Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

«Διαζύγιο... θέλω διαζύγιο...»

Διηγήματα  τοῦ Φιλήμονα γιά νέους καί μεγάλους

Σήμανε τό τάλαντο. Σκοτάδι. Μιά φλογίτσα ταπεινή τοῦ ἔδειξε τόν δρόμο. Βγῆκε ἀπ’ τό κελλί τοῦ ἁγιορείτικου μοναστηριοῦ κι ἀντίκρυσε τόν οὐρανό… καί θαύμασε! «Ὦ Θεέ μου! Τί ὀμορφιά! Ὅλα τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, ἐδῶ τά κρέμασες;».

Ὁ Ἀχιλλέας βρίσκονταν πρός τό τέλος τῶν δεύτερων «άντα» του. Γεννήθηκε καί μεγάλωσε σέ μιά πόλη - στολίδι τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, τήν Καβάλα. Ἀποφάσισε νά μείνει καί νά ἀγωνιστεῖ στήν Πατρίδα του, παρά τήν μαζική φυγή τῶν νέων ἀνθρώπων στά ξένα. Εἶχε μάθει ἀπό μικρός, νά εἶναι εὐχαριστημένος μέ τά ἀναγκαῖα. Μποροῦσε νά πεῖ ὅτι ἦταν εὐλογημένος, καθώς εἶχε μιά ἰσορροπημένη, φυσιολογική οἰκογένεια· γνώρισε καί ἔζησε τούς παπποῦδες καί τίς γιαγιάδες του, ἔμαθε ἀπό αὐτούς καί πῆρε πολλή ἀγάπη.

Τά τελευταῖα χρόνια ἀντιμετώπιζε προβλήματα μέ τόν γάμο του. Ζορίζονταν πολύ μέ τήν γυναῖκα του. Ἡ Εὐδοκία ἦταν καλός ἄνθρωπος· ἔτσι ἄλλωστε τήν εἶχε γνωρίσει καί τήν ἀγάπησε. Μά, οἱ παρέες της, οἱ φίλες της, ἤ, γιά νά εἴμαστε περισσότερο μέσα στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, οἱ «κολλητές» της, εἶχαν νέες ἰδέες, θεωροῦσαν καί παρουσίαζαν τόν ἑαυτό τους, ὡς προοδευτικό, κουλτουριάρικο. Ἐνθουσιάζονταν πολύ μέ τίς προτάσεις μόδας καί τόν  τρόπο ζωῆς κυρίως τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς. «Αὐτοί ἐκεῖ ἔξω ξέρουν νά ζοῦν..., εἶναι πολιτισμένοι, ὄχι ὅπως ἐδῶ οἱ παρακατιανοί Ἕλληνες χωριάτες...», ἔλεγαν καί ξαναέλεγαν. Τί νά κάνει καί ἡ καημένη ἡ Εὐδοκία, δέν μποροῦσε νά θεωρεῖται παρακατιανή, καί ἄρχισαν νά φουσκώνουν τά μυαλά της. Ἤθελε τόν δικό της «χῶρο» στόν γάμο, γιατί ἔτσι κάνουν τώρα οἱ «πολιτισμένοι»... «Μά χρυσή μου, ἡ γυναῖκα πρέπει νά πηγαίνει ξεχωριστές διακοπές ἀπό τόν ἄντρα της. Σέ ποιά ἐποχή βρισκόμαστε; Τώρα πιά ἡ γυναῖκα εἶναι ἀνεξάρτητη...». Αὐτά καί ἄλλα τέτοια τῆς ἔλεγαν οἱ «χειραφετημένες», καί ὁ Ἀχιλλέας ἔβλεπε μέ τόν καιρό τήν Εὐδοκία νά ἀλλάζει. Ἔτσι πῆρε τήν ἀπόφαση νά καταφύγει στό ἀγαπημένο του ἡσυχαστήριο, στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά βρεῖ καί ἀπαντήσεις...

