Κυριακὴ Τελώνου & Φαρισαίου
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Δὲν εἶνε ἡ ἐξομολόγησις κάτι ἀνθρώπινο. Εἶνε μυστήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα συνέστησε αὐτὸς ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πότε συνέστησε τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως; Μετὰ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του, στὸ διάστημα μεταξὺ Ἀναστάσεως καὶ Ἀναλήψεως. Τότε ὁ Κύριος, μεταξὺ τῶν πολυτίμων δωρεῶν ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητάς του, ἔδωσε καὶ αὐτήν· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20,23).
* * *
Ὡς θεοσύσταστο τὸ μυστήριο αὐτὸ
εἶνε ἀναγκαιότατο. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι εἶνε ἡ θύρα τοῦ
παραδείσου. Ὑπάρχει σπίτι χωρὶς πόρτα; Ἀπὸ τὴν πόρτα μπαίνετε μὲ τὸ
κλειδὶ ποὺ ἔχετε. Ὅπως λοιπὸν τὸ σπίτι καὶ ἡ ἐκκλησία ἔχουν κεντρικὴ
θύρα εἰσόδου, ἔτσι καὶ ὁ παράδεισος ἔχει μία καὶ μόνο πύλη, μία καὶ μόνο
θύρα. Εἶνε ἀκόμα ἀνοιχτὴ ἡ θύρα αὐτή· θὰ κλείσῃ ὅμως· σύντομα θὰ
κλείσῃ. Ἕως ὅτου εἶνε ἀνοικτή, ἂς σπεύσουμε νὰ εἰσέλθουμε δι᾿ αὐτῆς στὴ
γαλάζια πατρίδα μας, στὴν αἰωνία βασιλεία καὶ μακαριότητα.
Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως,
ποιοί θὰ ἦταν στὸν παράδεισο; Μόνο ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ κοντὰ σ᾿
αὐτοὺς ὅσοι πέθαναν νήπια. Μὴν τὰ κλαῖτε αὐτὰ τὰ νήπια· μακάρι νὰ μᾶς
ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ πεθαίναμε κ᾿ ἐμεῖς μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ πετάξουμε σὰν
ἀγγελούδια στὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Ἕνα μόνο νὰ προσέξετε· νὰ
βαπτίζωνται. Γιατὶ ἡ εὐθύνη τῶν γονέων εἶνε μεγάλη ἂν ἀφήσουν παιδὶ νὰ
πεθάνῃ ἀβάπτιστο. Τὰ βαπτισμένα παιδιὰ πετοῦν σὰν περιστέρια στὸν
κόσμο τῶν πνευμάτων.
Χωρὶς μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι στὸν παράδεισο θὰ ἦταν μόνο οἱ
ἄγγελοι καὶ τὰ βρέφη. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους κανείς. Σᾶς ἐρωτῶ· ὕστερα ἀπὸ τὸ
Χριστὸ ποιός ἔρχεται μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος· αὐτὸς
«ἡρπάγη» μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ» καὶ «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν
ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2,4). Οὔτε ὅμως αὐτὸς θὰ ἦταν στὸν
παράδεισο χωρὶς τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Οὔτε Παῦλος, οὔτε
Βασίλειος, οὔτε Χρυσόστομος, οὔτε Μέγας Ἀντώνιος, οὔτε κανεὶς ἄλλος
ἀνεξαιρέτως.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ θέσπισε τὸ θεῖο τοῦτο μυστήριο. Αὐτὸς
ἄνοιξε αὐτὴ τὴν πόρτα. Ἔκτοτε χιλιάδες καὶ μυριάδες ἁμαρτωλοὶ
πλένονται στὰ ῥεῖθρα τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ Ἰορδάνου. Καθαρίζονται,
ἁγνίζονται, ἐξαϋλώνονται, καὶ εἰσέρχονται στὸν παράδεισο διὰ τῆς πύλης
τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Ἀφοῦ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως εἶνε
θεοσύστατο καὶ τόσο ἀναγκαῖο, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε καὶ τὸ πιὸ ἀγαπητό. Θὰ
ἔπρεπε «πατεῖς με πατῶ σε» νὰ τρέχουμε σ᾿ αὐτὸ ὅλοι, ἀπὸ τὸν πατριάρχη
μέχρι τὸ διᾶκο κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τελευταῖο ὑπήκοο καὶ ἀπὸ τὸν
ἁγιώτερο μέχρι τὸν ἁμαρτωλότερο ἄνθρωπο. Ἂν κάποιος ἔλεγε ὅτι ἐπάνω στὰ
ὕψη τοῦ Ὀλύμπου ὑπάρχει μιὰ βρύσι, ποὺ ὅποιος πάῃ καὶ πλυθῇ στὰ νερά
της καὶ μὲ μιὰ χούφτα νερὸ βρέξῃ τὸ πρόσωπό του, ἂν εἶνε ἄσχημος, ἄντρας
ἢ γυναίκα, θὰ γίνῃ ὁ ὡραιότερος ἄνθρωπος τῆς γῆς, καὶ ἂν εἶνε γέρος θὰ
γίνῃ νέος, καὶ ἂν εἶνε φτωχὸς θὰ γίνῃ πλούσιος· ἐὰν ὑπῆρχε μιὰ τέτοια
πηγὴ καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρημνα ὕψη, ὅπου ὅποιος θὰ λουζόταν θ᾿ ἀνακαινιζόταν
ἐξ ὁλοκλήρου, ποιός δὲν θὰ πήγαινε; Ὅλοι ἀσφαλῶς θὰ ἔτρεχαν σ᾿ αὐτήν.
