Τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
Εἴδωλο στὴ ζωὴ μας εἶναι καθετὶ τὸ ὁποῖο
παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας. Τὰ εἴδωλα πάντα στὸν λόγο τοῦ
Θεοῦ καὶ στὴ Γραφὴ ἦταν ψεύτικα πράγματα, χειροποίητα, ποὺ ἦταν
κατασκευάσματα ἀνθρώπων καὶ ἤθελαν νὰ παίρνουν τὴ θέση τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη
εἴδωλο εἶναι καὶ κάθε ἰδεολογία, φιλοσοφία, κομματικὴ τοποθέτηση,
χρήματα, νεαρὴ ἡλικία, ὀμορφιά, δύναμη καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο
ἀπολυτοποιεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο, κλέβει τὴν καρδιά του, καὶ ὁ ἄνθρωπος στηρίζεται πάνω σ’ αὐτὸ ἀντὶ στὸν Θεό. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ἔχουμε εἴδωλα, ὄχι γιατί ζηλεύει, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ εἴδωλα εἶναι καταδικασμένα νὰ καταστραφοῦν. Κάθε ψεύτικο πράγμα καταστρέφεται. Δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ, ἔτσι εἶναι...
ἡ φύση του. Τὸ ψέμα κάποια στιγμὴ θὰ
καταρρεύσει. Εἴτε λόγος ψεύτικος εἶναι εἴτε ἰδεολογία εἶναι, κάποια
στιγμὴ θὰ καταρρεύσει. Πράγματα ποὺ πρὸς στιγμὴ φαίνονται ἰσχυρὰ
χάνονται, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τους, ἀφοῦ εἶναι μάταια. Ἀπόλυτος
εἶναι μόνο ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸς μόνο μένει στὸν αἰώνα. Ὅπως λέει καὶ ὁ
ψαλμός: «ὅτι στὸν αἰώνα τὸ ἔλεος Αὐτοῦ».
Καὶ τελικὰ αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς
αἰωνιότητας ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ
εἶναι αἰώνιος. Τὰ εἴδωλα ἐπειδὴ εἶναι κατασκευάσματα ἀνθρώπων ἄρα καὶ
«ψεύτικα», δὲν μποροῦν νὰ ἀναπαύσουν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ φύση τοῦ
ἀνθρώπου τέτοια νὰ ξεκουράζεται καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀσφάλεια σὲ ὁτιδήποτε
εἶναι ἀπόλυτο. Ὁτιδήποτε εἶναι περιορισμένο καὶ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος δὲν
χωράει τὸν ἄνθρωπο μέσα. Δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ σὲ πράγματα φθαρτὰ
καὶ παρερχόμενα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀρχή, ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος. Ὁ Χριστὸς
ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, νίκησε τὸν θάνατο, τὸν ἔσχατο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται φόβο ἀλλὰ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Ὁ φόβος εἶναι γέννημα τῆς κολάσεως καὶ
δὲν ὑπάρχει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι παρών. Καὶ βέβαια
μιλοῦμε γιὰ τὸν φόβο τὸν ψυχολογικὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς ψυχολογίας
μας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸν Θεὸ ὑγειῶς, εἶναι αὐτὸς ποὺ
αἰσθάνεται τὴ μεγάλη ἁγιότητά Του καὶ αὐτὸ τὸ μεγάλο δέος ἀπέναντί Του
καὶ φοβᾶται μόνο, μήπως διακόψει τὴ σχέση του μὲ Αὐτόν. Ὁ ψυχολογικὸς
καὶ ἀνθρώπινος φόβος σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βυθίζει στὸ σκοτάδι.
