Άγιος Πορφύριος
Ἦταν ἕνας ἐδῶ πρὸ ὀλίγου καὶ μὲ ρώτησε
ἂν πονοῦσαν οἱ μάρτυρες, στὰ τόσα βασανιστήρια. Ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς
ἔδινε ὑπομονὴ καὶ ἄντεξαν στὰ τόσα βασανιστήρια.
Κι ἐγὼ τοῦ λέω: Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντέχει,
ὡς ἄνθρωπος, οὔτε στὸν πρῶτο πόνο ποὺ τοὺς προξενοῦσαν. Φυσιολογικὰ
ἔπρεπε νὰ λιποθυμοῦσαν ἀμέσως.
Ἀλλὰ προσήλωσαν τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ στὸ Θεό: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὄχι «πάρε μου τὸν πόνο».
Ἐκεῖνος τὸν γνωρίζει τὸν πόνο καὶ τὸν
ἐπιτρέπει, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ψυχή σου. Σοῦ ἔστειλε
κανόνα, ἀντὶ ἄλλων κανόνων. Σὺ μὴ λὲς πάρ’ τον πίσω.
Τὸν γνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν πόνο σου. Δὲν
χρειάζεται χάπι ἢ καφές. Κόψε τα αὐτά. Βέβαια ἔχει τὸ δικαίωμα ὁ
ἄνθρωπος στὴ ζωή του νὰ πεῖ στὸ Θεό: «Θεέ μου, πάρε μου τὸν πόνο».
Ἀλλὰ ἐγὼ νομίζω ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ
τὸν σηκώσει κανεὶς τὸν πόνο. Ἴσως εἶναι πλάνη αὐτό, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγαπῶ αὐτὴ
τὴν πλάνη. Μὴ ζητᾶς νὰ σοῦ ἐλαττώσουν τὸν κανόνα. (Πράγματι εἶχα στὴ
σκέψη μου ἐκεῖνες τὶς μέρες νὰ ζητήσω νὰ κάνω λιγότερες μετάνοιες, γιατὶ
κουραζόμουν μὲ τὶς τριακόσιες).
Ἀγωνίσου σὲ ὅ,τι σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
Πηγή