Σάββατο 25 Μαΐου 2024

ΤΟ ΠΡΟΚΟΠΙ

 

Ιστορικά

Ελένη Γ. Καπετανίδου – Δρ. Παρασκευή Σαραντίδου

Τ Ο    Π Ρ Ο Κ Ο Π Ι

Ονομασία και Γεωγραφικός προσδιορισμός     Το Προκόπι, Ürgüp (Ουργκιούπ) στην τουρκική, γνωστό στους προβυζαντινούς ως Οσίανα ή Ασίανα, δηλαδή πόλη των Αγίων, το Κάστρο, όπως συνήθιζαν να το αποκαλούν οι Καππαδόκες, εξαιτίας ενός παλαιού φρουρίου- του Αρσλάν Γαζή που δέσποζε στον χώρο – απλωνόταν, χτισμένο σε υψόμετρο 1200 μ., στην κοιλάδα του Ταμισού ποταμού, 60 χιλ. δυτικά της Καισάρειας και 20 χιλ. ανατολικά της Νεάπολης (Νεβσεχίρ). Η πόλη χάρη στην ιδιαίτερη γεωμορφολογική φυσιογνωμία, περιβαλλόμενη από τους κωνοειδείς και πυραμιδόσχημους βράχους που σχηματίστηκαν από την ηφαιστειακή λάβα του Αργαίου Όρους, το 1985 χαρακτηρίστηκε από την Unesco μνημείο φυσικής κληρονομιάς.

Πληθυσμός, Συνοικίες και Γλώσσα    Τη μεικτή κοινότητα Προκοπίου συνιστούσαν μουσουλμανικοί και χριστιανικοί πληθυσμοί ελληνορθόδοξων και Αρμενίων Κοπτών. Η αναγνώριση ισότιμης θέσης των μη μουσουλμανικών μιλλιέτ από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ 1839-1871) έδωσε στους αλλόδοξους πληθυσμούς τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού.

Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι τελούσαν υπό αυτοδιοικητικό καθεστώς με τη λειτουργία του θεσμού της Δημογεροντίας και της Εφορίας, ενώ παράλληλα ίσχυε και ο θεσμός των Μουχτάρηδων για κάθε έναν από τους πέντε ορθόδοξους και τους δώδεκα τούρκικους μαχαλάδες (συνοικίες). Σε αυτούς τους πέντε μαχαλάδες κατοικούσαν αποκλειστικά οι 2.321 Ρωμιοί, 604 οικογένειες. Οι πέντε μαχαλάδες ήταν: α) Τοά Γερί (τόπος της Δέησης) με πληθυσμό 465 χριστιανούς και την εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου, β) Καπτάν μαχαλεσί με πληθυσμό 483 χριστιανούς και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, γ) Σαμουήλ ή Τεπέ Μπασί (κορυφή του λόφου) με πληθυσμό 333 χριστιανούς, δ) Σαρμουσακλί με πληθυσμό 607 χριστιανούς και ε) Μουπαατζί με πληθυσμό 433 χριστιανούς. Εκτός από αυτές τις πέντε διοικητικά αναγνωρισμένες συνοικίες, υπήρχαν και τέσσερις μικρότερες: το Σουπάν βερτί, το Τεκνετζίκ, το Καρακάντερε και το Γενί κορού, οι οποίες αποτελούσαν προεκτάσεις των παραπάνω πέντε μαχαλάδων. Σύμφωνα με τον Λ. Ευπραξιάδη, κατά την απογραφή του 1919 (Νουφούζ) το Προκόπι αριθμούσε 12.000 μουσουλμάνους και 7.000 χριστιανούς.

Η ομιλούμενη γλώσσα στο Προκόπι, όπως και σε άλλες 48 από τις 81 συνολικά ορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας, ήταν η τουρκική και η επικρατούσα γλώσσα γραφής τα καραμανλίδικα (τουρκικά με ελληνική γραφή). Εντούτοις, η διάδοση της ελληνικής γλώσσας από τα τέλη του 19ου αι. κατέστησε μεγάλο μέρος του εγγράμματου ορθόδοξου πληθυσμού δίγλωσσο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις καταχωρίσεις κωδίκων και χειρόγραφων στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, αλλά και από το σωζόμενο στο Γραφείο της Αδελφότητας Προκοπιέων Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων «Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος» αρχειακό υλικό. Οι Ρωμιοί του Προκοπίου υιοθέτησαν την τουρκική γλώσσα ως γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών αλλά και για λόγους συνεννόησης με τους πολύγλωσσους πληθυσμούς και τις πολυιδιωματικές ελληνόφωνες κοινότητες της ευρύτερης Καππαδοκίας, όπου επικρατούσα κοινή γλώσσα ήταν η τουρκική. Η χριστιανική θρησκεία, η επιρροή της Εκκλησίας και η ευρεία διάδοση της ελληνικής από τα μέσα περίπου του 19ου αι. κ.ε. διαμόρφωσαν την ελληνορθόδοξη ταυτότητα των ανταλλάξιμων Προκοπιέων.

Εκκλησίες     Στο Προκόπι υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες που εντάσσονταν στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Καισαρείας. Οι δύο, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, ήταν λαξευμένες σε βράχους. Η μία εξ αυτών, η παλαιότερη από όλες τις εκκλησίες της κοινότητας, βρισκόταν στον κεντρικό μεγάλο βράχο, κοντά στην αγορά. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το χρόνο της ανέγερσής της. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο ναός με την πάροδο του χρόνου υπέστη σημαντικές φθορές με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το 1850. Σε αυτήν την εκκλησία, σύμφωνα με την παράδοση, προσευχόταν κρυφά ο Όσιος Ιωάννης μέχρι την κοίμησή του (27 Μαΐου 1730).

