Ὅταν ἔφυγε ὁ δεσπότης, πῆρε τὸ λόγο ὁ διερμηνέας του Ἀνέστης Xάρης καὶ τοῦ εἶπε: Μὴ ταράζεστε· τὰ κορίτσια αὐτά, ποὺ κατηγόρησε ὁ δεσπότης, μένουν δίπλα στὸ σπίτι μου καὶ τὰ γνωρίζω πολὺ καλά. Mαγειρεύουν μαζὶ μὲ ἄλλες κοπέλλες καὶ πᾶνε τὸ φαγητὸ στὰ σπίτια τῶν γερόντων, τῶν ἀρρώστων. Bάζω ἐγγύησι τὸν ἑαυτό μου. Πρῶτα θὰ σκοτώσῃς ἐμένα καὶ μετὰ αὐτά. Ἐξήγησε στὸν φρούραρχο, γιατί ὁ δεσπότης τὰ κατηγόρησε καὶ γιὰ τὸ μῖσος ποὺ ἔχει στὸν πνευματικὸ πατέρα τῶν κοριτσιῶν. Ἠρέμησε ὁ Γερμανός, πίστεψε στὰ λόγια τοῦ διερμηνέα του καὶ δὲν ἔκανε κακὸ στὶς κοπέλλες.