Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

ΑΧΙΛΛΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ. (+1910-1993)

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Μέ τόν ἀσκητή Γέροντα Ἀχίλλιο δέν ἀξιώθηκα νά συνομιλήσω μαζί του. Τόν ἔβλεπα ὅμως μερικές φορές μέσα στό καΐκι νά πηγαίνη γιά τήν Δάφνη καί ἄλλοτε, ὅταν περνοῦσα ἀπό τά ἀσκητήρια τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τόν εὐλαβοῦντο ὅμως καί τόν ἐσέβοντο ὄχι μόνον οἱ νεώτεροι, ἀλλά καί οἱ συνομήλικες μ᾿ αὐτόν Πατέρες, πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι ἐπαραδέχοντο τήν ἀσκητική του ζωή καί τήν ἀρετή του. Ἐβλέπαμε στό πρόσωπό του μία βαθειά εἰρήνη. Ὅποιος συνωμιλοῦσε μαζί του, διεπίστωνε ὅτι αὐτός ὁ μοναχός εἶχε βάθος. Τήν ἴδια εὐλάβεια καί θαυμασμό ἔτρεφε γιά τόν ἀσκητή Ἀχίλλιο καί ὁ σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος συχνά μᾶς ὡμιλοῦσε διάφορα ἁγιορείτικα περιστατικά γιά νά ἀνάψη τόν πόθο τῆς μιμήσεως αὐτῶν τῶν ἐναρέτων Πατέρων καί σ᾿ ἐμᾶς τούς νεωτέρους.

Γιά νά ἔχουμε μία γνωριμία ἀπό τόν κοσμικό βίο τοῦ π. Ἀχιλλίου ἠμποροῦμε ἐδῶ νά δανεισθοῦμε τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα ἀπό τό βιβλίο πού κυκλοφόρησε στό ὄνομά του, μετά τήν κοίμησί του. (Γεωργίου Παρασκευαΐδου. Ὁ Ἀχίλλιος μοναχός Ἀγιαννανίτης. Καλαμαριά 2000).

Ὁ π. Ἀχίλλιος γεννήθηκε στήν Μύκονο τό 1910. Ὁ πατέρας του Ἰωάννης Κουκᾶς ἀπέκτησε μέ τήν σύζυγό του ἕξι παιδιά, τέσσαρα ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Λόγῳ πτωχείας τους ὁ πατέρας του ἐπῆγε στά λατομεῖα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ Πατησίων καί ἐδούλευε. Τά κορίτσια στήν ἡλικία τῶν 12 καί 13 ἐτῶν ἀπέθαναν καί τά δύο ἀπό ἱλαρά. Πολύ λυπήθηκε ἡ μαννούλα τους πού τά ἔχασε. Τήν παρηγόρησε ὅμως ὁ ἄνδρας της λέγοντάς της: "Γιατί κλαῖς καί ὀδύρεσαι; Νά εὐχαριστῆς τόν Θεό πού μᾶς τά πῆρε παρθένα ἀγγελούδια καί δέν ξέρεις ἐάν μεθαύριο, ὅταν ζοῦσαν, δέν γίνονταν πόρνες...".

Ὁ νεαρός Ἀχίλλιος Κουκᾶς φλογιζόμενος ἀπό τόν θεῖο πόθο γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος. Ὑποτάχθηκε στόν παπποῦ του π. Χαράλαμπο καί στόν ἀσκητή μοναχό Ἐλευθέριο. Μαζί τους ἔζησε 56 χρόνια. Ἀγάπησε πολύ τίς μελέτες πατερικῶν καί ἄλλων θρησκευτικῶν βιβλίων, διότι ἔνοιωθε, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὅτι τόν γιγάντωναν στήν μοναχική ἀσκητική του ζωή.

Στάθηκε ὄρθιος καί ἀμετακίνητος σέ ὅ,τι ἐπίστευσε. Ὑπῆρξε ἀσυμβίβαστος στά ἰδανικά τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ. Εἶχε θάρρος, παρρησία καί ἐπιμονή στήν ἐργασία, ἀγάπη καί ἐπιμονή στήν προσευχή καί τήν τελειότητα.

Ὁ καθηγητής τῆς μουσικῆς κ. Νικ. Πετρίδης, πού τόν εἶχε γέροντα, ἔλεγε τά ἑξῆς:  "Ὁ μοναχός Ἀχίλλιος ὑπῆρξε ζηλωτής πύρινος, μαχητής ἀξεπέραστος, ἀγωνιστής ἀσταμάτητος καί μοναχός πολύαθλος, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στήν ὑποταγή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρξε μυστικιστής ἀκούραστος καί ἀθλοφόρος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν χριστιανική βιοτή του καί τό ζωντανό του παράδειγμα".

Στήν Ἁγία Ἄννα μέ τόν ἀσκητή Γέρο-Ἐλευθέριο ἔμεναν στό Κελλίον  "Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ". Τό ἐργόχειρό τους ἦτο τά ξυλόγλυπτα στόν τόρνο. Δεύτερο διακόνημα τοῦ Γέρο-Ἀχίλλιου στήν Ἁγία Ἄννα ἦτο ἡ ταφή τῶν νεκρῶν. Ὁ ἴδιος ἔλεγε συχνά ὅτι εἶχε θάψει 120 Γέροντες. Τά σώματα τῶν περισσοτέρων εὐωδίαζαν.

