Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)
Η διήγησις που ακολουθεί έχει σχέσι με την χάρι του Αγίου Φωτός, το οποίο βγαίνει κάθε Μέγα Σάββατο στον Πανάγιο Τάφο. Επίσης έχει σχέσι και με δύο κοπέλλες, οι οποίες πριν από μερικές δεκαετίες αποφάσισαν να μονάσουν. Η μεγαλύτερη λεγόταν Σοφία και η μικρότερη Βασιλική. Ζούσαν σε ένα ορεινό χωριό, στα Ρετσανά της περιοχής Ραδοβιζίων, Β.Α. της Άρτας. Η μεγαλύτερη αδελφή έφυγε κρυφά από το σπίτι και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων, κοντά στην Καρδίτσα. Προτίμησε μακρυνό μοναστήρι για να μη την ενοχλούν οι γονείς της.
Ο πατέρας της, που ωνομαζόταν Χρήστος, σκέφθηκε ως εξής: «Έτσι κι αλλοιώς η μεγάλη κόρη μου το αποφάσισε να καλογερέψη. Αυτό βέβαια μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια. Αλλά τώρα έχω και μία πρόσθετη θλίψι. Δεν μπορούμε εύκολα να την επισκεφθούμε. Θα προσπαθήσω να την φέρω σ’ ένα από τα μοναστήρια της Άρτας, ώστε να την έχουμε κοντά μας». Λοιπόν, ένα πρωινό, χαράματα, ξεκίνησε για την Θεσσαλία. Σκέφθηκε να πάρη μαζί του και την άλλη του κόρη την Βασιλική, ώστε με την βοήθειά της να πείσουν την Σοφία να προτιμήση κοντινό μοναστήρι. Η Βασιλική είχε τους ίδιους πόθους με την αδελφή της και μιλούσε γλώσσα που την καταλάβαινε.
Λίγο μετά το μεσημέρι, μετά από κοπιαστική πεζοπορία έφθασαν στο μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιάς — περιοχή Αργιθέας.
Αφού προσκύνησαν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και αφού διανυκτέρευσαν στο χωριό Λεοντίτο, στο σπίτι του παπα-Χαράλαμπου που ήταν πνευματικός τους, το απόγευμα έφθασαν στους Αγίους Αποστόλους. Εκεί κατέβαλαν προσπάθεια να πείσουν την Σοφία να προτιμήση μοναστήρι της περιοχής της Άρτας. Φυσικά η Σοφία ήταν ακόμη δόκιμη, δεν είχε καρή μοναχή. Και η ίδια δίσταζε να απομακρυνθή από κει, αλλά και η ηγουμένη δεν εννοούσε επ’ ουδενί λόγω να την αποχωρισθή. Χρειάσθηκαν τρεις μέρες, ώστε να πάρη την απόφασι της αλλαγής μοναστηριού. Έτσι ο πατέρας και οι δύο κόρες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μέχρι το Μουζάκι χρησιμοποίησαν την συγκοινωνία. Από εκεί και πέρα βάδιζαν πεζοί.
Ήταν μήνας Ιούνιος. Πριν από δύο μήνες η γερόντισσα της Μονής των Αγίων Αποστόλων είχε επισκεφθή τους Αγίους Τόπους και έφερε το Άγιο Φως. Οι τρεις ταξειδιώτες είχαν και αυτοί μαζί τους σε ένα φαναράκι Άγιο Φως. Καθώς άρχισε η πεζοπορία από το Μουζάκι, η νεώτερη αδελφή έκανε μία σκέψι «μη τυχόν και το φαναράκι με το Άγιο Φως μας σβήσει στο δρόμο; Θα είναι κρίμα. Δεν ανάβω ένα κερί και να το κρατώ στο χέρι για καλό και για κακό»; (Να σημειώσουμε ότι η ηγουμένη των Αγίων Αποστόλων τους είχε δώσει αρκετά κεριά, και για την Παναγία την Σπηλιά και για δικά τους).
Η Βασιλική άρχισε να κρατάη στο χέρι της ένα κερί με Άγιο Φως. Προχωρούσε, προχωρούσε και είχε την ιδέα ότι το κερί δεν θα έσβηνε. Οι άλλοι δύο κρατούσαν εναλλάξ το φαναράκι με το Άγιο Φως κι ένα ντορβά με διάφορα τρόφιμα.
Ο πατέρας και η μεγάλη αδελφή πείραζαν την μικρότερη λέγοντας: «Τώρα πάμε καλά. Είμαστε εξασφαλισμένοι. Αν σβήση το φαναράκι, θα έχουμε το κερί της Βασιλικής! Και άμα νυχτώσουμε, θα μας φωτίζη! Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε»!
Η πορεία ήταν κουραστική, και για να ξεκουράζωνται οι δύο μεγαλύτεροι, κάθε τόσο, την πείραζαν: «Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε! Ας είναι καλά η Βασιλική και το κερί της»! Την πείραζαν και γελούσαν.
Εν τω μεταξύ το κερί δεν έσβηνε. Και όταν μερικές φορές τύχαινε να δείξη ότι σβηνόταν, κρατούσε κάτι λίγο και η φλόγα του πάλι δυνάμωνε. Η Βασιλική τους έλεγε: «Εσείς με πειράζετε, αλλά θα δείτε ότι το κερί δεν πρόκειται να σβήση»! Μερικές φορές κινούσε το κερί πάνω-κάτω και τους έλεγε: «Να! το βλέπετε! Δεν σβήνει! Είναι θαύμα! Το Άγιο Φως έχει δύναμι»!
