Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Ἡ μεγάλη ἀπόφαση

Διηγήματα γιά νέους καί μεγάλους 

Εἰκονογράφηση: Γεώργιος Βασιλείου 

Στό κλεινόν ἄστυ

Ἡ Μαρία ἦταν πολύ ὄμορφη κοπέλα. Ἐργάζονταν σέ μία μεγάλη ἰδιωτική ἐπιχείρηση στήν Ἀθήνα. Ἡ ἰδιαίτερη ὀμορφιά της δέν περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Πολλοί ἐπιχείρησαν νά τήν προσεγγίσουν, ὅμως βρῆκαν «τοῖχο». Φρόντιζε νά κρατᾶ τίς κατάλληλες ἀποστάσεις. Τόν τελευταῖο χρόνο, εἶχε συνδεθεῖ μέ δύο νέους, τόν Ἀλέξανδρο καί τόν Δημήτρη. Ἐπιζητοῦσαν καί οἱ τρεῖς τήν μεταξύ τους παρέα στά κενά τῆς ἐργασίας τους καί σέ κάθε εὐκαιρία πού τούς παρουσιάζονταν. Θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν, καί οἱ τρεῖς, ὡς συντηρητικοί, γιά τήν ἐποχή, νέοι. Νέοι μέ ἠθικές ἀξίες, πού ἀγωνίζονταν νά μήν τούς παρασύρει τό δυτικόφερνο σαρωτικό κῦμα τοῦ ἐκφυλισμοῦ. Ἄρχισαν δειλά-δειλά, νά βγαίνουν καί κάποια ἀπογεύματα γιά καφέ στήν παραλιακή ἤ καί κάποιες βραδιές γιά κινηματογράφο.

Ὁ χρόνος κυλοῦσε εὐχάριστα σάν τό κρυστάλλινο πηγαῖο νερό τό κατακαλόκαιρο. Οἱ σκέψεις τῶν δύο νέων, τοῦ Ἀλέξανδρου καί τοῦ Δημήτρη, ἄρχισαν νά κατακλύζονται ἀπό τήν μορφή τῆς Μαρίας. Ἦταν καί οἱ δύο, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε, ἄλλου ἐπιπέδου ἀξιῶν, ἀνώτερου ἀπό τά συνηθισμένα γιά τή σύγχρονη ἐποχή καί τό μυαλό τους τριβέλιζε ἡ σκέψη, ἡ ἀπόφαση γιά νά προχωρήσουν σοβαρότερα μέ τήν Μαρία· σκέφτονταν ἀκόμη καί τόν γάμο.

Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Μαρία, συμπαθοῦσε καί τά δύο παλληκάρια, περνοῦσε εὐχάριστα καί χαλαρωτικά τίς ὧρες μαζί τους, ἀλλά τούς ἔβλεπε ὡς δυό καλούς φίλους. Μέχρις ὅτου ἦρθε ἡ στιγμή πού οἱ δυό νεαροί τῆς ἀποκάλυψαν τά αἰσθήματά τους. Τῆς μίλησαν γιά σοβαρό δεσμό, τῆς μίλησαν γιά γάμο. Τότε ἡ Μαρία ἀναγκάστηκε νά τούς ἀποκαλύψει τό μεγάλο μυστικό της...!