Η ανέγερση της δεύτερης λαξευτής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στη συνοικία Τεκνετζίκ είχε αρχίσει περί τα τέλη του 18ου αι. πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση της πρώτης και ολοκληρώθηκε προς αντικατάσταση αυτής.

Η τρίτη εκκλησία, του Αγίου Βασιλείου, χτίστηκε το 1832 πάνω σε λόφο στο κέντρο της πόλης, ώστε ήταν ορατή από όλες τις ελληνικές συνοικίες. Στη δυτική πύλη υπήρχε η εξής επιγραφή: «Η εκκλησία αυτή εχτίστηκε επί της βασιλείας του Σουλτάνου Μαχμούτ, Πατριάρχου Κωνσταντίνου και Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου, με την επιστασία των προυχόντων και με τη συνδρομή και προσωπική εργασία όλων των κατοίκων σ’ ένα χρόνο μέσα και εγκαινιάστηκε την 15η Αυγούστου 1834». Η μεγαλοπρεπής εκκλησία με τον υπερυψωμένο γυναικωνίτη πάνω σε 34 κίονες από γρανίτη, με την πλούσια αγιογράφηση και τις σπάνιες εικόνες, με το μαρμάρινο ανάγλυφο τέμπλο και τον χρυσοστόλιστο άμβωνα χαράκτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη των προσφύγων. Η Ελισάβετ Ισαακίδου (του Χατζηευθύμη), προγιαγιά της Παρ. Σαραντίδου, συνήθιζε να λέει «σαν τον Άγιο Βασίλειο δεν έχω δει άλλη εκκλησία.

Η τέταρτη εκκλησία, του Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου, είχε κτιστεί στην συνοικία του Τοά Γερί, εκεί που ήταν αρχικά ο τάφος του Οσίου. Η ανέγερση του ναού ξεκίνησε το 1886 με χρήματα και προσωπική εργασία όλων των Προκοπιέων. Η αποπεράτωση της, όμως, έγινε εφικτή με την βοήθεια της Ρωσικής Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το 1892 από τον Μητροπολίτη Καισαρείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι εικονίσματα του τέμπλου διασώθηκαν από τους πρόσφυγες και κοσμούν σήμερα το τέμπλο του νέου ναού στην Εύβοια.

Ο ιερός ναός του Οσίου Ιωάννου Ρώσσου και όλες οι εκκλησίες του Προκοπίου μετά την Ανταλλαγή κατεδαφίστηκαν.

Ήθη, Έθιμα, και Παραδόσεις      Οι Ρωμιοί του Προκοπίου τηρούσαν πιστά τα ήθη και έθιμα της παράδοσης του τόπου τους, τα περισσότερα από τα οποία απαντώνται σε όλη την Καππαδοκία και ήταν στενά συνδεδεμένα με τη χριστιανική λατρεία. Υπήρχαν, μάλιστα, αρκετοί χοροί αφιερωμένοι στους Αγίους και τις θρησκευτικές εορτές από όπου δανείζονταν το όνομά τους. Η έντονη θρησκευτικότητα των Προκοπιέων εξηγεί και το γεγονός ότι στα περισσότερα σπίτια υπήρχε ένα δωμάτιο προσευχής, διακοσμημένο με εικόνες, που παρέπεμπε σε μικρό εκκλησάκι. Μπροστά στα εικονίσματα κρεμόταν το καντήλι που έκαιγε συνέχεια μπεζίρι (σπορέλαιο), πλην των μεγάλων εορτών που το αντικαθιστούσαν με ελαιόλαδο. Την παραμονή της ημέρας εορτασμού της κάθε εκκλησίας γινόταν λιτάνευση της εικόνας του Αγίου στις συνοικίες. Προς τιμήν της μνήμης του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) τελούνταν συλλείτουργο και των τριών εκκλησιών, γιατί ήταν η πιο μεγάλη γιορτή της πόλης. Σε αυτή συμμετείχαν και οι Τούρκοι, που αποκαλούσαν τον Άγιο Γεώργιο με το όνομα Χιδιριλιάζ και θεωρούσαν τη μέρα της εορτής του αρχή του καλοκαιριού. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συνοικία Τοά Γερί, τόπο ταφής του Οσίου Ιωάννη του Ρώσσου, συγκεντρώνονταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με επικεφαλής τους ιερείς και τους ιμάμηδες αντίστοιχα, για να προσευχηθούν σε περιόδους ανομβρίας ή προτού αναχωρήσουν ως προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα ή την Μέκκα. Ο συνεορτασμός και η συμπροσευχή χριστιανών και μουσουλμάνων ενισχύουν τις πολλές προφορικές μαρτυρίες που διαβεβαίωναν για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων μέχρι και την περίοδο της Ανταλλαγής.

Οι χοροί του Προκοπίου, όπως και όλης της Καππαδοκίας, ήταν αντιπροσωπευτικοί της κοινωνικής οργάνωσης, των αντιλήψεων και των ηθών της περιοχής. Τους χορούς χαρακτήριζε η μεγαλοπρέπεια της λιτότητας. Η σεμνότητα της κίνησης, χωρίς υπερβολικά λικνίσματα, συνοδευόταν είτε από το ανέμισμα του μαντηλιού είτε από τον ήχο κουταλιών ή ποτηριών που συνέπιπτε με το σθεναρό πάτημα του πέλματος στη γη, ενώ το σώμα παρέμενε στητό και περήφανο.