Ὁ Γέροντάς μας Ἰωσήφ, ὅταν ἦταν ἀκόμα
μικρὸς εἶχε μεγάλο πόθο νὰ γίνει ἠθοποιὸς τῆς ἐποχῆς τῆς δεκαετίας τοῦ
1930. Ἀφοῦ ἤθελε, λοιπόν, νὰ γίνει ἠθοποιός, τὰ ἀπογεύματα πήγαινε στὸν
κινηματογράφο. Κάθε φορᾶ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν κινηματογράφο εἶχε αὐτὸν
τὸν πόθο καὶ φανταζόταν τὸν ἑαυτὸ του ἠθοποιὸ στὴν Ἀμερική. Μάλιστα
κάποια στιγμὴ τὰ ἀδέρφια του ποὺ ζοῦσαν στὴν Ἀμερική, τοῦ ἔκοψαν
εἰσιτήριο καὶ ἑτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα ἔγγραφα, γιὰ νὰ πάει. Λίγες μέρες
πρὶν φύγει, πῆγε στὸν κινηματογράφο. Βγαίνοντας ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἒπιασε μία
κατάθλιψη καὶ περπατοῦσε στοὺς δρόμους τῆς Πάφου. Κάθισε σὲ ἕνα μέρος
καὶ σκεφτόταν. Σκεπτόμενος εἶδε τὸν Χριστὸ μπροστά του. Τότε ἦταν
δεκαεφτὰ χρόνων.
Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε, «Σωκράτη» (αὐτὸ ἦταν
τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Γέροντα), «αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἀποθνήσκει». Ἀμέσως ἄλλαξαν ὅλα τὰ δεδομένα του καὶ ὅλος ὁ τρόπος ζωῆς
του. Πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν
ἀθανασία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατο ὂν καὶ ἔχει ἀθάνατη ψυχή. Τὸ σῶμα
εἶναι θνητὸ ἄχρι καιροῦ. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἀναστήσει τὰ
νεκρά μας σώματα καὶ θὰ ζήσουν καὶ αὐτὰ αἰώνια καὶ θὰ γίνουν ἀθάνατα.
Ἔτσι ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ
κατὰ χάρη, τότε ἀναπαύεται μόνο σὲ ὁτιδήποτε εἶναι αἰώνιο καὶ ἀθάνατο.
Σὲ ὁτιδήποτε εἶναι θνητὸ καὶ πεπερασμένο καὶ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, ὁ
ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυθεῖ. Καὶ ἂν πιέσει τὸν ἑαυτό του νὰ
ἀναπαυθεῖ σὲ πράγματα ποὺ εἶναι πεπερασμένα καὶ ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος,
τότε ἀναπόφευκτα θὰ τὸν ἀκολουθήσει ἡ φοβία καὶ ἡ ἀνασφάλεια.
Γιὰ παράδειγμα ἔχω πολλὰ χρήματα καὶ
αὐτὸ μὲ ἐνθουσιάζει καὶ αἰσθάνομαι ὡραία. Ἂν ἐπενδύσω τὴν ψυχή μου πάνω
σ’ αὐτά, μπορεῖ νὰ νιώσω πρόσκαιρη χαρά, ἀλλὰ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μοῦ
δώσει τὴν ἀσφάλεια τῆς μονιμότητας, γιατί τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ μὲ
ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴ φθορά. Κάποια στιγμὴ θὰ φθαρῶ καὶ θὰ
πεθάνω. Τὸ ἴδιο ἀκόμη ἂν ἐπενδύσω τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξή μου σὲ μία σχέση
καὶ δώσω νόημα ζωῆς μὲ τὸ νὰ ἀγαπῶ ἕνα πρόσωπο καὶ νὰ θεωρῶ ὅτι εἶναι
ὅλη μου ἡ ζωή. Ὡραία! εὐγενικὴ σχέση ἀφοῦ ἐπενδύουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ
ἕνα πρόσωπο, ποὺ μπορεῖ νὰ ζήσουμε μαζί του ὁλόκληρή μας τὴ ζωή. Ὅμως
τὴν ἴδια στιγμὴ μᾶς κυριεύει ἡ ἀνασφάλεια καὶ ὁ φόβος μὴν τυχὸν χάσουμε
αὐτὸ τὸ πρόσωπο.
Τὰ εἴδωλα λοιπὸν εἶναι ψεύτικα πράγματα.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μία τάση νὰ κάνουν εἴδωλα, κυρίως οἱ νέοι ἄνθρωποι,
ποδοσφαιριστές, ἠθοποιούς, τραγουδιστὲς κ.α., γιατί λειτουργοῦν μὲ ἕνα
τρόπο ἄρρωστο, ἐπειδὴ ψάχνουν τὸ ἀπόλυτο καὶ τὸ αὐθεντικό, τὸ γνήσιο.