Τό μυστικό τῆς Μαρίας

Εἶχε ἀρχίσει ἡ Μαρία νά βγαίνει ξεχωριστά καί ἐναλλάξ, πότε μέ τόν Ἀλέξανδρο καί πότε μέ τόν Δημήτρη. Σέ μία ἀπό τίς ἐξόδους τους, εἶχαν τήν εὐκαιρία οἱ νέοι νά ἐξομολογηθοῦν στήν Μαρία τήν ἀγάπη τους καί νά τή ζητήσουν σέ γάμο. Ἡ Μαρία ἄρχισε νά νοιώθει καί αὐτή ἰδιαίτερα συναισθήματα καί γιά τούς δύο, ἀλλά στέκονταν ἐμπόδιο κάτι πού μόνο αὐτή γνώριζε γιά τόν ἑαυτό της. Μαρία δέν ἦταν τό κανονικό της ὄνομα. Τήν ἔλεγαν Μελέκ καί ἦταν μωαμεθανή, Τουρκάλα. Εἶχε ἀλλάξει τό ὀνοματεπώνυμό της γιά νά ἐνταχθεῖ εὐκολότερα στήν ἑλληνική κοινωνία. Ἐν μέρει πέτυχε τόν σκοπό της. Τώρα ὅμως, ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει τήν πραγματικότητα καί νά ἀποκαλύψει τό μεγάλο μυστικό της. Ἤξερε πώς, καί ἡ θρησκεία καί ἡ ἐθνικότητά της ἦταν κάτι τό ἀπαγορευτικό γιά τούς Ἕλληνες. Ἴσως ὅμως, ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα δέν εἶχε τέτοια στερεότυπα καί προκαταλήψεις καί ἑπομένως ἔπρεπε νά μιλήσει μέ κάθε εἰλικρίνεια στούς δυό σοβαρούς νέους πού, δέν προσπάθησαν νά τήν ἐκμεταλλευτοῦν μέ πονηρό σκοπό.

Ἡ ἀποκάλυψη

Ἡ πρώτη ἔκπληξη ἦταν μιά μεγάλη συναισθηματική καρπαζιά γιά τούς δυό ἀνυποψίαστους νέους. Ἕνα τεράστιο καταπέτασμα κατέρρευσε καί χρειάστηκε λίγος χρόνος νά συνέλθουν καί οἱ δύο. Ἡ Μαρία δέν ἦταν Μαρία, ἀλλά Μελέκ πού σημαίνει Ἄγγελος. Κράτησε τό ἀρχικό «Μ» καί τό μετέτρεψε σέ Μαρία. Τότε κατάλαβαν τό λόγο πού ἡ Μαρία, ἡ Μελέκ, ἦταν πάντοτε «κουμπωμένη» ἀπέναντί τους. Ἦταν μωαμεθανή καί ἀπέναντί της εἶχε δύο χριστιανούς. Τί σόϊ γάμο θά ἔκαναν; Ἔπειτα δέν ἤθελε ἡ Μελέκ νά ἀλλάξει τήν θρησκεία της. Τί θά ἔλεγαν οἱ δικοί της; Οἱ συγγενεῖς της; Ὁ ἰμάμης; Ὁ κόσμος; Ἀνάλογα διλήμματα, δέν θά εἶχαν καί οἱ νεαροί; Θά τήν ἤθελαν τώρα πού ἔμαθαν τήν ἀλήθεια; Ἄν ναί, τί θά ἔκανε ἡ Μελέκ; Τί θά ἀποφάσιζε;

Ὁ Ἀλέξανδρος καί ὁ Δημήτρης

Ὁ Ἀλέξανδρος, εἶχε ἀγαπήσει πολύ τήν Μαρία. Θά ἤθελε πολύ νά τήν νυμφευτεῖ. Τί σημασία πού ἦταν Τουρκάλα; Αὐτά τά θεωροῦσε «ἀγκυλώσεις» καί ἀνῆκαν σέ ἄλλες ἐποχές. Τώρα τά πράγματα εἶχαν ἀλλάξει. Ὅλοι στόν ἴδιο θεό πιστεύουν. Τό λένε καί οἱ παπᾶδες. Ἀγάπη νά ὑπάρχει καί ὅλα καλά... Στήν ἀνάγκη θά μποροῦσε καί νά ἀλλαξοπιστήσει. Θά γίνονταν μωαμεθανός.