Αμιγώς ανδρικοί ή γυναικείοι αλλά και μικτοί, οι χοροί, κυκλικοί ή αντικριστοί, δηλωτικοί του κοινωνικού διαχωρισμού της θέσης και του ρόλου των δύο φύλων χορεύονταν σε οικογενειακές ή κοινωνικές εκδηλώσεις. Στους κυκλικούς χορούς τηρείτο η ιεραρχία. Προπορεύονταν οι άνδρες κατά φθίνουσα σειρά ηλικίας και κοινωνικής θέσης και ακολουθούσαν οι γυναίκες χωρίς, όμως, «να πιάνονται» με τους άντρες. Ο πιο χαρακτηριστικός από τους αντικριστούς χορούς με τα κουτάλια αλλά και ο πλέον αγαπητός για τη χαρούμενη μελωδία του, με καταγωγή από το Ικόνιο, κοινός σε όλην την Καππαδοκία ήταν το Κόνιαλι.

Τα μουσικά όργανα που έδιναν τον ρυθμό στους χορευτές ήταν το ούτι και το κανονάκι. Με το ούτι ερμηνεύονταν και οι περίφημοι αμανέδες.

Οικονομία – Παιδεία      Η γεωγραφική του θέση στην καρδιά της Καππαδοκίας, κατέστησε το Προκόπι κέντρο κρατικών και δημοτικών υπηρεσιών και έδρα «του καϊμακαμλικίου», δηλαδή της περιφέρειας Προκοπίου, η οποία ανήκε στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και υπαγόταν στο βιλαέτι του Ικονίου. Στο Προκόπι λειτουργούσαν Δικαστήρια και Μουφτείο, Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Υποθηκοφυλακείο και Τελωνείο αλλά και Περιφερειακό Ιατρείο.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. το Προκόπι γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, η οποία οφειλόταν τόσο στην ευφορία του τόπου, όσο και στις επικρατούσες ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες της περιόδου. Φρουτοπαραγωγική και σταφυλοπαραγωγική η περιοχή, με αμπελώνες που απλώνονταν μέχρι τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ), φημιζόταν για τις σταφίδες της και τα αποξηραμένα βερύκοκα. Στο κέντρο της πόλης λειτουργούσε μεγάλη πολυσύχναστη αγορά η οποία ανέδειξε το Προκόπι ως τον σημαντικότερο εμπορικό κόμβο κοντά στη Σινασσό, καθώς συγκέντρωνε το έντονο ενδιαφέρον όλων των γύρω περιοχών. Τα υψηλής ποιότητας παραγόμενα αγροτικά προϊόντα, αφού υπερκάλυπταν τις τοπικές και διατοπικές καταναλωτικές ανάγκες, αξιοποιούνταν στην εγχώρια μεταποιητική βιοτεχνία και σε ποσοστό 70-80% διατίθεντο στις εσωτερικές αγορές της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις οποίες μεταφέρονταν διά ξηράς, αρχικά με καραβάνια και στη συνέχεια, μετά τη διάνοιξη του σιδηροδρομικού δικτύου, με το τρένο.

Οι Προκοπιείς εκμεταλλεύτηκαν με εξορύξεις και τα πλούσια κοιτάσματα μαρμάρου και αλάβαστρου, καθώς και την άφθονη πρώτη ύλη που πρόσφεραν τα λατομεία γρανίτη και ασβεστόλιθου. Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής εξαρτιόταν κατά κύριο λόγο από την εργατική δύναμη των μουσουλμάνων, ενώ ο δευτερογενής και το εξαγωγικό εμπόριο ελέγχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τους χριστιανούς. Οι επαγγελματοβιοτέχνες ορθόδοξοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, με κυριότερη αυτή των χτιστών (πετράδων) οι οποίοι «αναλάμβανον μονοπωλιακά το χτίσιμο κάθε είδους οικοδομών σ΄ όλην την κοντινήν και μακρυνή περιοχήν». Επίσης, υπήρχαν και οι συντεχνίες των υποδηματοποιών, των ραφτάδων, των σιδηρουργών. Πολλοί Προκοπιείς, εξάλλου, δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σαμψούντα, τα Άδανα, τη Μερσίνα και τη Σμύρνη, όπου διατηρούσαν εμπορικά καταστήματα ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις και ανταλλακτήρια νομισμάτων.

Εκτός από τις οικιακές εργασίες οι γυναίκες του Προκοπίου ασχολούνταν επαγγελματικά με την υφαντουργία και την κεντητική- που γνώριζαν μεγάλη ανάπτυξη σε όλη την Καππαδοκία- αλλά και την ταπητουργία. Οι γυναίκες του Προκοπίου κατασκεύαζαν βαμβακερά και μάλλινα υφαντά καθώς και ονομαστά για τα σχέδια τους χειροποίητα χαλιά. Κάθε σπίτι διέθετε χειροκίνητο αργαλειό και λειτουργούσε ως μια μικρή βιοτεχνία παραγωγής χαλιών και κιλιμιών, που προορίζονταν τόσο για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας όσο και για εξαγωγή μέχρι την Ευρώπη και την Αμερική. Στο Προκόπι, στις αρχές του 20ου αιώνα, 333 εργαζόμενοι, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν γυναίκες, ανάμεσά τους και μία σχεδιάστρια χαλιών, απασχολούνταν στην ταπητουργία. Οι ταπητουργοί αποτελούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού της πόλης.