Τό 1975 τοῦ συνέβη ἕνα ὀδυνηρό περιστατικό. Ἀνέβηκε νά θειαφίση τήν κληματαριά, ἀλλά ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι του. Μέ τά πρακτικά γιατροσόφια πού ἤξερε τό ἔδεσε, ἀλλά ἔθρεψε στραβά καί ἀπό τότε περπατοῦσε κουτσαίνοντας. Ἀπό τήν πτῶσι τόν ἐπόνεσε πολύ καί ἡ μέση του. Πῆγε στήν Θεσσαλονίκη ἔχοντας στήν τσέπη του 2000 δραχμές. Ρώτησε τούς γιατρούς γιά τήν ὑγεία του καί τοῦ εἶπαν ὅτι πρέπει νά γίνη ἐγχείρησις. Ναί, ἀλλά τά χρήματά του δέν φταναν γιά νά πληρώση τούς γιατρούς. Πάει σ᾿ ἄλλο γιατρό κι αὐτός τοῦ εἶπε τά ἴδια. Δέν χάνει καιρό ὁ Παπποῦς καί πάει στό γηροκομεῖο Σταυρουπόλεως. Μέ τίς 2000 δρχ. ἀγόρασε ζεστές φανέλλες γιά τούς γέρους. Ἐπῆγε ἐκεῖ καί τίς μοίρασε μέ τά ἴδια του τά χέρια. Μετά κατέβηκε στόν Ἀρχίατρο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τῆς Θεσσαλονίκης καί τοῦ εἶπε: "Ἅγιέ μου Δημήτριε, οἱ γιατροί δέν θέλησαν νά μέ κάνουν καλά. Λοιπόν θεράπευσέ με ἐσύ". Ἐκεῖνο τό βράδυ φιλοξενήθηκε σέ φιλικό του σπίτι καί τό πρωΐ δανείσθηκε χρήματα νά φύγη γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Σηκώθηκε καί θαυματουργικῶς ἡ μέση του ἦτο τελείως καλά.

Μετά τήν κοίμησι τῆς μητέρας του, ἔγινε συμβούλιο ὅλων τῶν ἀδελφῶν του ποιός θά πάρη τόν πατέρα τους νά τόν γηροκομήση. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεφάσιζε. Πετάχθηκε ἀνάμεσά τους ὁ π. Ἀχίλλιος καί τούς εἶπε: "Ἐγώ θά τόν πάρω καί θά τόν ἀναλάβω. Ἔχουμε ὅλα τά καλά ἐκεῖ". Καί ἄς μήν εἶχε τίποτε, οὔτε καί τά ναῦλα γιά τό ταξίδι του ἀπό τήν Ἀθήνα στό Ἅγιον Ὄρος. Τόν κράτησε στό Κελλίον τῆς Ὑπαπαντῆς, τόν ἔκαμε μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Συμεών  καί τόν γηροκόμησε τρία χρόνια, μέχρι δηλαδή τήν κοίμησί του.

Τόν τελευταῖο καιρό νοσηλευόταν στό 424 Γ.Σ Νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ κυρία πού τόν περιποιόταν, ὀνόματι Ἑλένη Βαγκοπούλου ἐξέφρασε τήν λύπη της πού θά τόν χάση μαζί καί τό πνευματικό της στήριγμα, τόν Γεροντα. Τότε ἐκεῖνος τινάχθηκε ἀπό τήν θέσι του καί τῆς εἶπε ἐπιβλητικά: "Θά μέ κολάσης ἐάν στενοχωρηθῆς! Ἐγώ θά σέ στηρίξω; Ὁ Κύριος θά σέ στηρίξη. Ἐγώ θά δώσω λόγο!

Ἡ κατάστασίς του χειροτέρευε. Ὑπέφερε ἀπό ἐγκεφαλικά νοσήματα, πρίξιμο στά πόδια καί ἄλλες ἀρρώστειες τόν βασάνιζαν. Διαισθανόμενος τό τέλος του εἶπε στούς παρισταμένους μοναχούς: "Σάν γεροντάκι ὁ π. Ἀχίλλιος ἀναχωρεῖ. Ἔκλεισε τήν σειρά του ὡς μοναχός Ἁγιορείτης 66 χρόνια". Ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα λόγῳ τοῦ πνευμονικο οἰδήματος καί δέν ἠμποροῦσε νά μιλήση. Οὔτε βεβαίως ἠμποροῦσε καί φυσιολογικά νά ἀναπνεύση. Τότε εἶπε τά τελευταῖα λόγια του: "Τά πάντα ματαιότης!  Ἐργόχειρα καί ἀργολογίες! "Κοιμήθηκε στήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἕνας ἀπό τούς 800 ἐπιστηθίους φίλους του, ὁ Γιῶργος Παρασκευαΐδης διηγεῖται στό τέλος τοῦ βιβλίου του γιά τόν Παπποῦ. "Ἐπῆγα νά φωτογραφήσω τόν ἀπέριττο τάφο του. Ἡ φωτογραφική μου μηχανή παρουσίασε ἕνα ἐλάττωμα, πού εἶχε νά τό παρουσιάση ἀρκετά χρόνια. Στήν φωτογραφία ἐμφανίσθηκε μία δέσμη φωτός νά βγαίνη ἀπό τόν τάφο του πρός τόν οὐρανό"!!

