Αγία Μαρία Λελιάνοβα,
οσιομάρτυς μοναχή της Γκάτσινα Ρωσίας (+1932)
Ο Θεός της έδωσε το χάρισμα να παρηγορεί τους θλιμμένους
& όσους έχουν κατάθλιψη
-
Εορτή: 26 Ιανουαρίου, 4 Απριλίου & 17 Απριλίου
26 Μαρτίου Ανακομιδή Ι. Λειψάνων καί ανακήρυξη αγιότητος το 2007
Στην πόλη Γκάτσινα, τριάντα μίλια περίπου μακριά από την Αγία
Πετρούπολη, ζούσε πριν από την επανάσταση η μοναχή Μαρία. Το κοσμικό της
όνομα ήταν Λυδία Αλεξάντροβνα Λελιάνοβα. Νέα ακόμα, πριν από την
επανάσταση του 1917, είχε προσβληθεί από τη νόσο του Πάρκινσον κι
υπόφερε από εγκεφαλίτιδα. Αυτό προξένησε μια ακινησία σ’ ολόκληρο το
σώμα της, πού νόμιζε κανείς πως ήταν αλυσοδεμένο, ακίνητο. Το πρόσωπο
της ήταν ωχρό, αναιμικό. Μπορούσε να μιλάει, αλλά με μισόκλειστο το
στόμα της. Η φωνή της έβγαινε ανάμεσα από τα δόντια της. Πρόφερε πολύ
αργά τα λόγια της, κι ό ήχος τους είχε μια μονοτονία. Έτσι ανάπηρη πού
ήταν, είχε απόλυτη ανάγκη από βοήθεια κι από αποκλειστική φροντίδα. Το
παραμικρό άγγιγμα, της προξενούσε πόνο.
Η αρρώστια αυτή πολύ συχνά συνοδεύεται από ψυχολογικές μεταβολές (εκνευρισμό, μια κουραστική
επιμονή να επαναλαμβάνει στερεότυπες ερωτήσεις, να έχει υπερβολικές
απαιτήσεις, να παρουσιάζει σημάδια γήρανσης, κλπ.). Φυσική συνέπεια
τέτοιων μεταβολών είναι οι άρρωστοι αυτοί να καταλήγουν συνήθως σε
ψυχιατρεία. Η μητέρα Μαρία όμως όχι μόνο δεν είχε αλλοιωθεί ψυχικά, αλλά
φανέρωσε και κάποιες εξαιρετικές πτυχές της προσωπικότητας και του
χαρακτήρα της, πού είναι πολύ σπάνιες σε τέτοιους αρρώστους. Είχε πολύ
μεγάλη πραότητα, ταπείνωση, υποταγή, αυτοσυγκέντρωση και δεν ήταν
καθόλου απαιτητική. Ήταν αφοσιωμένη στην αδιάλειπτη προσευχή κι υπόμενε
τη δύσκολη κατάσταση της χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό.
Ως ανταπόδοση στη μεγάλη της ταπείνωση κι υπομονή ο Θεός την προίκισε
μ’ ένα χάρισμα: να παρηγορεί τους θλιμμένους. Άνθρωποι ξένοι κι εντελώς
άγνωστοι που αντιμετώπιζαν θλίψεις, απόγνωση και κατάθλιψη, άρχισαν να
την επισκέπτονται και να συζητούν μαζί της. Κι όλοι έφευγαν από κοντά
της παρηγορημένοι, ανακουφισμένοι. Ένιωθαν τη θλίψη μέσα τους να
φωτίζεται, τους φόβους τους να ξεπερνιούνται, την κατάθλιψη και την
απόγνωση να εξαφανίζονται. Οι φήμες για τις αρετές της εξαιρετικής αυτής
μοναχής διαδόθηκαν σταδιακά πολύ μακρύτερα από τα σύνορα της Γκάτσινα.
Η μάτουσκα Μαρία ζούσε μαζί με την ελεύθερη αδερφή της Ιουλία
Άλεξάντροβνα και τον αδερφό της Βλαδίμηρο Αλεξάντροβιτς. Αρχικά έμεναν
στο κέντρο της πόλης, κοντά στον καθεδρικό ναό των αγίων Πέτρου και
Παύλου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα περίχωρα.
Έμεναν στο ίδιο διώροφο σπίτι από το 1909 ως το 1932. Την μάτουσκα Μαρία
δεν την γνώριζαν μόνο οι κάτοικοι της Γκάτσινα, μα και πολλοί κάτοικοι
της πρωτεύουσας. Έτσι στη μοναχική κουρά της, πού την έκανε ένας
αρχιμανδρίτης, παραβρέθηκαν πολλοί άνθρωποι. Λόγω της κατάστασης της
υγείας της της έδωσαν αμέσως το μεγάλο σχήμα.