Η οικονομική ευμάρεια του Προκοπίου αποτυπωνόταν, εκτός των άλλων, στα τριάντα διώροφα αρχοντικά σπίτια που κοσμούσαν την πόλη με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και τους κήπους τους. Μεταξύ αυτών και τα τρία σωζόμενα μέχρι το 2002 αρχοντικά: του Χατζηροήλ Καπετανίδη, το μοναδικό που είχε μπαλκόνι, το χαρακτηριστικό χαριτζιέ, του Βασίλειου Ισαακίδη και του Χατζηευθύμιου Ισαακίδη. Στο τελευταίο, μάλιστα, είχαν διατηρηθεί το ταντούρι και οι περίτεχνες τοιχογραφίες του κεντρικού δωματίου του δευτέρου ορόφου.

Η οικονομική άνθηση που σημειώθηκε στη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων οδήγησε στην πληθυσμιακή έκρηξη του χριστιανικού στοιχείου η οποία «έφτασε σε ποσοστό 200%» κατά την δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι. Την ίδια περίοδο εγκαινιάστηκε και η έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα των ελληνορθόδοξων κατοίκων. Συγκεκριμένα, στο Προκόπι λειτουργούσαν, παράλληλα με τα δώδεκα δημοτικά τουρκικά σχολεία (Ιπτιταγή) και το ένα τουρκικό ημιγυμνάσιο (Ρουστιγιέ), αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο. Το Παρθεναγωγείο στεγαζόταν σε κτήριο που δώρισε στην κοινότητα η επιφανής οικογένεια των αστών, διαμενόντων στην Κωνσταντινούπολη, Καπτανιδέων (Ζαδέ Καπτάν). Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αριθμούσε 250 μαθητές και μαθήτριες. Με την αυγή του 20ου αι. (1904) στο διτάξιο νηπιαγωγείο της πόλης φιλοξενούνταν 250 νήπια, ενώ στην επτατάξια αστική σχολή αρρένων και στο εξατάξιο παρθεναγωγείο φοιτούσαν ήδη 230 μαθητές και 120 μαθήτριες αντίστοιχα. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (1912-13) ο αριθμός μαθητών και μαθητριών στο σύνολο των εκπαιδευτικών βαθμίδων ανερχόταν στους εξακόσιους. Η διδασκόμενη ύλη ακολουθούσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πατριαρχείου και παρακολουθούνταν από τον Μητροπολίτη Καισαρείας.

Το έντονο μορφωτικό ενδιαφέρον των Προκοπιέων είχε αναλάβει να καλλιεργήσει η Εφορία. Στην πολυσχιδή δράση της, εκτός από το φιλανθρωπικό έργο και τη συντήρηση των εκκλησιών, περιλαμβανόταν και η εύρυθμη λειτουργία των σχολείων. Τα έσοδά της προέρχονταν από εράνους, δωρεές και αξιοποίηση της κοινοτικής περιουσίας. Η Εφορία μεριμνούσε για την πρόσληψη και πληρωμή των δασκάλων, την παρακολούθηση της προόδου των μαθητών και τη χορήγηση υποτροφιών στους αριστεύσαντες, προκειμένου για τη συνέχιση των σπουδών τους σε ανώτερες σχολές. Το φιλεκπαιδευτικό έργο της Εφορίας συνεπικουρούσε, επίσης, η Φιλόμουσος Αδελφότης Προκοπιέων «Η Αρετή», που είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1908 με στόχο την αναβάθμιση και προαγωγή της παιδείας στο Προκόπι. Την κοινωνική δραστηριότητα των ευκατάστατων Προκοπιέων συμπλήρωνε η ιδρυθείσα το 1894 Φιλόπτωχος Αδελφότης Η Ορθοδοξία, που είχε αναλάβει τα έξοδα συντήρησης και περίθαλψης των αναξιοπαθούντων Ρωμιών κατοίκων.

Ωστόσο, η εκδήλωση του κινήματος των Νεότουρκων το ίδιο έτος και η ακολουθούμενη στη συνέχεια εθνικιστική πολιτική, δεδομένου ότι επανακαθόρισαν το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν τη μεταβολή των συνθηκών των όρων διαβίωσης των κατοίκων του Προκοπίου.

Η έντονη οικονομική, εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα της ελληνορθόδοξης κοινότητας του Προκοπίου διακόπηκε αμετάκλητα, υπό το βάρος των αλλαγών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και των τραγικών συνεπειών της αποτυχημένης Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αφότου αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν στη Σύμβαση της Ανταλλαγής οι πληθυσμοί της Καππαδοκίας, μετά από «ένα άγριο παζάρι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1922 και στις αρχές Ιανουαρίου του 1923 όλοι οι …τουρκόφωνοι χριστιανοί της Καππαδοκίας, μαζί με τα πλουσιότερα και πιο εκλεπτυσμένα ξαδέρφια τους από τις γύρω πόλεις όπως το σύγχρονο Ουργκούπ (Προκόπιον)…πήραν τον δρόμο για την Ελλάδα».