                                  *      *      *

Κατωτέρω δημοσιεύουμε ἐπιστολές του πού εἴχαμε τήν εὐλογία νά τίς λάβει ἕνας Ἀδελφός μας ἀπό τά  ἴδια του τά χέρια του.

Περισσότερα στοιχεῖα καί ἐπιστολές του ἠμπορεῖ νά βρῆ ὁ φιλομόναχος ἀναγνώστης ἀπό τό βιβλίο τοῦ κ. Γ. Παρασκευαΐδου.

Σέ κάποια μοναχή, ὀνόματι Ἀγάθη ἔστειλε τό παρόν γράμμα. Ἐπειδή ἐκθειάζει μέ μία γλαφυρά καί λογία γλῶσσα τήν ἀξία τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος, ἀλλά καί τήν ἀπομάκρυνσιν τοῦ σημερινοῦ κόσμου ἀπό τίς ρίζες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τήν θεωρήσαμε κατάλληλη νά τήν καταχωρήσουμε ἐδῶ.

"Ἀπό τό Περιβόλι τῆς Παναγίας τό σημαντικό τοῦτο πνευματικό Κέντρο πού ὀρθώνεται μπροστά μας μέ λάμψι ἐκτυφλωτική καί σέ κάθε ἐπισκέπτη του τό ἄγγιγμα ἠλεκτρίζει τήν ψυχήν του.

Τό γράμμα αὐτό ἀπευθύνω στόν κ. Ἰωάννην Ἰωάννου, ἵνα αὐτός καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καί ἀδελφές τῆς οἰκογενείας διαβάσουν πλουσί τ διαθέσει.

Ἡ παροῦσα θά σᾶς θυμίση, πού μέ τά καλοκάγαθα μάτια σας θά τήν διαβάσετε, μιά ἀνθρώπινη ἔκφρασι ἑνός γνωστοῦ σας ἀσπρογένη μοναχοῦ, τοῦ γράφοντος τήν παροῦσαν, διά τῆς ὁποίας θερμαίνεται πᾶς Χριστιανός.

Τί τῶ ὕπνῳ βαπτιζόμεθα, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῶ ἀδελφοί; Ἰδού ἠνεώχθη ὁ μυστικός Νυμφών, οἱ φρόνιμοι κοσμοῦσι τάς λαμπάδας αὐτῶν ἐλαίῳ τῶν ἀρετῶν καί εἰσέρχονται φαιδρᾶ τῆς καρδίᾳ.

Ἡ ὡραία τρυγών καί χελιδών ἡ ἡδύλαλος, ὁ θεῖος λέγω Πρόδρομος, ὁ ὁδηγῶν ἡμᾶς πρός μετανοίας χρηστούς τρόπους, εἰς ἡμᾶς φανερώνει, διατί ἀφήνομεν ἵνα αἱ βαφαί ἐπιχρώσουν τήν θεοΰφαντον πορφυρίδα μέ ὑλώδεις ἐπιχρώσεις; Δέν φοβούμεθα μή μείνωμεν ἔξω τῆς θύρας ὀδυρόμενοι; Φῶς ἀνέσπερον καί οἰκίαν μηδαμῶς παλαιουμένην ἀχειρότευκτον κληροῦσθε καί ἡ χαρά οὐδαμῶς εὑρίσκεται ἐν τῶ πανοράματι, ὅπου τήν ζητεῖτε.

Ὁ τόνος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κρατύνεται καί σώζεται οὐχί στούς προρρίζους ἀκανθώδεις λογισμούς, ἀλλά βλαστάνει μόνον μέ τόν σπόρο τῆς μετανοίας τόν σωτήριον.

Ἄς προσέξη ἡ ὁσιωτάτη μοναχή Ἀγάθη ὅτι ὁ τυραννούμενος καί νικῶν μοναχός ὁ ἀγωνιστής δι᾿ ὅλους ἡμᾶς εἶναι δίκαιον νά τόν ἀναγνωρίζωμεν ὡς μίαν λυχνίαν χρυσαυγῆ, ὡς  θρυαλλίδα λάμπουσα τοῦ Πνεύματος τήν γλῶσσαν λέγω, ὅπου κατασβένει κάθε ἀλλότριον φῶς καί ἀπαστράπτει αὐτό εἰς τούς ραθύμους καί ἀγνώστους.

Γεωργέ τῶν καλῶν καρπῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τῆ δρεπάνῃ τοῦ φόβου σου φοβοῦμαι. Ὁ μοναχός ἤ μοναχή ὁ ἐνάρετος εἶναι τό θεῖον ἅλας τῶν νοστίμων διδαγμάτων. Θέλει νά φθάση τυραννούμενος στάς οὐρανίους πύλας, ὀρεγόμενος καί τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ ἐλλάμψεως, κούφως διαπλέει τήν θάλασσαν τοῦ βίου διά νά φθάση λέγω στούς ὅρμους τοῦ οὐρανίους, σταῖς αὔραις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κυβερνώμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου καί σεπτοῦ Πνεύματος.

Χάριτος καί δυνάμεως ἐνθέου πεπλησμένος ἀγωνίζεται ἡ ἐνάρετος Μοναχή ἤ Μοναχός ὡς Ἡλίας ὁ οὐρανοδρόμος νά κατασφάξη τά πάθη του καί νά φθάση μέ τά καυτά δάκρυα πρῶτον καί ἔπειτα μέ τά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νά φθάση λέγω, στάς οὐρανίους πύλας μέ τάς ἀστραπάς τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν ἀνυμνῶν τήν ἐν σώματι παρουσίαν τοῦ πάντων Δεσπόζοντος.