Γύρω από τη μάτουσκα Μαρία δημιουργήθηκαν δύο ομάδες. Τη μια ομάδα
αποτελούσε ένας μεγάλος κύκλος πού βοηθούσε σε διάφορες σπιτικές
δουλειές. Η άλλη ομάδα, πού ήταν μικρότερη, είχε τη βασική υποχρέωση να
ψάλλει παρακλήσεις. Ο μικρός κύκλος αποτελούνταν από κορίτσια, ηλικίας
περίπου 20 ετών. Τις καθοδηγούσε ο π. Ιωάννης Σμόλιν και μαζί του
έψαλλαν στο κρεβάτι της μάτουσκα, επισκέπτονταν άλλους ασθενείς κι
έθαβαν τους νεκρούς. Το 1927 πού κοιμήθηκε ο π. Ιωάννης, τη θέση του
πήρε ο π. Πέτρος Μπελάφσκυ.
Το Μάρτη τού 1927 επισκέφτηκε τη μάτουσκα ο Ίβάν Μιχαήλοβιτς
Άντρεγέφσκυ. Όση ώρα περίμενε να γίνει δεκτός, περιεργαζόταν τις πολλές
φωτογραφίες που υπήρχαν στο δωμάτιο υποδοχής. Δύο απ’ αυτές του έκαναν
ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν οι φωτογραφίες των μητροπολιτών Πετρούπολης
Βενιαμίν και Ιωσήφ. Ο μητροπολίτης Ιωσήφ είχε γράψει στη δική του
φωτογραφία μια πολύ συγκινητική αφιέρωση στη μάτουσκα Μαρία,
παραθέτοντας μια μεγάλη περικοπή από το βιβλίο του «Στην Αγκαλιά του
Πατέρα». Ο μητροπολίτης Βενιαμίν είχε γράψει κάτι σύντομο: «Στην
αξιοσέβαστη και μαρτυρική μάτουσκα Μαρία, πού ανάμεσα σε τόσους
πονεμένους, παρηγόρησε και μένα τον αμαρτωλό…»
Ο Ιβάν Μιχαήλοβιτς είχε τη μεγάλη τύχη να παραστεί μάρτυρας στη θαυματουργική δύναμη της μάτουσκα στις θλιμμένες ψυχές.
Κάποτε ένας νέος άντρας είχε πέσει σε απόγνωση, επειδή είχαν συλλάβει
κι είχαν εξορίσει τον ιερέα πατέρα του. Όταν έφυγε από τη μάτουσκα ήταν
χαρούμενος κι είχε αποφασίσει ήδη να γίνει διάκονος. Μια νέα γυναίκα
που ήταν επίσης θλιμμένη, μετά τη συνάντηση της με τη μάτουσκα, έγινε
ξαφνικά πολύ χαρούμενη και αποφάσισε μάλιστα να γίνει μοναχή. Ένας
ηλικιωμένος άντρας πού υπόφερε πολύ επειδή είχε πεθάνει ο γιος του,
έφυγε από κοντά της παρηγορημένος. Μια ηλικιωμένη γυναίκα πού είχε έρθει
κλαμένη, έφυγε ήρεμη και γαλήνια.
Όταν την επισκέφτηκε ο Ίβάν Μιχαήλοβιτς, της είπε πως συχνά τον ταλαιπωρούσε μια κατάθλιψη πού κρατούσε αρκετές εβδομάδες. Δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν.
Όταν την επισκέφτηκε ο Ίβάν Μιχαήλοβιτς, της είπε πως συχνά τον ταλαιπωρούσε μια κατάθλιψη πού κρατούσε αρκετές εβδομάδες. Δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν.
«Η κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός», του είπε η μάτουσκα…
Τα λόγια αυτά της μάτουσκα Μαρίας λειτούργησαν σαν χειρουργική
επέμβαση στην ψυχή του Ιβάν Μιχαήλοβιτς, σαν αφαίρεση κάποιου
πνευματικού όγκου. Κι αμέσως άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος.
Τη νύχτα της 17ης (ή κατ’ άλλες πηγές 19η) Φεβρουαρίου του 1932 οι
αρχές συνέλαβαν πολλούς μοναχούς και πιστούς σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Συνέλαβαν επίσης και πολλές μοναχές από την Γκάτσινα, ανάμεσα τους και
τη μάτουσκα Μαρία με την αδερφή της. Ήταν η εποχή πού η OGPU προχώρησε
σε συλλήψεις όλων των μοναχών και μοναζουσών που είχαν μείνει ελεύθεροι,
αφού ως τότε είχαν ήδη κλείσει όλα τα μοναστήρια κι άλλοι μεν μοναχοί
είχαν συλληφθεί κι άλλοι ζούσαν στον κόσμο.
