Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Ἁγία Φωτεινή ἡ Ἰσαπόστολος καί Μεγαλομάρτυς. Ὁ Συγκλονιστικός Βίος καί τά Φρικτά Βασανιστήρια της

Ἡ συνάντηση καί ἡ συνομιλία τούς ἀναφέρεται μέ σαφήνεια καί κάθε λεπτομέρεια στο κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο (4, 5 – 42). 
Σύμφωνα μέ αὐτή την ευαγγελική περικοπή ο Χριστός φεύγοντας ἀπό τήν Ἰουδαία κατευθύνθηκε πρός τή Γαλιλαία καί κατά τήν πορεία Του αὐτή ἔπρεπε νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια. Ἔτσι εφτασε σέ μία πόλη πού ὀνομαζόταν Συχάρ, ὅπου πλησίον αὐτῆς βρισκόταν καί τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, τό ὁποῖο εἶχε ἀφήσει ὡς κληρονομιά στόν γιό του, τόν Ἰωσήφ καί κοντά σ’ αὐτό τό πηγάδι κάθισε ὁ Κύριος τό μεσημέρι κουρασμένος ἀπό τήν πεζοπορία. 
Ἐκείνη τή στιγμή ηρθε ἡ Σαμαρείτιδα γιά νά βγάλει μέ τή στάμνα νερό ἀπό τό πηγάδι καί ὁ ὁ Χριστός τῆς ζήτησε νερό γιά νά πιεῖ. Ἡ Σαμαρείτιδα ὅμως ξαφνιάστηκε, διότι δέν ἦταν δυνατόν ἕνας Ἰουδαῖος νά ζητᾶ ἀπό μία γυναίκα τῆς Σαμάρειας νά πιεῖ νερό, ἀφοῦ ὡς γνωστόν οι Ἰουδαῖοι δέν συναναστρέφονταν μέ τούς Σαμαρείτες καί τότε ὁ Χριστός τῆς εἶπε ὅτι ἐάν ἤξερε τί δῶρο ἑτοιμάζει ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους καί ποιός εἶναι Αὐτός πού τῆς ζητάει νά... πιεῖ νερό, τότε θά Τοῦ ζητοῦσε νά πιεῖ, ὅταν μάλιστα Ἐκεῖνος θά τῆς ἔδινε νά πιεῖ τό «ὕδωρ τό ζῶν». 

Ἐκείνη ὅμως ἀπευθυνόμενη στόν Κύριό Του εἶπε ὅτι ἀφενός μέν Ἐκεῖνος δέν ἔχει κουβά, ἀφετέρου δέ τό πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπό ποῦ λοιπόν θά προέλθει τό «ὕδωρ τό ζῶν», ὅταν μάλιστα ἀπό αὐτό τό πηγάδι ἤπιε νερό ὄχι μόνο ὁ Ἰακώβ, ἀλλά καί τά παιδιά καί τά ζῶα του καί ἐπίσης τόν ρώτησε ἐπίσης μήπως νομίζει ὅτι εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν Ἰακώβ πού τούς χάρισε τό πηγάδι του. 

Τότε ὁ Κύριος της εἶπε: 

πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν?ὅς δ’ ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῶ, γενήσεται ἐν αὐτῶ πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον 

δηλαδή ὅποιος πίνει ἀπό αὐτό τό νερό, θά ξαναδιψάσει, ἀλλά ὅποιος θά πιεῖ ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, δέν θά διψάσει ποτέ, ἀλλά θά γίνει ἡ πηγή πού θά ἀναβλύζει νερό αἰωνίου ζωῆς. 

Τότε ἡ Σαμαρείτιδα ζήτησε ἀπό τόν Κύριο νά τῆς δώσει νά πιεῖ ἀπό αὐτό τό νερό γιά νά μήν διψάει καί ἀναγκάζεται καί ἔρχεται στό πηγάδι γιά νά βγάζει νερό. 