Κατά την Ανταλλαγή     Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του Προκοπίου (όπως και όλοι οι Ρωμιοί της Καππαδοκίας) συμπεριλήφθηκαν στους ανταλλάξιμους πληθυσμούς της Κεντρικής και Νότιας Μ. Ασίας, όταν ναυάγησε το σχέδιο να υπαχθούν ως ορθόδοξοι Τούρκοι στο Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο. Η μετανάστευσή τους στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε κατά διαταγή και οργανώθηκε σταδιακά υπό την εποπτεία της Διεθνούς Μεικτής Επιτροπής στο διάστημα μεταξύ του φθινοπώρου του 1923 και του 1925, ενώ οι ευπορότεροι Προκοπιείς, είχαν φροντίσει να αναχωρήσουν πρωτύτερα. Το 1924, έτος εφαρμογής της Ανταλλαγής, το Προκόπι είχε πληθυσμό 14 χιλιάδες κατοίκους εκ των οποίων οι 4 χιλιάδες ήταν χριστιανοί. Κατά τον Λ. Ευπραξιάδη, μετά την αναχώρηση για την Ελλάδα στις εγκαταλειφθείσες ιδιόκτητες οικίες τους τοποθετήθηκαν τριακόσιες οικογένειες Σλαβομακεδόνων από την Έδεσσα, τη Φλώρινα και την Καστοριά.

Την επιμέλεια της μετεγκατάστασης στη νέα πατρίδα είχε αναλάβει η υποεπιτροπή του Προκοπίου, έργο της οποίας ήταν η περισυλλογή του κοινοτικού, εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού αρχείου, ο διαμοιρασμός και ο έλεγχος των δηλώσεων της ακίνητης περιουσίας των ανταλλάξιμων, η διάσωση τμήματος της κινητής περιουσίας, αλλά και η διαφύλαξη των ιερών αναγνωσμάτων και σκευών με πρώτο απ’ όλα του ιερού λείψανου του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου.

Υπό την καθοδήγηση της υποεπιτροπής κατέστη δυνατή και η ασφαλής μεταφορά του πληθυσμού στην Ελλάδα. Οι Προκοπιείς, αφού οδηγήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ουλούκισλα, όπου παρέμειναν επί δεκαπενθημέρου σε σκηνές αναμένοντας το τρένο που θα τους μετέφερε ομαδόν στο λιμάνι της Μερσίνας, αναχωρούσαν από εκεί με πλοία για την Ελλάδα. Ταξιδεύοντας δύο νύχτες και μια μέρα ως τον Πειραιά, αποβιβάστηκαν στο Λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου (στη νήσο Φαρμακούσα του Κερατσινίου) και εκεί διαχωρίστηκαν. Άλλοι συνέχισαν με το πλοίο μέχρι τη Χαλκίδα.

Η Εγκατάσταση στην Ελλάδα     Οι πρώτοι πριν την ανταλλαγή αφιχθέντες στην Ελλάδα Προκοπιείς είχαν ιδρύσει τον Μάιο του 1924 τον Σύλλογο Η Αναγέννησις. Παρά το γεγονός ότι το Σωματείο είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, αρχικά καταγράφοντας τον ακριβή αριθμό των ανταλλάξιμων Προκοπιέων και στη συνέχεια διατηρώντας συνεχή επαφή με το ελληνικό κράτος και την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), ώστε να επιτευχθεί η σύσσωμη εγκατάσταση της κοινότητας Προκοπίου στον ίδιο τόπο, κάτι τέτοιο, για λόγους που σχετίζονται τόσο με τους ίδιους όσο και με την ακολουθούμενη από το κράτος και την ΕΑΠ πολιτική αποκατάστασης, δεν κατέστη εφικτό.

Η Ε.Α.Π. κατηύθυνε τους πρόσφυγες στην αγροτική αποκατάσταση, ενώ η επαγγελματική εξειδίκευση των Προκοπιέων στο εμπόριο και τη βιοτεχνία ήταν αυτή που τους ωθούσε στις αστικές ή περιαστικές περιοχές. Για τους λόγους αυτούς οι Προκοπιείς ακολούθησαν τη γενική τάση της πολυδιασποράς των προσφυγικών πληθυσμών εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Ένα σημαντικό τμήμα τους εγκαταστάθηκε στη βόρεια Εύβοια, όπου ίδρυσαν, στο πρώην τσιφλίκι του Αχμέτ Αγά, τον ομώνυμο συμπαγή οικισμό στις εκτάσεις των απαλλοτριωθέντων από το ελληνικό κράτος κτημάτων της Ειρήνης Νόελ Μπέκερ, συζύγου του Άγγλου βουλευτή Φίλιπ Νόελ Μπέκερ. Μέρος αυτών επέλεξε να εγκαταλείψει την αγροτική αυτή περιοχή και να μετοικήσει στην πόλη της Χαλκίδας και στο Μακρυμάλλη. Άλλοι Προκοπιείς κατέφυγαν στη Λάρισα, τη Μακεδονία- κυρίως στη Θεσσαλονίκη- και τη Θράκη. Άλλοι, πάλι, διασκορπίστηκαν στην Αττική, ενώ υπήρξαν και κάποιοι που αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό. Οι ομάδες της Εύβοιας και της Β. Ελλάδας έτυχαν επί το πλείστον της αγροτικής αποκατάστασης, ενώ οι παραμείναντες στην Αττική συμμορφώθηκαν με τις επιλογές που παρείχε η αστική αποκατάσταση. Από τους τελευταίους, οι εύποροι Προκοπιείς είτε εγκαταστάθηκαν στους πρότυπους συνοικισμούς είτε αυτοστεγάστηκαν με δικά τους έξοδα σε μισθωμένες κατοικίες ή σε οικήματα που ανήγειραν οι ίδιοι. Αντιθέτως, οι φτωχότεροι, εξαναγκασμένοι να καταλύσουν στους αυτοσχέδιους προσφυγικούς συνοικισμούς, παρέμειναν επί μακρό χρονικό διάστημα σε παράγκες και παραπήγματα, προσδοκώντας την αρωγή του ελληνικού κράτους για την οριστική τους αποκατάσταση. Η τελευταία πραγματοποιήθηκε με μεγάλη χρονοκαθυστέρηση, μόλις στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του Μεσοπολέμου, οπότε τους παραχωρήθηκαν έναντι δανείου κατοικίες διαφόρων τύπων στους νεοαναγειρόμενους κρατικούς προσφυγικούς συνοικισμούς των παρυφών της Αθήνας και του Πειραιά.