Ἐκεῖ κατέφευγε ὅταν εἶχε διάφορα τέτοια θέματα. Ὅπως τότε, τήν πρώτη φορά πού εἶχε φθάσει στό εὐλογημένο «Περιβόλι», πρίν δυόμιση δεκαετίες περίπου, ἔχοντας ἕνα κενό μέσα του, ἕνα τεράστιο ἐρωτηματικό πού τόν ὁδήγησε σέ μιά εὐλογημένη ἀναζήτηση. Προσπαθῶντας νά βρεῖ ἀπαντήσεις, βρέθηκε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀπό μικρό παιδί ἄκουγε γιά τόν Χριστό, στό σχολεῖο, στήν ἐκκλησία, στό κατηχητικό. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ...», «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ...» καί ἦταν σά νά ἄκουγε ἕνα καλό παραμύθι. Σά νά ἦταν ὁ Χριστός ἕνα καλό, μά φανταστικό πρόσωπο... Ὅλα συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»! Τότε, σέ μιά κρίσιμη φάση τῆς ζωῆς του, στήν ἡλικία τῶν ἀμφισβητήσεων καί τῶν πολλῶν ἀναπάντητων ἐρωτηματικῶν. Τότε, χωρίς τήν γνώση ἤ ἔστω τήν πληροφορία πού θά εἶχε στή διάθεσή του 2-3 δεκαετίες ἀργότερα, ἀπό τήν τηλοψία ἤ τό διαδίκτυο. Τότε πού διάβαζε, ἄκουγε, ἀλλά ἡ πραγματικότητά του καί τό περιβάλλον του δέν ἐπιστέγαζε, δέν σφράγιζε αὐτά πού διάβαζε καί ἄκουγε. Βέβαια, ἀργότερα συνειδητοποίησε, τό λεχθέν τοῦ Χριστοῦ στόν Θωμᾶ: «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[1]. Οὔτως ἤ ἄλλως, σήμερα γνωρίζει, μετά βεβαιότητος, πώς αὐτές οἱ δυό λεξοῦλες, τό «καιρῷ ἐκείνῳ», ἰσοῦνται μέ τό «παντὶ καιρῷ» διότι ποτέ δέν ἔλειψαν, καί οὔτε θά ἐκλείψουν, οἱ διωγμοί τῶν χριστιανῶν, οἱ Ἅγιοι, οἱ Μάρτυρες!

Κατηφόριζε γιά τόν ἀρσανά, χαμένος στῆς Παναγιᾶς τόν κῆπο. Τό πράσινο βαθύ, πλούσιο, τόν «ἔπνιγε» εὐχάριστα. Πεῦκα κι ἀγριολούλουδα, ρίγανη καί πλατάνια, ἀγράμπελα καί καστανιές. Ὅλα μ’ ἀγάπη φυτεμένα. Εἰκόνες, μυρωδιές καί ἦχοι· ὅλα παραδεισένια. Συνήθως, ἔρχονταν μία φορά τόν χρόνο, ἤ τοὐλάχιστον προσπαθοῦσε, στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἅγιον Ὄρος. Γέμιζε τίς μπαταρίες τῆς ψυχῆς του καί ἀνανεωμένος καί ἀναζωογονημένος, ἐπέστρεφε στή «ζούγκλα» τοῦ κόσμου καί τῆς καθημερινότητος. Στό βάθος εἶδε τήν θάλασσα. Θυμήθηκε τά λόγια τοῦ γέροντος Σιλουανοῦ: «Ἄν ἀφεθεῖς στή θάλασσα, ἄν ἀφήσεις τελείως τόν ἑαυτό σου, θά σέ κρατήσει στήν ἀγκαλιά της, δέν θά σέ ἀφήσει νά βουλιάξεις. Ἔτσι ἀκριβῶς, ἄν ἀφεθεῖς στό ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά σέ κρατήσει στήν κραταιά ἀγκάλη Του, καί δέν θά βουλιάξεις στό πέλαγος τῶν βασάνων...».

Στόν ἀρσανά συνάντησε ἕναν κουρελοντυμένο γεράκο. Εἶχε μπεῖ μέχρι τά γόνατα στή θάλασσα. Μόλις ὁ γέροντας (ἔμαθε ἀργότερα ὅτι ἦταν Σέρβος), εἶδε τόν Ἀχιλλέα, τοῦ εἶπε:

-Ἔρχεται, ἔρχεται...!

-Τί ἔρχεται γέροντα;

-Ἔρχεται, ἔρχεται..., ἔλεγε ὁ ἀσκητής, καί ὁ Ἀχιλλέας τόν κοιτοῦσε ἀπορημένος, ὥσπου... ἕνα μεγάλο ψάρι πήδηξε στήν ἀγκαλιά του...! Τό γεγονός αὐτό ἦταν ἄλλη μία ἐπιβεβαίωση τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον βέβαια τόν κόσμο, ἀλλά κυρίως τούς δικούς Του. «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»[2]. «Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου»[3]. Ἔνοιωσε ἀδήριτη τήν ἀνάγκη νά κραυγάσει ἐνδιαθέτως: «Πάτερ ἡμῶν...!».