Μόλις ὁ Κύριος ἄκουσε αὐτά, τῆς εἶπε νά πάει νά φωνάξει τόν ἄνδρα της, ἀλλά ἐκείνη Τοῦ δήλωσε ὅτι δέν ἔχει ἄνδρα. Τότε ὁ Κύριος της εἶπε ὅτι πράγματι δέν ὑπάρχει σύζυγος, διότι ἔχει ἤδη συναναστραφεῖ μέ πέντε ἄνδρες καί αὐτόν τόν ὁποῖο ἔχει τώρα, δέν εἶναι νόμιμος σύζυγος, ἔκπληκτη η Σαμαρείτιδα ὁμολόγησε τότε ὅτι αὐτό εἶναι ἀλήθεια καί ὅτι Αὐτός, μέ τόν Ὁποῖο συνομιλεῖ τώρα, εἶναι ἕνας προφήτης καί ὅτι οἱ Σαμαρεῖτες λάτρεψαν τόν Θεό σ’ αὐτό τό βουνό, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι στά Ἱεροσόλυμα βρίσκεται ὁ τόπος, ὅπου πρέπει κανείς νά Τόν λατρεύει. Τότε ὁ Κύριος της εἶπε ὅτι πλησιάζει ὁ καιρός πού ὁ Θεός δέν θά λατρεύεται οὔτε σ’ αὐτό τό βουνό οὔτε στά Ἱεροσόλυμα, τονίζοντάς της ὅτι οἱ μέν Σαμαρεῖτες λατρεύουν κάτι πού δέν γνωρίζουν, οἱ δέ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν αὐτό πού λατρεύουν, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπό αὐτούς. 

Ἀλλά ἦρθε ὁ καιρός πού αὐτοί πού θά λατρεύουν τόν Θεό ἀληθινά, θά Τόν λατρεύουν μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος καί μέ τήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ἀφοῦ τέτοιους ζητᾶ ὁ Θεός γιά νά Τόν προσκυνοῦν. 

Στό σημεῖο αὐτό ὁ Ἰησοῦς Χριστός τόνισε: 

Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν 

Τότε ἡ Σαμαρείτιδα Τοῦ εἶπε ὅτι γνωρίζει ὅτι θά ἔρθει ὁ Μεσσίας πού λέγεται Χριστός καί ὅταν ἔρθει, θά τά ἐξηγήσει ὅλα. Ἐκείνη τή στιγμή ὁ Κύριος της ἀποκάλυψε τήν ἰδιότητά Του ὡς Μεσσίας, λέγοντάς της: 

Ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοί 

δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού τῆς μιλάει αὐτή τή στιγμή. 

Πάνω στήν ὥρα ἐπέστρεψαν καί οἱ μαθητές Του πού εἶχαν πάει στήν πόλη γιά νά ἀγοράσουν τρόφιμα καί ξαφνιάστηκαν ὅταν εἶδαν τόν Διδάσκαλό τους νά συνομιλεῖ μέ μία γυναίκα, ἀφοῦ κάτι τέτοιο δέν συνηθιζόταν ἀπό τίς παραδόσεις τῶν Ραββίνων. 

Κανείς ὅμως ἀπό τούς μαθητές δέν τόλμησε νά Τόν ρωτήσει γιατί συνομιλεῖ μέ μία γυναίκα. Τότε ἡ Σαμαρείτιδα ἄφησε τή στάμνα της καί ἀφοῦ πῆγε στήν πόλη, ἄρχισε νά καλεῖ τόν κόσμο νά ἔρθει νά γνωρίσει ἕναν ἄνθρωπο πού τῆς ἀποκάλυψε ὅλα ὅσα εἶχε κάνει. Μάλιστα ἀναρωτήθηκε μήπως Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ ἡ θαυμαστή αὐτή ἀποκάλυψη παρακίνησε πολλούς νά ἔρθουν ἀπό τήν πόλη γιά νά Τόν γνωρίσουν. 

Στό μεταξύ οἱ μαθητές ἄρχισαν νά παρακαλοῦν τόν Κύριο νά φάει κάτι. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε ὅτι ἔλαβε τροφή, τήν ὁποία οἱ μαθητές δέν γνωρίζουν. Στόν προβληματισμό τῶν μαθητῶν ἐάν κάποιος Τοῦ ἔφερε φαγητό, ὁ Κύριος τους εἶπε ὅτι ἡ τροφή Τοῦ εἶναι νά ἐκτελεῖ τό θέλημα Ἐκείνου πού Τόν ἔστειλε στόν κόσμο γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο Του. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Κύριος, βασιζόμενος στήν παροιμία «ἄλλος εἶναι αὐτός πού σπέρνει καί ἄλλος εἶναι αὐτός πού θερίζει», εἶπε στούς μαθητές Του νά κοιτάξουν στά χωράφια τά στάχυα πού εἶναι ἕτοιμα γιά θερισμό, ὑπονοώντας τούς λαούς καί τά ἔθνη πού δέν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τή χριστιανική ἀλήθεια καί σωτηρία. Κατόπιν τούς εἶπε ὅτι ὅποιος μέν θερίζει, λαμβάνει μισθό καί μαζεύει καρπό γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅποιος δέ σπέρνει, χαίρεται μαζί μ’ ἐκεῖνον πού θερίζει. 

Παράλληλά τους τόνισε ὅτι ἐνῶ τούς ἔστειλε γιά νά θερίσουν καρπό, γιά τόν ὁποῖον ὅμως δέν κοπίασαν, ἀφοῦ ἄλλοι μόχθησαν, ἐκεῖνοι μπῆκαν γιά νά θερίσουν τόν δικό τους καρπό. 