Εἶναι προσηλωμένος στήν Παναγίαν ὅλος, στοῦ ἐμπυρίνου λέγω οὐρανοῦ τό τεράστιον τηλεσκόπιον καί δέν φοβεῖται τάς κακώσεις καί τάς φλογοφόρους προσβολάς.

Ὁ κόσμος ἐπιδιώκει τόν δείλαιον μοναχόν ἤ μοναχήν, νά τόν κατακαλύψη, νά τόν ἀπογυμνώση ἀπό τάς ἀρετάς καί νά τόν νεκρώση, νά τόν κατακαλύψη ὁ βυθός τῆς ἀγάπης τῶν οἰκείων του.

Διαπλέει ἡ ὁσιωτάτη Ἀγάθη πελάγη πολυώδυνα διά τήν ψυχήν της προσφέρουσα τήν ψυχήν της ἄκαρπον φθεγγομένη καί ψυχῆ λογισομένῃ τό ἄστατον τῆς κοσμικῆς συγχύσεως μέσα στήν γῆν τῆς Θεσσαλονίκης τήν χερσομανοῦσαν, μακράν μιᾶς Μονῆς σωτηρίου, ὅπου αὐτή θά διέκρινεν ὡς σωτήριον καί εἰς τέλος δέν εὑρίσκει αὐτήν.

Ἐν ὥρᾳ φρικτῆ, ἀδελφοί μου ἐν Χριστῶ, ἐν ὥρᾳ φοβερᾶ, ἐν ὥρᾳ δίκης, Ἰωάννη μου καί ἀπειλῆς μενούσης τόν διεσπαρμένον βίον τῆς ψυχῆς ποιός θά τόν συναγάγη;

Ὁ κόσμος εἶναι πυρώσεως ὀφθαλμός, ἕνα ἄλγος ἀνίατον καί πάθη ἐνοικοῦντα ἐν τῆ καρδίᾳ τοῦ ἀνθρώπου, σκότος ἄφεγγον ἡδοναῖς ἀκανθηφόραις καί τοῦ θανάτου ἡ ἀξίνη ἡ φοβερά ὡς τήν πάλαι συκῆν ἐκτεμεῖ τήν κάθε λιθώδη ψυχήν.

Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος καί ἡμέρα ἱλασμοῦ, φοβηθῶμεν τήν ἀξίνην τοῦ θανάτου τήν φοβεράν. Τρέμω τήν δίκην μή ἄκαρπος εὑρεθῆ ἡ ψυχή ἡμῶν ραθυμίᾳ καί τυφλώττουσα ματανοίας. Ἄχ! Ἄχ! Θεέ μου, Θεέ μου...

Πόθου θεϊκοῦ καί πίστεως ζεούσης καί ὄχι ἄσπλαγχνοι τόν νοῦν, τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν. Ρυθμίζομεν ἄρα γε τόν πόνον τῆς ψυχῆς μας;

Μεγάλος λοιμός, ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί μου, τῆς ψυχῆς μαστιζομένης τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν δέν ἐπιστρέφει γίνεται πανουργότερος, ἴνδαλμα ἐμπαθείας, σκεῦος ἄχρηστον Στεῖρα ἡ ψυχή μας, ἀφοῦ ἐγγίσασα τάς πύλας τῆς ἀπωλείας ἔχασε τήν πύλην τῆς ζωῆς. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι ἡ κλίσις καί ροπή πρός τήν ἁμαρτίαν μέ συνέπεια τήν πτῶσιν μας καί τήν συντριβή. Ὅλα γεννῶνται τώρα ἀπό τήν ἁμαρτίαν.

Θεέ μου! Στενάξωμεν κάτω ἀπό τό βάρος τῆς παρακοῆς πρός Ἐσέ. Τό κακό καλλιεργήθηκε καί στήν ἀσέβειαν ἐφθάσαμεν, στήν πνευματικήν πώρωσιν (καί πρῶτος ἐγώ) καί ἠθικήν διαστροφήν. Ἱστάμεθα μέ ἀγέρωχον ἀπειθαρχίαν, ἀναρχίαν καί ἐνάντιοι, πολέμιον στάσιν ἔχοντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ τά πονηρά  μας ἔργα.

Σήμερον ἐπινοοῦν οἱ ἄνθρωποι σατανικές μεθόδους διά τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν. Δέν ὑπάρχει βαθεῖα συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς μας. Δέν τρέχομεν μέ τήν καρδίαν μας κοντά εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Δέν ζητοῦμεν, ὡς πρέπει, τό ἔλεός Του. Δέν Τόν παρακαλοῦμεν μέ πόνον νά μᾶς συγχωρήση, νά μᾶς δεχθῆ, νά μᾶς ἐξαποστείλη τήν θείαν Του Χάριν.

Ἀμέτρητοι οἰ ἄνθρωποι κάθε ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι δέν ἀφήνουν νά τρέχουν θερμά τά δάκρυά των, τά τῆς μετανοίας. Ὁ Θεός συνεχῶς ζητεῖ τό ἀπολωλός, διότι εἶναι Θεός τῶν μετανοούντων, Πολυέλεος καί Πολυεύσπλαγχνος.