Μιά δεκαοχτούρα ξεκουράζεται, μόνη, σάν τό κούτσουρο στά γυμνά κλαδιά τῆς ἰτιᾶς. Τά λεπτά γυμνά κλαράκια τῶν ἀκακιῶν, ὕφαιναν ἕνα μοναδικό ἐργόχειρο μέ φόντο τόν πορτοκαλί ὁρίζοντα. Κάτι τέτοιες στιγμές, δόξαζε τόν Θεό: «Θεέ μου, τί ὀμορφιά ἔχεις φτιάξει...!». Εἶχε μάθει νά εἶναι εὐχαριστημένος μέ τίς ἁπλές χαρές τῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του, «ἔτρεχαν» πάντοτε στόν Δημιουργό, στόν Ὁποῖον καί τίς ἀπέδιδαν. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀμείλικτη πολλές φορές, καί προσγειώνει ἀνώμαλα τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ Ἀχιλλέας σά νά ξύπνησε ἀπότομα, ἀκούγοντας τήν ἀγαπημένη του σύζυγο·

-Ἄν δέ συμφωνεῖς μέ αὐτό πού σοῦ ζήτησα, τό πολύ πολύ νά χωρίσουμε... διαζύγιο... δ ι α ζ ύ γ ι ο ο ο ο . . .

Ἡ κατραπακιά, ὡς συνήθως, τοῦ ἦρθε ἀπότομα στό κεφάλι. Ἔμεινε γιά λίγη ὥρα σάν νεκρός, παλεύοντας μέ σκέψεις καί θύμησες. Πέρασαν πολλά ἀπό τό μυαλό του.

Θυμήθηκε τότε πού εἶχε πρωτοδιοριστεῖ ἡ Εὐδοκία σέ κάποιο χωριό τῆς Εὔβοιας καί ἀναγκαστικά, τόν πρῶτο χρόνο ἔμειναν χωριστά. Σέ ἕναν μικρό, ἑβδομαδιαῖο ἀποχαιρετισμό, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ γιός του: «μπαμπᾶ, ἄν χωρίσετε, θά πεθάνω...». Τί ζόρι τραβοῦν, καί τί βάρος σηκώνουν τά καημένα τά παιδιά, βιώνοντας τίς συνέπειες τοῦ χωρισμοῦ τῶν γονιῶν τους! Ἀλλά, ποιός νοιάζεται γι’ αὐτά; Τώρα μάλιστα πού καί τά διαζύγια ἔγιναν «πολιτισμένα»... «Εἴμαστε φίλοι καί ἄς χωρίσαμε...», «Μπράβο τους, χώρισαν πολιτισμένα..., ἔχουν φιλικές σχέσεις...». Τί γίνεται ὅμως στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους;;; Πῶς νοιώθουν τά παιδιά πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός;

Θυμήθηκε καί τίς συμβουλές τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπό παλαιά, πρίν ἀκόμη νυμφευτεῖ, ἀλλά καί ἀργότερα· «νά βρεῖς ἕναν καλό, παραδοσιακό πνευματικό, ἔξω στόν κόσμο. Χωρίς πνευματικό κινδυνεύεις νά χαθεῖς στή ζούγκλα τῆς ζωῆς... θά βουλιάξεις μέ τά προβλήματα...». «Τώρα πού πρόκειται νά ἑνωθεῖς μέ τά ἱερά δεσμά τοῦ γάμου, βρεῖτε μέ τή μέλλουσα σύζυγό σου, ἕναν πνευματικό πού σᾶς ἀναπαύει ἀλλά πρῶτα ἀπό ὅλα νά ἀγαπάει τόν Χριστό μας, γιά νά πορεύεσθε ἑν ὁμονοίᾳ στό σπιτικό σας...». Καί τώρα ἀναρωτιέται: δέν τούς ἄκουσε; δέν τούς πῆρε στά σοβαρά; τό ἀνέβαλλε συνέχεια; Ποῦ ἦταν τό μυαλό του; Τό ἀποτέλεσμα; Τό ἴδιο... «ἔφθασε ὁ κόμπος στό χτένι...», ἔγινε αὐτό πού ποτέ δέν εἶχε κἄν διανοηθεῖ!