Στό μεταξύ ἀπό τήν πόλη Συχάρ πολλοί Σαμαρεῖτες πίστεψαν στόν Κύριο ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ ἀποκάλυψε στήν ἁμαρτωλή Σαμαρείτιδα ὅλα ὅσα εἶχε πράξει. 

Μετά τήν εἰς οὐρανούς Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἁγίους Ἀποστόλους κατά τήν εὐφρόσυνο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκ τῆς πόλεως Συχάρ ἔχοντας ὡς ξεχωριστό βίωμα τήν προσωπική της συνάντηση μέ τόν Κύριο, βαπτίσθηκε χριστιανή ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους μαζι μέ τούς δύο γιούς καί τίς πέντε ἀδελφές της καί ὀνομάσθηκε Φωτεινή. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἀφιέρωσε ὅλη τή ζωή της στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, περιοδεύοντας σέ διάφορες πόλεις καί καταλήγοντας στή Ρώμη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ αἱμοβόρου καί παρανοϊκοῦ βασιλέως Νέρωνα (54 – 68 μ.Χ). Πιστοί συναθλητές καί φλογεροί συνοδοιποροί της ὑπῆρξαν οἱ πέντε ἀδελφές της, ἡ Ἀνατολή, ἡ Φωτῶ, ἡ Φωτίδα, ἡ Παρασκευή καί ἡ Κυριακή, καθώς καί οἱ δύο γιοί της, ὁ Βίκτωρας πού μετονομάσθηκε Φωτεινός καί ὁ Ἰωσῆς. 

Τήν ἐποχή λοιπόν αὐτή καί συγκεκριμένα τό 66 ὁ Νέρων εἶχε ἐξαπολύσει ἕναν ἀδυσώπητο διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ μετά τό μαρτύριο τῶν δύο κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου ἀναζητοῦνταν λυσσαλέα οἱ μαθητές τῶν Ἀποστόλων γιά νά θανατωθοῦν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐξάλειψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς χριστιανικῆς πίστεως στόν κόσμο. Σ’ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή γιά τήν πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ ἡ Ἁγία Φωτεινή μαζί μέ τόν μικρότερο γιό της, τόν Ἰωσή, βρισκόταν στήν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου κήρυττε μέ ξεχωριστή παρρησία το Ευαγγέλιο του Χριστοῦ. 

Τόν ἄλλο ὅμως γιό τῆς Ἁγίας, τόν Βίκτωρα, ὁ βασιλιάς Νέρων τόν διόρισε ἀρχιστράτηγο, ἐπειδή εἶχε νικήσει στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἀράβων καί τόν ἔστειλε στήν Ἰταλία γιά νά ἐξοντώσει τούς ἐκεῖ χριστιανούς, ἀγνοώντας βέβαια ὅτι ἦταν χριστιανός. Ὁ δούκας ὅμως τῆς Ἰταλίας Σεβαστιανός γνωρίζοντας τή χριστιανική ἰδιότητα τοῦ Βίκτωρα, τῆς μητέρας του καί τοῦ ἀδελφοῦ του, τόν συμβούλεψε νά ἐκτελέσει πιστά τήν ἐντολή τοῦ βασιλιᾶ γιά νά μήν κινδυνεύσει ἡ ζωή του. Ἀλλά ὁ Βίκτωρας δήλωσε ὅτι ἐπιθυμεῖ νά κάνει μόνο τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί περιφρονεῖ τήν προσταγή τοῦ βασιλιᾶ. Τότε ο δούκας τόν συμβούλεψε νά κοιτάξει τό συμφέρον του πού εἶναι νά τιμωρήσει τούς χριστιανούς γιά νά γίνει εὐάρεστος στόν βασιλιά, ἀλλά καί νά κερδίσει καί χρήματα ἀπό τήν ἁρπαγή τῶν περιουσιῶν τους. 

Τοῦ τόνισε ἐπίσης νά συμβουλεύσει τή μητέρα καί τόν ἀδελφό του νά σταματήσουν νά κηρύττουν τόν Χριστό καί νά διδάσκουν τούς Ἕλληνες νά ἀρνιοῦνται τή θρησκεία τῶν πατρώων θεῶν, διότι αὐτό θά ἔχει ὡς συνέπεια νά κινδυνεύσει καί ἡ δική τους ζωή. Παράλληλά του πρότεινε ὅτι μποροῦν κρυφά νά πιστεύουν στόν Χριστό. 