Ἔτσι εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀναζητᾶ τὸ ἀληθινό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ,τι
νομίζει ὅτι εἶναι ἀληθινὸ καὶ ἔχει ἀξία τὸ πιάνει καὶ νομίζει ὅτι κάτι
εἶναι. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔχουν ἄλλη ὑπόσταση καὶ ποιότητα. Εἶναι
ἀκριβὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι πολύτιμα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν τὰ ἀποκτᾶ
εὔκολα, γιὰ νὰ μὴν τὰ χάνει καὶ εὔκολα καὶ νὰ τὰ ἐκτιμᾶ. Γι’ αὐτὸ ὁ
κοσμικὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ κοπιάζει γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὰ ἀληθινὰ καὶ
πολύτιμα ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀρέσκεται στὰ φτηνά, τὰ εὔκολα, τὰ
φανταχτερὰ πράγματα τὰ ὁποῖα φαίνονται ὅτι εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ στὸ τέλος
δὲν εἶναι. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα οἱ ἄνθρωποι ἒφτιαχναν θεότητες, γιατί
εἶχαν τὴν ἀνάγκη νὰ πλάσουν θεοὺς καὶ τοὺς κατασκεύαζαν ἀνάλογα μὲ τί
προδιαγραφὲς εἶχαν μέσα τους. Αὐτὸ συμβαίνει ἀκόμα καὶ στοὺς
χριστιανούς.
Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ
κατασκευάζουν εἴδωλα τοῦ Χριστοῦ. Λένε δηλαδὴ ὅτι πιστεύουν στὸν Χριστό,
ἀλλὰ γιὰ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁτιδήποτε θεωροῦν οἱ ἴδιοι ξεχωριστὸ
καὶ καλὸ στὴ ζωή τους. Δὲν λένε ὅτι Χριστὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει τὸ
Εὐαγγέλιο, αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ δίδαξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὸ
αὐθεντικὸ βίωμα τῶν Ἁγίων. Λένε ὅτι Χριστὸς καὶ ἀλήθεια εἶναι τὸ νὰ
βοηθᾶς τὸν συνάνθρωπό σου, τὸ νὰ εἶσαι τίμιος, τὸ νὰ ἔχεις διάφορες
ἠθικὲς ἀξίες, ἀλλὰ δὲν μιλοῦν εὔκολα γιὰ τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ἐπίσης τέτοια εἴδωλα τοῦ Χριστοῦ φτιάχνουν καὶ ὅλες οἱ αἱρέσεις. Ἔτσι
ὅταν δοῦμε ὅλες τὶς αἱρέσεις, θὰ δοῦμε μία προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων νὰ
φτιάξουν ἕνα Χριστὸ σύμφωνα μὲ τὰ δικά τους δεδομένα καὶ τὶς δικές τους
προδιαγραφές.
Γιὰ παράδειγμα ἂν πεῖς σὲ ἕνα τέκτονα
ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ πεῖ πὼς
στὴ στοὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό, ἕνα Θεὸ βέβαια, ποὺ τὸν φτιάχνει στὰ δικά του
δεδομένα. Ἢ ἀκόμα ἀκοῦς σήμερα κάποιους ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν τάση τῆς
παγκοσμιοποίησης νὰ λένε ὅτι σήμερα σημασία ἔχει νὰ εἶσαι καλός, νὰ
ἔχεις ἀγάπη, καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν πιστεύεις στὸν Θεὸ ἢ σὲ ποιὸ Θεό,
τὸν Ἀλλάχ, τὸν Κομφούκιο ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο.
