διονύσου. Δουλειά, οἰκονομία, ἀγώνας. Ὅταν πιὰ λευτερώθηκαν ἀπὸ τὰ γραμμάτια τοῦ οἰκοπέδου, ἄρχισαν νὰ σκέπτονται πῶς θὰ γίνει ἡ οἰκοδομή.


Κι ἦλθε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς θεμελίωσης. Τσιμέντα, σίδερα, χαλίκια, ἀσβέστης, ἐργάτες, ὅλα στὴ θέση τους. Ὅμως ξέρουν καλά: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες…». Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός.

-Πάω νὰ φέρω παπά, εἶπε ὁ Μιχάλης. Ἐννιὰ καὶ τέταρτο. Πρέπει νὰ εἶναι στὴν ἐκκλησία.

Ἡ Ἑλένη ἀπόμεινε στὸ οἰκόπεδο. Πάνω στὸ μικρὸ τραπεζάκι ἔστρωσε τὸ λευκὸ σεμὲν καὶ τοποθέτησε τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ γυάλινο, διάφανο μπόλ, τὸ θυμιατήρι, τὸν βασιλικό.

Κοιτάζει τὸ ρολόι της. Ἀργεῖ ὁ Μιχάλης. Ὁ ἅγιος Γιώργης εἶναι «μιά πεταξιά». Ὁ ἅγιος Γιώργης! Ἕνα κάτασπρο ἐκκλησάκι χτισμένο στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα κυρίως ἀπὸ Καρπάθιους, ποὺ δούλευαν στὰ λατομεῖα τοῦ Διονύσου. Τὸ ἔχτισε ἡ εὐσέβεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνάγκη. Τόπος λατρείας καὶ συγχρόνως κοιμητήρι.

Οὔτε πέντε λεπτὰ μὲ τὰ πόδια δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὸ οἰκόπεδό τους ἡ πύλη τῆς κατασκήνωσης τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας. Ἀπὸ τὴν πύλη μιά δρασκελιὰ καὶ μιά ἀνηφορίτσα καὶ ... ἔφτασες στὸ ἱερὸ κατώφλι τοῦ Ναοῦ. Στὴ γειτονιὰ τους δηλαδή.

Πηγαίνοντας ὁ Μιχάλης, συναντάει σχεδὸν ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωση μιά γειτόνισσα, τὴν κυρὰ Παναγιώτα, μιά εὐσεβῆ καλοκάγαθη μεσόκοπη γυναίκα. Εἶναι πιὸ εὔκολο σὲ τοῦτο τὸ μέρος νὰ συναντήσεις πουλάκια στὸ δρόμο, παρὰ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἔτυχε. Τὴν εἶχε συναντήσει, ὅταν ἀκόμη ἔψαχνε γιὰ οἰκόπεδο. Τότε γνωρίστηκαν καὶ μάλιστα φίλεψε τὰ δύο κοριτσάκια του ντομάτες ἀπὸ τὸ περιβόλι της.

-Γειά σου, κυρὰ Παναγιώτα.

-Γιὰ ποῦ τὸ ᾽βαλες;

-Πάω νὰ φέρω τὸν παπὰ γιὰ ἁγιασμό.

-Πήγαινε στὸν ἅγιο – Γιώργη. Θὰ εἶσαι τυχερός, ἅμα τὸν βρεῖς. Πάντα τρέχει σὲ κάποια ἀνάγκη.

Πλησίασε πιὸ κοντὰ στὸ αὐτοκίνητο:

-Εἶναι πολὺ καλὸς ὁ παπάς μας. Διαμάντι! Καὶ μορφωμένος. Ἔχει τελειώσει Πανεπιστήμιο. Θεολόγος!

Τὸ εἶπε μὲ καμάρι, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἴδια.

Εἶναι οἱ πρῶτες συστάσεις ποὺ παίρνει γιὰ τὸν ἐφημέριο τοῦ Διονύσου. Ἀλλὰ δὲ ρώτησε οὔτε πῶς τὸν λένε ἀπὸ τὴ βιασύνη του! Ἔπρεπε νὰ φτάσει ἔγκαιρα στὸ ἐκκλησάκι.

Ἀπ’ ἔξω μιά λευκὴ πινελιὰ μέσα στὸ πράσινο ὁ μικρὸς ναός. Μέσα, μιά ἀγκαλιὰ ἀπέριττη.

Ἄναψε τὸ κεράκι του, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε, ἀλλὰ παπὰ δὲ βρῆκε. Εἶδε ἕνα νεαρὸ καὶ τὸν ρώτησε:

-Ἄ, ὁ πατὴρ Μᾶρκος δὲν εἶναι σήμερα ἐδῶ, ἀπάντησε ὁ νεαρός, ποὺ μᾶλλον ἦταν νεωκόρος. Λειτούργησε στὴ Ραπεντώσα, στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Μᾶρκο τὸν λένε!