Ὁ Βίκτωρας ὅμως ὄχι μόνο ἀπέρριψε τίς συμβουλές καί τίς προτάσεις τοῦ δούκα, ἀλλά δήλωσε μέ παρρησία ὅτι καί ἐκεῖνος θά κηρύττει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνη τή στιγμή ὁ δούκας τοῦ εἶπε νά σκεφθεῖ τί θά πράξει, ἀλλά ἀμέσως τυφλώθηκε καί ἀφοῦ ἔπεσε στή γῆ ἀπό τούς ἀφόρητους πόνους στά μάτια, ἔμεινε ἄφωνος. Τότε οἱ παρευρισκόμενοι τόν σήκωσαν καί ἀφοῦ ἔμεινε ἄφωνος τρεῖς ἡμέρες, τήν τέταρτη ἡμέρα φώναξε δυνατά ὅτι Ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν. 

Στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ο Βίκτωρας τόν ρώτησε τί συνέβη καί ἄλλαξε τόσο ξαφνικά ἡ γνώμη καί ἡ στάση του. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι τόν προσκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. 

Στή συνέχεια ὁ δούκας Σεβαστιανός κατηχήθηκε στή χριστιανική πίστη ἀπό τόν Βίκτωρα καί μόλις βαπτίσθηκε, ἐπανέκτησε τό φῶς του καί δόξασε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες τό παράδοξο αὐτό θαῦμα, φοβήθηκαν μήπως πάθουν τά ἴδια πού ὑπέστη ὁ δούκας. Γι’ αὐτό καί προσέτρεξαν στόν Βίκτωρα καί ἀφοῦ κατηχήθηκαν ἀπό αὐτόν στή χριστιανική πίστη, βαπτίσθηκαν χριστιανοί. 

Σέ σύντομο ὅμως χρονικό διάστημα ὁ βασιλιάς τῆς Ρώμης Νέρων πληροφορήθηκε ὅτι τόσο ὁ στρατηλάτης Βίκτωρας καί ὁ δούκας τῆς Ἰταλίας Σεβαστιανός ὅσο καί ἡ μητέρα τοῦ Βίκτωρα, ἡ Φωτεινή, μαζί μέ τόν γιό της, τόν Ἰωσή, κηρύττουν τόν Χριστό καί ὁδηγοῦν τούς εἰδωλολάτρες στή χριστιανική πίστη. 

Τό γεγονός αὐτό ἐξαγρίωσε τόν χριστιανομάχο βασιλιά, ὁ ὁποῖος ἔστειλε ἀμέσως στρατιῶτες στήν Ἰταλία γιά νά φέρουν στή Ρώμη ὅλους τους χριστιανούς. 

Στήν κρίσιμη αὐτή στιγμή παρουσιάσθηκε ὁ Κύριος στούς χριστιανούς γιά νά τούς ἐνθαρρύνει στόν ἀγώνα τους. 

Ἀπευθυνόμενος μάλιστα στόν Βίκτωρα τοῦ εἶπε ὅτι ἀπό τώρα και στο ἑξῆς τό ὄνομά του θά εἶναι Φωτεινός, διότι σέ πολλούς θά μεταδώσει τό φῶς καί θά πιστέψουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τόν συμβούλεψε ἐπίσης νά στηρίξει μέ τούς λόγους τοῦ τόν Σεβαστιανό, ὅταν θά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου του, ἐνῶ εὐχήθηκε ὅτι θά εἶναι μακάριος καί καλότυχος ἐκεῖνος πού θά ἀγωνισθεῖ μέχρι τέλους, στό μεταξύ ἡ Ἁγία Φωτεινή, στήν ὁποία ἀποκαλύφθηκαν ὅλα ὅσα θά τῆς συνέβαιναν, ἔφυγε ἀπό τήν Καρθαγένη καί ἔφθασε στή Ρώμη, συνοδευόμενη ἀπό πλῆθος χριστιανῶν. 

Ἐκεῖ ἄρχισε νά κηρύττει μέ ξεχωριστή παρρησία τόν Χριστό καί ὅταν παρουσιάσθηκε μαζί μέ τόν γιό της, τόν Ἰωσή, ἐνώπιόν του βασιλιᾶ, τοῦ εἶπε ὅτι θά τοῦ μιλήσει γιά τόν Χριστό γιά νά Τόν ἀσπασθεῖ. Ἐκείνη τή στιγμή ὅμως ἀναγγέλθηκε στόν βασιλιά ὅτι εἶχαν ἔρθει ὁ δούκας Σεβαστιανός καί ὁ στρατηλάτης Βίκτωρας. 