Εἶναι καὶ αὐτὸ μία προσπάθεια κατασκευῆς
ἑνὸς Θεοῦ, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν χῶρο ἀνθρώπων τῆς ἐκκλησίας ποὺ
πιστεύουν στὸν Οἰκουμενισμό. Εἶναι μία προσπάθεια νὰ φτιάξουν ἕνα
καινούργιο Χριστό. Καὶ ἔρχονται σήμερα καὶ λένε: τί σημαίνει καθολικός,
τί σημαίνει προτεστάντης, τί σημαίνει εὐαγγελικός, τί σημαίνει
παλαιοημερολογίτης κ.α. Ὅλοι εἶναι χριστιανοὶ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ
εἶναι χωρισμένοι καὶ νὰ ἔχουν διαφορές. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει τί λένε οἱ
ἅγιοι Πατέρες ἢ τί λέει ἡ Ἐκκλησία περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας τῶν
γεγονότων ἢ τῶν προσώπων, ἀλλὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τὸ πῶς αὐτοὶ
καταλαβαίνουν τὰ πράγματα. Γι’ αὐτὸ ὑποστηρίζουν νὰ πιστεύουμε σὲ ἕνα
Θεὸ καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἕνας γιὰ ὅλους.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν εἶναι εἴδωλα καὶ
προσφέρονται στὸν ἄνθρωπο προκειμένου νὰ ὑποκαταστήσουν τὴ θέση καὶ τὴν
ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ στὸν ἄνθρωπο,
ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ εἶναι, τουλάχιστον νὰ
ἔχει σωστὴ πίστη. Πιστεύουμε σωστὰ ὄχι ὅταν πιστεύουμε ὅπως ἐμεῖς
θέλουμε, ἀλλὰ ὅπως τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν καὶ ἡ
Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει. Στὸ Συνοδικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδοξίας λέει: «Οἱ
Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ
Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν...». Γενεὲς γενεῶν, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μίλησαν καὶ δίδαξαν καὶ παρέδωσαν στὴν
Ἐκκλησία ἀπαραχάρακτη τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σημαντικὸ νὰ
ἔχουμε σωστὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε ἔχουμε καὶ σωστὴ ἀντίληψη περὶ
τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ ἀντίληψή μας περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι λανθασμένη, τότε καὶ
ἡ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι λανθασμένη.
Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε χριστιανοὶ
Ὀρθόδοξοι, πρέπει νὰ ἔχουμε αὐθεντικὴ πίστη. Ἂν θέλουμε νὰ
δημιουργήσουμε ἕνα δικό μας Χριστὸ ὅπως τὸν φανταζόμαστε καὶ ὅπως ἐμεῖς
τὸν θέλουμε, εἶναι δικαίωμά μας. Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ παρουσιάζουμε ἕνα
χειροποίητο ψεῦδος καὶ νὰ θέλουμε νὰ ὑποκαταστήσουμε τὴν ἀλήθεια τῆς
ἐμπειρίας, ὅπως τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσαν. Ὁ ἄνθρωπος
λοιπὸν φτιάχνει εἴδωλα, εἴδωλα τοῦ Θεοῦ καὶ εἴδωλα τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ
ὅσων πραγμάτων ἔχει γύρω του. Εἰδωλοποιεῖ τὶς ἰδέες του, τὰ ὑλικὰ ἀγαθά,
τὴν περιουσία του, τὰ παιδιά του, τὴ σύζυγο, τὴν ἐπιστήμη, τὸ μυαλό του
καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει γύρω του. Ὅλα τὰ εἴδωλα βέβαια, ἀκόμα καὶ τὰ
πιὸ εὐγενῆ, ἐνάρετα καὶ «ἅγια» εἶναι καταδικασμένα νὰ συντριβοῦν, γιατί
ὁ Θεὸς δὲν θέλει εἴδωλα. Ὁ Θεὸς θὰ συντρίψει τὰ εἴδωλα, γιατί θέλει νὰ
ἔχει μία ἀπευθείας σχέση ἀληθείας μὲ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ εἴδωλο ἀκόμα
ὅσο καλὸ κι ἂν εἶναι, κάποια στιγμὴ θὰ συντριβεῖ. Θὰ φτάσει στὸ τέλος,
στὸν θάνατο.