Καὶ …λειτούργησε; Μά, δὲν εἶναι σήμερα γιορτή.

-Ὁ ἱερέας μας κάνει θεία Λειτουργία ἑφτὰ μέρες τὴν ἑβδομάδα! Κάθε μέρα, ἀλλ᾽ ὄχι πάντα ἐδῶ.

Ναί, τὸ κέντρο τῆς λατρείας εἶναι ὁ ἅγιος Γιώργης.

Πηγαίνει καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονα στὴ Ραπεντώσα. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ δὲ μένει ἱερὸ ἀλειτούργητο. Δὲν ὑπάρχει ναΐσκος, ξωκκλήσι, ποὺ νὰ μὴ λειτουργεῖται. Χαίρονται τὶς κατανυκτικὲς λειτουργίες τοῦ παπα– Μάρκου ὁ ἅγιος

Πέτρος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ προφήτης Ἠλίας. Κατηφορίζει δρόμους, σκαρφαλώνει στὸ βουνό, σὲ μονοπάτια μὲ πέτρες, πουρνάρια, βράχους. Ὅλες οἱ ὁλοπράσινες ἐρημιὲς παίρνουν εὐλογία, ὑμνοῦν κι αὐτὲς τὸν Πλάστη. Σήμερα ἦταν ἡ σειρὰ γιὰ τὸ Γενέσιο στὴ Ραπεντώσα.

Ἄντε, τρέχα, γύρευε! Ποῦ νὰ τὴ βρεῖ ὁ Χριστιανὸς τὴ Ραπεντώσα, ποὺ δὲν ξέρει καθόλου τὴν περιοχή;

-Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο. Θὰ προχωρήσετε στὴ λεωφόρο πρὸς Νέα Μάκρη. Θὰ συναντήσετε στὸ δεξί σας χέρι τὸ στρατόπεδο καὶ ἀμέσως ἐσεῖς θὰ στρίψετε ἀριστερὰ στὴν κατηφόρα. Στὸ τέλος σχεδὸν τοῦ δρόμου θὰ συναντήσετε κάθετα τὴν ὁδὸ Καταρράκτη. Θὰ ἀνηφορίσετε καὶ στὸ ἀριστερό σας χέρι θὰ τὸ δεῖτε τὸ ἐκκλησάκι.

Ἔκανε, ὅπως ἀκριβῶς τὸν καθοδήγησε. Στὴν ἀρχὴ τοῦ φάνηκε πολὺ δύσκολο. Δὲν ἦταν ὅμως. Τὸ βρῆκε τὸ ἐκκλησάκι. Μιά ἱερὴ γωνιά! Ποῦ βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει Λειτουργία! Πολὺ κουράγιο ἔχει ὁ παπάς!

Ἔφτασε τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε κατάλυση. Κάποιες γυναῖκες τοῦ τὸ εἶπαν στὴν εἴσοδο. Μπῆκε μὲ συστολὴ καὶ προσοχὴ στὸ Ἱερὸ ἀθέατος. Καὶ τὸ βλέμμα ἔπεσε πάνω στὸν ἱερέα. Ψηλὸς γεροδεμένος, μὲ κινήσεις ἤπιες, προσεκτικὲς νοικοκύρευε τὰ ἄμφια μὲ τόση ἀφοσίωση, σὰν νὰ ἦταν συνέχεια τῆς ἱερῆς τελετουργίας. Γύρισε καὶ τὸν κοίταξε μὲ ἕνα βλέμμα ἀθῶο, ποὺ μόνο σὲ παιδικὰ μάτια τὸ συναντᾶς. Ἦταν δὲν ἦταν πενηντάρης, ἀλλὰ ἡ μορφὴ του εἶχε κάτι ἀπὸ τὴ σεβάσμια σοβαρότητα καὶ συγχρόνως τὴ γλυκύτητα τῶν μεγάλων ἀβάδων.

-Καλημέρα σας. Θέλετε κάτι;

Ἴδια μὲ τὸ βλέμμα καὶ ἡ φωνή· καταδεκτική, ἀδελφική, γεμάτη καλοσύνη.

Δέχτηκε πρόθυμα τὴν πρόσκληση. Ἁπλὸς καὶ οἰκεῖος, σὰν νὰ γνώριζε τὸν ὑποψήφιο ἐνορίτη χρόνια.

Μυσταγωγία ὁ ἁγιασμός. Θαρρεῖς καὶ ἦταν συγγενὴς κι εὐχόταν νὰ ἔρθει εὐλογία σὲ τούτη τὴν οἰκοδομή.

