«Ὁ
"Μοχάμεντ", ἕνας νεαρός βοσκός και πιστός Μουσουλμάνος, ἀποφάσισε νά
ἐπεκτείνη τίς σπουδές του. Κάθε μέρα ταξίδευε σέ μιά μικρή πόλι γιά νά
μελετήση σε ἕνα ἐπαγγελματικό σχολείο που είχε ανοιξει ἀπὸ Χριστιανούς
τῆς Δύσεως. Ο Μοχάμεντ ένιωσε ἀγάπη ἀπ' αὐτές τίς οικογένειες και ἔμαθε
πολλά στο σχολείο. Δέχθηκε μιά Βίβλο από τον δάσκαλο του ἄν καί ἦταν
ἐπικίνδυνο νά ἔχη μία.
Μιά
μέρα ὅταν ὁ Μοχάμεντ ἐπέστρεφε από το σχολεῖο, εἶδε ἕνα πλῆθος
συγκεντρωμένο ἔξω ἀπό το σπίτι τῆς μητέρας του. Εἶχαν βρεῖ τή Βίβλο του.
Οι γεροντότεροι καί οἱ πνευματικοί οδηγοί ρώτησαν αν τήν πίστευε. Εἶπε
ὅτι τήν πίστευε, πράγμα τό όποιο ἐξαγρίωσε τό πλῆθος. Τόν κτύπησαν καί
τόν κλείδωσαν στο δωμάτιό του. Ὅσο ήταν στο σκοτεινό δωμάτιο, ὁ Μοχάμεντ
ἄκουσε τούς γεροντοτέρους να σχεδιάζουν νά τόν σκοτώσουν. Αὐτός
προσευχήθηκε καί περίμενε.
Ὅταν
οἱ ἐξαγριωμένοι ἄνδρες ἄνοιξαν τήν πόρτα, ὁ Μοχάμεντ κάθησε ἥσυχα.
Αὐτοί φώναξαν “Που πῆγε; Δραπέτευσε ἀλλά δέν ὑπάρχουν παράθυρα.
Ὅπως
τούς ἔβλεπε ὁ Μοχάμεντ, συνειδητοποίησε ὅτι δέν μποροῦσαν νά τόν δοῦν,
ἄν καί ἦταν σέ κοινή θέα. Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ ἄνδρες, ὁ Μοχάμεντ περπάτησε
ἔξω ἀπ' τό δωμάτιο. Τά νέα διαδόθηκαν στο χωριό.
Ὁ Μοχάμεντ εἶπε, "Αὐτή τή μέρα, ὁ Χριστός ἔσωσε τή ζωή μου. Δέν θά τό ξεχάσω ποτέ!”»
Βιβλιογραφία Αρχιμανδρίτης Ιωάννης ΚΩΣΤΩΦ.
Η εφαπτομένη του Θεού.