Θυμήθηκε τίς διηγήσεις τῶν γονιῶν του, ὅταν πρωτοξεκίνησαν τό σπιτικό τους μέ δανεικά ἔπιπλα, σέ ἕνα μικρό δυαράκι πού μόλις χωροῦσαν, αὐτός, ὁ ἀδελφός του καί οἱ γονεῖς του. Σέ δανεικά κρεβατάκια οἱ δυό τους στό ἕνα δωμάτιο καί σέ ἐπίσης δανεικό μπαουλοντίβανο οἱ γονεῖς του στό καθιστικό, ἄνοιξε κλεῖσε, κάθε μέρα γιά νά κοιμηθοῦν. Τά ἔβγαζαν ἴσα ἴσα οἰκονομικά, ἀλλά ἦταν ἀγαπημένοι καί δόξαζαν τόν Θεό. Κάποιες φορές κατάφερναν νά ἀποδράσουν γιά μιά δυό μέρες ἤ γιά ἕνα Σαββατοκύριακο καί ἔνοιωθαν ὅτι περνοῦσαν βασιλικά. Οἱ φίλοι τους δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν πῶς μέ τόσα λίγα ἦταν πάντοτε χαρούμενοι.

Μετά, θυμήθηκε τά λόγια τοῦ γέροντα Σιλουανοῦ, ἀπό τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στό Ἅγιον Ὄρος: «Παιδί μου, καλό θά ἦταν νά ξεκόψει ἡ γυναῖκα σου ἀπό τίς παρέες πού τήν ἐπηρεάζουν, καί νά βρεῖτε ἕναν καλό πνευματικό, κάποιον πού ὁ κόσμος τόν θεωρεῖ αὐστηρό, γιά νά σᾶς καθοδηγήσει πρίν εἶναι πολύ ἀργά. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα κλείστηκαν στόν ἑαυτό τους καί στό θέλημά τους. Ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί γίνονται δαιμονιώδεις. Δέν κάνουν πνευματική ζωή, δέν προσεύχονται, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν κοινωνοῦν τόν Χριστό. Θέλει πολλή προσευχή νά βοηθήσει ὁ Θεός... καί πολλή ὑπομονή, παιδί μου... γιά νά ἀποφευχθοῦν τά χειρότερα...».

«Ἡ βιάση ψήνει τὸ ψωμὶ, μὰ δὲν τὸ καλοψήνει», λένε στήν Κρήτη. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο, ἔν βρασμῷ ψυχῆς, νά παίρνονται βιαστικές ἀποφάσεις ἤ νά δίνονται βιαστικές ἀπαντήσεις. Ὁ Ἀχιλλέας, οὕτως ἤ ἄλλως, συνέχισε νά παραμένει κεραυνοβολημένος, μή μπορῶντας νά κάνει τό παραμικρό. Ἔτσι ἀποφεύχθηκαν οἱ βιαστικές κινήσεις. Ἄφησε τήν ἡμέρα νά περάσει, νά κυλήσει χωρίς νά βγάλουν κουβέντα. Ἀκολούθησε τή συμβουλή τοῦ γερο - Σιλουανοῦ καί βυθίστηκε στήν εὐχή... «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», «Κύριε...»!

Τήν ἑπομένη, κάθισαν νά συζητήσουν, ἡ Εὐδοκία εἶχε τό κεφάλι κατεβασμένο. Συντετριμμένη, παραδέχθηκε πόσο ἐπιπόλαια φέρθηκε.

-Τί πῆγα νά κάνω... τί ἀθλιότητες ξεστόμισα... δέν σκέφτηκα καθόλου τό παιδί μας... τί πῆγα νά κάνω...! Μέ ἐπηρέασαν οἱ φιλενάδες μου. ‘‘Χώρισέ τον νά βρεῖς τήν ἡσυχία σου’’ μοῦ ἔλεγαν, ‘‘ἔτσι κάνουν οἱ πολιτισμένοι’’, ‘‘ἄν θελήσεις ἀργότερα, θά βρεῖς ἄλλον’’. Συγχώρεσέ με Ἀχιλλέα, συγχώρεσέ με...

-Σ’ ἔχω ἤδη συγχωρέσει Εὐδοκία... Εὐδοκία, θέλεις νά κάνουμε μιά καινούργια ἀρχή; Θέλεις νά πᾶμε στόν παπα Γρηγόρη νά τόν ἔχουμε πνευματικό μας, νά ἐξομολογηθοῦμε γιά νά μᾶς συγχωρήσει καί ὁ Θεός;

-Θέλω Ἀχιλλέα, θέλω...

-Δόξα τῷ Θεῷ, οἱ εὐχές κι οἱ προσευχές τοῦ γερο - Σιλουανοῦ εἰσακούσθηκαν...



[1] Ἰω. 20, 29

[2] Ματθ. 6, 33

[3] Ψαλμ. 22, 6

«Φιλήμονας»