Εν Κυθήροις τη 3η Δεκεμβρίου 2025
Με πολλή θλίψη και πικρία παρακολουθήσαμε και φέτος από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο όσα φρικτά και άξια θρήνων και οδυρμών διαδραματίσθηκαν και διακηρύχθηκαν κατά την φετινή θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η οποία εορτή είχε κάτι το ιδιαίτερο, διότι περιελάμβανε τόσο την συμμετοχή του νέου Πάπα Λέοντος του 14ου, όσο και το κοινό προσκύνημα του Οικ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου με τον Πάπα στη Νίκαια, για να τιμήσουν την 1.700η επέτειο από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Για πολλοστή ήδη φορά ο οικ. Πατριάρχης χρησιμοποίησε την γνωστή και προσφιλή σ’ αυτόν οικουμενιστική ιδεολογία και γλώσσα κατά την προσφώνησή του προς τον νέο Πάπα στην Θεία Λειτουργία της εορτής, για να επιβεβαιώσει προφανώς στον κλήρο και στον πιστό λαό του Θεού την αταλάντευτη πεποίθησή του στις θέσεις και θεωρίες του. Αλλά και η κοινή δήλωση με τον Πάπα, που υπογράφθηκε την παραμονή της εορτής, είναι και αυτή διαποτισμένη με την ίδια οικουμενιστική ιδεολογία.
Δεν έχει κανένα νόημα να καταπιαστούμε για μιά ακόμη φορά και να ανατρέψουμε, (με βάση την αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες και την πατερική μας Παράδοση), τα άξια πολλών θρήνων λεχθέντα και πραχθέντα κατά την φετινή θρονική εορτή, διότι δεν πρόκειται να έχουν καμία απολύτως απήχηση, ούτε πρόκειται να αγγίξουν τον νου και την καρδιά του κ. Βαρθολομαίου, ούτε βέβαια πρόκειται να λάβουμε κάποια απάντηση. Όταν ένας άνθρωπος παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να έρθει σε μετάνοια και επίγνωση της πλάνης του, πράγμα το οποίο επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: «Αιρετικόν άνθρωπον μετα μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος», (Τιτ. 3,10-11). Πάμπολλα άρθρα γράψαμε μέχρι σήμερα με αφορμή θρονικές εορτές του οικ. Πατριαρχείου προηγουμένων ετών χωρίς να δούμε δυστυχώς τον παραμικρό προβληματισμό, την παραμικρή αλλαγή πορείας πλεύσεως. Είχαμε την αίσθηση ότι ομιλούμε εις «ώτα μη ακουόντων», ότι ο λόγος μας ήταν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», ότι κάνουμε τελικά ένα άσκοπο χαρτοπόλεμο.
Η τραγική αυτή πραγματικότητα, ωστόσο, δεν μας απογοητεύει, ώστε να σιωπήσουμε. Διότι μπορεί μεν ο λόγος μας να ήταν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» στους αμετανοήτως εμμένοντας στην αίρεση, όχι όμως και στον πιστό λαό του Θεού. Ο πιστός λαός του Θεού, επειδή ως επί το πλείστον είναι ακατήχητος, έχει ανάγκη να ακούει «πάλιν και πολλάκις» τον αντιαιρετικό λόγο προκειμένου να προφυλαχθεί από τον θανάσιμο κίνδυνο της αιρέσεως, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια. Η αναγκαιότης αυτή καθίσταται στις έσχατες αυτές και αποκαλυπτικές ημέρες που ζούμε, στις οποίες η παναίρεση του Οικουμενισμού έχει ισοπεδώσει σχεδόν τα πάντα, ακόμη πιο επιτακτική. Γι’ αυτό και εμείς δεν θα παύσουμε να καταθέτουμε τον αντιαιρετικό μας λόγο, με τη Χάρη του Θεού, όποιο και αν είναι το κόστος και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».
Κατόπιν αυτών ο παρά κάτω σύντομος σχολιασμός μας απευθύνεται ακριβώς προς τον πιστό λαό του Θεού με σκοπό την ενημέρωσή του, τον επιστηριγμό του στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και την προφύλαξή του από την αίρεση και από αυτούς που την εκφράζουν και την προωθούν. Θα επισημάνουμε ορισμένα μόνο σημεία της προσφωνήσεως του κ. Βαρθολομαίου προς τον Πάπα, αφήνοντας τον σχολιασμό των υπολοίπων σε άλλους εν Χριστώ αδελφούς, για να μην μακρύνουμε τον λόγο και κουράσωμε τον αναγνώστη με εκτενείς αναλύσεις.