Ὅταν ὁμολόγησαν καί οἱ δύο ὅτι ὅλα ὅσα πληροφορήθηκε ὁ Νέρων εἶναι ἀληθινά, τότε ὀργισμένος ὁ χριστιανομάχος βασιλιάς τούς ρώτησε, ἐάν ἀρνοῦνται τόν Χριστό ἤ θέλουν νά πεθάνουν μέ φρικτό θάνατο. Τότε ἀφού υψωσαν τά μάτια τους στόν οὐρανό, δήλωσαν ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά ἀποχωρισθοῦν ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κατόπιν ὁ βασιλιάς ρώτησε νά μάθει τά ὀνόματά τους. Τότε ἡ Ἁγία Φωτεινή παρουσίασε τίς πέντε ἀδελφές καί τούς δύο γιούς της, ἐνῶ τοῦ δήλωσε ὕστερα ἀπό σχετικό ἐρώτημα ὄτι ολοι εἶναι σύμφωνοι καί ἕτοιμοι νά θυσιαστοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. 

Στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ ἐξαγριωμένος βασιλιάς διέταξε νά συντριβοῦν οἱ ἁρμοί τῶν χεριῶν τους μέ σιδερένιες σφαῖρες. 

Ὅμως παρά τό φρικτό βασανιστήριο ουτε πόνο αἰσθάνθηκαν οὔτε τά χέρια τούς συντρίφθηκαν, ἀφοῦ προστατεύθηκαν ἀπό τόν Θεό μέ θαυμαστό τρόπο. 

Βλέποντας ὁ Νέρων τό παράδοξο αὐτό θαῦμα, διέταξε νά κοποῦν τά χέρια τῶν μαρτύρων. Ἀμέσως οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ ἅρπαξαν την Αγία Φωτεινή καί ἀφοῦ ἔδεσαν τά χέρια της, τά ἔβαλαν πάνω στό ἀμόνι. Ὅμως παρά τά ἀλλεπάλληλα χτυπήματα μέ μαχαίρια, δέν κατόρθωσαν ἀπολύτως τίποτα, ἀλλά ἀπεναντίας οι δήμιοι παρέλυσαν καί ἔπεσαν κάτω σάν νά ἦταν νεκροί. 

Ἡ Ἁγία εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἀλλά ὁ αἱμοχαρής βασιλιάς ἄρχισε νά ἀπορεῖ μέ τά γενόμενα, ἀλλά καί νά σκέπτεται τί θά πράξει γιά νά κατατροπώσει τούς μάρτυρες καί νά τούς ὑποτάξει στό δικό του θέλημα. 

Ἔτσι ἀποφάσισε τούς μέν ἄνδρες νά τούς κλείσει σέ σκοτεινή φυλακή, τή δέ Ἁγία Φωτεινή μαζί μέ τίς πέντε ἀδελφές της νά τίς ὁδηγήσει μέσα σ’ ἕνα χρυσό κουβούκλιο. Ἐκεῖ οἱ θρόνοι, τά στολίδια, τά ἐνδύματα καί οἱ ζῶνες θά ἦταν χρυσά, ἐνῶ διέταξε καί τήν κόρη του, τή Δομνίνα, νά πάει μαζί μέ ὅλες τίς ὑπηρέτριές της στό χρυσό κουβούκλιο γιά νά δελεάσει τή Φωτεινή καί τίς ἀδελφές της νά ἐγκαταλείψουν τή χριστιανική πίστη. 

Τούς δόθηκε μάλιστα καί ἡ ὑπόσχεση ὅτι ἐάν ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, τότε θά ἔχουν πάντοτε τήν εὔνοια καί τή φροντίδα τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλά καί πολύ περισσότερα πλούτη καί τιμές. 

Ὅμως οἱ ἅγιες αὐτές γυναῖκες ἀπέρριψαν τίς δελεαστικές προτάσεις τοῦ παρανοϊκοῦ βασιλιᾶ καί ὅταν ἡ Ἁγία Φωτεινή εἶδε τή Δομνίνα, τῆς εἶπε: 

Χαῖρε, ἡ νύμφη τοῦ Κυρίου μου 

ἡ δέ κόρη τοῦ Νέρωνα τῆς ἀπάντησε: 

Χαίροις καί σύ, κυρία μου, ἡ λαμπάς τοῦ Χριστοῦ. 

Μόλις ἡ Ἁγία ἄκουσε τή Δομνίνα νά λέει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Κύριο καί τήν ἀγκαλίασε, τήν κατήχησε στή χριστιανική πίστη μαζί μέ ὅλες τίς ὑπηρέτριές της καί κατόπιν τίς βάπτισε ὅλες. 

Στή Δομνίνα δόθηκε τό ὄνομα Ἀνθοῦσα, ἡ ὁποία πρόσταξε τή Στεφανίδα, πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς ὑπηρέτριες, νά διανείμει στούς φτωχούς ὅλα τά χρυσά στολίδια καί τά χρήματα πού βρίσκονταν μέσα στό χρυσό κουβούκλιο. 

