ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2024 ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέδωσε τὴν Ἐγκύκλιο Ἐπιστολὴ 1/2024, μὲ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς περιεχόμενο. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σχεδόν, εὔκολα συμπεραίνει κανεὶς ὅτι τὰ γεγονότα τῆς συνάξεως, ὅπως καὶ ἄλλες ἀντιδράσεις στὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς διδαχῆς του, μᾶλλον σημάδεψαν τελικῶς καὶ τραυμάτισαν τὸν ψυχισμό του ἀφήνοντας αἰσθητὸ ἴχνος στὸ ὕφος τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου. Λέμε προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς διδαχῆς, διότι δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ ἡ κατηγορία περὶ ἐπιβολῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τοὐλάχιστον ὄχι ἄμεσα. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι ἀπὸ «ἀγάπη καὶ ρεαλισμὸ» δὲν ὑποχρεώνει τοὺς ἱερεῖς του νὰ τὸ κάνουν, ὀφείλει πάντως ὡς Πνευματικὸς Πατέρας νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια. Παρόλα αὐτά, στὴν ἴδια σύναξη ξεκαθάρισε καὶ τόνισε μὲ τὸν πιὸ κατηγορηματικὸ τρόπο ὅτι ὅσο παραμένει ὁ Σταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τότε κινδυνεύει ἡ λατρεία, οἱ ἐπιμένοντες στὴ συγκεκριμένη θέση εἶναι ἀθεολόγητοι, δυτικίζουν κ.ο.κ., ἐνῷ στὴν παροξυσμικὴ Ἐγκύκλιό του τοὺς ὀνομάζει «Ἐσταυρωμενολάτρες» καὶ συναρπαγέντες αἱρετικούς. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀφήνει καὶ πολλὲς ἐπιλογές! Ἀναρωτιόμαστε ἐδῶ, πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας Μητροπολίτης ἀπὸ τὴ μία νὰ κατηγορεῖ συλλήβδην λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς γιὰ αἵρεση καὶ φονταμενταλισμό, ἀλλὰ νὰ ἐπιτρέπει ἀπὸ τὴν ἄλλη στοὺς δεύτερους νὰ λειτουργοῦν. «Αἱρετικοὶ» ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν «ἀπὸ ἀγάπη καὶ ρεαλισμὸ» τοῦ Ἐπισκόπου, δὲν ἔχει ἀκουστεῖ ξανά. Ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, «στρίμωξε» τὸ πρεσβυτέριο μὲ τὴν παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὴν σύναξη, δίνοντας μία ὄχι καὶ τόσο εἰλικρινῆ εἰκόνα ἑνότητας περὶ αὐτὸν καὶ δὲν ἀναλογίστηκε σὲ πόσο δεινὴ καὶ ἐπώδυνη θέση ἔφερε συνειδησιακά τούς παρισταμένους καὶ φιμωμένους ἱερεῖς του.
Ἀκολουθεῖ σχολιασμὸς σὲ σημεῖα τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ κειμένου, ἐπαναλαμβάνεται κουραστικὰ καὶ σταθερὰ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ χῶρος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι τόπος φανέρωσης τῶν προσώπων τῆς ἀϊδίου Ἁγίας Τριάδος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐπιτρέπονται ἀπεικονίσεις ἱστορικῶν γεγονότων, ἀκόμα κι ἂν ἀφοροῦν τὸν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν ὕψιστη στιγμὴ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του, δηλαδὴ τῆς Σταυρώσεώς του. Ἡ διακήρυξη αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς ἑρμηνείας τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ ὀρθοδόξου ναοῦ ὡς ἕνα εἶδος γραμμικοῦ ἡμερολογίου ἀπὸ τὴν ἱστορία πρὸς τὰ ἔσχατα, μὲ ἐνδιάμεσους σταθμοὺς σημεῖα τοῦ ναοῦ ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ κορυφαῖα χριστολογικὰ γεγονότα. Τὰ δὲ ἔσχατα εἶναι ὁ χῶρος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Στηρίζεται ἐπίσης στὴν διδασκαλία περὶ τοῦ «νεκροῦ» καὶ τῆς «μιᾶς ἡμέρας» Ἐσταυρωμένου, τοῦ Ὁποίου ὁ θάνατος λογίζεται ὡς ἀρνητικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν παρουσία του ἐντὸς τοῦ Ἱ. Βήματος.
Ὁ Ἐσταυρωμένος, ἕνα κοινὸ σημαῖνον Δύσης καὶ Ἀνατολῆς, γίνεται «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» στὴ διάνοια τοῦ Σεβασμιωτάτου μὲ τὴν ἀδιάκριτη ταύτιση τῶν διττῶν σημαινομένων του, δηλαδὴ δυτικῆς - αἱρετικῆς καὶ ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Θεωρεῖ δηλαδὴ ὅτι ἡ παρουσία (ἀκόμα καὶ ὀνομασία) τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐμπεριέχει αὐτομάτως μία δυτική, ἀποκλειστικὴ κατανόησή της καὶ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους, κάτι ποὺ σπεύδει ἀπὸ ποιμαντικὴ ἀνησυχία νὰ ἀποτρέψει. Ὁ ζῆλος αὐτός, θεωροῦμε, ὑποκρύπτει σύγχυση λόγῳ αὐτοματισμοῦ στὴ σκέψη του ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἔχει μάθει νὰ κατανοεῖ ἐξ ὁρισμοῦ κριτικά τόν Ἐσταυρωμένο, θεωρώντας αὐτὸν «δυτικούργημα» ὡς τεχνοτροπία, χωροταξία καὶ ὄνομα. Ἔτσι, προβάλλει τὶς ἀντιρρήσεις του, ἀλλὰ ἐνώπιον ἑνὸς ὀρθοδόξου πληρώματος ποὺ ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ πίστη καὶ θεώρηση γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴ θέση του ἐντὸς τοῦ Ἱ. Βήματος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρίσκεται αἴφνης στὸ ἑδώλιο μὲ βαρεῖες κατηγορίες, ἀνυπόστατες καὶ καλούμενο νὰ πληρώσει τά σπασμένα τῶν δυτικῶν... καὶ τῆς παραληρηματικῆς ἑρμηνευτικῆς τοῦ Μητροπολίτου του.
«...ἐκμηδενίσαμε καὶ «ἐκθρονίσαμε» τὴν ἀόρατη παρουσία τῶν Τριῶν Προσῶ-πὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μόλις τὰ τελευταῖα 100 χρό-νια, καθὼς τὴν θέση Τοὺς κατέλαβε ὁ ὁρατὸς αὐθαίρετα τοποθετηθεὶς ἐκεῖ 2ος Ἐσταυρωμένος!...»
Σὲ ρόλο ταξιθέτου, ὁ Μητροπολίτης καθορίζει μὲ ὀξὺ καὶ ἀπότομο τρόπο ποῦ θὰ σταθεῖ ὁ καθένας. Κρατάει καὶ μία θέση γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα! Ἐὰν χωρέσει βέβαια, διότι στὸ ἴδιο κείμενο γίνεται λόγος καὶ περὶ συνθρόνου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Τὸ σύνθρονο δὲν ἐκθρονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα; Ὁ δογματισμός τοῦ Μητροπολίτου ἀναμιγνύει τύπο καὶ κυριολεξία. Ἐφόσον ὑπάρχει σύνθρονο «εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον» Χριστοῦ (καὶ Ἀποστόλων), πάλι δὲν περισσεύει ἕνας... Χριστός; Ὁ λειτουργὸς Ἀρχιερεύς! Τί γυρεύει στὸ Ἱ. Βῆμα εἰς τύπον τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον Ἐκεῖνος φανερώνεται ἀοράτως σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι; Καὶ πόσο περισσότερο νεκρὸς δὲν εἶναι αὐτός, ὁ φύσει φθαρτός, θνητός, τρεπτὸς ἠθικὰ καὶ ὀντολογικά, ἐν ἁμαρτίαις συμπεπλεγμένος λειτουργός, ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο Θεάνθρωπο; Φαρισαϊκῶς, ἐπιλέγεται ὅτι ἐνοχλεῖ ὁ δεύτερος, ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ἀπεικονίζεται «νεκρὸς» κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περιστερίου.
Αὐτὰ τὰ τραγελαφικὰ προκύπτουν μόνον ἐὰν κρατήσουμε ὡς ὁδηγό τήν ἰδεοληπτικὴ διδαχή του. Κατὰ τὴν ἴδια σκέψη, ἁρμόζον γιὰ τὸ Ἱερὸ Βῆμα εἶναι νὰ προτιμᾶται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Μήπως ὅμως καὶ ἡ ἀναστάσιμη εἰκόνα δὲν ἐμφανίζει ἕναν «ἱστορικὸ» Χριστό, ἐκεῖνον ποὺ εἶδαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἢ ποὺ ἐπετράπη νὰ δοῦν καὶ κατέγραψαν στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια: τὸν «οὔπω ἀναβάντα πρὸς τὸν Πατέρα αὐτοῦ»[ii] καὶ δοξασθέντα; Ἐμφανὴς καὶ ἀτέρμων ὁ σχολαστικισμὸς αὐτῆς τῆς ἀντίληψης τῶν πραγμάτων. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ἀποστολικὴ μαρτυρία μαθαίνουμε ὅτι ὁ Σταυρός, δηλαδὴ ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος, μὲ δύο τρόπους ἔλεγξε τοὺς ἀπίστους: ὡς μωρία τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὡς σκάνδαλο τοὺς Ἰουδαίους[iii]. Ὁ θάνατος, ὁ νεκρός, τὸ ἄψυχο Σῶμα, εἶναι τὰ σκανδαλοποιὰ καὶ παράλογα στοιχεῖα ποὺ ἐμποδίζουν ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Αὐτὰ ἀκριβῶς γίνονται καύχημα γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὅμως. Ἕνας ἀθάνατος θεός, πανίσχυρος καὶ ἀφέντης, εἶναι κάτι κοινὸ σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ αὐτονόητο. Ἕνας Θεὸς ὅμως ποὺ γίνεται κατάρα[iv] γιὰ τὰ πλάσματά του, ὑπερβαίνει κάθε γήινη θρησκευτικότητα καὶ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ.
Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καύχησή μας νὰ καταντάει αἰσχύνη, στὴν προσπάθειά μας νὰ ἐννοήσουμε καὶ νὰ προβάλουμε ἕναν (οὕτως ἢ ἄλλως) παντοδύναμο καὶ πανταχοῦ παρόντα Θεό; Ὑπάρχει πράγματι χωροταξικὸς σχεδιασμὸς καὶ τυπολογία σὲ ἕναν Ναό, ἀλλὰ χρησιμεύει στὴν κατανόηση, σὲ σχέση μὲ τὰ τελούμενα, τοῦ χώρου καὶ τῶν πραγμάτων ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ποὺ εἶναι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἑπομένως, μὲ τὴν εἴσοδό μας ἡμῶν τῶν κληρικῶν στὸν πανίερο τοῦτο χῶρο, πρώτη προϋπόθεση εἶναι ἡ συντριβὴ γιὰ τὸ «ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζειν», ποὺ εἶναι καὶ ἡ δεύτερη προϋπόθεση (δηλαδὴ ἡ πίστη). Περαιτέρω χωροταξικὴ διευθέτηση καὶ εἰδικὰ ἐὰν καταλήγει σὲ ἀπολυτοποιήσεις καὶ τραβηγμένες, ἀφοριστικὲς διακηρύξεις γιὰ ἀντικείμενα ἢ εἰκόνες προκαλῶντας ἔτσι ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση, εἶναι ἀνώφελη καὶ ἐπιζήμια. Μὲ τί εἰρήνη στὴν καρδία τους θὰ σταθοῦν οἱ λειτουργοὶ ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου, ὅταν ἔρχεται στὸν νοῦ τους ἡ εἰκόνα τοῦ Ποιμενάρχου τους νὰ λέει μετὰ νομικῆς ἀπεχθείας[v], οὔτε λίγο οὔτε πολύ, «πᾶρτε τὸν νεκρὸ ἀπὸ μπροστά μου».
Δυσκολευόμαστε νὰ πιστέψουμε πῶς ὁ Σεβ/τατος ἐννοεῖ ὡς πραγματικό - κατὰ κυριολεξίαν - χῶρο φανέρωσης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ αὐτήν τήν γωνίτσα τοῦ δικοῦ Του Ναοῦ. Ἑπομένως ὅ, τι γίνεται καὶ σχεδιάζεται στὸν Ναό, εἶναι γιὰ ἐμᾶς τοὺς πεπερασμένους στὴ διάνοια. Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον[vi]. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει τὰ περὶ ἀναγωγῆς τοῦ νοός τῶν χριστιανῶν[vii]. Ὁ δὲ Κύριος, ἐμφανίζεται καὶ ἐνεργεῖ ἐκεῖ ποὺ Ἐκεῖνος θέλει[viii]. Φαίνεται ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος δυσχεραίνεται στὰ λειτουργικά του καθήκοντα καὶ στὴν ἀναγωγὴ τοῦ δικοῦ του νοὸς ὑπὸ τὴν παρουσία Ἐσταυρωμένου πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ τὸν ἀφαιρεῖ. Μπορεῖ ὅμως ποτὲ ὁ Κύριος νὰ γίνει αἰτία ὥστε νὰ «σὲ σκανδαλίζει ὁ ὀφθαλμός σου»[ix]; Οὔτε καὶ ὑπάρχει λόγος νὰ δογματίζει ἢ νὰ ὑπερθεματίζει στὶς ἀπόψεις ἄλλων καθηγητῶν προκαλώντας ὀδύνη στοὺς πιστούς, ταραχὴ ἀντὶ εἰρήνης στὸ Σῶμα καὶ μάλιστα κηρύττοντας ὅτι ἡ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου (καὶ Σταυροῦ Λιτανειῶν μετ’ Ἑξαπτερύγων) ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης προξενεῖ ἀλλοιώσεις στὴν πίστη, στὴν λατρεία καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ βαριὰ ἡ κατηγορία αὐτή. Ὅσοι ἐμμένουμε, ταυτιζόμαστε λέει, μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες καί, ἀκόμα χειρότερα, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀρειανιστὲς καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες! Θεολογοῦμε ἰδιωτικῶς καὶ ἀσεβοῦμε στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴ Βασιλεία τῶν Ἐσχάτων. Καὶ κατόπιν αὐτῶν φέρει βαρέως τὶς ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου! Οὔτε κἂν ἐννοεῖ ὅτι, σὲ τόσο ἐλάχιστο χρόνο ἀπὸ τὴν μεγάλη θλίψη τῶν lockdown καὶ ὅσων φρικτῶν συνέβησαν τότε, ὁ πιστὸς λαὸς παραμένει τραυματισμένος καὶ εὐαίσθητος μπροστὰ σὲ ἄκριτες καὶ ἄδικες παρεμβάσεις στὰ τοῦ ναοῦ καὶ τῆς λατρείας.
Ἔχουμε τὴν ἀλγεινὴ αἴσθηση ὅτι τὸ Μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου εὑρίσκεται ἐγγύτερα πρὸς τὸ «τύπτειν «τοὺς συνδούλους αὐτοῦ»[x] παρὰ στὸ «ποιμαίνειν τὰ πρόβατα»[xi] τοῦ Χριστοῦ. Συμπεριφορὲς γνωστὲς τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ δυστυχῶς ἐπαναλαμβανόμενες ἀπὸ νεοχειροτονηθέντες ἐπισκόπους. Πόσους δὲν εἴδαμε κληρικούς μας, ἐκλεκτοὺς ἱερομονάχους νὰ ἀλλάζουν ὕφος καὶ ἑαυτὸ μὲ τὸ καλημέρα τῆς εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίας τους. Ἀνυπόμονοι νὰ «ὀρθοτομήσουν», εἰσέρχονται μὲ σπουδὴ στὴν ἀρχιερατική τους διακονία ὡς ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ, ἐπειγόμενοι νὰ «βάλουν τάξη» στὶς Μητροπόλεις τους ἢ στὴν Ἐκκλησία ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐλέγξουν ἀρχαιοτέρους συνεπισκόπους τους. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας ὁρίζεται -ἀλλοίμονο - ἀπὸ ἐγκυκλίους, ἐνίοτε δὲ καὶ ὑπουργικὰ φιρμάνια. Δὲν ὑπάρχει ἡ ζωντανή διαδικασία τῆς διδαχῆς, τῆς συγκατάβασης, τῆς διαποίμανσης, τῆς ὑποδειγματικὴς ἀρχιερατικῆς ἁγιότητος.
Ἀνάξιοι ὄντες νὰ λειτουργήσουμε, ἀντὶ νὰ κλαῖμε συναισθανόμενοι τὰ τραγικά, ἐρεβώδη ἐλλείματά μας, τολμοῦμε καὶ ἁπλώνουμε τὰ χέρια μας καὶ στὸν Χριστό καὶ στὴν Ἐκκλησία του, τὴν Ἱερὰ Παράδοσή της, τὸν εὐσεβῆ λαό της, τὴν ζωή της. Γινόμαστε δηκτικοὶ καὶ πείσμονες ἀπέναντι στοὺς «ἰδιῶτες» χριστιανούς μας. Καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς καταντάει στὰ μάτια μας «ὄχλος ἐπικατάρατος, ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον»[xii]. Χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἄνθρωποι, ὅπως τοὺς ἀπαξιώνει δημοσίως ὁ Σεβασμιώτατος (Εγκ. σελ. 17).
…ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἔμεινε Ἐσταυρωμένος μία ἡμέρα μόνον, ἀκριβῶς γιατί μετὰ Ἀναστήθηκε!... Ἔτσι, ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται πλέον τὸ τελικό... κορυφαῖο γεγονός.... καὶ δὲν ξαναγυρίζουμε πίσω, στὴν Σταύρωση τῆς μιᾶς μέρας!... Ἂν ξαναγυρίζουμε πίσω, καὶ μάλιστα σὲ μόνιμη κατάσταση λατρείας, δὲν εἶναι αὐτὸ ἐπαναφορὰ σὲ εἰδωλολατρικὲς καταστάσεις;
…εἶναι σὰν νὰ σημαίνει πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἐνταφιάστηκε. Καὶ ἐὰν δὲν ἐνταφιάστηκε, σημαίνει πὼς δὲν ἐτέθη στὸν Τάφο, δὲν κατέβηκε στὸν Ἅδη καὶ δὲν Ἄναστήθηκε, ἐφόσον παραμένει μονίμως «Ἐσταυρωμένος». Δίνουμε ἔτσι ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ τὴν ἀρνητικὴ μαρτυρία πὼς τὰ γεγονότα σταματοῦν στὴν Σταύρωση τῆς Μ. Παρασκευῆς, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὴν Δυτική, λατινικὴ καὶ προτεσταντική, Χριστιανοσύνη, καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει πλέον συνέχεια οὔτε προσδοκία Ἀνάστασης καὶ Βασιλείας!...