Ἀλλὰ τέτοια βρύσι, βρύσι ποὺ ῥέει ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀπὸ
τὰ καρφιὰ τοῦ σταυροῦ του, εἶνε ἡ μετάνοια. Διότι ἡ μετάνοια, ὅπως καὶ
ὅλα τὰ μυστήρια, ἔχουν δύναμι, ἀντλοῦν δύναμι, ἀπὸ κάπου. Ἡ πηγὴ ὅλων
τῶν μυστηρίων –ἂς μὴ τὸ λησμονοῦμε αὐτό– ποῦ βρίσκεται; Ὅπως ἕνας
ποταμὸς ἔχει τὶς πηγές του, ἔτσι καὶ τὰ ἑπτὰ αὐτὰ μεγάλα ποτάμια, τὰ
ἑπτὰ μυστήρια ἐννοῶ, ἔχουν τὶς πηγές τους. Καὶ οἱ πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες
ῥέουν διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὰ ἑπτὰ αὐτὰ μυστήρια, οἱ μεγάλοι καὶ
ἀνεξάντλητοι αὐτοὶ ποταμοὶ τῆς χάριτος, ποῦ εἶνε; Οἱ πηγὲς τοῦ
Ἁλιάκμονος εἶνε πάνω στὴν Πίνδο· καὶ οἱ πηγὲς τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὰ ἑπτὰ
μυστήρια εἶνε τὸ ὄρος Γολγοθᾶ, τὸ φρικτὸ ὄρος Γολγοθᾶ. Ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ πάνω στὴ γῆ ἔπεσαν οἱ ῥανίδες τοῦ αἵματός
του, ἀπὸ τότε οἱ ῥανίδες αὐτὲς ἔγιναν ἑπτὰ ποτάμια, μέσα στὰ ὁποῖα
λούζονται οἱ ἄνθρωποι.
Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ ποτάμια αὐτὰ εἶνε καὶ τὸ μυστήριο τῆς
μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ μυστήριο αὐτὸ νὰ εἶνε
πολὺ ἀγαπητό. Καὶ ὅμως τί συμβαίνει; Ἔγινε τὸ πιὸ δυσάρεστο. Εὔκολα
τρέχει κανεὶς στὸ γάμο, εὔκολα τρέχει στὴ βάπτισι, εὔκολα στὰ ἄλλα
μυστήρια· τοῦτο εἶνε τὸ πιὸ δυσάρεστο μυστήριο. Γιατί; Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ
ἀνθρώπους ἕνας ἐξομολογεῖται· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀναλογία στὴν Ἑλλάδα. Σὲ πολλὰ
μάλιστα ἄλλα μέρη ἀπὸ τοὺς χίλιους ἕνας ἐξομολογεῖται. Κι αὐτὸς ὁ ἕνας
δὲν μετανοεῖ καὶ δὲν ἐξομολογεῖται ὅπως πρέπει. Ποιά ἡ αἰτία;
Πολλὲς φορὲς ἐρεύνησα τὸ ζήτημα αὐτό. Καὶ τὸ ἐξέτασα ὄχι μόνο
ἐγὼ ἀλλ᾿ ἐν συμφωνίᾳ καὶ μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες θεολόγους. Καὶ
λέω, ὅτι τὰ αἴτια εἶνε τὰ ἑξῆς. Πρῶτον ἄγνοια τοῦ μυστηρίου. Δεύτερον
συκοφαντία καὶ παρεξήγησις. Τρίτον σκάνδαλα πνευματικῶν πατέρων.