Μόλις πληροφορήθηκε ὁ βασιλιάς τίς νέες αὐτές ἐξελίξεις, διέταξε ἐξοργισμένος νά βάλουν μέσα σ’ ἕνα πυρακτωμένο καμίνι πού ἔκαιγε ἐπί ἑπτά ἡμέρες τήν Ἁγία Φωτεινή μαζί μέ ὅλους τους συνακολούθους της, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί νά τούς ἀφήσουν μέσα σ’ αὐτό τρεῖς ἡμέρες. 

Ὅταν ὅμως πέρασε τό διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν καί διέταξε ὁ Νέρων νά ἀνοίξουν τό καμίνι καί ἐάν βροῦν τά ὀστᾶ τούς μέσα νά τά ρίξουν στό ποτάμι. 

Ἀνοίγοντας ὅμως οἱ στρατιῶτες τό καμίνι, τούς βρῆκαν ὅλους σώους καί ἀβλαβεῖς, γεγονός πού τούς ἄφησε ἄναυδους καί τό παράδοξο αὐτό θαῦμα διαδόθηκε ἀμέσως στή Ρώμη καί ὅλοι δόξασαν τόν Θεό. 

Μόλις ὁ βασιλιάς ὅμως ἔμαθε γιά τό νέο αὐτό θαῦμα, ἀποφάσισε ἀμετανόητος ἀλλά καί τυφλωμένος ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν κακία του νά δώσουν στούς ἁγίους θανατηφόρα δηλητήρια καί γιά αὐτό τόν σκοπό προσκλήθηκε ὁ διαβόητος μάγος Λαμπάδιος, ὁ ὁποῖος ἔδωσε πρῶτα στήν Ἁγία Φωτεινή νά πιεῖ τό δηλητήριο. 

Ἐκείνη ἔχοντας τό στά χέρια της, τοῦ εἶπε ὅτι λόγω τῆς ἁμαρτωλότητός του ὄχι μόνο δέν πρέπει ἐκείνη καί οἱ ὑπόλοιποι νά τό πιοῦν, ἀλλά οὔτε καί νά τό κρατήσουν. Κατόπιν ἐνώπιόν του βασιλιᾶ καί τοῦ μάγου δήλωσε ὅτι πρώτη ἀπό ὅλους τους ἄλλους θα πιεῖ τό δηλητήριο στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά δοῦν τήν παντοδυναμία Του. 

Στή συνέχεια ἄς πιοῦν καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού συντάσσονται μαζί της. Ἀλλά ὅλοι ὅσοι ἤπιαν τό δηλητήριο, ἔμειναν ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ μάγος ἔμεινε ἐκστατικός καί εἶπε στήν Ἁγία ὅτι ἔχει καί ἄλλο πολύ ἰσχυρότερο δηλητήριο. 

Μάλιστα δήλωσε ὅτι ἐάν καί μ’ αὐτό τό θανατηφόρο παρασκεύασμα δέν βροῦν ἀκαριαῖο θάνατο, τότε θά πιστέψει καί ἐκεῖνος στόν Κύριο. Ὅμως καί αὐτό τό δηλητήριο δέν εἶχε ἀπολύτως καμία ἐπίπτωση στήν ὑγεία τους καί ἔτσι ὅλοι ἔμειναν ἀβλαβεῖς. 

Τότε ὁ μάγος ἔμεινε ἄναυδος ἀπό τό νέο θαῦμα καί ἀφού μαζεψε ὅλα τά μαγικά του βιβλία, τά ἔριξε στή φωτιά γιά νά καοῦν. Κατόπιν βαπτίσθηκε χριστιανός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Θεοκλητός. Μόλις ὅμως ὁ αἱμοβόρος Νέρων ἔμαθε γιά τή μεταστροφή στόν χριστιανισμό τοῦ μέχρι προτινός μάγου, ἔδωσε τή διαταγή νά τόν συλλάβουν. Στή συνέχεια τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ρώμης, ὅπου ἔλαβε χώρα ὁ διά ξίφους ἀποκεφαλισμός του. 

Μετά τή θανάτωση τοῦ Θεοκλήτου ὁ χριστιανομάχος βασιλιάς πρόσταξε νά κόψουν τά νεῦρα τῶν ἁγίων, ἀρχίζοντας ἀπό τήν Ἁγία Φωτεινή, ἀλλά κατά τή διάρκεια τοῦ βασανιστηρίου οἱ ἅγιοι ἐνέπαιζαν τόν βασιλιά καί τούς θεούς του. 