Εἶναι πολὺ δύσκολο μία ὁλόκληρη ζωὴ νὰ
ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ τέλος τῶν ἐπιγείων πραγμάτων. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἐνάρετος καὶ πιστός, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα πράγμα ποὺ δὲν τὸ θέλει,
γιατί δὲν εἶναι μέσα στὴ φύση του. Δὲν τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ
πεθαίνει. Ἡ φύση μας δὲν θέλει τὸν θάνατο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δεχθοῦμε
καὶ νὰ ἐξοικειωθοῦμε μαζί του καὶ νὰ τὸν ἀποδεχθοῦμε καὶ νὰ δοῦμε τὴ ζωὴ
μας ὅλη νὰ τελειώνει σὲ ἕνα τάφο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸν
θάνατο καὶ θὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς. Ὁ θάνατος προσβάλλει τὴν εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε νὰ εἴμαστε εἰκόνες καὶ ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν
καὶ νὰ εἴμαστε μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα.
Ὁ θάνατος ὅμως τὴ χωρίζει, καὶ μένει τὸ
σῶμα νεκρὸ καὶ ἡ ψυχὴ φεύγει γιὰ τὸν πνευματικὸ χῶρο. Ἀλλὰ βέβαια θὰ
τελειώσει, ὅταν ὁ Χριστὸς θὰ ἀναστήσει ὅλους τούς νεκρούς, δὲν θὰ
ὑπάρχει πλέον θάνατος καὶ ἑπομένως οὔτε κανένα εἴδωλο. Ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιός
μας ὁ ἐαυτὸς θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει τελευταῖος. Ἄρα τί μένει σὲ ὅλη αὐτὴ
τὴν πορεία; Μένει ἡ ἀλήθεια τῆς ὑπέρβασης ὅλων αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ὁ
ἄνθρωπος ξεπερνᾶ αὐτὰ τὰ πράγματα ὅσο πιὸ αὐθεντικὸς εἶναι καὶ ὅσο πιὸ
πολὺ ἐξοικειώνεται μὲ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ζεῖ κοντά Του
καὶ εἶναι γνήσιος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς νικᾶ τὸν
θάνατο, νικᾶ καὶ τὰ εἴδωλα. Μπορεῖ νὰ κτίσεις τὴ ζωή σου πάνω στὸ εἴδωλο
τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὅμως αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἀπόλυτος τόπος,
γιατί ἔχει ἡμερομηνία λήξεως.
Αὐτὸς ὁ ἐαυτός σου πού σοῦ κάνει παρέα
καὶ σὲ ἀκολουθεῖ καὶ σὲ συντροφεύει, θὰ ἔρθει κάποια ὥρα ποὺ σίγουρα δὲν
θὰ σὲ ἀκολουθήσει, γιατί δὲν εἶναι ἀπόλυτος. Ὅμως ἐσὺ ὡς ἄνθρωπος καὶ
ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπάρχεις. «Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε» λέει
ὁ προφήτης Δανιήλ, τὸ σῶμα μου θὰ πεθάνει, ὅμως ἡ ψυχή μου θὰ ζήσει καὶ
θὰ δεῖ τὸν Θεό. Ὅπως λέει καὶ ἕνα ἀρχαῖο ρητὸ κάθε πράγμα κρίνεται μὲ
τὴν τελευταία ἔκβασή του καὶ ὁ ἄνθρωπος φαίνεται τί ἔκαμε ἐκείνη τὴν
τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται νὰ
ἔχουμε «χριστιανὰ τέλη, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κολλήσει
πάνω σ’ αὐτὰ τὰ ψεύτικα εἴδωλα, τὰ εἴδωλα τοῦ ἑαυτοῦ του, μόλις
ἀντιληφθεῖ ὅτι κάτι συμβαίνει, τότε καταρρέει καὶ χάνει ὅλο τὸ νόημα τῆς
ζωῆς του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἔφυγε τὶς ἐλπίδες του ἀπὸ τὰ ψεύτικα
εἴδωλα καὶ τὶς ἐναπέθεσε στὸν Θεό, διέρχεται ὅλα αὐτὰ τὰ ψεύτικα ἐμπόδια
καὶ τὰ φανταστικὰ πράγματα χωρὶς νὰ συντρίβεται καὶ νὰ ἀπελπίζεται.
Ἱ.Μ.Λεμεσοῦ