Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΖΗΤΕΙΤΑΙ Η ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΟΡΑΣΕΩΣ ΜΑΣ

Ὁ Χριστός: Ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων

ΖΗΤΕΙΤΑΙ Η ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ  ΤΗΣ ΟΡΑΣΕΩΣ ΜΑΣ

Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωσιν οἰκειοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπον μόνον μέ κεκαθαρμένην  καρδίαν.

Ἀπό ψυχάς ἁγνάς, καθαράς ἀπό κάθε μολυσμόν, μέ τήν πρόθυμον ὑπακοήν τους εἰς τήν Ἀλήθειαν.

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος

  Ἡ ὅραση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴ κοσμοθεωρία καὶ τὸ ἀξιοκρατικὸ σύστημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεοκεντρικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τοὺς ὁδήγησε νὰ ἔχουν πολὺ ὑψηλὲς προδιαγραφὲς γιὰ τὴν ὡραιότητα. Γιὰ τοὺς Ναοὺς ποὺ ἦταν ἀφιερωμένοι στοὺς θεούς τους, τοποθέτησαν τὸν πήχη ἰδιαίτερα ψηλά.

  Ὁ Παρθενώνας στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν μαρτυρεῖται ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητὲς ὡς τέλειο οἰκοδόμημα. Ὡς ναὸς τῆς προστάτιδας τῆς πόλης, τῆς Ἀθηνᾶς, ἀποτελεῖ τὸ λαμπρότερο μνημεῖο τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας καὶ ἔκφραση τῆς ἀναζήτησης τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ κατασκευή του ὀφείλεται στοὺς ἀρχιτέκτονες Ἰκτῖνο καὶ Καλλικράτη καὶ ὁ γλυπτὸς διάκοσμος εἶναι ἔργο τοῦ Φειδία.

  Ὄντως ὁ Παρθενώνας ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν ὀπτική του τελειότητα. Οἱ ἀρχιτέκτονες ἐπινόησαν ὀπτικὲς βελτιώσεις. Ἔτσι π.χ. στὴν ἀρχιτεκτονικὴ κατασκευὴ τοῦ Παρθενώνα δὲν ὑπάρχει καμία εὐθεῖα! Ἀντίθετα, ὑπάρχουν ἀνεπαίσθητες καμπύλες καὶ μάλιστα ἀδιόρατες, ποὺ δίνουν ὅμως τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ στυλοβάτης π.χ., δηλαδὴ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ εἶναι εὐθὺ καὶ ἐντελῶς ἐπίπεδο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καμπύλη τῶν ἐπιστυλίων, δηλαδὴ τῶν μερῶν ἐπάνω ποὺ κρατοῦν οἱ κίονες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Ἰκτῖνος προνόησε καὶ ἔλαβε ὑπόψη του τὴν φυσικὴ ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπινου ὀφθαλμοῦ.  Δημιούργησε τὴν ὀφθαλμαπάτη στὸν θεατὴ ποὺ κοιτάζει ὑπὸ ὁρισμένη γωνία τὸν Παρθενώνα, ὅτι ὁ ναὸς ἀνυψώνεται στὸν ἀέρα. Οἱ κολῶνες, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπὸ τὰ 2 πέμπτα τοῦ ὕψους τους καὶ ἄνω παρουσιάζουν τὴν λεγόμενη «ἔνταση», δηλ. μία ἐλαφριὰ καμπύλη, ἡ ὁποία σβήνει σταδιακὰ πρὸς τὴν κορυφὴ καὶ θέλει νὰ δώσει ζωντάνια. Μοιάζει μὲ ἀθλητὴ ποὺ θέλει νὰ σηκώσει βάρος καὶ φαίνεται τὸ μεγάλο εὖρος ἀπὸ τὸ φούσκωμα τοῦ στήθους του. Δὲν εἶναι πιὰ μία νεκρὴ πέτρα, ἀλλὰ ἔχει ζωή, ἔχει παλμό. Αὐτὲς οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ τέλειο εὐθύ, ἀπὸ τὸ τέλειο κάθετο, ἀπὸ τὸ τέλειο ὁριζόντιο,  εἶναι ἀνάλογες μὲ τὶς καμπύλες καὶ τὶς διογκώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.

  Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ὅλα μαζὶ δημιουργοῦν αὐτὸ τὸ ὀπτικὸ ἀποτέλεσμα τῆς τελειότητας.

  Ἡ ἔννοια τῆς θεότητας παρέμεινε, βέβαια, πάντα στὴ γήινη διάσταση. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲ ἀναζητοῦσαν τοὺς θεοὺς στὸν οὐρανό. Οἱ θεοὶ ἦταν ἕνα στοιχεῖο τῆς γῆς, ἀνθρωπόμορφοι, μὲ ἀρετὲς καὶ μὲ πάθη, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι.

  Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐνδοκοσμικὴ θεώρηση τῶν θεοτήτων στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἔστω μὲ τὴν τάση γιὰ ἀναγωγὴ σὲ μία τέλεια πραγματικότητα, ἀπελευθερώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος τοὺς Ἕλληνες, κηρύσσοντάς τους τὸν ἄγνωστο θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο μὲν εἶχαν βωμό, ἀλλὰ δὲν τὸν γνώριζαν. Εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, «ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πρὰξ 17, 24-26). Βλέπουμε ὅτι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλες τὶς παραστάσεις ποὺ ὥς τότε εἶχαν γιὰ τοὺς θεούς. Ἐφόσον ἀναζητοῦσαν τὸν Θεό, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν «ψηλαφώντας στὸ σκοτάδι», τώρα τοὺς φανερώνεται μέσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Τοὺς ἀνοίγει ἕνα ἄλλο, τελείως διαφορετικὸ κόσμο, τὸν μόνο ἀληθινὸ κόσμο ποὺ δὲν μποροῦσαν ἀπὸ μόνοι τους νὰ φανταστοῦν ὅτι ὑπάρχει, τοὺς φανερώνει τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, τὸν Τριαδικὸ Θεό, Ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ σωτηρία καὶ τὸ τέλος τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας μὲ τὴν κρίση Του, ἡ ὁποία εἶναι δικαία κρίση. Διότι ἐκεῖνος ποὺ θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸν κατὰ βάθος ἀναζητοῦσαν, ὅταν συνέδεαν τὶς ἀρετές, ὅπως τὴν σοφία, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη μὲ θεότητες καὶ μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία αὐτῶν τῶν θεοτήτων ἐπιδίωκαν τὴν ὁλοκλήρωση καὶ πληρότητα τοῦ ἑαυτοῦ τους. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό, ἀπαιτεῖται ἡ ἐπίγνωση τῆς κατάστασής του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀκολουθεῖ ἄμεσα τὸ κήρυγμα γιὰ τὴν ἀνάγκη μετάνοιας. Μόνο  μὲ τὴν ἀναγέννηση στὸ πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, μόνο μὲ τὴν ἠθικὴ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κάθαρσή του ἀπὸ τὰ πάθη, ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, μπορεῖ νὰ ἀτενίσει τὴν ὄντως ὡραιότητα.

  Καὶ αὐτὴ ἡ ὡραιότητα  ταυτίζεται μὲ τὸ φῶς τῆς θεότητας, τὸ ὁποῖο ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν οἱ τρεῖς πρόκριτοι μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζί τους οἱ δύο προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Μωυσῆς καὶ Ἠλίας. Πρόκεται, ὅπως τονίζει τὸ Ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς, γιὰ τὸ ἀναλλοίωτο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατέρα  τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μιλώντας γιὰ τὸ ἀναλλοίωτο φῶς τοῦ Χριστοῦ περιγράφει ὁ ὕμνος: «ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν Κτίσιν». Αὐτὸ τὸ φῶς μαρτυρεῖ τὸ «ὁμοούσιον» καὶ «ὁμόθρονον» τῶν τριῶν Προσώπων. Τὸ βλέπουν οἱ παρόντες στὴν Μεταμόρφωση μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ὁποία φέρει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος. Μὲ ἐκπληκτικὸ τρόπο αὐτὸ τὸ μυστήριο ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὸν ἑξῆς στίχο τῆς 7ης ὠδῆς τῶν Κανόνων τῆς ἑορτῆς: «Νῦν τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη· ὁ ἀπάτωρ γὰρ Υἱὸς ἐκ τῆς Παρθένου, τῇ πατρώᾳ φωνῇ, ἐνδόξως μαρτυρεῖται, οἵα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας».

  Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ σύνδεση τῆς Παλαιᾶς μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη μέσα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν προφητῶν Μωυσῆ καὶ Ἠλία. Μὲ τὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλη τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τονίζεται ὅτι καὶ ἐκεῖνοι στὴν ἐποχή τους συμμετεῖχαν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο ἐν εἴδει σκιᾶς καὶ προτύπου. Στὸν προφήτη Μωυσῆ τόνισε ὁ Θεός, ὅτι δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ κάθε ἄνθρωπος, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ θὰ πεθάνει. Ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὰ ὀπίσω τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἀξιώθηκε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς φωνὴ αὔρας λεπτῆς. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ οἱ κορυφαῖοι προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν ὡς σκιὰ καὶ προτύπωση, τώρα ὁ Θεὸς μέσῳ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸ ὄρος τοῦ Θαβὼρ βρίσκει τρόπο νὰ τοὺς φανερωθεῖ «πρόσωπο πρὸς πρόσωπο». Τώρα, ὅπως ἀναφέρεται στὰ Ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ Χριστὸς τοὺς δείχνει «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος, ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπίνην, ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν, καὶ τῆς τοιαύτης χάριτος, μάρτυρας παραστησάμενος Μωϋσῆν καὶ Ἠλίαν, κοινωνοὺς ἐποιεῖτο τῆς εὐφροσύνης, προμηνύοντας τὴν ἔνδοξον διὰ Σταυροῦ, καὶ σωτήριον Ἀνάστασιν.» Ἑνώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴ θεία φύση στὸ Πρόσωπό του χωρὶς νὰ ἐπιφέρεται σύγχυση καὶ μετατροπή, ὁ Θεὸς Λόγος δίνει στὴ φύση ποὺ εἶχε ἀμαυρωθεῖ μὲ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων πάλι τὴν παλαιά της δόξα, «ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν, εἰς τὴν σὴν τῆς Θεότητος δόξαν τε καὶ λαμπρότητα».

  Μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση μᾶς δίνει τὸ τροπάριο, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τῆς ὑμνολογίας τῆς ἑορτῆς, καὶ τὸ λόγο, γιατί συνέβει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὄρους Θαβὼρ ὡς οὐρανοῦ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρὸς «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός…» λειτουργεῖ ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὰ πάθη Του, ὥστε, ὅπως λέγεται στὰ τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, «θεωρήσαντες τὰ θαυμάσιά σου, μὴ δειλιάσωσι τὰ παθήματά σου». Ἐπίσης ἤθελε μὲ τὴ θεοφάνεια αὐτὴ νὰ δείξει τὴ λαμπρότητα τῆς Ἀναστάσεώς Του.

  Φυσικὰ ἦταν ἀδύνατο, ἡ ἑορτὴ νὰ τοποθετηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Διότι ὡς ἑορτὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὡς ἑορτὴ τοῦ γεγονότος, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος μὲ τὴ λάμψη τοῦ προσώπου Του ὑπὲρ τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ φανερώσει τὸν τύπο τῆς μέλλουσας δόξας (7η ὠδὴ στὰ προεόρτια), δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἑορταστεῖ μὲ τὴν ἀπαραίτητη λαμπρότητα. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ τὴν ἑορτάσει 8 ἡμέρες, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἑορτὲς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τὴν τοποθέτησε 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Παγκόσμιας Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) στὶς 6 Αὐγούστου. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἐπισήμανση τοῦ μακαριστοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη, ὁ ὁποῖος σὲ ἀναφορά του σὲ ἐκπομπὴ τῆς 6ης Αὐγούστου 2023 τονίζει τὰ ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε τὴν ἑορτὴ στὴν περίοδο τῆς Παναγίας, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν ἡ μεταμόρφωση. Αὐτὴ κατ’ ἐξοχὴν ἔγινε ἕνα μὲ τὸν Υἱό της, ὥστε στὶς ἅγιες εἰκόνες δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό, κρατώντας Τον στὴν ἀγκαλιά της. Σ’ αὐτὴν κατ’ ἐξοχὴν ἁρμόζει νὰ ἑορτάζεται αὐτὴν τὴν περίοδο. Σ’ αὐτὴν ἁρμόζει αὐτὴ ἡ ἑορτή. Εἶχε δεχθεῖ ὅλο τὸ πῦρ τῆς θεότητος, χωρὶς νὰ εἶναι παροῦσα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς σύλληψης τοῦ Χριστοῦ ὅλη ἡ ζωή της ἦταν φῶς, ζοῦσε σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν κρυμμένο, φανερωνόταν μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὸν Θεό μας τὶς προϋποθέσεις νὰ τὸ δοῦν.

  Βασικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς κάθε χρόνο εἶναι νὰ ἀλλάξει καὶ ἡ δική μας ὅραση, νὰ μεταμορφωθεῖ, ὅπως ἔγινε στοὺς τρεῖς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στὸν στίχο 16,28, δηλ. τὸν στίχο ἐκεῖνο ποὺ προηγεῖται ἀκριβῶς τῆς περικοπῆς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσὶ τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.» Αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει τὴν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ βιώνεται ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους ὡς γεγονὸς θεώσεως. Σὲ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος σὲ περικοπὴ τῆς 1ης καθολικῆς ἐπιστολῆς του, ποὺ διαβάζεται τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, «ὡς τέκνα ὑπακοῆς μὴ συσχηματιζόμενοι ταῖς πρότερον ἐν τῇ ἀγνοίᾳ ὑμῶν ἐπιθυμίαις, ἀλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε· διότι γέγραπται· Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ Ἅγιός εἰμι» (1,14-16). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ, νὰ γίνει δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἤδη βλέπουμε σὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πλήρεις τῆς Χάριτος αὐτῆς «οἱ ἐν Βαβυλῶνι Παῖδες, τῷ θείῳ πυρπολούμενοι ζήλῳ, τυράννου καὶ φλογὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως κατεπάτησαν (8η ὠδὴ τοῦ Ὄρθρου). Προϋποθέτει ὅμως κατὰ τὶς παραινέσεις τοῦ ἰδίου Ἁγίου Ἀποστόλου νὰ συνειδητοποιήσουμε βαθειά, «ὅτι οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ» λυτρωθήκαμε «ἐκ τῆς ματαίας … ἀναστροφῆς τῆς πατροπαραδότου, ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ» (A΄ Πέτρ 1,18-19). Προϋποθέτει, ὅπως ὑπογραμμίζει, νὰ καταστήσουμε τὶς ψυχές μας ἁγνὲς καὶ καθαρὲς ἀπὸ κάθε μολυσμὸ καὶ ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν πρόθυμο ὑπακοή μας στὴν ἀλήθεια διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐκτενῶς, μὲ καρδιὰ καθαρή, διότι ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ ὄχι ἀπὸ σπορὰ φθαρτή, ἀλλὰ μὲ τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ τὸν λόγο, ὁ ὁποῖος μένει ἀκατάλυτος στὸν αἰώνα. Σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε κακία καὶ κάθε δολιότητα καὶ κάθε ὑποκρισία καὶ φθόνο καὶ ὅλες τὶς κατακρίσεις καὶ σὰν βρέφη νεογέννητα νὰ ποθήσουμε τὸ ἀνόθευτο καὶ θρεπτικὸ πνευματικὸ γάλα, ὥστε μεγαλώνοντας μὲ αὐτὸ νὰ προχωρήσουμε στὴ σωτηρία (A΄ Πέτρ 1,22-23 καὶ 2,1-2). Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ αὐτό, ποὺ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένο, νὰ πραγματοποιηθεῖ κάποια στιγμὴ καὶ σὲ μᾶς, νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ ἡ δική μας ὅραση.

https://orthodoxostypos.gr