Τό γεγονός αὐτό τόν ἐξόργισε τόσο πολύ, ὥστε διέταξε νά ἀνακατέψουν θειάφι μέ λιωμένο μολύβι καί ἀφοῦ κοχλάσει, νά τό χύσουν μέσα στό στόμα τῆς πολυάθλου Ἁγίας Φωτεινῆς καί μέσα στά αὐτιά τῶν ὑπολοίπων, ὅμως καί μέσα ἀπό αὐτό τό βασανιστήριο ἔμειναν ἀβλαβεῖς, δοξάζοντας τόν Θεό. 

Ὁ Νέρων ἔμεινε τότε ἄναυδος, ἀλλά καί ἀμετανόητος καί διέταξε νά τούς κρεμάσουν καί ἀφοῦ ξύσουν ὅλο τους τό σῶμα, νά τούς κάψουν μέ ἀναμμένες λαμπάδες, ἐνῶ μέσα στά ρουθούνια τούς ἔχυσαν ξίδι ἀναμεμειγμένο μέ στάχτη. Ὅμως καί αὐτά τά βασανιστήρια ὄχι μόνο δέν ἔκαμψαν τήν πίστη τους, ἀλλά ἀπεναντίας τήν ἐνίσχυσαν δοξάζοντας εὐτυχισμένοι τόν Θεό. 

Ἡ παράνοια καί ἡ κακία ὅμως τοῦ αἱμοχαροῦς τυράννου τόν ὁδήγησαν καί σέ νέα βασανιστήρια. Ἔτσι διέταξε νά τούς τυφλώσουν καί νά τούς κλείσουν σέ σκοτεινή καί βρώμικη φυλακή μέ δηλητηριώδη φίδια. Ὅταν ὅμως κλείσθηκαν στή φυλακή, τά μέν φίδια ἀπονεκρώθηκαν, ἡ δέ δυσωδία μετατράπηκε σέ εὐωδία. 

Ἐπιπλέον ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκότος τῆς φυλακῆς καί ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε στό μέσο τῶν φυλακισμένων ἁγίων, λέγοντάς τους: 

Εἰρήνη ὑμίν 

καί ἀφοῦ πῆρε τήν Ἁγία Φωτεινή ἀπό τό χέρι, τή σήκωσε καί τῆς εἶπε: 

Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν πάντοτε, ὅθεν μή φοβεῖσθε, ἀλλά μᾶλλον πάντοτε χαίρετε 

Ἀμέσως μ’ αὐτό τόν λόγο τοῦ Κυρίου ἀνέβλεψαν τά μάτια τῶν τυφλωθέντων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μόλις Τόν εἶδαν, Τόν προσκύνησαν καί ὁ Κύριος, ἀφοῦ τούς εὐλόγησε, λέγοντάς τους: 

Ἀνδρίζεσθε καί ἐνδυναμοῦσθε 

ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. 

Ὁ ἀσεβής ὅμως Νέρων βλέποντας τά γενόμενα, πρόσταξε ἐξαγριωμένος νά μείνουν οἱ ἅγιοι μέσα στή φυλακή τρία χρόνια, ὥστε μέσα ἀπό δυσβάκτατες ταλαιπωρίες νά βροῦν φρικτό θάνατο. 

Μετά τήν ἔλευση τῶν τριῶν ἐτῶν ἔστειλε ὁ βασιλιάς ἀνθρώπους στή φυλακή γιά νά ἀποφυλακίσουν ἕναν ὑπηρέτη, ὅμως μπαίνοντας στή φυλακή εἶδαν τήν Ἁγία Φωτεινή καί τούς συνακολούθους της νά χαίρουν ἄκρας ὑγείας καί νά ἔχουν ἐπανακτήσει τήν ὅρασή τους καί ὁ χῶρος τῆς φυλακῆς νά εἶχε πλημμυρίσει ἄπλετο φῶς καί ἄρρητη εὐωδία. 

Στό ἄκουσμα αὐτῆς τῆς εἴδησης ὁ Νέρων ἔγινε ἔξω φρενῶν καί κατ’ ἐντολήν τοῦ ὁδηγήθηκαν οἱ ἅγιοι ἐνώπιόν του καί ἀφοῦ τούς ἐπέπληξε γιά τό ὅτι κηρύττουν μέσα στή φυλακή τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τούς ἀπείλησε ὅτι θά τούς ὑποβάλλει σέ νέα φρικτά βασανιστήρια, ὅμως ἐκεῖνοι τοῦ δήλωσαν μέ παρρησία: 

Ἐκεῖνο ὅπερ θέλεις ποίησον, διότι ἠμεῖς δέν θέλομεν παύσει κηρύττοντες τόν Χριστόν, ὅστις εἶναι Θεός ἀληθινός καί ποιητής τοῦ παντός. 