Αὐθαίρετες ὑποθέσεις καὶ συμπεράσματα, τραβηγμένοι καὶ σχοινοτενεῖς συλλογισμοί, σχολαστικίζοντες, στρατευμένοι σὰν πληρωμένοι δικηγόροι νὰ πείσουν γιὰ τὴ «ζημία» ποὺ προκαλεῖ ὁ ἐναγόμενος Ἐσταυρωμένος. Ὅμως, τὸ Ἱ. Βῆμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Γέννηση στὴν Ἁγία Πρόθεση ἕως τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἐνδιάμεσους σταθμοὺς τὴν Εἴσοδο μικρὴ καὶ Μεγάλη καὶ τὴν Σταύρωση. Ἡ δὲ Σταύρωση εἶναι τὸ μεγάλο ὁρατὸ καὶ αἰσθητὸ γεγονὸς ποὺ συγκλόνισε τὴν οἰκουμένη (σκότος, σεισμός, σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος, ἐπιστροφή τῶν συμπαρεγενομένων ὄχλων τυπτόντων ἑαυτῶν τὰ στήθη[xiii]), ἀντίθετα μὲ τὴν Ἀνάσταση, γεγονὸς ποὺ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εἶδε - πραγματοποιήθηκε μυστικά, κρυφίως -, παρὰ μόνον τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς, δηλαδὴ τὸν Ἀναστημένο Κύριο. Ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, πρέπει νὰ χωρέσουν μέσα στὸ μικρὸ Ἅγιο Βῆμα ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κατ' ἐξοχὴν λειτουργικὸ χῶρο ἀπὸ τὴν Φάτνη ἕως τὸν Τάφο καὶ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ἕως τὴ Γῆ καὶ πάλι πίσω στὸν Οὐρανό. Τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἡ Φάτνη; Τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ὁ Τάφος; Τοῦ Χριστοῦ ἡ Γῆ[xiv]; Τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Σταυρός. Ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα.
...«ἡ λανθασμένη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου»... ἐκμηδενίζει τήν... παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγκλωβίζει τὴν Θεία Λειτουργία ὁλοκληρωτικὰ μέσα στὴν Ἱστορία, προκαλώντας ἐγκόσμια ἐσχατολογία καὶ τήν... ἀπώλεια τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ!... «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ἄρα ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κορ. 15, 17). Ἑπομένως, ἡ ἄτοπη τοποθέτηση τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» ἐκεῖ πίσω παραπέμπει σὲ μιὰ ματαιότητα τοῦ νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς τελικὰ ἀναστήθηκε, ἀφοῦ παραμένει ἐς ἀεὶ μέσα στὴν Ἱστορία σταυρωμένος καὶ κρεμασμένος ἐπάνω στὸν Σταυρό».
Ὁ ἐγκλωβισμένος ἐδῶ δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ἡ διάνοια τοῦ Σεβασμιωτάτου στοὺς συνειρμούς του. Μέσα στὸν ἰδεοληπτικὸ αὐτὸν ἐγκλωβισμό, τύπος καὶ ὀνόματα ἔγιναν οὐσία καὶ πραγματικότητα. Ἡ ἄκαμπτη ἐμμονὴ τοῦ Σεβ/τάτου στὴν ἀποκλειστικότητα ἑνὸς χώρου ὡς σημείου φανέρωσης τοῦ ἀχωρήτου Τριαδικοῦ Θεοῦ φέρνει στὸν νοῦ τὴν ἐμμονὴ τοῦ Εὐνομίου γιὰ τὴν ἀποκλειστικότητα ἑνὸς ὀνόματος (ἀγέννητος) ὡς δηλωτικοῦ τῆς οὐσίας Του. Ἡ γνώση τῶν καταληπτῶν ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀνάγει στὴν προσοικείωση τῶν ἀκαταλήπτων. Ἡ προσέγγιση τοῦ Σεβ/τάτου τὸν ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἀσυμβατότητα «ταυτόχρονης καὶ ταυτότοπης» (βλ. Ἐγκ.) παρουσίας εἰκόνας ἐσταυρωμένου καὶ φανερωμένης Τριάδος, ὅπως ἄλλοτε ἡ μεθοδολογία τοῦ Εὐνομίου τὸν ὁδήγησε στὴν ἀνομοιότητα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει ἐκφράσεις ὅπως τῆς γραμμῆς ποὺ ἀκολουθεῖ, ποὺ συνιστᾶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἕως ὑστερίας κυριολεκτικῆς ἑρμηνευτικῆς του: «Ὁ χῶρος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν εἶναι μαυσωλεῖο νεκροῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς Ρ/Καθολικούς, ἀλλὰ εἶναι χῶρος ζωντανοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ». Ἀνοίκεια γιὰ ὀρθόδοξο κληρικὸ ἔκφραση καὶ μάλιστα δημοσίως. Κάθε ὡς τώρα ἀκαδημαϊκὴ ἀπόπειρα ἐξήγησης τῶν θέσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου κατακρημνίζεται μπροστὰ στὴν ἕως τῶν ὁρίων τῆς βλασφημίας καὶ ἀποκαλυπτικὴ τῆς ἐμπαθείας του ἐμμονικὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων.
Ἐξαιρετικὰ πολωμένο καὶ ἀκραῖο τὸ μήνυμα τῆς Ἐγκυκλίου. Ἢ μήπως μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἐκφραστικὴ ὑπερβολὴ καὶ ὀξύτητα περιμένει ὅτι θὰ «ξυπνήσει» τὴν ἀπαίδευτη καὶ ἄξεστη λογικὴ τῶν ὑφισταμένων του; Ἴσως οἱ ὀξεῖες ἐκφράσεις τοῦ κειμένου νὰ ἦταν κατανοητὲς ὡς σχήματα λόγου γιὰ τονισμὸ τῆς θέσης του ὁμιλοῦντος, ὅμως ἡ κατ’ ἐπανάληψιν χρήση τους φανερώνει ὅτι ταυτίζεται μὲ αὐτές. Δὲν θέλει ἁπλῶς νὰ σοκάρει καὶ ὁ «νεκρός, πεθαμένος, μισοπεθαμένος, ἱστορικὸς κλπ» Χριστός, δὲν εἶναι πλέον σχῆμα λόγου ἀλλὰ πεποίθησή του. Τέτοιος εἶναι ὁ Κύριος γιὰ τὸν γράφοντα Μητροπολίτη, ὅπου κι ἂν εἶναι τοποθετημένος ὁ σαρκὶ Σταυρωθεὶς Χριστός.
- Ὁ «Ἐσταυρωμένος τῆς Μ. Παρασκευῆς» εἶναι ὁ στιγμιαῖα 3ήμερος νεκρὸς Χριστὸς ἐπάνω στὸν Τίμιο Σταυρό.
- ...ἔχουμε ἕναν ... ἀόρατο Τριαδικὸ Θεὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα... καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη... ἕναν ὁρατὸ νεκρὸ Χριστὸ "Ἐσταυρωμένο"...
- «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος...», αὐτὸ λέμε. Ὁ "Ἐσταυρωμένος" δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει, γιατί εἶναι νεκρὸς ἐπάνω στὸν σταυρό... Λέμε ποτὲ σὲ ἀκίνητο καὶ νεκρό, «Ἔλα!»; Ἀστεῖα πράγματα!
- ...δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι μόνιμα νεκρὸς καὶ πεθαμένος... Τραγικό καὶ ἄδικο.