Εἴμεθα ἀξιοκατάκριτοι. Θλιβερή ἡ ζωή μας, ἐξοργιστική καί πολύ περιφρονημένη ἡ ψυχή. Και, ὤ, βλέπω, οἱ τελευταῖοι καιροί παρουσιάζουν φοβερόν τό κατάντημα τῆς ἀσεβείας των. Ἡ σαρκολατρεία εἶναι σάν μόδα, σάν ἐπιδημία χολέρας πνευματικῆς καί ἡ γυμνότης ἄρνησις τοῦ Θεοῦ μας καί πόλεμος τῆς ἠθικότητος, πόλεμος στήν αἰδώ τοῦ ἀνθρώπου, πόλεμος θρησκείας Ὀρθοδόξου.

Ἡ μεγαλυτέρα πληγή τοῦ συγχρόνου κόσμου εἶναι τό ξερρίζωμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό τήν ψυχήν του. Εἶναι μεγάλος ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου νά συντρίψη τήν εὐμορφιά, τήν ὁποίαν τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Νά συντρίψη τό "κατ᾿ εἰκόνα" τοῦ Θεοῦ καί νά γυμνωθῆ. Νά ἀσελγῆ τό ὀπτικόν τῆς ψυχῆς τοῦ ἠθικοῦ ἀνθρώπου, νά μολύνη κάθε διάνοιαν.

Ἔβαλε φωτιάν, δυναμίτες στίς γέφυρες ὀπίσω του διά νά μή ἐπανέλθη στήν βάσιν του, στήν μετάνοιαν καί ἀναζητήση τόν Θεόν του.

Συνέτριψε τά δεσμά, τάς χρυσάς ἁλύσεις διά νά περιπλανᾶται εὔκολα στήν ζοφώδη ἔρημον τῆς σαρκολατρείας καί ἀπιστίας πρός τόν Θεόν. Ἐξεκένωσε τάς παραδόσεις, ἄδειασε τά ἰδανικά τῆς πίστεως καί τῆς οἰκογενείας καί τώρα παρασύρεται σάν ἄχυρον ἀπό τήν ἀπιστία, ἀπό τόν φοβερόν ἄνεμον τῆς ἡδονῆς τοῦ σώματος, τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως.

Ὁ ἄσωτος υἱός ἔφυγε, ἐζοῦσε μακράν σέ χώραν σατανικήν, ἔβοσκε χοίρους, ἔτρωγε βελανίδια, ἀλλά εἶχον ἀπομείνει τά δεσμά σταθερά καί εἰς μίαν στιγμήν τόν φώτισε ὁ Θεός, ὁ φωτίζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον καί ἠκούσθη ἡ σωτήριος φωνή: "Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου...".

Ὅμως ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ὁ σημερινός ἄσωτος τῆς ἀσεβείας γίνεται μηδενιστής, ἄθεος, σατανόπληκτος, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ καί τῆς θρησκείας. Πτώσεις φοβερές καί θλιβερές. Χωρίς τό:  "ἐπανέλθω πρός τόν πατέρα μου" ξαναγύρισμα δέν ὑπάρχει στόν ἀκροβάτην τοῦ χάους. Ξεγλύστρισε στήν ἄβυσσον, τρέχει μέ ταχύ βῆμα πρός αὐτήν, χωρίς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, χωρίς τήν Πανάμωμον καί Ἁγίαν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἔκοψε  τό νῆμα τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας, ὅπου ἡ σεπτή Ἐκκλησία τόν εἶχε δεμένον στόν ὁλολαμπῆ στῦλον, στόν πάσσαλο τῆς πίστεως, τόν ριζωμένον βαθειά, στήν θρηκείαν λέγω.

Καί τώρα, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῶ, Ἀδελφοί, (πρῶτος ἐγώ) διατρέχομεν τόν φρικτότερον κίνδυνον νά χάσωμεν τήν ψυχήν μας.

Εὔχεσθε καί ἐσεῖς ἀπ᾿ αὐτοῦ καί ἡμεῖς ἀπ᾿ ἐδῶ  μέ τάς θερμοτέρας εὐχάς.

Πρόσθες Κύριε, Κύριε χρόνον ζωῆς καί μετανοίας εἰς ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ὁ Γέροντας ὁ Ἀχίλλιος Μοναχός.

 

Μία ἄλλη ἐπιστολή του, τήν ὁποίαν ἔχουμε στά χέρια μας, ἐπιθυμοῦμε νά καταθέσουμε ἐδῶ, διότι φρονοῦμε ὅτι πολλήν πνευματικήν ὠφέλεια ἔχουμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τήν σοφήν γραφίδα τοῦ ὁσιωτάτου τούτου Γέροντος.

"Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ Ἀδελφοί, τῆ ἐπιμόνῳ ἐπιμονῆ τοῦ πανοσιολογιωτάτου Πνευματικοῦ καί πατρός ἡμῶν Ἀγαθαγγέλου ἀναφέρω ὡρισμένα σημεῖα καί κατορθώματα ἀσκητῶν ἀπό τό Περιβόλι τῆς Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Μέ βαθύν πόνον τῆς ψυχῆς μου ἀπεριτέχνως σκιαγραφῶ αὐτήν τήν ἱεράν στιγμήν σημεῖα τινά τῆς ζωῆς τῶν Μοναχῶν, σύγχρονα ἀφ᾿ ὅτου κι ἐγώ ἀφίχθην ὡς εὔελπις νέος ἡλικίας 17 ἐτῶν εἰς τόν Ἱερόν τοῦτον Ἄθωνα....