Ὁ Δημήτρης, ἄν και ἀγαποῦσε πολύ τήν Μαρία, δέν μποροῦσε νά προχωρήσει μέ αὐτά τά νέα δεδομένα. Γνώριζε πώς ἡ Πίστη του δέν ἐπέτρεπε τό γάμο μέ ἀλλόθρησκους. Ἐπιπλέον, δέν μποροῦσε, δέν ἤθελε νά ἀρνηθεῖ τήν Ὀρθοδοξία. Νά ἀρνηθεῖ οὐσιαστικά, τόν ἴδιο τόν Χριστό. Εἶχε ἀνατραφεῖ ἀπό μικρός μέ τό «γάλα» Της καί γνώρισε τούς θησαυρούς Της. Ἀγαποῦσε τήν Μαρία, ἀλλά ἀγαποῦσε περισσότερο τόν Χριστό. Ἔπρεπε νά σφίξει τήν καρδιά του καί νά ἐξηγήσει στήν Μαρία τόν συνειδησιακό λόγο πού δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά συνεχίσει μαζί της.

Τό δίλημμα τῆς Μελέκ

Στή σκέψη τῆς Μελέκ κυριαρχοῦσε ἕνα μεγάλο δίλημμα. Εἶχε ἔρθει κοντά μέ τούς δυό ἄντρες καί θά ἤθελε νά ζήσει μέ ἕναν ἀπό αὐτούς τήν ὑπόλοιπη ζωή της· ἀλλά μέ ποιόν; Αὐτός ὁ λογισμός βασάνιζε τό μυαλό της. Ἄν ἔπρεπε νά συνεχίσει τή ζωή μέ ἕναν ἀπό τούς δύο, ποιός θά ἦταν ὁ καταλληλότερος; Ὁ Ἀλέξανδρος τήν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, πού θά ἄλλαζε τήν πίστη του γιά χάρη της. Ὁ Δημήτρης πάλι, ἔλεγε ὅτι τήν ἀγαπάει, αλλά πιό πολύ φαίνεται νά ἀγαποῦσε τόν Θεό του. Γιά νά προχωρήσει μαζί του, θά ἔπρεπε νά ἀλλάξει ἡ Μελέκ τήν δική της πίστη. Ἦταν διατεθειμένη; Στριφογύριζαν οἱ σκέψεις στό μυαλουδάκι της καί ἐπηρέασαν σέ μεγάλο βαθμό τήν καθημερινότητά της. Οἱ εἰκόνες τοῦ Ἀλέξανδρου καί τοῦ Δημήτρη, πηγαινοέρχονταν στήν τηλεόραση τοῦ νοῦ της. Τά χαμόγελα, οἱ καλές στιγμές τοῦ ἑνός καί τοῦ ἄλλου, οἱ ἀρνητικές τους συμπεριφορές, τά ἀθῶα πειραγματάκια. Ὅλα παρέλαζαν μπροστά στά μάτια της. Ἡ προφανῆς διέξοδος, ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξανδρου· θά ἔκανε τέτοια μεγάλη θυσία γιά χάρη της! Καί θά ἦταν ὅλοι οἱ δικοί της εὐχαριστημένοι. Μά, δέν μποροῦσε νά ἀγνοήσει τόν Δημήτρη. Εἶχε πάνω του κάτι πού τόν ἔκανε ξεχωριστό, κάτι τό ἰδιαίτερο. Τό χαμόγελό του φώτιζε τίς σκοτεινές της στιγμές καί τῆς χάριζε μιά παράξενη αἰσιοδοξία γιά τήν ζωή. Αὐτά σκέφτονταν καί ἡ λύση τοῦ διλήμματος φαινόταν ὅλο καί πιό δύσκολη. Ἔπρεπε ἐπειγόντως κάποιον νά συμβουλευτεῖ. Κάποιον σοφό ἐνδεχομένως. Ποιόν ὅμως; Ποῦ πουλᾶνε σοφία ἤ σοφούς ἀνθρώπους; Ποιούς νά ἐμπιστευτεῖ;