Μόνο ἔκπληξη καὶ ἀγανάκτηση μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς. Ἰσχυρίζεται ὁ Σεβ/τατος ὅτι αὐτονομεῖται τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς σταύρωσης καὶ γίνεται αὐτοσκοπὸς χάνοντας τὴν ἀναφορικότητα στὴν Βασιλεία! Μά... μόνος του αὐτονόμησε τὸν Ἐσταυρωμένο ἀπὸ τὴν ἑνιαία, καθολικὴ καὶ ὀρθόδοξη πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ! Ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ἀγαλλόμεθα μὲ τὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου σὲ ὅποια στιγμὴ κι ἂν εἰκονίζεται διότι μᾶς δίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ θαυμάζουμε τὴν ἐνανθρώπηση καὶ θεία Τοῦ συγκατάβαση. Δὲν βλέπουμε σταυρωμένο ἁπλῶς, βλέπουμε Χριστό. Ἄραγε ὁ Μητροπολίτης συλλογίζεται μὲ ἀνάλογο τρόπο καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἱστορημένες στιγμὲς τῆς ταπεινῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου, τὴν φάτνη, τὴν περιτομή, τὴν Βάπτιση στὸν Ἰορδάνη, τὴν εἴσοδο στὰ Ἱεροσόλυμα;
Χάρις στὴν στέρεη, «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις»[xv] πίστη, ἡ πλούσια διαμορφωμένη λατρεία μας δοκιμάζει ὡς «χρυσὸν ἐν χωνευτηρὶῳ» στοιχεῖα ποὺ κρίνει ὅτι ἐξυπηρετοῦν στὸν χρόνο τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ὅπως εἶναι γιὰ παράδειγμα ἡ παράσταση τοῦ μοσχοφόρου - κριοφόρου τῆς ἀρχαιότητας ποὺ ἀνανοηματοδοτήθηκε ὡς «ὁ Καλὸς Ποιμήν»[xvi]. Ἐντάσσονται στὸ ὀρθόδοξό της πλαίσιο ποὺ δὲν ἐκλείπει οὔτε ἀτονεῖ, ὅσο αὐτὸ ἐρείδεται στὸν ὑπομνηματιστικὸ ὑμνολογικό της πλοῦτο, τὸν βιωματικὸ καὶ ἁγιοπνευματικό. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία ἀφομοίωσε καὶ καθιέρωσε μία ἐντελῶς ξένη παράσταση ὅπως αὐτή τοῦ κριοφόρου, εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ἱστορημένη ἀποκλειστικὴ παράσταση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, μέχρι τοῦ σημείου νὰ τὴν ἀποβάλλει; Οὐδέποτε οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς μας, ἐπώνυμοι ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀνώνυμοι κληρικοί της, ἐννόησαν τὴν παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου ὡς κάτι τὸ ξένο καὶ ἀσύμβατο, ὅπως ἡ ἀκαδημαϊκὴ εὐαισθησία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου φοβεῖται ὅτι μπορεῖ νὰ συνέβη, ὥστε νὰ χαθεῖ ἢ νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη τους. Οἱ ὀρθόδοξοι βαπτιζόμαστε καὶ πληρούμεθα μὲ τὸ σταυροαναστάσιμο ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ λατρείας μας. Δὲν γινόμαστε δυτικοὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἐσταυρωμένος -ὡς ὑποτιθέμενο δάνειο ἐκ τῆς Δύσεως- στὸ Βῆμα! Ἀποδεικνύεται δὲ ἀπὸ μελέτες ποὺ κυκλοφορήθηκαν ἐσχάτως ἐπ’ ἀφορμῇ τῶν θλιβερῶν γεγονότων στὴν Ἱ. Μ. Περιστερίου, ὅτι τὰ περὶ εἰσαγωγῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Δύση κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα, εἶναι παραπληροφόρηση.
«εἴμαστε ἀκόμη μακριά, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε πραγματικὸ λειτουργικὸ ἦθος μὲ κέντρο τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ νοσταλγία τῆς Βασιλείας...»
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης. Τί να ξέρει κι αυτός από λειτουργικό ήθος…
Ο Άγιος Νεκτάριος στην Ωραία Πύλη. Όπισθεν διακρίνονται τα εξαπτέρυγα.
«Χαμηλού επιπέδου»…
Ὅταν ὁ ὀρθόδοξος ἀτενίζει τὸν Ἐσταυρωμένο Σωτῆρα καὶ Θεό του, δὲν ἀντιλαμβάνεται οὔτε βιώνει δυτικότροπα τὴν θέα Αὐτοῦ, ἀλλὰ Τὸν ἔχει μπροστά του τέλειο Θεό, τέλειο ἄνθρωπο, ἀναστημένο, ἀναληφθέντα, ἐκ δεξιῶν τῆς Δόξης καθήμενο, συμπαρισταμένων καὶ τῶν δύο ἄλλων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατρὸς καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Εἰσερχόμαστε σὲ ἕναν Ναὸ ἱστορημένο, μὲ τὸν Δεσπότη Χριστὸ στὸ Τέμπλο, τὸν Παντοκράτορα στὸν Τροῦλο. Ἔχουμε δὲ διδαχθεῖ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ἀγραμμάτων παππούδων μας, τῶν ἐκκλησιαζομένων ἐνοριτῶν καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῶν ἐνοριῶν μας, ὅτι μέσα στὸ Ἱερὸ εἶναι κάτι «ἄλλο», εἶναι ὁ τόπος ποὺ ὁ Θεὸς κατέρχεται καὶ παρίσταται. Εἶναι τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐκεῖ ποὺ μόνο κληρικοὶ ἔχουν εὐλογία νὰ εἰσέρχονται μετὰ φόβου Θεοῦ. Ὅλοι, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι, πνευματικοὶ καὶ ἀδιάφοροι, τακτικοὶ καὶ ἐπισκέπτες κοιτοῦν τὸ Ἅγιο Βῆμα μὲ ἱερὸ δέος, συναισθανόμενοι ὅτι ὅπως ἡ κορυφὴ τοῦ Σινᾶ, καίγεται «πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη»[xvii]. Εὐρίσκονται στὸν ὀρθόδοξο ναὸ καὶ κατανύσσονται ἀπὸ τὶς ψαλμωδίες, τὸ ἦθος, τὴ διάρκεια, ρυθμὸ καὶ πλοκὴ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἁγιογραφίες· τὴν ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀμφίων, τῆς γλώσσας, τοῦ θυμιάματος, τὴ διάθεση τῶν ἱερέων ποὺ ἄλλοτε συντετριμμένοι ἀπευθύνουν μυστικῶς τὶς εὐχὲς πρὸς τὸν Κύριο, ἄλλοτε δοξολογικῶς καὶ ἐκφώνως παρακινοῦν καὶ κατευθύνουν τὸν λαό. Καὶ εἶναι δυνατόν, μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν Μυσταγωγικὴ Ἱεροπρέπεια, νὰ ἐννοήσουν τὸν Χριστὸ ὡς νεκρὸ ἐπειδὴ εἶναι μέσα στὰ Ἅγια ἐπάνω στὸν Σταυρό; Ἢ τελικὰ θὰ τὸν προσκυνήσουν ὡς Παντοκράτορα, Σωτῆρα καὶ Κριτή, Ζῶντα καὶ δοξαζόμενο σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι; Ἀσφαλῶς τὸ δεύτερο.
Ἐὰν ὅμως διασαλεύονται ὅλα τὰ παραπάνω καὶ εἰσχωροῦν ὄντως ξένα καὶ ἀλλότρια καὶ ἐπιζήμια στοιχεῖα ὅπως πχ ἡ θεατρικότητα τῶν φωνῶν, οἱ ἐντάσεις τῶν μεγαφώνων, ἄγραφες παρακελεύσεις πρὸς τὸν λαὸ νὰ ἀπαγγείλουν ἢ συμψάλουν «ὅλοι μαζὶ» κ. ἄ. , τότε ἐξασθενεῖ ἡ ἱεροπρέπεια, ξεθωριάζει τὸ μυσταγωγικὸ στοιχεῖο, κοσμικοποιεῖται ἡ σύναξη. Ἀκριβῶς αὐτὰ εἶναι ποὺ δίδουν συναισθηματικὸ τόνο στὴν λατρεία καὶ ἀλλοιώνουν τὸ ἦθος της καὶ ὄχι ὁ Σταυρωμένος, ὅπως ἰσχυρίζεται καυστικὰ ὁ Σεβ/τατος. Ἐκεῖνα εἶναι ἄγνωστα, καινὰ καὶ μάταια, ἐνῷ ὁ Χριστὸς στὸν Σταυρὸ μᾶς εἶναι οἰκεῖος καὶ ποθητός.
Κρατοῦμε ὅλην τὴν Παλαιοδιαθηκικὴ ἐμπειρία τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στὸ φῶς τῆς διδαχῆς τῶν πνευματεμφόρων Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ποὺ μὲ διηνοιγμένον ἀπὸ τὸν Ἔνσαρκο Λόγο τὸν νοῦν[xviii] ἐκήρυξαν Αὐτόν: ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, ὁ Ἀναπεσῶν, ὁ μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὁ ἐν φάτνῃ ἀνακλιθείς, ὁ Περιτμηθείς, ὁ Βαπτισθείς, ὁ μεταμορφωθείς, ὁ ἐν Κανά, ὁ ἐπὶ πώλου ὄνου καθεσθείς, ὁ Ἀναστάς, ὁ Ἀναληφθείς, συνάναρχος, συναΐδιος, ὁμοούσιος Πατρὶ καὶ Πνεύματι σαρκωθεὶς Λόγος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ διδασκόμαστε στὴν Ἐκκλησία. Καμμία ἐκ τῶν παραπάνω παράσταση δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ εἰκονογραφικὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὅποτε εἰσερχόμαστε ἐντός της. Ὅπου κι ἂν γυρίσει κανεὶς διδάσκεται τὸν Χριστό. Αὐτὸν πού, ὅπως μαθαίνουν οἱ φοιτητὲς στὶς Θεολογικὲς Σχολές, ἀνακαινίζει τὴν ἱστορία, «καινοποιεῖ τὰς φύσεις», τὴν κτίση. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ὁ στίβος τῆς ζωῆς του, ὁ κόσμος δηλαδὴ καὶ ἡ ἱστορία, καινοποιοῦνται θεανδρικῶς. Παραλογιζόμαστε, ὅταν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τολμοῦμε νὰ περιγράψουμε τὰ ἱερὰ γεγονότα τῆς θεανδρικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἀνακαίνισαν τὰ σύμπαντα, ὡς «ἱστορικότητες». Ὡς ξερὰ συμβάντα σὲ ἕνα ἱστορικὸ πεδίο πτώσης καὶ φθορᾶς. Εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρεῖται ἡ Σταύρωση ὡς ἕνα ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονός; Νὰ ἀπολυτοποιεῖται σὲ βαθμὸ λατρείας ἡ τυπολογία τῶν σημείων τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ νὰ ἀφαιροῦμε τόν Ἐσταυρωμένο; Συνεπακόλουθα, ὅταν ἐξαντλοῦμε τὴν διάνοια ἀσχολούμενοι μὲ τὴν χωροθεσία τοῦ Ἀπείρου, τὸν τόπο τοῦ Ἀοράτου, τὸν χρόνο τοῦ Ἀχρόνου, τὴν προβολὴ τοῦ Ἀκτίστου στὴν δική μας πεπερασμένη διάνοια, εἰσοδεύουμε σὲ μία φαντασιώδη καὶ κτιστὴ ἀκτιστότητα, μὲ μία ψευδοακτιστοειδῆ καὶ ἰδεοληπτικὴ νοησιαρχία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκόπτονται καὶ ἀπομονώνονται πλὴν τῆς Σταυρώσεως καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἱστορημένες στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Λόγος εὐλόγησε τὴν ἱστορία μὲ τὴν θεανθρώπινη παρουσία, Πάθη, διδασκαλία καὶ θαύματά του. Αὐτὸ ἔλειπε, νὰ λέμε ὅτι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱστορία ἢ «ἱστορίες».