Ἔσβυσαν οἱ πυρσοί ὅμως καί ἄλλοι δέν ἀνεπλήρωσαν τό κενόν αὐτό. Συνετρίβησαν τά ἀλαβάστρινα αὐτά σκεύη, φωτίζοντα τόν κόσμον, καθ᾿ ὅσον ἐν ὅλῃ τῆ ζωῆ αὐτῶν, προσέφερον ὅλον τό πολύτιμον περιεχόμενον τῆς ψυχῆς αὐτῶν. Καί εἰς τήν μεγάλην αὐτήν στιγμήν, καθ᾿ ἥν ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ἐν θερμῆ πρός Κύριον δεήσει καί ἐν συγκινήσει μνημονεύει τούς μεγάλους αὐτούς ἄνδρας τοῦ ἀσκητισμοῦ μέ ἔργα ὑπερανθρωπίνης δυνάμεως, οὗτοι νικήσαντες τόν κόσμον, τήν σάρκα καί τόν διάβολον κατά κράτος ἐπότισαν μέ ἱδρῶτας των τήν γῆν τοῦ Περιβολίου τούτου τῆς Θεοτόκου. Ἀλλά διά νά προχωρήσω ἐγώ ὁ ἀδόκιμος καί ταπεινός μοναχός, σᾶς παρακαλῶ, ποῦ θά εὕρω τό σθένος νά σκιαγραφήσω ἔστω καί ἀπεριτέχνως σημεῖα τινά τῆς ἁγίας καί ἀγγελικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, τῶν ἀφιερωμένων ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τόν βωμόν τοῦ ἀσκητισμοῦ καί ἐνώπιον τῆς ἀκανθοστεφανωμένης ἁγίας Μορφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἁγίας καί Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας;

Ποῦ θά εὕρω, λέγω, λοιπόν, ὁ ἀδόκιμος τό σθένος διά νά λικνίσω τήν νοσταλγίαν ὅλων ὑμῶν τῶν ἀκραιφνῶν λάτρων τῆς εὐσεβείας, ὅπου ζητεῖτε νά μάθετε τήν ἀρχήν καί τό τέλος τῶν μεγάλων γιγάντων αὐτῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπάλεψαν στῆθος μέ στῆθος μέ τούς ἀκράτους ἐχθρούς δαίμονας κληρωσάμενοι τήν αἰωνιότητα, οἱ τετιμημένοι ὅσιοι εἰς τήν ἱεράν παρεμβολήν, οἱ δόκιμοι καί ἐκλεκτοί, οἱ συνομιλοῦντες πρόσωπον μέ πρόσωπον μέ τήν Ἔφορον Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, οἱ ἔχοντες εἰς τήν ψυχήν των τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ πυρσοί, λέγω, τά ἀλαβάστρινα αὐτά σκεύη τῆς Θεοτόκου, τῶν ὁποίων δέν δύναμαι νά συλλάβω τό νόημα τῶν ἀνεξερευνήτων ἔργων αὐτῶν. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔλαμψαν εἰς τήν ἐπίγειον σφαῖραν καί μ᾿ ἕνα σῶμα πολύ κατατυραγνισμένον ἐνίκησαν τούς ἀσάρκους δαίμονας καί συνέτριψαν τήν δύναμιν αὐτῶν εἰς οὐδέν.

Πολύτιμα κεφάλαια τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεκτίμητοι θησαυροί τοῦ Πνεύματος, παρεμβολή θεία, οἱ πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ Ἄθωνος, οἱ μυλοβλῦται αὐτοί, οἱ ὁποῖοι νέα παιδιά, ὡσάν αὐτά πού βλέπετε σήμερον νά ὑπηρετοῦν τήν ἐκκλησίαν ταύτην, αὐτά λέγω, πού κρατοῦν εἰς χεῖρας των τά ἑξαπτέρυγα, δωδεκαετεῖς νέοι, ἀφήσαντες τόν κόσμον, γονεῖς, ἀδελφούς, ἀδελφάς καί κάθε στοργήν ἐπῖ τῆς γῆς, ἐπῆραν τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου ἐπ᾿ ὤμων καί κατέλαβον τόν Ἄθωνα. Μικρά-μικρά παιδιά ἔφυγον ἀπό τάς ἀγκάλας τῶν μητέρων των καί ἐχώθησαν μέσα εἰς τά σπήλαια τοῦ Ἄθωνος, μηδέν ὑπολογίσαντες, ἐάν αὐτό τό παιδικόν σῶμα λυώση σάν κεράκι, σάν μία λαμπάδα ἀφιερωμένη στόν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν καί στήν Πανάχραντον Ἁγίαν Προστάτιδα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους.

Εἰς τοῦτο τό περιώνυμον Ὄρος τῆς Παρθένου ἦλθον βασιλεῖς, αὐτοκράτορες καί πρίγκηπες διά νά μονάσουν, ἀφοῦ ἐκρέμασαν τά σκῆπτρα τῆς ἐπῖ γῆς δόξης των καί τήν τιμήν τοῦ κόσμου. Ἦλθον εἰς τό Περιβόλιον τῆς Παναγίας καί ἐφόρεσαν τρίχινα ροῦχα, ρακένδυτοι. ποῖα ταπείνωσις! Ταπεινώσαντες ἑαυτούς κατέβαλλον τήν ὑψηλόφρονα γνώμην τοῦ ἑωσφόρου διαβόλου.