Οι Προκοπιείς της Αττικής     Η πολυδιασπορά των Προκοπιέων επιβεβαιώνει την επικράτηση της πολιτικής της απροσάρμοστης εγκατάστασης, η οποία υιοθετήθηκε εκ μέρους του κράτους με κριτήρια την εξυπηρέτηση των επιτακτικών αναγκών της στιγμής και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Γι’ αυτό, συγκροτημένη ομαδική εγκατάσταση Προκοπιέων εντός Αττικής βρίσκουμε μόνο στον συνοικισμό της Ελευσίνας, όπου μαρτυρείται η μαζική παρουσία 25 οικογενειών. Οι περισσότερες, όμως, εγκαταστάσεις του Μεσοπολέμου στο λεκανοπέδιο παρατηρούνται διάσπαρτες στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, με τις συχνότερες να σημειώνονται στις βορειοδυτικές συνοικίες της πόλης. Συγκεκριμένα, καταγραφές πυκνές δηλώνονται στη Δραπετσώνα, συγκριτικά πιο αραιές στο Κερατσίνι (Ταμπούρια, Ευγένεια, Αμφιάλη) και στο Πέραμα, στη Νίκαια και στη Νεάπολη, στον Κορυδαλλό και στον Ρέντη, αλλά και στην Καλλίπολη καθώς και στο κέντρο του Πειραιά.

 

Τοπογραφικό διάγραμμα των ρωμέικων συνοικιών ΠΗΓΗ: Λ. Ευπραξιάδης, Προκόπι Καππαδοκίας

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εγκαταστάσεις του Πειραιά, όπως και οι περισσότερες της Αθήνας, πραγματοποιήθηκαν σε όμορες ή κοντινές συνοικίες πράγμα που αποδεικνύει την επιθυμία αλλά και την προσπάθεια των Προκοπιέων να διατηρήσουν τη μεταξύ τους ενότητα ή έστω να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή εγγύτητα με τους συμπατριώτες τους. Για την περιοχή της Αθήνας υπάρχουν αναφορές που τοποθετούν Προκοπιείς στο Αιγάλεω, συχνότερες στους Ποδαράδες (Ν.Ιωνία), στον Περισσό και στο Ν. Ηράκλειο, σπανιότερες στην Καλλιθέα και στον Βύρωνα, στους Αμπελόκηπους, στη Λ. Συγγρού, στο σταθμό Λαρίσης, στο κέντρο της Αθήνας και στο Μαρούσι. Η επιλογή ή η ανάγκη της εγκατάστασης στις προαναφερθείσες περιοχές πέριξ του Πειραιά και της Αθήνας συνδέεται στενά με τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης και συνακόλουθα με την εξασφάλιση της επιβίωσης. Είναι, επίσης, άρρηκτα συνυφασμένη με τη διασφάλιση της αποπληρωμής των προσφυγικών δανείων για την απόκτηση κατοικίας. Αφενός η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι και η Νίκαια, καθώς γειτνίαζαν με τις βιομηχανικές μονάδες που είχαν αναπτυχθεί στους βορειοδυτικούς όρμους του λιμανιού, αφετέρου ο Ρέντης κείμενος δίπλα στη συνοικία των εργοστασίων, τα Καμίνια, έδιναν εργασιακή διέξοδο στους νεήλυδες Προκοπιείς, ενώ η Ν. Ιωνία προσφερόταν για τη γυναικεία απασχόληση στην ταπητουργία. Δεν ήταν λίγοι, όμως, κι εκείνοι που εργάστηκαν ως δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αρκετοί, επίσης, οι περισσότεροι οικονομικά ευκατάστατοι, είτε στράφηκαν στα ελεύθερα επαγγέλματα είτε ανέπτυξαν ποικίλη εμπορική δραστηριότητα.

Η έντονη επαγγελματική και κοινωνική κινητικότητα των Προκοπιέων παρατηρείται, ωστόσο, μετά την πλήρη ενσωμάτωσή τους στη νέα πατρίδα, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτέλεσμα αυτής αποτελεί η διαφοροποίηση στη σύσταση και την πυκνότητα των αρχικών εγκαταστάσεων. Μεταπολεμικά, αρκετοί Προκοπιείς, και μάλιστα της δεύτερης γενιάς, εγκαταλείποντας τα βιομηχανικά προάστια, επέλεξαν να μετεγκατασταθούν σε περιοχές που εξασφάλιζαν καλύτερη ποιότητα ζωής. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι στράφηκαν σε μέρη τα οποία αποτελούσαν πρότυπους προσφυγικούς συνοικισμούς ή όπου γνώριζαν πως ήταν ήδη εγκατεστημένοι συντοπίτες τους, όπως στην Καλλίπολη, τη Ν. Σμύρνη, το Ν. Ηράκλειο, συνοικίες στις οποίες συναντούμε έως και σήμερα απογόνους της τρίτης γενιάς.