Ἀντικρύζοντας τὴν εἰκόνα τοῦ βρέφους στὴ φάτνη, ὁ νοῦς μας δὲν ἀπομονώνει τὴ στιγμὴ οὔτε ἀναλογιζόμαστε πόσο ἀδύναμο καὶ ἀνυπεράσπιστο εἶναι τοῦτο τὸ χαριτωμένο μωράκι! Καὶ οὔτε χάριν τῆς νηπιακῆς του γλυκύτητας γινόμαστε «νηπιολάτρες»! Δὲν λατρεύουμε συναισθηματικὰ τὸ μωράκι, τὸ βρέφος, τὸ νήπιο, τὸ παιδίον Ἰησοῦς[xix]. Ἀλλὰ καὶ ὅταν συμβαίνει νὰ σταθοῦμε στοὺς σταθμοὺς τῆς ἡλικίας τοῦ Κυρίου, εἶναι γιὰ νὰ θαυμάσουμε πάντα τὴν θεία του συγκατάβαση. Τελικῶς μόνον ἡ σκέψη τοῦ Σεβ/τάτου στηρίζεται στὸν κατακερματισμὸ τῆς ἑνότητας τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τὰ θεωρεῖ ὅπως τὰ περιγράφει! Καὶ κατηγορεῖ ὅλους τοὺς ἄλλους!
- Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ λατρεία δείχνει χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἀνθρώπους...
- Λατρεύουν ἐμμονικά, ἀπολυτοποιημένα... προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν στανικὰ ἑτεροδιδασκαλία γιὰ ἕναν στατικὸ ὁρατὸ Θεό, γιατί δὲν θέλουν καὶ δὲν ἀντέχουν νὰ λατρεύουν ἕναν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνάμεσά μας ζωντανὰ ὡς «ἀοράτως συνών», κάτι ποὺ θέλει πίστη γιὰ νὰ τὸ ζεῖς. Καὶ τὸν θέλουν ἐκεῖ, διότι εἶναι ὁ «οἰκοδεσπότης» τους, ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν οἱ φονταμενταλιστές, γενόμενοι ἔτσι οἱ ἴδιοι, ὅπως καὶ οἱ Ἑβραῖοι τοῦ Ἀαρών ἀντίστοιχα, Ἐσταυρωμενολάτρες!...
- …οἱ λαϊκοί, ἱστάμενοι ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μένουν στὴν ἐνατενιζόμενη θέα, ποὺ γεννᾶ συναισθηματισμό, καὶ ὡς ἐκ τούτου δυσκολεύονται νὰ ὑπεισέλθουν στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι ὀντολογική...
- Ἐξάλλου, πάντοτε ἡ παραπλάνηση («συναρπαγή») ἦταν ἡ κύρια αἰτία τῶν αἰρέσεων.
Μόνον ὁ σημειολάτρης νοῦς βλέπει ὡς εἴδωλο τὸν Ἐσταυρωμένο ἐπειδὴ «πατάει» στὸν χῶρο τῶν ἀοράτων! Μόνον ἡ στρεβλὴ τυπολατρία ἀναγνωρίζει οὐσία καὶ ὀντολογία στὶς ὀνομασίες καὶ τύπους τῶν χώρων. Καὶ «συνηρπασμένος» ὁ νοῦς, σὲ κατάσταση ἀμόκ, προβαίνει μὲ νοσηροὺς συνειρμοὺς στὴν ἀντιστοίχιση τῆς λατρείας τοῦ μόσχου μὲ λατρεία (cult) τοῦ Ἐσταυρωμένου· τῶν εἰδωλολατρῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ «Ἐσταυρωμενολάτρες» αἱρετικούς. Αὐτὸ κι ἂν εἶναι ἐμμονὴ καὶ ἀ-πολυτοποίηση. Στὴν προσπάθεια τοῦ Σεβασμιωτάτου νὰ ὑπεραμυνθεῖ τῶν θέσεών του ἀπέναντι σὲ «λίγους» καὶ «μειοψηφία», ἐξέδωσε ἕνα ἐκτενέστατο καὶ διάτρητο θεολογικὰ κείμενο μὲ ἀδιανόητους χαρακτηρισμοὺς τόσο γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο ὅσο καὶ ἐκείνους, ποὺ εἶναι κρῖμα νὰ τὸν ἐκθέτει.
Γιὰ τὴν ἱστορία, μετὰ τὸ περιστατικὸ τῆς λατρείας τοῦ μόσχου καὶ τῆς ἀγανάκτησης τοῦ Μωυσέως στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ὁ Προφήτης ρώτησε τοὺς Ἰσραηλίτες «τίς πρὸς Κύριον; ἴτω πρός με»[xx]. Ἂς ἔλθει πρὸς ἐμένα ὅποιος εἶναι μὲ τὸν Κύριο. Καὶ ὅταν ἦλθαν ἀποφασιστικὰ κοντά του οἱ Λευΐτες, τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκτείνουν τοὺς πρωταιτίους καὶ ἐμμένοντες στὴν εἰδωλολατρία. «Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Λευΐ καθὰ ἐλάλησεν αὐτοῖς Μωυσῆς, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα εἰς τρισχιλίους ἄνδρας»[xxi]. Αὐτά, γιὰ νὰ ξέρουμε τὴ συνέχεια τῆς διήγησης. Δὲν ξέρουμε «ἀντίστοιχα» μέχρι ποῦ φτάνει ἡ σκέψη τοῦ Μητροπολίτου...
Προσπαθήσαμε ἐπίσης νὰ καταλάβουμε τὶς παρατηρήσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν ἑνότητα περί σύγχυσης μεταξὺ τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» καὶ τοῦ «Τιμίου Σταυροῦ». Ἀρχικὰ δὲν μποροῦσε νὰ βγεῖ νόημα στὸν σχολιασμό του:
- ...ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ δὲν βρίσκεται πιὰ ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν λέγεται πλέον Ἐσταυρωμένος ἀλλὰ Τίμιος Σταυρός
- Ἀπόλυση ὅλων τῶν ἀκολουθιῶν: «Ὁ Ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, [...], δυνάμει τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ», καὶ ὄχι «δυνάμει τοῦ ...Ἐσταυρωμένου»
- Γιορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14/9), καὶ ὄχι τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὅπως ἔχουν οἱ Ρ/Καθολικοί
- ἔχετε ἀκούσει πουθενὰ νὰ ὑπάρχει «Ἀκολουθία τοῦ Ἐσταυρωμένου» σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους; Πουθενά! Ἐπίσης, ἂς βροῦν κάποιοι ἕναν ὕμνο, ἕνα τροπάριο, ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ «Ἐσταυρωμένο» καὶ σὲ «λατρεία του Ἐσταυρωμένου»· τέτοια λατρεία ὑπάρχει στοὺς Δυτικοὺς χριστιανούς
- Οἱ Ρ/Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἔχουν ἕναν «Ἐσταυρωμένο», τὸν ἀποκαλοῦν ἔτσι παντοῦ καὶ πάντοτε (γαλλιστὶ crucifié, ἀγγλιστὶ crucified)
Χρειάστηκε νὰ ἐπαναλάβουμε τὴν ἀνάγνωση γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι μᾶς ἀντιμετωπίζει, χωρὶς ὑπερβολή, σὰν ἕνα εἶδος παραθρησκευτικῆς κίνησης (cult), ὅπως δηλαδὴ ἀντιλαμβάνεται τοὺς χριστιανοὺς τῆς δύσης, βεβαιωμένος ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα εἶδος «τοτέμ».