Δὲν πῆρε τίποτα ἀπὸ τὰ κεράσματα. Οὔτε καὶ χρήματα πῆρε. Ὅταν ὁ Μιχάλης πῆγε νὰ ἀσπαστεῖ τὸ χέρι του, τοῦ ἄφησε κάτι στὴ χούφτα. Αὐτὴ ἡ κίνηση ἔκανε τὴν ἤπια φωνὴ νὰ ἀντιδράσει.

-Μέχρι ἐδῶ ὅλα καλά. Τώρα ὅμως τὰ χαλᾶτε.

-Πατέρα Μᾶρκο, μὴ μᾶς στενοχωρεῖτε, ἀντέτεινε ὁ Μιχάλης. Μᾶς εὐχαριστήσατε μὲ τὴν ὡραία προσευχή σας. Νὰ μὴ σᾶς εὐχαριστήσουμε κι ἐμεῖς;

-Μοῦ δώσατε εὐχαρίστηση, ποὺ μὲ καλέσατε.

Δὲν τὰ πῆρε τὰ χρήματα. Τοῦ φάνηκε περίεργο τοῦ Μιχάλη. Θυμήθηκε ἀνάλογη περίπτωση, ὅταν χτιζόταν στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα τὸ πατρικό του στὸν Κορυδαλλό. Τότε ὁ πατέρας του ἔβγαλε κι ἔδωσε χρήματα στὸν ἱερέα ἐκείνης τῆς πε-

ριοχῆς. Ἤξερε πὼς ἔτσι συνηθίζεται. Αὐτὸς ὁ ἱερέας ὅσο θὰ τὸν γνωρίζει, θὰ τὸν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ μιά ἔκπληξη στὴν ἄλλη.

Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγει. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπομονωμένη γῆ τοῦ Διονύσου οἱ μετακινήσεις εἶναι δύσκολες. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχεις δικό σου μεταφορικὸ μέσο. Ὑπάρχει συγκοινωνία, ἀλλὰ εἶναι ἀραιή. Μὲ τὴ δερμάτινη τσάντα του στὸ χέρι, ὅπου τοποθέτησε τὰ ἱερά του, ὁ παπα– Μᾶρκος εἶναι ἕτοιμος.

-Θὰ σᾶς πάω στὴ Ραπεντώσα ἢ στὸν ἅγιο Γιώργη; τὸν ρώτησε ὁ Μιχάλης.

-Πρέπει νὰ πᾶμε στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο. Μπορεῖτε;

Τί εἶναι αὐτὸ πάλι; Ἀεικίνητος αὐτὸς ὁ παπάς. Κι ὁ παπα–Γιώργης ἀεικίνητος εἶναι. Ἀλλὰ αὐτὸς τὸ παρακάνει.

Δὲν ἤξερε ὁ καημένος ὁ Μιχάλης κατὰ ποῦ πέφτει ὁ νέος προορισμὸς τοῦ παππούλη. Εἶχε ἀκουστὰ πὼς ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος» εἶναι μιά χριστιανικὴ ὀρθόδοξη ἐφημερίδα. Τίποτα περισσότερο. Ἔχει πολλὰ ἀκόμα νὰ μάθει. Πὼς πρῶτος ἐκδότης ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ἀγωνιστὴς ἱερέας, ἡγούμενος γιὰ ἕνα διάστημα στὴ μονὴ Πετράκη καὶ ἱδρυτὴς τῆς «Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως». Τὰ γραφεῖα, βέβαια καὶ τὸ βιβλιοπωλεῖο εἶναι στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Τὰ τυπογραφεῖα ὅμως βρίσκονται στὰ σύνορα Νέας Ἐρυθραίας καὶ Ἑκάλης. Ἐκεῖ καὶ ὁ κατανυκτικὸς ναὸς ἀφιερωμένος στὸν ἅγιο Νεκτάριο.

Ἕνα – ἕνα θὰ ἀποκαλυφθοῦν στὸν Μιχάλη τὰ μυστικὰ τῆς ὁσίας, ἀφιερωμένης στὸν Θεό, ζωῆς τοῦ παπα– Μάρκου. Καὶ ὄχι ὅλα. Γιατί ἡ ταπείνωσή του τὰ κρύβει μὲ ἐπιμέλεια.

Πρὸς τὸ παρὸν καθισμένος στὸ τιμόνι χαίρεται ποὺ ἔχει συνοδηγὸ ἕνα ἱερέα. Δὲν χρειάστηκε νὰ ἔχει τὰ μάτια του στυλωμένα μπροστά, γιὰ νὰ ψάχνει. Ὁ παπα– Μᾶρκος τὸν καθοδήγησε. Κατέβηκε, εὐχαρίστησε καὶ ἀνασκουμπώθηκε. Τὸν περίμενε στὴν ἐφημερίδα πολλὴ δουλειά.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019