Τέταρτον ἔλλειψις πνευματικῶν. Πέμπτον… Ἕκτον… Ἕβδομον…
Πέστε ὅσα θέλετε· τὰ παραδέχομαι. Τὸ κυριώτερο ποιό εἶνε; Τὸ
κυριώτερο ἐμπόδιο, ἕνεκα τοῦ ὁποίου οἱ ἄνθρωποι δὲν προσέρχονται στὸ
μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν
ὑπάρχει ἄλλο μυστήριο ποὺ νὰ θίγῃ τὸ ἐγὼ ὅπως ἡ ἐξομολόγησις. Τὸ
μυστήριο τοῦτο χτυπάει τὴν ὑπερηφάνεια κατακέφαλα. Καὶ μόνο ὅσοι εἶνε
ταπεινὲς ψυχές, αὐτοὶ πᾶνε καὶ ἐξομολογοῦνται. Ὅσοι εἶνε ὑπερήφανες
ψυχές, δὲν κάμπτονται καὶ δὲν προσέρχονται στὸ μυστήριο. Διότι τί
εἴπαμε· ὅτι ἡ μετάνοια εἶνε πόρτα τοῦ οὐρανοῦ. Ναί, εἶνε πόρτα, ἀλλὰ μιὰ
πόρτα ὄχι εὐρύχωρη. Εἶνε μιὰ πόρτα χαμηλὴ καὶ στενή, εἶνε ἡ «στενὴ
πύλη», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 7,13-14). Καὶ πρέπει ἐσύ, ποὺ κάνεις
τὸν ὑψηλὸ καὶ τὸ μεγάλο, νὰ σκύψῃς. Ἔχετε μπῇ ποτὲ μέσα σὲ σπήλαια, τὰ
ὁποῖα ἔχουν μιὰ μικρὴ ὀπή; Πόσο δυσκολεύεται ὁ ἄνθρωπος νὰ μπῇ, καὶ πόσο
στενοχωριέται! Ἀλλ᾿ ἐὰν μπῇ μέσα στὸ σπήλαιο, θὰ δῇ κρυστάλλους, θέαμα
ὡραιότατο, μαγευτικό.
* * *
Ταπεινώσου λοιπόν, ἄνθρωπε.
Χαμήλωσε τὸ ἀνάστημά σου. Γίνε μικρὸς καὶ ταπεινός, καὶ σκύψε μπροστὰ
στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ πέρασε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὅπως τὸ φίδι
τὸ καλοκαίρι στρυμώχνεται μέσα στοὺς τοίχους κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του
γιὰ νὰ πάρῃ καινούργιο πουκάμισο, ἔτσι ἀκριβῶς κ᾿ ἐσὺ νὰ στρυμωχτῇς
μέσα στὶς ὀπὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου, μέσα στὴν πύλη αὐτή, γιὰ νὰ βγῇς
κατόπιν ἀφήνοντας τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ντυθῇς τὸ νέο
χιτῶνα, τὴ λαμπρὴ στολὴ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Νά λοιπὸν ποιά εἶνε ἡ κυριώτερη αἰτία τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὸ
μυστήριο αὐτό. Αἰτία εἶνε ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ταπεινοὶ καὶ
καταφρονεμένοι, ὅπως λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ, αὐτοὶ πλησιάζουν τὸ
μέγα μυστήριο. Οἱ ὑπερήφανες ψυχὲς δὲν πλησιάζουν. Καὶ ζοῦμε δυστυχῶς
τὸν ἐγωισμό. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου κυριαρχεῖ. Τὸ
ἐγὼ ἔγινε εἴδωλο καὶ θεός, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου γονατίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ προσκυνοῦν. Ὅσοι ὅμως εἶνε ψυχὲς ταπεινές, προσέρχονται στὸ ἱερὸ
τοῦτο μυστήριο καὶ σῴζονται.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Α΄ μέρος μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὸ βράδυ τῆς Ε΄ Κυριακῆς Νηστειῶν 30-3-1969. Τὸ μέρος αὐτὸ εἶνε ἡ περίληψις προηγηθείσης ἄλλης ὁμιλίας, τῆς 22-3-1969 μὲ θέμα «Περὶ ἐξομολογήσεως». Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 16-4-2003, ἐπανέκδοσις 17-1-2024)