«...δὲν θέλουμε νὰ φτάσουμε στὴν Βασιλεία, γιατί βολευόμαστε ψυχολογικὰ σὲ ἕναν «Ἐσταυρωμένο» ἱστορικὸ Χριστὸ πάσχοντα»
Οἱ εὔκολες καὶ δηκτικὲς αὐτὲς ἐκφράσεις ἀπαξιώνουν τὸ οἱοδήποτε βίωμα ὄχι τῶν πιστῶν, ὅσο κυρίως τῶν λειτουργῶν κληρικῶν ἐντὸς τοῦ Ἱ. Βήματος, ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ ἔχουν ἀμεσότερη ἐπαφὴ μὲ τὸν Σταυρωμένο καὶ ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ θέλουν νὰ τὸν διατηροῦν στὴ θέση του πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι τὰ βημόθυρα (θὰ ἔπρεπε νὰ) εἶναι ἐπὶ περισσότερο χρόνο κλειστὰ ἀπὸ ὅσο νομίζουμε.
Ποτὲ οἱ ὀρθόδοξοι δὲν ἀμφέβαλαν ἢ μπερδεύτηκαν γιὰ τὴν χρονικὴ ἀλληλουχία, ἀλλὰ καὶ λειτουργικὴ δυναμικὴ τρόπον τινά, τῶν γεγονότων. Ποτὲ δὲν «σκάλωσαν» στὴν Σταύρωση καὶ οὔτε τὴν ἀπομόνωσαν ἀξιολογικὰ ἢ χρονικὰ ἢ ὅπως ἀλλιῶς σὲ σχέση μὲ ἄλλα γεγονότα. Ἡ ὅλη προετοιμασία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, σχεδὸν δύο μῆνες πιὸ πρίν, ἐξασφαλίζει τὴν ὀρθὴ προσδοκία τῶν γεγονότων.
«Κλάμα γιὰ τὸν καημένο τὸν Χριστό»
Κοιτοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ καὶ βλέπουμε Θεὸ Παντοκράτορα στὸν θρόνο του. Τὸν κοιτοῦμε καὶ πρὸς ἐνθύμηση τοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν κλάψουμε. Ἐνθαρρύνουμε δείχνοντας τὸν Σταυρὸ στοὺς ἀδελφοὺς κατὰ τὴν ἐξομολόγηση, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἑαυτούς μας κατ’ ἰδίαν, ὅταν κατακλύζει ἡ ἀπελπισία. Ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ στὸν Σταυρό Του, διότι ΞΕΡΟΥΜΕ καὶ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ὅτι ἀνασταίνεται, ΠΡΟΣΔΟΚΩΝΤΑΣ καὶ τὴν δική μας ἀνάσταση ὄχι μόνο τότε, στὴν κοινὴ ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τώρα ἀπὸ τὸν τάφο τῆς ἀπελπισίας μας διὰ τῆς χάριτός του. Ἔλεος! Ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς τῆς Δύσεως μᾶς φαίνεται δύσκολο νὰ πιστέψουμε ὅτι, ὅπως διατείνεται ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου, κοιτοῦν τόν Ἐσταυρωμένο μὲ θρηνητικὴ διάθεση, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ γνωρίζουν καλύτερα οἱ ἐπαΐοντες καὶ πολυταξιδεμένοι καθηγητὲς ἐπίσκοποί μας, μέλη τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας στὶς διαχριστιανικὲς συναντήσεις μὲ δυτικοὺς κληρικοὺς καὶ ἀκαδημαϊκούς. Ἄραγε στὶς συναντήσεις αὐτὲς «ἀγάπης καὶ διαλόγου», ἔτσι αὐστηρά, σκωπτικὰ καὶ περιφρονητικὰ ἐπικοινωνοῦν οἱ ἐκπρόσωποί μας μὲ τοὺς συνομιλητές τους γιὰ νὰ τοὺς φέρουν στὴν ὀρθοδοξία ἢ ἀνταλλάσσουν χαμόγελα χάσκοντας ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀ-φήνοντάς μας ἀνενημέρωτους γιὰ τὸ φιάσκο τῶν διαλόγων αὐτῶν; Εἶναι φανερὴ πάντως ἡ σύγχυση λόγῳ ταύτισης τῆς δυτικῆς θρησκευτικότητας μὲ τὸ ὀρθόδοξο βίωμα.
Τόσο ἐλάχιστη, μηδαμινὴ σημασία ἔχει τὸ περὶ Ἐσταυρωμένου ζήτημα, ἀκόμα καὶ ὑπὸ τὴν ὑπερβολική, τυπολατρικὴ καὶ ἄστοχη ἐπεξεργασία τῆς Ἐγκυκλίου τῆς Ἱ.Μ. Περιστερίου, μπροστὰ στὰ πραγματικὰ καὶ κραυγαλέα λειτουργικὰ ἀτοπήματα καὶ ξεχαρβαλώματα. Ὅπως εἶναι λόγου χάριν οἱ Κυριακὲς ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (Θωμᾶ).
Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, ὅποτε περίπου προσδιορίζει χρονικὰ ὁ Σεβασμιώτατος καὶ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα, τὴν τόσο κατ’ αὐτὸν σκανδαλίζουσα, σχεδὸν παράλληλα ἀπαλείφθηκαν τὰ «γράμματα» τῶν Κυριακῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου ἕως τὴν Ἀνάληψη, διασαλεύτηκε τὸ Τυπικὸ καὶ γενικῶς ἡ τάξη τῶν ἀκολουθιῶν γιὰ νὰ «τονιστεῖ» τάχα τὸ ἀναστάσιμο στοιχεῖο. Θεωροῦσαν ἐντελῶς κοσμικά, ὅπως καὶ στὶς μέρες μας, ὅτι ἡ Πασχαλινὴ ἀτμόσφαιρα τῆς λαμπροβδομάδας δὲν φτάνει, δὲν τονίζεται ἀρκετὰ γιὰ νὰ τὴν χαροῦν καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὴν ἐξάρουν περιφρονώντας τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας. Ξημερώνει γιὰ παράδειγμα Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀκούσουμε ποτὲ τὸν ὀρθρινὸ Κανόνα του (ποὺ εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως ἀναστάσιμος) καὶ τὸ κοντάκιό του στὴ Θεία Λειτουργία, διότι τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὁρίζει τὴν ἀνάγνωσή του μόνο γιὰ τὶς καθημερινές! Ἂς διορθωθοῦν καλλίτερα αὐτά, οἱ ὄντως αὐθαίρετες καὶ σκανδαλοποιὲς καινοτομίες ποὺ ἀμφιβάλλουμε ἐὰν ἀκολουθοῦνται ἀπὸ ἄλλα Πατριαρχεῖα. Ἀλλιῶς, ὅσο κι ἂν ἂν ἐρημώσουμε τὰ Ἅγια, Ἀνάσταση δὲν θὰ καταλάβουμε.
Ἐρωτοῦμε: τί εἶναι ἀδιάκριτο καὶ ἐπιζήμιο, ὁ Σταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἀγίας Τραπέζης, ποὺ ἵσταται σιωπῶν, συγχωρῶν καὶ ἀνεχόμενος ἡμᾶς ἢ ἡ ἀλλοίωση τῶν κατὰ τάξιν ψαλλομένων στὶς μεθέορτες ἀναστάσιμες καὶ ἄλλων ἑορτῶν ἀκολουθίες; Μήπως αὐτὸ δὲν εἶναι ψυχολογικὴ βολή; Νὰ «τραβᾶμε» δηλαδὴ τὸ Πάσχα εἰς βάρος τῆς Τάξεως γιὰ τὴν «χαρὰ» τῶν ἀναστασίμων ἀκουσμάτων; Ἂς μὴ θυμηθοῦμε κι ἐκεῖνο τὸ Πάσχα προσφάτως, ὅπου ἑορτάστηκε στὴν ἀπόδοσή του. Ἢ τὸ ἄλλο, τὸ πρὶν τῆς ὥρας του, ἀνήμερα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Ἡ λατρεία μας ἔχει ἀπάντηση στοὺς προβληματισμοὺς τοῦ Σεβασμιωτάτου, μὲ ἕναν Κανόνα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ψάλλεται τὶς Κυριακὲς τοῦ ἔτους, ἀλλὰ δυστυχῶς «καταλιμπάνεται» κι αὐτός. Ὁ Σταυροαναστάσιμος Κανών ποὺ ἕπεται τοῦ Ἀναστασίμου καὶ σπανίως ἢ ποτὲ δὲν ἀναγινώσκεται. Οὔτε κι ὁ Ἀναστάσιμος ἀναγινώσκεται πλήρως «χάριν συντομίας», διότι συνήθως στοὺς ναοὺς μεταβαίνουμε μετὰ ἀπὸ τὶς δύο πρῶτες, τὸ πολὺ πέντε Ὠδὲς ἐκ τῶν ὀκτὼ συνολικά, στὶς Καταβασίες. Ὅλα κομμένα καὶ φιμωμένα. Νὰ τελειώνουμε βιαστικὰ μὲ τὸν Ὄρθρο γιὰ νὰ ἀρχίσει ἡ Θεία Λειτουργία!