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος      Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος αναγνωρίστηκε ως το νεότερο σύμβολο της Ορθοδοξίας στην Καππαδοκία. Λατρευόταν από τους χριστιανούς και απολάμβανε του σεβασμού των μουσουλμάνων. Ο Όσιος Ιωάννης υπολογίζεται ότι γεννήθηκε το 1690 σε ένα χωριό της Ρωσίας. Συνελήφθη αιχμάλωτος στο Ρωσο-τουρκικό πόλεμο το 1711 και πουλήθηκε ως δούλος στον ίππαρχο Προκοπίου Εσσέτ Αγά. Παρ’ όλες τις πιέσεις και την κακομεταχείριση των Οθωμανών, δεν δέχθηκε να αλλάξει την θρησκεία του. Ζούσε μέσα στο στάβλο φροντίζοντας τα ζώα του αφέντη του. Οι κακουχίες και η ασκητική ζωή κατέβαλαν τον Ιωάννη, ο οποίος, αφού κοινώνησε, παρέδωσε το πνεύμα του στις 27 Μαΐου 1730 σε ηλικία 40 χρόνων. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στο ελληνικό νεκροταφείο στη συνοικία Τοά Γερή. Μετά από 3 χρόνια άνοιξαν το μνήμα του και βρήκαν το σώμα του ατόφιο, άφθαρτο αλλά και ευωδιάζον. Αρχικά τοποθέτησαν το σώμα του σε κάσα κάτω από την Αγία τράπεζα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, όπου ο Όσιος έκανε τις προσευχές του. Αργότερα, μετέφεραν το σώμα του στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Κατά την ανταλλαγή, το 1924, οι Προκοπιείς φυγάδευσαν το σκήνωμα του Όσιου στην Ελλάδα.

 

Σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες, οι τουρκικές αρχές άφησαν τους χριστιανούς να πάρουν τα Ιερά σκεύη και τις εικόνες, αλλά δεν τους επέτρεψαν να αποσπάσουν το Ιερό σκήνωμα: «Λέγοντας ότι αυτός μεσ’ τα χέρια μας άγιασε και θα μείνει εδώ, κλείδωσαν την εκκλησία και την σφράγισαν. Όταν το άκουσε ένας σιδηρουργός, ο κ.Νικολάου, με το παρατσούκλι «Νισάναγας», πήγε στον παπα-Χαράλαμπο και του είπε ότι αυτός μπορεί να ανοίξει με αντικλείδι την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας την νύχτα, για να μπορέσουν να βγάλουν το Ιερό σκήνωμα. Έτσι, την άλλη μέρα 10 Σεπτεμβρίου 1924 που αναχωρούσε ο κ. Παναγιώτης Παπαδόπουλος πήρε το σκήνωμα, το τύλιξε σε ένα κιλίμι και το πέρασε από το Τελωνείο λέγοντας ότι είχε μέσα τρόφιμα και ρούχα. Ναύλωσε με δικά του έξοδα το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» με το οποίο εκτός από το σκήνωμα το Οσίου μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και 800 πατριώτες».

Το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι της Μερσίνας, έφτασε στον Πειραιά και κατόπιν, τον Οκτώβριο του 1924, στην Χαλκίδα όπου, Προκοπιείς που κατέλυσαν εκεί, τοποθέτησαν προσωρινά το σκήνωμα στον Ιερό Ναό του Ιωάννου Προδρόμου. Το 1926, αφού μετέφεραν το ιερό λείψανο στο Νέο Προκόπι, το τοποθέτησαν αρχικά στον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και στη συνέχεια, το 1951, το εναπόθεσαν στον επιβλητικό ναό που κτίστηκε προς τιμήν του Οσίου. Από τότε μέχρι και σήμερα η εκκλησία του Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου στο Νέο Προκόπι αποτελεί ιερό προσκύνημα, σημείο αναφοράς και τοπόσημο συλλογικής μνήμης για τους απανταχού Προκοπιείς όπως και για όλους τους Καππαδόκες.

Τα Σωματεία      Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι απόγονοι των πρώτων Προκοπιέων προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της πατρίδας τους. Θεματοφύλακες της μνήμης είναι τα τρία ανά την Ελλάδα ενεργά Σωματεία- Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων, Χαλκίδας και Θεσσαλονίκης- υπό την κοινή ονομασία Σωματείο Προκοπιέων ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος. Τηρώντας καταλόγους μελών και φίλων εξασφαλίζουν με συνδρομές και δωρεές τη βιωσιμότητά τους. Τα σωματεία διαθέτουν λαογραφικές εκθέσεις και φυλάσσουν αρχεία προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές που δεν κατατέθηκαν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) ή στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Με τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων ποικίλου περιεχομένου, πλαισιωμένων ενίοτε με τις παρεμβάσεις καταξιωμένων ιστορικών, και με αξιόλογες – αν και περιορισμένες – εκδοτικές πρωτοβουλίες επιδιώκουν να αφυπνίσουν τις αναμνήσεις των παλαιότερων και να διεγείρουν το ενδιαφέρον των νεότερων. Με την πραγματοποίηση εκδρομών προσδοκούν να συνδέσουν τους απογόνους των προσφύγων δεύτερης και τρίτης γενιάς τόσο μεταξύ τους όσο και με τους προγόνους τους. Για τον λόγο αυτό ετήσιος προορισμός των Σωματείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι το Νέο Προκόπι, όπου φιλοξενείται το Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού Προκοπίου Ευβοίας στον ανακαινισμένο χώρο του πρώην ξενώνα των προσκυνητών του Οσίου. Στο Μουσείο εκτίθενται διασωθέντα ιστορικά έγγραφα, ιερά κειμήλια και αντικείμενα του καθημερινού βίου των Προκοπιέων της Καππαδοκίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι χειρόγραφοι κώδικες της καταγραφής της ακίνητης περιουσίας των 604 ανταλλάξιμων οικογενειών, οι φωτογραφικές απεικονίσεις και τα χειροποίητα χαλιά. Για τον ίδιο λόγο και το Σωματείο Προκοπιέων της Αττικής είχε λειτουργήσει από το 1956 έως και το 1967 παιδική κατασκήνωση αρρένων και θηλέων στο Μακρυμάλλη Ευβοίας. Αρκετές φορές, εξάλλου, στο διάστημα των εκατό χρόνων από τον ξεριζωμό, τα Σωματεία οργάνωσαν επισκέψεις στο Προκόπι της Καππαδοκίας στοχεύοντας στην επανατροφοδότηση των δεσμών με τη γενέθλια γη των προγόνων τους.