Ελέχθησαν, μεταξύ άλλων, στην προσφώνηση του οικ. Πατριάρχου τα εξής: «Ως διάδοχοι των δύο αγίων Αποστόλων, των ιδρυτών των αντίστοιχων Εκκλησιών μας, αισθανόμαστε δεμένοι με δεσμούς πνευματικής αδελφότητας, οι οποίοι μας υποχρεώνουν να εργαστούμε επιμελώς για να διακηρύξουμε το μήνυμα της σωτηρίας στον κόσμο. Η ευλογημένη σας επίσκεψη σήμερα…εκφράζει με πολύ συγκεκριμένο και προσωπικό τρόπο τη βαθιά μας δέσμευση στην αναζήτηση της χριστιανικής ενότητας και την ειλικρινή μας επιθυμία για την αποκατάσταση της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας».
Ο κ. Βαρθολομαίος για μια ακόμη φορά ομιλεί προς τον Πάπα, όπως θα ομιλούσε σε έναν Ορθόδοξο Πατριάρχη, ξεκινώντας από μια εσφαλμένη εκκλησιολογική αφετηρία. Και τούτο διότι θέλει να αγνοεί ότι ο Παπισμός δεν είναι «αδελφή Εκκλησία», αλλά αίρεση, που έχει καταδικαστεί από πάμπολλες Ορθοδόξους Συνόδους. Θέλει να αγνοεί ότι ο Πάπας, ως αιρετικός, έχει χάσει την αποστολική διαδοχή, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου. Θέλει να αγνοεί επίσης ότι ουδέποτε ουδείς Ορθόδοξος εκκλησιαστικός ηγέτης θεώρησε εαυτόν δεμένον «με δεσμούς πνευματικής αδελφότητας» με κάποιο αιρετικό, διότι αυτός, ευρισκόμενος εν αιρέσει και πλάνη, έχει αποκοπεί από το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τέλος επιμένει να αγνοεί ότι η χριστιανική ενότητα και η «αποκατάσταση της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας», την οποία διακαώς επιθυμεί, δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλον τρόπο παρά μόνον με την απόπτυση όλων των αιρετικών διδασκαλιών των παπικών, που εισήγαγαν στην δογματική τους διδασκαλία και την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Αν λοιπόν όντως επιθυμεί την «αποκατάσταση της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας», το πρώτο που έπρεπε να υπενθυμίσει και να τονίσει στον Πάπα είναι ότι ο Παπισμός δεν είναι Εκκλησία, αλλά ευρίσκεται σε κατάσταση αιρέσεως και πλάνης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς, οι οποίες μας χωρίζουν απὸ την παπικὴ παρασυναγωγή, η οποία επιμένει να ονομάζει εαυτὴν ως «Καθολικὴ Εκκλησία» και μάλιστα ως «αυθεντική», ενώ την Ορθόδοξη ως «ελλειμματική»!
Δυστυχώς ο κ. Βαρθολομαίος με όσα είπε απέδειξε ότι παραμένει πιστός στην κακόδοξη οικουμενιστική Εκκλησιολογία που επίσημα θεσμοθετήθηκε στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης, σύμφωνα με την οποία οι ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες αποκτούν εκκλησιαστική υπόσταση και αναγνωρίζονται ως «Εκκλησίες» με αποστολική διαδοχή και έγκυρα μυστήρια. Γι’ αυτό και όπως ήταν επόμενο, δεν έκανε καμία προσπάθεια να πείσει τον Πάπα και τη συνοδεία του να εγκαταλείψουν την πλάνη του Παπισμού και να προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας.
Στη συνέχεια μνημονεύει το γεγονός της άρσεως των Αναθεμάτων μεταξύ του τότε Πάπα Παύλου του ΣΤ΄ και του οικ. Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου, το 1965, ως μέγα γεγονός και ως ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της ενώσεως των «Εκκλησιών». Ωστόσο το γεγονός αυτό όχι μόνο ως γεγονός μεγάλης ιστορικής σημασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί, αλλά αντιθέτως ως ένα από τραγικότερα γεγονότα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Και τούτο διότι η άρση των Αναθεμάτων επιχειρήθηκε, ως γνωστόν, μονομερώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς να έχουν εξαλειφθεί τα αίτια που οδήγησαν στα Αναθέματα, χωρίς να έχει προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων. Και το σπουδαιότερο: Χωρίς να έχει προηγηθεί η μετάνοια των παπικών και η επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Χρειάζεται άραγε να προσθέσουμε και τις αποτειχίσεις, που προκάλεσε το κατ’ εξοχήν αυτό θλιβερό γεγονός από το σύνολο σχεδόν των αγιορειτών Πατέρων (μεταξύ των οποίων και του αγίου Παϊσίου), αλλά και εκτός αγίου Όρους;