Ὅλος ὁ ὑπομνηματισμὸς τῆς λατρείας καὶ τῆς ἡμέρας εὑρίσκεται στὸν Ὄρθρο. Ἐκεῖ ἀναπτύσσεται ἀριστοτεχνικὰ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Εὐαγγελίων τῆς ἡμέρας καὶ τὸ καταστάλλαγμα τῆς Ἀποστολικοπατερικῆς της διδασκαλίας. Ἐκεῖ διδασκόμαστε διὰ τοῦ Σταυροαναστασίμου καὶ Ἀναστασίμου Κανόνος ὅτι Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση εἶναι ΑΞΕΧΩΡΙΣΤΑ, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικῶς θεωρούμενα καὶ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Χριστὸς Σταυρωμένος καὶ Χριστὸς Ἀναστημένος. Ὅλος ἐν τοῖς κάτω καὶ οὐδόλως τῶν ἄνω ἀπών. Ἀλλά... Μετὰ τὰ ἀπομεινάρια ἑνὸς Ὄρθρου, εὔλογο εἶναι νὰ ἕπονται τὰ ἀπομεινάρια τοῦ Ἱ. Βήματος. Αὐτὰ συμβαίνουν κατ' ἐξοχήν, νὰ τονίσουμε, σὲ μία Κυριακάτικη ἀρχιερατικὴ ἀκολουθία, ὅταν οἱ ἀρχιερεῖς μας μὲ τὴν εἴσοδο στὸν ναὸ μετὰ τρία τέταρτα τῆς ὥρας ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Ὄρθρου, πρέπει νὰ ξεκινήσουν τὶς Καταβασίες ὡς εἴθισται, ἀφήνοντας πίσω κάποιες φορὲς ὅλους τοὺς Κανόνες.
Ἀπὸ τὴ μία κατακεραυνώνουμε τοὺς πιστοὺς ὅτι ἱκανοποιοῦν συναισθηματικὲς ἐλλείψεις καὶ ἀνάγκες μὲ τὴ θέα τοῦ «καημένου τοῦ Χριστοῦ», ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἐπιμένουμε στὴ συναισθηματικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ἐκκλησιάσματος ὅτι δὲν συμμετέχει -τάχα- στὰ τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν (τὸ καημένο) καὶ εἰσηγούμαστε ἀδιέξοδες χονδροειδεῖς καινοτομίες στὴν Λατρεία, ὅπως μεταφράσεις, φωνασκίες, συνα- παγγελίες, συμψαλμωδήσεις, τριπλᾶ καὶ ἁπλὰ Ἀμήν, κατὰ τὴν παλιμπαιδίζουσα λογικὴ τῆς ἀναβίωσης στοιχείων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, λογικῆς ποὺ ἀποτελεῖ πυλώνα τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Σεβασμιώτατος. Μᾶς ἔρχονται πληροφορίες γιὰ συζητήσεις ἀπὸ διάφορα περιβάλλοντα ἢ πρόσωπα, ἀκόμα καὶ γιὰ ἀποκαθήλωση τοῦ Τέμπλου. Εὐχόμαστε νὰ μὴν εὐσταθοῦν.
Δηλητήριο
Ἡ τακτικὴ τῆς χρήσης καὶ ἐπανάληψης ἀπαξιωτικῶν ἐκφράσεων πρὸς στιγματισμὸ τῆς διαφορετικῆς ἀπὸ τὴν δική μας ὄψης -κοινῶς ἡ λάσπη- εἶναι ἀνέντιμη ἀκόμα καὶ σὲ κοσμικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι συκοφαντία νὰ χαρακτηρίζουμε τὸν Κύριό μας «νεκρό», ἐπειδὴ διαφωνοῦμε μὲ τὴ θέση τοῦ Σταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Δίνει μία ἄλλη, ἀρνητικὴ διάσταση στὸ ὁρώμενο, ἐντελῶς ξένη στὴν ὀρθόδοξη συνείδηση πιστῶν καὶ κληρικῶν ποὺ γνωρίζουν ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό εἶναι κρουνὸς ζωῆς καὶ ἀθανασίας πρόξενος καὶ ὄχι ἕνα ἱστορικὸ στιγμιότυπο καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀναζητοῦν τὴν ὅρασή του. Ἀντιδράσαμε ἐνστικτωδῶς ἐνοχλημένοι ὅταν διαβάσαμε καὶ ἀκούσαμε ὅτι ὁ Κύριος στὸν Σταυρό Του εἶναι «ἁπλῶς» ὁ Σταυρωμένος ἢ ὁ νεκρὸς καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐντὸς τοῦ Ἱ. Βήματος.
Εἶναι ὄντως γευόμενος θανάτου ὁ Κύριος ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ὀνομάζει μόνον «νεκρό», διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πλήττει την θεανδρικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἐν τάφῳ, ἐν Ἅδῃ, ἐν Παραδεὶσῳ καὶ ἐν Θρὸνῳ μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος. Κατηγορούμενος ὅτι καταλύει τὸ Σάββατο, ἀπήντησε ὅτι «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι»[xxii]. Ἐπάνω στὸ Ξύλο εὑρίσκεται ὁ Κύριος ἐργαζόμενος τὴ σωτηρία μας καὶ ὄχι νεκρός! Ἀδιανόητος ὁ ἐννοιολογικὸς αὐτὸς κατακερματισμὸς ὁ ὁποῖος γίνεται ὑστερόβουλα, πρὸς διέγερσιν αἰσθημάτων ἀποστροφῆς γιὰ τὴν θέση τοῦ Ε-σταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης. Μὲ αὐτὲς τὶς ἄστοχες θεολογικὲς διευκρινίσεις ὅπως ἔγιναν καὶ ἀκούστηκαν, ἡ λέξη «Σταυρωμένος» χάνει τὴν ἔνδοξη σημασία της. Εἶναι αὐτὸ ποιμαντική; Νὰ συκοφαντοῦμε τόν Σταυρωμένο;
Φοβούμαστε ὅτι ἡ «σταυροφορία» κατὰ τοῦ Σταυρωμένου ἐντὸς τοῦ Ἁγ. Βήματος, γίνεται αἰτία ἐμφάνισης ἐμπαθῶν κινήσεων τῆς καρδίας κατὰ τῆς θέσης τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀρχικῶς, καὶ ἐν συνεχείᾳ γιὰ τὸν Ἴδιο, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο νὰ ἀπομονωθοῦν καὶ ξεριζωθοῦν ἀκόμα καὶ ἀπὸ πνευματικὰ ἔμπειρους. Θὰ βλέπουν -ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί- τὸν Κύριο στὸν Σταυρὸ μὲ ἄλλο τρόπο. Ἢ δὲν θὰ θέλουν νὰ Τὸν βλέπουν. Ἡ ματιὰ θὰ «κολλάει» στὸν Σταυρό, ἐπειδὴ ὁ νοῦς ἔχει ὑποστεῖ δηλητηρίαση ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ διδασκαλία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου, ποὺ «βάζει λόγια» γιὰ τὸν Σταυρωμένο. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ καρδία ἐλεύθερη καὶ ἐλαφρὰ γιὰ νὰ λειτουργήσει, θὰ παλεύει μὲ τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὴν ἐνθύμηση ἰοβόλων διδαχῶν. Εἰσέρχεται ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὰ αὐτιὰ στὸν νοῦ καὶ προσπαθεῖ νὰ μολύνει τὴν καρδία τῶν κληρικῶν λειτουργῶν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ.
Ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ γνωρίζουμε, ὁ Σταυρὸς χαρακτηρίζει τὶς περισσότερες φορὲς τὴν ὀρθόδοξη ναοδομία. Ἐκκλησιαζόμαστε ἐντὸς σταυρόσχημων ναῶν. Συνήθως ἔχουν τροῦλο, ποὺ συμβολίζει τὸν οὐρανό - τὸ οἰκητήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, ἐνῷ ἡ γῆ εἶναι ὑποπόδιο τῶν ποδῶν αὐτοῦ -, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπεικονίζει τόν Παντοκράτορα Χριστὸ ἀντὶ γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὁ δὲ Σταυρὸς εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἁγιογραφία. Εἴτε ὡς ἄσαρκος Παλαιός τῶν Ἡμερῶν Λόγος εἴτε ὡς βρέφος ἀρτιγέννητο στὴν φάτνη, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μᾶς περιβάλλεται πάντοτε ἀπὸ τὸν δακτύλιο τῆς θεότητος ὅπου τὸ Θεῖο Ὄνομα Ο ΩΝ εὑρίσκεται πλαισιωμένο ἐντὸς τοῦ Σταυροῦ. Καὶ κάθε ἱερατικὴ εὐλογία στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ Χριστοῦ, ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου σχηματιζόμενο στὰ δάκτυλα τῆς δεξιᾶς τοῦ ἱερέως, ἡ ὁποία κινεῖται πάντοτε σταυροειδῶς (ἀκόμα καὶ ἡ ἀρχιερατική, ἡ εὐλογοῦσα μὲ τρικέρι ἢ δικέρι). Τί «δουλειὰ» ἔχει λοιπὸν ὁ ἐν τῷ Σταυρῷ ICXC μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα; Αὐτὸ εἶναι τὸ Σημεῖο τοῦ Θεοῦ μας! Ἕνα «ἱστορικὸ» σημεῖο!