Ἀναζήτηση σοφοῦ

Ἡ Μελέκ εἶχε ἀποκάμει. Εἶχε ξεζουμίσει τό μυαλό της καί τελικά στέρεψε ἀπό ἰδέες. Νά ρωτοῦσε κάποιον μωαμεθανό φίλο της; Θά τῆς ἔλεγαν νά πάρει ἕνα δικό τους. Τόσα ὠραῖα παιδιά ὑπῆρχαν καί στήν πατρίδα της πού θά τήν ἤθελαν. Κάποιοι χλιαροί θά τῆς ἔλεγαν νά πάρει αὐτόν πού θά γίνει μωαμεθανός. Οἱ δέ ἀδιάφοροι, νά πάρει ὅποιον αὐτή θέλει χωρίς περαιτέρῳ ἐνδοιασμούς. Ὁ δέ ἰμάμης, σίγουρα νά προτιμήσει δικούς τους ἤ αὐτούς πού θά ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη τους γιά νά γίνουν μωαμεθανοί· ἔτσι καί ὁ Ἀλέξανδρος θά λάμβανε σάν ἔπαθλο τήν Μελέκ γιά τήν ἀλλαξοπιστία του. Σέ ἄλλους καιρούς ἤ σέ ἄλλα μέρη τούς βασανίζουν τούς γκιαούρηδες γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Καί αὐτός θέλει νά γίνει τόσο εὔκολα δικός τους; Μεγάλη εὐκαιρία. Παρόμοια θά ἀπαντοῦσαν καί οἱ γονεῖς της, ἄν καί ἴσως προτιμοῦσαν κάποιον συγχωριανό της.

Νά ρωτοῦσε κάποιον χριστιανό; Κάπως παρόμοιες θά ἦταν οἱ ἀπαντήσεις, ἀνάλογα βέβαια προσαρμοσμένες μέ τό βαθμό πίστεως τῶν ἐρωτηθέντων. Ἀναζητώντας καί ἐρευνῶντας για νά βρεῖ τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά δώσει μιά σοφή ἀπάντηση, μιά ἀντικειμενική ἀπάντηση, κατέληξε στά Κάτω Πατήσια, στήν ἐκκλησία ὅπου βρίσκονταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σώζουσας. Ἡ εἰκόνα τῆς Παρθένου Μαρίας, πού, πέρα ἀπό τήν θρησκεία της, τήν ἀγαποῦσε καί κάποιες φορές προσεύχονταν σέ αὐτήν. Βγαίνοντας ἀπό τόν περικαλλή ναό, καί μετά ἀπό τόν ἐκ βάθους καρδίας καημό της τόν ὁποῖο μεταμόρφωσε σέ ἰκεσία, ἔπεσε πάνω σέ μία ἡλικιωμένη καί μαυροφορεμένη κυρία. «Τί ἔχεις κόρη μου; Γιατί εἶσαι φουρτουνιασμένη καί κλαῖς; Ἕλα, κάθισε νά μοῦ μιλήσεις, νά μοῦ τά πεῖς καί νά ξαλαφρώσεις...».

Ὅλα ἀλλάζουν. Ἡ τελική ἀπόφαση

«Ἄκουσε κόρη μου... Κάποιος πού ἀλλάζει ἔτσι εὔκολα τήν πίστη του, θά ἔρθει ἡ στιγμή πού θά προδώσει καί ἐσένα…»

Ἀφοῦ ἐξήγησε, ὅσο πιό σύντομα μποροῦσε ἡ Μελέκ τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο βρίσκονταν, ἄκουγε μέ μεγάλη προσήλωση αὐτά πού τῆς ἔλεγε ἡ κυρία: «Ἄκουσε κόρη μου... Κάποιος πού ἀλλάζει ἔτσι εὔκολα τήν πίστη του, θά ἔρθει ἡ στιγμή πού θά προδώσει καί ἐσένα. Νά εἶσαι σίγουρη γι’ αὐτό. Αὐτός ὅμως πού πιστεύει περισσότερο στόν Θεό καί τόν ἀγαπάει πάνω ἀπ’ ὅλα, αὐτός εἶναι ὁ ἄνδρας πού θά εἶναι τό στήριγμα τῆς ζωῆς σου. Αὐτός, θά σέ ἀγαπάει, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία Του καί θυσιάστηκε γι’ Αὐτήν. Θά εἶναι ἕτοιμος ἀνά πᾶσα στιγμή νά θυσιαστεῖ γιά σένα. Θά σέ ἔχει σάν βασίλισσα. Δέν θά σέ προδώσει ποτέ. Θά σέ ἀγαπάει καί θά σέ τιμᾶ σάν τό ἄλλο του μισό, σάν τόν ἑαυτό του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ Πίστη του, τήν ὁποία δέν θέλει νά ἀπαρνηθεῖ, ὅσο καί νά σέ ἀγαπᾶ. Ἡ μόνη Πίστη πού ἐξύψωσε τήν γυναῖκα. Τήν ἔκανε ἰσάξια μέ τόν ἄνδρα. Ἡ Πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ δική μου γνώμη. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἡ ἀπόφαση εἶναι δική σου.».