Τά μικρά αὐτά παιδία, τά ὁποῖα ἐξέκοψαν ἀπό τήν ἀγκάλην τῆς μητρός των, ἀνέβησαν ἑκουσίως ἐπάνω στόν Σταυρόν τοῦ Ἀρχηγοῦ των Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγοντες ὅτι εἰς Σέ, Γλυκύτατέ μας Νυμφίε, σφαγιαζόμεθα αὐτήν τήν ὥραν. Δέξαι μας σάν τόν Ἰσαάκ ἐπάνω εἰς τά ξύλα, ὡς ὁλοκαύτωμα θεῖον καί ἱερόν ἀνάθημα στήν Παναγίαν Σου Μορφήν...

Ὁποίαν, ἀγαπητοί μου εὐσεβεῖς ἀδελφοί, ἀγάπην εἶχον τά ὁσιακά καί μυρίπνοα αὐτά ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τά ὁποῖα ὑπερέλαμψαν στήν περίγειον σφαῖραν ὑπέρ τόν ἥλιον. Ὁποίαν φλόγα νά εἶχον εἰς τήν ψυχήν των, ὅπου καί τούς ντιπάλους ἐχθρούς εἰς τέλος ἐξηφάνισαν. Στῦλοι ἑδραιωμένοι τῆς εὐσεβείας, ἀκοίμητοι φάροι μέ φῶς ἀπερινόητον φωτίζοντες τόν κόσμον ὅλον, οἱ ὁποῖοι ἤνοιξαν καί διώδευσαν ἕναν δρόμον μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς μέ τάς ὑψιδρόμους δεήσεις καί προσευχάς αὐτῶν, τάς τόσον δυνατάς καί ἁγνάς...

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, διά νά κατορθώσουν νά φθάσουν εἰς τό ὕψος αὐτό, δέν τό ἔφθασαν μέ τήν ζωήν την δικήν μας, μέ τάς ἀνέσεις καί καλοφαγίας καί κάθε ἀναπαυτικόν μέσον, ἀλλά ἐξήραναν τά σώματα των ἐκεῖνα τά παιδία, ἄν καί ἦσαν καλοαναθρεμμένα μέ βασιλικάς ἁλουργίδας, ὅμως ἔγιναν ἀπογηρασμένα καί καθ᾿ ἑκάστην τηκόμενα... Ποῦ ψωμάκι, ποῦ νεράκι, ποῦ γλυκό πλέον τό στρῶμα τους, ποῦ φόρεμα, ποῦ δυνάμεις σωματικές. Ὅπως βλέπετε ξηρούς σκελετούς, ἔτσι κατήντησαν καί τά σώματά των, νεκρά ἀλλά μέ ψυχήν, μόνο μέ Πνεῦμα Ἅγιον. Δι᾿ αὐτό καί ἔκλιναν οἱ οὐρανοί καί συνωμιλοῦσαν μέ τόν Θεόν.

Ἀλλά διά νά φθάσουν σ᾿ αὐτά τά μέτρα, δέν ἔφθασαν ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε. Ἐκοπίασαν ὑπερανθρώπως. Ἐπάλεψαν μέ τήν φύσιν καί ἀντήλλαξαν τήν ζωήν αὐτήν τήν μαλθακήν, τήν ὁποίαν ἔχομεν ἡμεῖς σήμερον μέ τάς ἀλόγους ἀξιώσεις μας καί ἀπαιτοῦμεν τόν παράδεισον. Ἀπαιτοῦμεν νά ἐνθρονιασθοῦμεν εἰς τήν οὐράνιον Βασιλείαν μέ ὅλην αὐτήν τήν ἄνετον ζωήν, τρώγοντες τό ἀρνάκι καί πίνοντες καί ἀπολαμβάνοντες (νά μή πολυλογῶ) κάθε ἀπολαυστικόν, κάθετι ὁποῦ τό σῶμα εὐχαριστεῖται καί τήν γλῶσσαν καί τόν οὐρανίσκον γλυκαίνει (ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ).

Εἴμεθα ἕτοιμοι, εἴμεθα καί ἀπαιτητικοί. Τρίβωμεν τάς χεῖρας μας οἱ...!!!  Χριστέ μου, πάρε με καί ἐμένα στήν Βασιλείαν Σου. Πάρε με σέ ἄπονον ζωήν νά ἀπολαμβάνω τό οὐράνιον φῶς αἰωνίως. Ὄχι νά κοπιάσωμεν, ὄχι νά στερηθῶμεν, ὄχι νά βιάσωμεν τόν ἑαυτόν μας ὀλίγον ἀπό τήν μαλθακότητα αὐτῆν τῆς γῆς, αὐτῆς μεθ᾿ ὅλης τῆς ἀναπαύσεως.  Εὐθεῖα γραμμή στούς χρυσοΰφαντους θρόνους τοῦ Οὐρανοῦ, ἕτοιμοι. Λέγοντες ὅτι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐσπλαγχνία αὐτοῦ εἶναι μεγάλη καί δέν θά ἀφήση κανέναν ἔξω παραπονούμενον.