Η πεζοπορία ήταν μεγάλη και κατά ωρισμένα χρονικά διαστήματα χρειαζόταν να αλλάξη κερί. Πότε το κρατούσε με το ένα χέρι, πότε με το άλλο. Και, όταν κάθονταν κάπου να ξεκουραστούν, το στήριζε σε πέτρες.
Το πρώτο μέρος της διαδρομής ήταν συνεχής ανάβασις. Που και που συναντούσαν κάποιες μεμονωμένες κατοικίες, κάποια εγκαταλελειμμένα μοναστήρια, εργάτες που διαμόρφωναν τον δρόμο και κυρίως έλατα και αλλά δένδρα.
Μέχρι το χωριό Πετρίλια χρειάσθηκαν πέντε ώρες με συνεχή ανάβασι. Ανάβασις στις πλαγιές της Ν. Πίνδου — περιοχή Αγράφων. Καθώς ανέβαιναν, όπως ήταν φυσικό, το αεράκι γινόταν δυνατώτερο. Εν τούτοις όμως η φλόγα ήταν καλά στερεωμένη επάνω στο κερί. Στην άκρη του χωριού υπήρχε ένα εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Εκεί ξεκουράστηκαν γι’ αρκετή ώρα.
Μετά από λίγο η διαδρομή προέβλεπε κατάβασι. Άρχισαν να κατεβαίνουν. Καθώς κατέβαιναν, το τοπίο άλλαζε. Δεν κυριαρχούσαν τα έλατα, αλλά οι οξιές. Σε κάποια περιοχή βρέθηκαν μέσα σε ένα πανέμορφο δάσος με πανύψηλες οξιές, με κελαδήματα πουλιών και με λουλούδια. Οι μουσικές από τα πουλιά και οι ευωδίες του δάσους σε αιχμαλώτιζαν. Η Βασιλική με χαριτωμένο τρόπο έλεγε: «Να καθήσουμε εδώ! Είναι πολύ ωραία! Να μην πάμε στο χωριό»! Εν τω μεταξύ ανάμεσα από τις οξιές φυσούσε αέρας και δημιουργούσε ένα ωραίο βουητό, που έκανε ωραιότερη την ομορφιά του δάσους. Για όσους ξέρουν, το βουητό της οξιάς διαφέρει από εκείνο των άλλων δένδρων, ξεχωρίζει από το βουητό του πεύκου, και είναι εντυπωσιακό.
Σύμφωνα με τα φυσικά δεδομένα, όταν περπατάς με κερί αναμμένο στο χέρι, μέσα σε δάσος που φυσάει αέρας, πρέπει το κερί να σβήση. Αλλά στην περίπτωσί μας τα πράγματα συνέβαιναν διαφορετικά. Το κερί διέσχιζε το δάσος ολοζώντανο χωρίς να πτοείται από την βουή του αέρα. Στην συνέχεια έφθασαν στο χωριό Άγιος Βλάσιος. Εκεί η διαδρομή άλλαξε κατεύθυνσι. Δεν ήταν πια κατηφορική. Έστριψαν δεξιά, μετά από λίγο έφθασαν στο Λεοντίτο — το αναφέραμε και προηγουμένως — μικρό και όμορφο χωριό σε πλαγιά κάτω από το εξωκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους που δεσπόζει ψηλά. Σε μισή ώρα βρίσκονταν στο μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιάς. Από τότε που ξεκίνησαν από το Μουζάκι πέρασαν περίπου δέκα ώρες. Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα τα κεριά με το Άγιο Φως παρέμειναν αναμμένα. Όλες αυτές τις ώρες η θαυμαστή συντήρησις του Αγίου Φωτός δημιουργούσε τέτοια συγκίνηση ώστε να λησμονείται ο κόπος της οδοιπορίας.
Ήταν ομολογουμένως ένα θαυμαστό σημείο, ένα υπερφυσικό γεγονός. Δέκα ώρες σε ανοικτό χώρο, εν κινήσει, με ανηφοριές, με κατηφοριές, με πνοή ανέμων, και να μη σβήνη η φλόγα του κεριού, τι άλλο ήταν; Ήταν θαύμα!
Οι δύο αδελφές αργότερα επρόκειτο να γίνουν μοναχές σε μοναστήρι της περιοχής της Άρτας. Επρόκειτο να ακολουθήσουν μία ζωή με υπερφυσικές απαιτήσεις. Γι’ αυτό το λόγο το Άγιο Φως τους έδειξε την υπερφυσική παρουσία και ενέργειά του.
Η υπόθεσις έκρυβε και συμβολικό νόημα: Η φλόγα του κεριού, που παρέμεινε αναμμένη, συμβόλιζε την μελλοντική τους ζωή στο μοναστήρι. Μέσα στα σκοτάδια του κόσμου οι μονάχοι που ζουν με συνέπεια την μοναχική τους ζωή, ομοιάζουν με αναμμένα κεριά, που επιμένουν να μένουν αναμμένα και να σκορπίζουν γύρω τους φως.
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