Η μάτουσκα κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική προπαγάνδα, πώς
συμμετείχε σε μια αντεπαναστατική οργάνωση, σύμφωνα με την παράγραφο 10
του άρθρου 58 τού Σοβιετικού Κώδικα Εγκλήματος. Συνέλαβαν επίσης και τον
αδερφό της. Και βέβαια η «προπαγάνδα» εναντίον του κομμουνισμού ήταν το
χάρισμα της να παρηγορεί τούς θλιμμένους, Εκείνοι πού παρευρίσκονταν
στη σύλληψη περιγράφουν μια φοβερή εικόνα εμπαιγμού κι άγριας βίας στην
καρτερική κι ανάπηρη μάτουσκα, πού ήταν παράλυτη κι αδύναμη να κάνει
οποιαδήποτε σωματική κίνηση. Δύο τσεκάδες άρπαξαν από τα χέρια την
ταλαίπωρη και μαρτυρική γυναίκα, την κατέβασαν από το κρεβάτι της, που
ήταν στον δεύτερο όροφο, και την έσυραν ως το φορτηγό…Ταρακουνούσαν το
βασανισμένο και παράλυτο σώμα της, την πέταξαν μέσα στο φορτηγό και την
οδήγησαν στο Λένινγκραντ. Έμεινε εκεί δύο μήνες, ως το θάνατο της.
Οι άνθρωποι που τη σέβονταν και την τιμούσαν, άρχισαν να της φέρνουν
στη φυλακή μικρά δέματα. Για ένα μήνα περίπου οι φύλακες δέχονταν τα
δέματα της. Μετά οι φρουροί άρχισαν ξαφνικά ν’ αρνούνται, δε τα
δέχονταν.
-Πέθανε στο νοσοκομείο, τούς είπαν κοφτά.
Συνήθως τέτοιους αβοήθητους ανθρώπους τους εκτελούσαν. Πληροφορίες
αναφέρουν πως η μοναχή Μαρία είχε καταδικαστεί σε τριετή εξορία, μα δεν
πρόλαβε να εκτελέσει την εξορία της. Στο νοσοκομείο οι γιατροί της
έκαναν εγχείριση και της έκοψαν τους τένοντες. Η ταλαιπωρημένη μοναχή
δεν άντεξε τους πόνους και πέθανε. Το σώμα της το παρέδωσαν σε μια
ξαδέρφη της να το ενταφιάσει, αλλά «χωρίς δημοσιότητα», όπως την
προειδοποίησαν. Ο ενταφιασμός της έγινε στο κοιμητήριο του Λένινγκραντ
«Σμολένσκοϊε», όπου βρίσκεται κι ο ναός της Παναγίας του Σμολένσκ.
Τον τάφο της όμως επισκέπτεται πλήθος ανθρώπων, που κάνουν μνημόσυνα
και προσεύχονται. Ο θάνατός της αναφέρεται πως έλαβε χώρα στις 17
Απριλίου του 1932.
Την 26η Μαρτίου του 2007 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων της κι η
μοναχή Μαρία συναριθμήθηκε στο χορό των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Σήμερα τα άγια λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Παύλου, στην
Γκάτσινα.
Ο αδερφός της μάτουσκα, Βλαδίμηρος Άλεξάντροβιτς, ήταν ένας αδύνατος, μικρόσωμος κι ευγενής άντρας, που φρόντιζε την αδερφή του και δεχόταν τους επισκέπτες με αυτοθυσία. Εκείνον τον μετέφεραν μ’ ένα «μαύρο κοράκι», δηλαδή μ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο, απ’ αυτά πού συνήθως χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά θυμάτων πού είχαν συλληφθεί μέσα στη βαθιά νύχτα. Μετά από ανακρίσεις πού κράτησαν εννιά μήνες, καταδικάστηκε σε πενταετή εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία.
Ο αδερφός της μάτουσκα, Βλαδίμηρος Άλεξάντροβιτς, ήταν ένας αδύνατος, μικρόσωμος κι ευγενής άντρας, που φρόντιζε την αδερφή του και δεχόταν τους επισκέπτες με αυτοθυσία. Εκείνον τον μετέφεραν μ’ ένα «μαύρο κοράκι», δηλαδή μ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο, απ’ αυτά πού συνήθως χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά θυμάτων πού είχαν συλληφθεί μέσα στη βαθιά νύχτα. Μετά από ανακρίσεις πού κράτησαν εννιά μήνες, καταδικάστηκε σε πενταετή εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία.
Η αδερφή του, Ιουλία Άλεξάντροβνα, καταδικάστηκε σε τριετή εγκλεισμό
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζί με πολλούς άλλους πού τιμούσαν τη
μοναχή Μαρία. Οι φίλες της την επισκέπτονταν και της έφερναν τρόφιμα.
Κανένας δεν ξέρει πότε πέθανε…
Πηγή:
Πέτρος Μπότσης
Μάρτυρες του Βορρά, Γ´
Γυναίκες Μάρτυρες Ομολογήτριες
ΑΘήνα 2012