Νεκρὸς ὁ Θεὸς & Ζωοποιὸς ὁ Σταυρός;
Ἐὰν ὁ Κύριος εἶναι νεκρὸς στὸν Σταυρό, τότε καὶ ὁ Σταυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πηγὴ ζωῆς, ἀλλὰ θανάτου. Δὲν εἶναι Ξύλον τῆς Ζωῆς αὐτὸ ποὺ ἔχει πάνω του νεκρό. Εἶναι ἀντιφατικὸς καὶ παράλογος ὁ ἰσχυρισμὸς τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι «ὁ Σταυρὸς ἔγινε τὸ σύμβολο τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου», ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πάνω του εἶναι νεκρός! Ὁμοίως τὰ Τίμια Δῶρα ἔχουν ἀναφορὰ στὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μας ποὺ οἰκειώθηκε ἑκουσίως στὸν Τίμιο Σταυρό. Κοινωνοῦμε Σῶμα κλώμενον καὶ Αἷμα ἐκχυνόμενον, ποτὲ ὅμως δὲν διανοήθηκε ἕνας πιστὸς τῆς Ἐκκλησίας ὅτι μεταλαμβάνει θάνατο, ἀλλὰ Ζωή. Ὁ Κύριος δὲν γίνεται θάνατος, ὅπως ἀντιλαμβάνεται τὰ πράγματα ὁ ἀρχιερέας τοῦ Περιστερίου, ἀλλὰ ὡς Ζωὴ νικάει τὸν θάνατο. Νεκρὸς εἶναι ὁ Λάζαρος· ὁ δὲ Χριστὸς δέχεται τὸν θάνατο μόνο γιὰ νὰ τὸν νικήσει.
Ὁ τρόπος ποὺ βλέπει τόν Ἐσταυρωμένο ὁ Ἅγιος Περιστερίου προσιδιάζει στὶς ἰδέες τῶν ἀμύητων καὶ θεομάχων ἀθέων καὶ εἰδωλολατρῶν τοῦ κόσμου, ποὺ στὰ μάτια τους οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε συκοφαντηθεῖ ὡς ἀνθρωποφάγοι καὶ θανατοφάγοι. Ὁμοιάζει ἐπίσης μὲ τὴν ἀπέχθεια ποὺ ἔχουν οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀπέναντι στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, σὲ βαθμὸ ὥστε νὰ καταργοῦν τὴν ἴδια τή λέξη ἀπὸ τὴν ἄθλια μετάφραση τοῦ «Νέου Κόσμου», ἀπὸ «Σταυρὸς» σὲ «Ξύλο βασανισμοῦ»!
Μὲ τὴν ζηλωτικὴ προσήλωση στὴν τυπολογία τῶν χώρων παραμερίζεται ἡ κυρίως πράξη τῶν τελουμένων, ποὺ εἶναι τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο, ἂν καὶ ἀναφέρθηκε ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο ὅταν ὁμίλησε περὶ συνθρόνου. Τὸ σύνθρονο καὶ συλλείτουργο ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τὸ εἰκονίζον τὴ μετοχὴ στὸ Καινὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας, εἶναι κατ' ἐξοχὴν ἀνάμνηση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ποὺ ἀνάγει στὴν Σταυρικὴ θυσία, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἐγκαινιάζει τὸ τῆς Βασιλείας Καινὸ Δεῖπνο. Καὶ τί θὰ κάνουμε τώρα ποὺ ἔχουμε ἕναν Μυστικὸ Δεῖπνο τελούμενο ἐντὸς τοῦ Βήματος κι ἄλλον ἕναν ἱστορημένο στὸ Τέμπλο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Σεμβασμιώτατος;
Ἡ κατ’ ἀποκοπὴν σκέψη τοῦ Σεβ/τάτου ὑποβάλλει ἐπίσης καὶ μία ἄλλη, εὔλογη πλὴν ἀνούσια, λογικὴ νὰ ἀναρωτηθοῦμε ποίας στιγμῆς τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα κοινωνοῦμε, τῆς θυσίας ἢ τῆς Βασιλείας; Τοῦ «νεκροῦ» Θύματος ἢ τοῦ Ἀναληφθέντος καὶ Δοξασθέντος ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς Χριστοῦ; Ὅσο ἔχουν νόημα στιγμὲς καὶ «φάσεις» μπροστὰ στὰ Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο νόημα ἔχουν τοιαῦτες ἀδιάκριτες καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ προσεγγίσεις ποὺ ποτὲ δὲν μᾶς ἀπασχόλησαν ὡς λειτουργοὺς καὶ οὔτε ἐπιθυμοῦμε (ἱκετεύουμε τὸν Κύριο) νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν. Διότι ὁ Κύριος τῆς Δόξης εἶναι τὸ Ἀρνίον τὸ Ἐσφαγμένον καὶ συνιστᾶ ματαιοπονία καὶ ἀνοησία ἡ ἐνασχόληση μὲ τέτοια θέματα. Τυπολογικῶς πάντως, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐπειδὴ ὁ Δεῖπνος ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν θυσία τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ, ἑπομένως δικαίως βρίσκεται Αὐτὸς εἰκονισμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἀκόμα νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἐμβριθὴς καὶ ἀπαιτητικὸς νοῦς;
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ διαχρονικὴ σταθερὰ μέσα σὲ ἕναν κόσμο οὕτως ἢ ἄλλως τρεπτό, ἀλλοιωτὸ καὶ φθαρτὸ· ἕναν κόσμο μὲ διαρκῆ πορεία πρὸς τὸ τέλος του. Ἀλλὰ κι ἕναν κόσμο μεταπτωτικὸ ποὺ ὄχι μόνο ἀπὸ φυσικὴ ροπή, ὅσο καὶ ἀπὸ ἑκούσια παράδοση στὰ πάθη του καὶ τὴν θύραθεν «πρόοδό» του, δὲν ἀφήνει τίποτε ἥσυχο καὶ ἀπείραχτο. Οἱ ἀλλοιώσεις, μεταβολὲς καὶ τερατογενέσεις τοῦ τελευταίου αἰῶνα γίνονται μὲ συνεχῆ καὶ κατακλυσμιαία ροὴ στὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντισταθεῖ κανεὶς ἀπὸ μόνος του, χωρὶς νὰ τὸν παρασύρει ἡ ὁρμὴ τῶν ἐξελίξεων. Δὲν προλαβαίνει ἡ ἀνθρωπότητα νὰ χωνέψει τὸν χρόνο καὶ τὴν πρόοδό της. Δὲν ὑπάρχει σταθερὸ ἔδαφος καὶ αὐτὸ τὴν γεμίζει ἄγχος, ἀνησυχία, κούραση, θλίψη, ταραχή.
Μόνη σωτηρία, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στὴν ἱστορία καὶ τοὺς αἰῶνες. Ὁ εὔσπλαχνος Κύριος δὲν δαψιλεύει μόνον τὴν ἐν τοῖς Μυστηρίοις γεύση τῆς σωτηρίας μας καὶ τῶν Ἐσχάτων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ἐξόχως ἀνακουφιστικὴ αἴσθηση ὅτι εἰσερχόμαστε ἐκεῖ, στὸν τόπο ὅπου «ἦσαν ἑστῶτες οἱ πόδες» τῶν κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα προγόνων μας, τῶν ὁμοδόξων καὶ συμπροσδοκούντων τὴν κοινὴ ἀνάσταση καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Αἴσθηση πολύτιμη, ποὺ συνεισφέρει στὴν πνευματικὴ ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαζομένου χρί-στιανοῦ.
Μὲ τὴν εἴσοδό μας στὸν Ναὸ δὲν περιμένουμε νὰ βιώσουμε ἀκαδημαϊκοὺς πειραματισμούς, ἐγκεφαλικὲς ἀναλύσεις καὶ τεχνολογίες. Δὲν θέλουμε νὰ μποῦμε σὲ ἕνα ἐργοτάξιο ὅπου προτιμῶνται δεύτερης ποιότητας ὗλες (δημοτική, ἔκφωνες εὐχές, βοερὴ καὶ μαζικὴ δι’ ἀναλόγων κινητικῶν ἢ φωνητικῶν παρακινήσεων ἀπαγγελία, ὀργανοπαιξία τῶν ἰσοκρατημάτων, μουσικὲς πρωτοβουλίες, καινοτομίες στὴν τάξη). Ἐπισυνηγμένοι ἐν τῷ Ναῷ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ ἐπιθυμοῦμε καὶ ἐ-πιζητοῦμε τὴν ἡσυχία, τὴν διαχρονικότητά του καὶ τὴν γλυκεῖα αἴσθηση στοργῆς καὶ ζωογόνησης ἐκ τῶν Ἱ. Μυστηρίων κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης καθ’ ὃν τρόπον ἐπισυνάσσονται τὰ νοσσία τῆς ὄρνιθος ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτῆς[xxiii]. Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς Πατέρες μας: Ἂς μὴν ταλαιπωρηθοῦμε ἄλλο, ἀφῆστε νὰ ἐπουλωθοῦν οἱ πρόσφατες βαθιὲς πληγές μας.
Ἐπὶ τούτω ἐνδυναμούμεθα στὴ θέα τῶν πληγῶν τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ φέροντος αὐτὲς μονίμως ἐπάνω στὸ ἄφθαρτο, Τίμιο ἀναστημένο Σῶμα Του, τὸ ὑποστατικῶς ἐν τῷ Προσώπῳ Του ἑνούμενο μὲ τὴ θεία φύση καὶ προσκυνούμενο σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι.
Ὁ πόθος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ δικός μας: Ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ Ἀναστημένος Χριστός
2 ...καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος·
3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
4 Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει.
5 Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ’ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν.
6 Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
7 Καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα.
8 Ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον.
9 Καὶ δώσω τὸὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ.
10 Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς. (Ἠσ. κεφ. 53)