Εκτενής λόγος γίνεται γύρω από το θέμα της αποκαταστάσεως της πανχριστιανικής ενότητος. Ομιλώντας για τη σημασία της Α΄ οικουμενικής Συνόδου γράφει: «…Και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος παραμένει το θεμέλιο στην αναζήτησή μας για χριστιανική ενότητα σήμερα. Το Σύμβολό της Πίστης, οι κανόνες της και οι αποφάσεις της, ειδικά αυτή που αφορά την καθιέρωση κοινών κριτηρίων για τον υπολογισμό μιας κοινής ημερομηνίας του Πάσχα, αποτελούν την κληρονομιά ολόκληρης της Χριστιανοσύνης, και μόνο εμβαθύνοντας αυτή την πλούσια κληρονομιά οι διχασμένοι Χριστιανοί θα έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον και θα επιτύχουν την πολυπόθητη ενότητά τους». Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία της Α΄ Οικουμενικής Σύνοδου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία και των άλλων, οι οποίες και αυτές έχουν στη συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας θεόπνευστο και διαχρονικό κύρος, γι’ αυτό και όλες μαζί ανήκουν στην Ορθόδοξη Συνοδική μας Παράδοση. Επομένως όλες μαζί οφείλουν να αποτελέσουν θεμέλιο για την πανχριστιανική ενότητα. Εξ’ άλλου το Σύμβολο της Πίστεως, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, δεν υπήρξε έργον αποκλειστικά μόνον της Α΄, αλλά και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παρακάτω ορθά μεν επισημαίνεται ότι οι Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής καθιέρωσαν τα κοινά κριτήρια «για τον υπολογισμό μιας κοινής ημερομηνίας του Πάσχα», ωστόσο όμως αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι τα κριτήρια αυτά μόνον από τους Ορθοδόξους τηρήθηκαν επακριβώς και όχι από τους παπικούς, με αποτέλεσμα να μην συμπίπτει πάντοτε το Πάσχα των παπικών με αυτό των Ορθοδόξων. Επίσης είναι μεν ορθό ότι τόσο το Σύμβολο της Πίστεως όσο και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος «αποτελούν την κληρονομιά ολόκληρης της Χριστιανοσύνης», ωστόσο αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι αυτή την πολύτιμη κληρονομιά την κράτησε ως κόρην οφθαλμού μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία. Επομένως εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι οι ετερόδοξοι, (και όχι εμείς), να εμβαθύνουν σ’ «αυτή την πλούσια κληρονομιά», έτσι ώστε, αφού θα εμβαθύνουν, να οδηγηθούν στην Ορθόδοξη πίστη, από την οποία και απεκόπησαν.
Αλλά πέραν αυτού εκείνο που έχει σημασία να τονίσουμε και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα είναι: Για ποιά πανχριστιανική ενότητα δικαιούται να ομιλεί το Φανάρι, καθ’ όν χρόνον έχει τορπιλίσει την πανορθόδοξη ενότητα, αφ’ ενός μεν λόγω της ψευδοσυνόδου της Κρήτης και αφ’ ετέρου λόγω του ουκρανικού Αυτοκεφάλου; Και εξηγούμεθα: Όπως είναι γνωστόν τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου του Ορθοδόξου πληρώματος, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης, αφ’ ενός μεν για λόγους κανονικής τάξεως, επειδή παραβιάσθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας της Συνόδου, (και ως εκ τούτου θεώρησαν αντικανονική την συγκρότηση και λειτουργία της) και αφ’ ετέρου (και κυρίως) για τον αντορθόδοξο χαρακτήρα των προσυνοδικών κειμένων, επειδή αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την μακραίωνη Ορθόδοξη Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση και την περί Εκκλησίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό έκριναν οι εν λόγω Εκκλησίες ότι τα προσυνοδικά κείμενα χρήζουν περαιτέρων διορθώσεων και επομένως είναι αναγκαία η αναβολή της Συνόδου. Δυστυχώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αδιαφόρησε και εκώφευσε στις αντιρρήσεις των τεσσάρων Εκκλησιών και προχώρησε στη σύγκληση της ψευδοσυνόδου, με αποτέλεσμα να τραυματίσει καίρια την πανορθόδοξη ενότητα.
Όσο για το ουκρανικό Αυτοκέφαλο τι να πούμε; Πάμπολλα άρθρα και μελέτες έχουν δημοσιευθεί, που αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι το εν λόγω Αυτοκέφαλο είναι άκυρο και ανυπόστατο. Γύρω από το εν λόγω Αυτοκέφαλο έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας, όπου εκθέσαμε τις κυριότερες παραμέτρους του και τονίσαμε την αντικανονικότητα της χορηγήσεώς του με βάση τους Ιερούς Κανόνες και τα ολέθρια επακόλουθά του με κυριότερο την δημιουργία σχίσματος πανορθοδόξων διαστάσεων με απόλυτη και πλήρη ευθύνη του Οικουμενικού πατριαρχείου.
Κλείνοντας, παρακαλούμε τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού να επαγρυπνεί και να μην επηρεάζεται από τα επιβλητικά συλλείτουργα και τις φαντασμαγορικές τελετές, που διοργάνωσε στη φετινή θρονική εορτή το Φανάρι. Κατ’ εξοχήν δε να μην επηρεάζεται, ούτε να αποδέχεται όσα αντορθόδοξα ελέχθησαν και επράχθησαν στις εν λόγω τελετές, παραμένοντας αμετακίνητος στην Ορθόδοξη πίστη και παράδοση.