Δευτερόλεπτα χρειάστηκε ἡ Μελέκ γιά νά συνέλθει ἀπό τήν ἐπεξεργασία ὅλων αὐτῶν πού πρίν εἶχε ἀκούσει. Γύρισε νά εὐχαριστήσει τήν γλυκιά κυρία, ἀλλά δέν ἦταν ἐκεῖ! Λές καί εἶχε ἀνοίξει ἡ γῆ τήν κατάπιε καί ἐξαφανίστηκε...!

Ἔξαφνα τότε, σάν νά φωτίστηκε ὁ νοῦς της, σάν νά ἔπεσε ἕνα σκοτεινό πέπλο ἀπό τά μάτια της καί εἶδε τήν πραγματικότητα. Ἤξερε τί ἔπρεπε νά κάνει, ποιόν ἔπρεπε νά ἐπιλέξει, παίρνοντας συνάμμα, σοβαρές ἀποφάσεις πού θά ἄλλαζαν ἄρδην τή ζωή της. Τότε, τῆς γεννήθηκε ἡ σφοδρή ἐπιθυμία νά γνωρίσει τόν Χριστό, νά μάθει ὅσα περισσότερα μποροῦσε γι’ Αὐτόν καί τήν Ἐκκλησία Του, νά βαπτιστεῖ χριστιανή...

Ἡ νέα ἀρχή

Ἀποφασισμένη ἡ Μελέκ, συνάντησε τόν Δημήτρη. Δέν τήν ἔνοιαζε πλέον τί θά ποῦν οἱ συγγενεῖς, ὁ περίγυρος ἤ ὁ ἰμάμης. Ὑπῆρχε κάτι μέσα στήν καρδιά της πού τήν βεβαίωνε ὅτι ἔλαβε τήν σωστή ἀπόφαση. Ὁ Δημήτρης δόξασε τόν Θεό γι’ αὐτή τήν ἀναπάντεχη ἐξέλιξη. Εἶχε δεῖ πολλές φορές τό χέρι Του νά τοῦ ἀνοίγει, ἀλλά καί νά τοῦ κλείνει, δρόμους, διότι ἤξερε καλύτερα ὁ Θεός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του ἀπό ὅ,τι ὁ ἴδιος. Ἀμέσως, ἔτρεξαν νά ἀνακοινώσουν τά νέα στόν πνευματικό του, τόν ἄνθρωπο πού τόν ὁδήγησε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε ἡ Μελέκ, πρῶτα νά κατηχηθεῖ στήν Ὀρθόδοξη Πίστη, πρίν βαπτισθεῖ. Καί μετά τήν ἔνταξη τῆς Μαρίας, αὐτό θά ἦταν τό ὄνομά της, στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θά ἦταν πλέον ἕτοιμοι οἱ δυό νέοι νά ξεκινήσουν τό δικό τους ταξείδι στό ἄλλοτε φουρτουνιασμένο καί ἄλλοτε γαλήνιο πέλαγος τῆς ζωῆς, ἕως ὅτου, μέ καραβοκύρη τόν Χριστό, φθάσουν στόν τελικό προορισμό τους...

Φιλήμονας

Εἰκονογράφηση: Γεώργιος Βασιλείου