ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
«Ὅς γάρ ἐάν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους, τοῦτον ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται…». Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖον προκατήγγειλαν οἱ προφῆτες· ἀπαντᾶ στήν ἐρώτησή τοῦ Διδασκάλου, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος.
Ἐν τούτοις, ὅταν τούς ἐξήγησε ὅτι σύμφωνα μέ τήν βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου πρέπει ὁ Μεσσίας νά πάθει εἰς τόν Σταυρόν, ἀποκαλύπτοντας στόν κόσμο τήν ἀγάπη καί ὑπακοή Του στόν Πατέρα· ἀλλά καί στούς κατά σάρκα ἀδελφούς Του τήν ἄφατον ἀγάπην καί τόν τρόπον πού ἑκουσίως ἐπέλεξε γιά τήν σωτηρία καί ἀνακαίνιση τῶν πάντων, ὁ Πέτρος σκεπτόμενος κοσμικά «ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ».
Ὁ Χριστός ὅμως, ἁγία γερόντισσα, ἦλθε γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους, τό φρόνημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Μεσσίου, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά ποιοῦν στό ἐξῆς τό θέλημα τοῦ Πατρός. Ὁ Σατανᾶς, ἐμπόδισε μέ δόλο τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα νά ἀρέσουν τά ἔργα τους στόν Πλάστη καί τούς δίδαξε τήν ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ζοῦν δηλαδή σαρκικά, ἐγωϊστικά, μή λογαριάζοντας τήν ἐντολήν πού τηρῶντάς την θά ἀπολάμβαναν ἐσαεί τά δῶρα τῆς ἀρχεγόνου Δικαιοσύνης. Τό μή δύνασθαι ἁμαρτάνειν· τό μή δύνασθαι ἀποθνήσκειν· καί τή συνεχή κοινωνία καί ἕνωσιν μ’ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος, ἐξ ἀρχῆς τόν ἔπλασε ὅμοιό Του, δωρίζοντας ἐκείνη τήν πρώτην εὐγένεια και ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σκεπτόμενος ἀντίθετα ἀπό τό σωτηριῶδες αὐτό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο νά τελειώσει, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως κάνει τό θέλημα τοῦ Σατανᾶ καί δέν ἀκολουθεῖ γνησίως τό φρόνημα τοῦ Μεσσίου, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι σήμερα, ἀδελφοί μου, Κυριακή μετά τήν Ὕψωση ἀκούσαμε τήν συγκλονιστική ἀποκάλυψη καί διδασκαλία γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ καί πῶς δυνάμεθα νά τήν κερδίσουμε. Ἡ ψυχή εἶναι αἰώνια μᾶς τόνισε καί ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὁλόκληρη τήν κτίση καί μέ τίποτε στόν κόσμο δέν μπορεῖ κάποιος νά τήν ἀνταλλάξει, χωρίς νά ζημιωθεῖ.
Χρειάζεται συνεπῶς νά ἀκολουθοῦμε τόν Σωτῆρα Θεάνθρωπο Ἰησοῦν, σηκώνοντας τόν Σταυρό πού εἶναι τό μοναδικό μέσον σωτηρίας καί ἑνώσεως μέ τόν Κύριο τῆς δόξης. Ἡ κοινωνία χριστιανοί μου μέ τόν Μεσσία εἶναι δυνατή, ὅταν μέ ἀνδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη καί δικαιοσύνη σηκώνουμε, οἱ κατ’ εἰκόνα πλασθέντες ἄνθρωποι, στούς ὥμους τόν Τίμιον Σταυρόν, ὥστε στό τέλος νά φτάσουμε στό καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδή στό πρωτόκτιστον κάλλος, στήν ἀρχέγονη μακαριότητα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φρονοῦν καί διδάσκουν: νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Πλάστη καί Δημιουργό τῶν ἀπάντων. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὁ θυμός, ἡ ἐπιθυμία καί τό λογιστικό μέρος τοῦ νοῦ, στέκονται καί κινοῦνται κατά φύση· τότε κάνουν τόν ἄνθρωπο, θεῖο καί θεόμορφο, νά κινεῖται ὑγιῶς καί νά μήν ξεφεύγει διόλου ἀπό τήν φυσική του βάση.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἁγιάζεται τό τριμερές μέ τίς ἀρετές-ἐντολές, ἡ ψυχή φτάνει στό τέλος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, μέ ἁγιασμένες καί τίς τέσσερις δυνάμεις της. Καί πραγματοποιεῖται ὁ τελικός σκοπός «γίνεσθε τέλειοι, γίνεσθε ἅγιοι». Ἄν ὅμως παρεκτραποῦν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας, ὅ μή γένοιτο, ἀπό τό εὔλογο στό παρά φύσιν καί μετακινηθοῦν ἀπό τά φυσικά τους ὅρια, τότε κάνουν τόν ἄνθρωπο δίψυχο, μπερδεμένο, ἀσυμφιλίωτο μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Ἐν τούτοις, ὁ ἄνθρωπος ἤ ἀναδεικνύεται πρακτικός καί θεωρητικός καί θεολογικότατος, σηκώνοντας στούς ὥμους τόν Τίμιον Σταυρόν μέσα στήν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν ἤ καταντᾶ ἄπιστος, κτηνώδης, δαιμονιώδης ἐκτρεπόμενος στό παρά φύσιν. Χρειάζεται λοιπόν κανείς νά μετατρέψει πρῶτα τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του μέ ἐπίμονη μετάνοια καί ἐντατική ἄσκηση καί νά τίς κάνει ἔτσι ὅπως τίς ἔδωσε ὁ Θεός ἀρχικά στόν Ἀδάμ, ὅταν τόν ἔπλασε καί τοῦ ἐμφύσησε πνοή ζωῆς[1], ὥστε νά γνωρίσει τό κάλλος καί τήν ὁμορφιά τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί νά ἀποκτήσει λογισμό κυρίαρχο στά πάθη, ἀποφεύγοντας κάθε ἀσχημοσύνη. Τότε καί μόνο τότε, θά δεῖ τήν ψυχή του, γιά τήν ὁποία Χριστός ἐσταυρώθη, ἀπέθανε καί ἀνέστη, νά καίγεται καί νά πυρπολεῖται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Φρονοῦμε, χριστιανοί μου, ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἐπαναφέρει μ’ αὐτόν τόν τρόπο μέσα του, τήν εὐσχημοσύνη τῆς παλαιᾶς ἐκείνης εὐγένειας καί δέν ἀποκαθιστᾶ διαρκῶς πάνω του μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ἐξ ἀρχῆς τόν ἔπλασε ὅμοιό Του[2], ἔχει ἀποτύχει στήν ὑπαρξιακή του προοπτική.
Διότι πῶς εἶναι δυνατόν νά κοινωνήσει μέ Ἐκεῖνον, ἀπό τόν Ὁποῖο χωρίστηκε, ἐφ’ ὅσον ἐντράπηκε τόν Σταυρό τοῦ Ἰησοῦ μέ τήν ἀνομιότητα τῶν χαρακτηριστικῶν καί τόν Ὁποῖον ἐγκατέλειψε, ὁπότε βυθίστηκε στό σκοτάδι, γιατί Ἐκεῖνος ἦταν καί εἶναι τό Φῶς· καί ἄν λοιπόν ἀδελφοί μου, δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἔχουμε τήν ἀρχή τῆς ὑποστάσεώς μας, ἄραγε πού θά ριχθεῖ ἡ ψυχή μας καί πόση θά εἶναι ἡ ζημία; Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μέ σιωπή, ἁγία γερόντισσα.
Ἡ φύλαξη τῶν ἀποκρύφων θησαυρῶν, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό τά ἀκάθαρτα, ἀνθρώπινα πράγματα καί καμώματα. Σηκώνοντας λοιπόν στόν ὦμο τόν Τίμιον Σταυρόν, μέ καθαρότητα καρδιᾶς καί γλυκείαν κατάνυξη, ἀνάβουμε σφοδρότερα τόν πόθο τῆς ἀγάπης καί τῆς παρθενίας τοῦ Χριστοῦ καί λύνεται ἡ ψυχή μας ὁριστικά καί ἀμετάκλητα ἀπό τά δεσμά τοῦ Ἅδου· ἀκολουθῶντας μέ χαρά καί εἰρήνη, τήν ἐλευθερία, τόν τρόπον τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ζωῆς.