Μόλις ἄκουσε αὐτά ὁ παρανοϊκός βασιλιάς, πρόσταξε νά σταυρώσουν τούς ἁγίους κατακέφαλα καί νά ξύσουν τίς σάρκες τούς ἐπί τρεῖς ἡμέρες μέχρι νά διαλυθοῦν, μάλιστα τούς ἄφησαν κρεμασμένους καί ἄλλες τέσσερις ἡμέρες. Ὅταν ὅμως οἱ δήμιοι πῆγαν νά δοῦν, ἐάν ζοῦσαν ἀκόμη, ἀμέσως τυφλώθηκαν, μόλις τούς εἶδαν κρεμασμένους. Ἐκείνη τή στιγμή Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς καί ἀφοῦ ἔλυσε τούς μάρτυρες, θεράπευσε ὅλες τίς πληγές τους. 

Τότε ἠ Αγία Φωτεινή αισθανομενη λύπη γιά τήν τύφλωση τῶν δημίων, προσευχήθηκε στόν Θεό γιά τή σωτηρία τους. Ἀμέσως ἐπανέκτησαν τό φῶς τους, γεγονός πού τούς ἔκανε νά πιστέψουν στόν Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθοῦν χριστιανοί. 

Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε τό γεγονός αὐτό ὁ Νέρων, διέταξε ἐξοργισμένος νά γδάρουν τό δέρμα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τό ὁποῖο ἔριξαν στό ποτάμι, ἐνῶ τήν ἴδια τήν ἔριξαν σέ ἕνα πηγάδι. 

Ἀλλά καί ὁ Σεβαστιανός, ὁ Φωτεινός καί ὁ Ἰωσῆς εἶχαν τήν ἴδια τύχη, ἀφοῦ καί οἱ τρεῖς ἐγδάρησαν, ἐνῶ τούς ἔκοψαν ἀκόμα καί τά γεννητικά τους ὄργανα, τά ὁποῖα ἔριξαν στά σκυλιά. 

Στίς πέντε ἀδελφές της Ἁγίας Φωτεινῆς ἔκοψαν πρῶτα τους μαστούς τους καί κατόπιν ἔγδαραν τό δέρμα τους. 

Ἀξιοθαύμαστη ὑπῆρξε ἡ γενναιότητα τῆς Ἁγίας Φωτίδος πού ἦταν μία ἀπό τίς πέντε ἀδελφές της πολυάθλου Ἁγίας Φωτεινῆς, πού ὅταν πῆγαν νά τήν γδάρουν, μέ ἀνδρεῖο φρόνημα ὑπέμεινε τό μαρτύριο της καί αὐτό ἐξαγρίωσε ἀκόμη περισσότερο τόν Νέρωνα, ὁ ὁποῖος διέταξε νά τήν δέσουν στίς λυγισμένες κορυφές δύο δένδρων πού εἶχαν ἐνώσει μέ τή βία καί κατόπιν νά τίς ἀφήσουν νά ἔρθουν στήν πρότερή τους θέση μέ ἀποτέλεσμα νά διαμελισθεῖ ἡ ἔνδοξος μάρτυς σέ δύο μέρη καί νά παραδώσει τήν ἁγία της ψυχή στόν Θεό. 

Μετά κατόπιν καί κατ’ ἐντολήν τοῦ Νέρωνα ἀποκεφαλίσθηκαν διά ξίφους οἱ ὑπόλοιποι μάρτυρες ἐκτός της Ἁγίας Φωτεινῆς, τήν ὁποία ἀνέσυραν ἀπό τό πηγάδι καί τήν ἔκλεισαν στή φυλακή. 

Ὅμως ἡ πολυάθλος Ἁγία αἰσθανόταν πολύ μεγάλη λύπη, διότι δέν εἶχε ἀξιωθεῖ ἀκόμη τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι γιά αὐτό καί ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τῆς παρουσιάσθηκε καί ἀφοῦ τήν σφράγισε τρεῖς φορές μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, θεράπευσε ὅλες τίς πληγές της καί μετά ἀπό πολλές ἡμέρες καί ἀφοῦ ἡ ἁγία δόξασε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, παρέδωσε στά χέρια Τοῦ τήν παναγνή ψυχή της. 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀνόμασε τήν Ἁγία Φωτεινή μεγαλομάρτυρα καί ἰσαπόστολο καί καθιέρωσε νά ἑορτάζει τή μνήμη της στίς 26 Φεβρουαρίου, ἐνῶ τῆς ἔχει ἀφιερώσει καί τήν Ἐ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα, τή γνωστή ὡς «Κυριακή της Σαμαρείτιδος», κατά τήν ὁποία τιμοῦμε τόν διάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἁμαρτωλή Σαμαρείτιδα, τή μετέπειτα μεγαλομάρτυρα καί ἰσαπόστολο Ἁγία Φωτεινή.