Ο προσανατολισμός των πρωτοβουλιών των σύγχρονων σωματείων σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των ενεργειών τους, επιβεβαιώνοντας την παραμονή του τραύματος της προσφυγιάς στο συλλογικό υποσυνείδητο, εξακολουθούν να παράγουν όλα αυτά τα χρόνια δύο αποτελέσματα: τη διαρκή υπενθύμιση της ταυτότητας και τη φαντασιακή ανασύσταση της χαμένης πατρίδας.

Έναν αιώνα μετά τον διωγμό, τα σωματεία των Προκοπιέων καλούνται να δια- χειριστούν το δύσκολο εγχείρημα της αναγκαιότητας διάσωσης της ιστορικής μνήμης από τους μακρινούς απογόνους των πρώτων εκείνων προσφύγων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– CLARK BRUCE, Δυο φορές ξένος ΟΙ ΜΑΖΙΚΕΣ ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΑΝ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ, Ποταμός, Αθήνα 2007 – Γκιζελή Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930,Επικαιρότητα , Αθήνα 1984 – Ευπραξιάδης, Λ., Προκόπι Καππαδοκίας, Θεσσαλονίκη 1988 – Zürcher J., Erik, Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας, Αλεξάνδρεια 2004 – Καπετανίδου Γε. Ε., Ο Αστικός Προσφυγικός Συνοικισμός της Ευγένειας(Πειραιώς): Εγκαταστάσεις προσφύγων από το Προκόπι της Καππαδοκίας στον συνοικισμό της Ευγένειας, Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία, Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ιούλιος 2018 – Κιτρομηλίδης Π., «Οι νοερές κοινότητες και η αφετηρία του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια», στο Θάνος Βερέμης (επιμ.), Εθνική Ταυτότητα και εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997 – Κυραμαργιού Ε., Δραπετσώνα 1922-1967 Ένας Κόσμος στην άκρη του κόσμου, ΕΙΕ, ΙΙΕ, Αθήνα, 2019 – Πρωτοπρεσβύτερου Χρυσόστομου Ενωτιάδη «Ιστορικές Ματιές» 1994, 2η έκδοση – Σεφέρης Γ., Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, Αθήνα 2000 – Τόκα, Π., Οι Χοροί και τα Τραγούδια από τα Φάρασα της Καππαδοκίας στο Πλατύ Ημαθίας μέσα από τα Έθιμα και τις Παραδόσεις, Μεταπτυχική Διατριβή, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012 – Χαρακόπουλος Μάξιμος, «Ρωμιοί της Καππαδοκίας», 2014 – Χατζηιωσήφ Χ., ΣΥΝΑΣΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΟΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ- ΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2005

– ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ

– Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ, ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΑΠΟ 1833 ΩΣ 1881,Εκδ. Αθηνών – Κουρουπού M.- Μπαλτά E., ΕΛΛΗΝΟΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟ- ΚΙΑΣ 1. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Πηγές στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2001 – Λιάκος Α., (επιμ.), ΤΟ 1922 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ μια νέα ματιά, Νεφέλη, Αθήνα 2011 – Τσιτσελίκης Κ., (επιμ.), Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ Πτυχές μια εθνικής σύγκρουσης, ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΕΜΟ, Αθήνα 2006 – ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

– Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία: http://www.ehw.gr/l. aspx?id=3684 http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5944 – Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού Προκοπίου Ευβοίας https://oir.gr/moyseio/ mikrasiatikou-politismou/

Η Ελένη Γε. Καπετανίδου  γεννήθηκε στον Πειραιά και κατοικεί στο Κερατσίνι. Κατάγεται εκ πατρός από το Προκόπι της Καππαδοκίας και εκ μητρός από το Γερακάρι Ρεθύμνου. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας και του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και τελειόφοιτη μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Την περίοδο 2014-2019 είχε διατελέσει Δημοτική Σύμβουλος, εντεταλμένη Βιβλιοθηκών και Πολιτισμού, του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας. Από το 1996 εργάζεται ως καθηγήτρια Φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση.

Η Παρασκευή Σαραντίδου γεννήθηκε στον Πειραιά και κατοικεί στο Ν. Ηράκλειο. Η οικογένειά της κατάγεται από τη Σινασσό και το Προκόπι. Έχει κάνει προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων με ειδίκευση Marketing στo California State University Long Beach και Διδακτορικό στο University of Stirling στην Σκωτία. Την περίοδο 1985-1998 είχε εργαστεί σε πολυεθνικές εταιρείες σε διοικητικές θέσεις Marketing και από το 1998 είναι καθηγήτρια Marketing στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδος. Είναι Πρόεδρος της Αδελφότητας Προκοπιέων ο «Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος» Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων από το 2017 μέχρι σήμερα.

https://www.entaksis.gr/%cf%84%ce%bf-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%b9/