Διατί ὅμως, ἀφοῦ ἀκούομεν καί μανθάνομεν τόν τρόπον καί τά μέσα τά ὁποῖα μετεχειρίσθησαν οἱ κερδήσαντες τήν αἰωνιότητα. Ἰδού  μιά μόνον σκιά σᾶς περιγράφω, ὅπου εἶδον μέσα στό χειρόγραφον ἐπάνω στόν Ἄθωνα, ἀσκητές νά γλύφουν τό ξηρό ψωμί τῶν 100 ἡμερῶν, νά τρώγουν ὠμά τά ἄγρια χόρτα, νά εἶναι γυμνοί καί μέ τρίχινον σακκί παιδιά φορεμένα τῶν 20 ἐτῶν καί γεροντάκια 80 καί 90 ἐτῶν. Νά ξηραίνωνται, νά κατατήκωνται ἀραχνιασμένοι ἀπό τήν ἡμέραν, ὅπου ἄφησαν τόν κόσμον καί τά ἐν κόσμῳ δέν ἔβαλον σαποῦνι στό πρόσωπό των, δέν ἐγεύθησαν ἕνα κι αὐτοί φαγητόν νά ἔχη οὐσίαν φαγητοῦ, δέν εἶχον πλέον ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅτι αὐτό τούς δίδει ζωήν, ἐζήτουν νά δυναμώσουν τό πνεῦμα τους, τήν ψυχήν τους, ὅσα ἡ ψυχή τους ἡ ἁγία ἐζήτει ἐκεῖνο καί ἐπεμελοῦντο γονατιστοί μέ σταυρωμένα τά χέρια των, ὑψωμένος ὁ νοῦς των στά ὑπερκόσμια σκηνώματα καί κλίναντες τήν κεφαλήν των ἐπότιζαν τό ἔδαφος τοῦ Ἄθωνος μέ ποταμούς δακρύων. Νά εὔχωνται νά ἑνώνουν τήν καθαράν καί ἀθόλωτον ψυχήν των μέ τόν οὐρανόν.

Οἱ δαίμονες ἐκύλουν πέτρας, ξύλα, βράχια νά τούς διακόψουν ἀπό τήν ὑψίδρομον προσευχήν των, νά τούς ἀποσπάσουν ἀπό τήν ἀγκάλην τῆς Θεοτόκου καί ὅμως, ὅσον ἐπέτρεπε ἡ Παντοβασίλισσα καί ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας αὐτοί ἐπολεμοῦντο, χωρίς νά δειλιοῦν, διότι εἶχον παραδώσει τόν ἑαυτόν των ὁλοσχερῶς στό πανάγιον Του θέλημα.

Χιλιάδες παιδιά, χιλιάδες εὐέλπιδες ἐμόνασαν στόν Ἄθωνα. Ἐκρύβησαν μέσα στά σπήλαια, μέσα στάς τρώγλας τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Θεοτόκου καί ἀνέμενον καί ἐκαρτεροῦσαν τήν βοήθειαν τῆς Ἁγνῆς Παρθένου λέγοντες στό ἀκηλίδωτον ἔσοπτρον τό: "Ἔλα, προσγειώσου, Παντάνασσά μου, ἑτοίμασόν με καί ἐμένα καί πάρε με στήν διαλάμπουσαν αἴγλη τοῦ θείου Σου Προσώπου καί τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα νέο παιδί τώρα σέ μιά σπηλιά κι ἕνα γεροντάκι 80 ἤ 90 ἐτῶν νά γονατίζουν στό σκοτεινόν σπήλαιον καί νά ἀναμένουν τί; Οὔτε τά δέματα, οὔτε τά μέσα, τά ὁποῖα θά τούς ἔδιδε κάποιος διά τό σῶμα, ἀλλά ἀνέμενον τήν θείαν ἀντίληψιν τῆς περαγίας Θεοτόκου νά τούς ἐνισχύση, νά τούς δυναμώση, νά τούς καθαρίση καί νά ἀποταμιεύση τήν ψυχήν  των στά ὑπερκόσμια καί ἅγια σκηνώματα τῆς ζωῆς, τήν ὁποίαν ἐπόθησαν καί ἐνοστάλγησαν αὐτοί οἱ ἀποξηραμμένοι, τῶν ὁποίων οὔτε μάγουλα τούς ἔμειναν, οὔτε μάτια, οὔτε εἶδος, οὔτε μορφή ἀνθρώπου.  Ἰδού ἀγών, ἰδού πάλη ὑπέρ φύσιν μέ τήν σάρκα, μέ τόν διάβολον, μέ τόν ἑωσφόρον.

Καί σᾶς ἐρωτῶ τώρα ὅλους, ἐρωτῶ καί τόν ἑαυτόν μου καί σᾶς παρακαλῶ, λέτε, ὅτι δέν πονοῦσαν, δέν ἐθλίβοντο, δέν ἔτρεμον ἀπό ἀνυπόφορον ὀδύνην καί πόνους, ἀφοῦ ἦτο κενόν τό στομάχι των, ἡ γλῶσσα των ξηρά.. ἀφοῦ τό κρῦον καί ὁ πάγος κατέτηκον τό σῶμα των. Δέν πονοῦσαν, δέν εἶχον, νομίζετε, φρικτούς πόνους; Εἶχον καί πάρα εἶχον. Καί ἐπονοῦσαν καί ἔτρεμον σάν τά φύλλα τοῦ δένδρου ἀπό τήν ἀνυπόφορον ὀδύνην, ἀλλά καί πόσοι ἀνεχώρησαν ἀπό τόν Ἄθωνα διά νά λάβουν διπλοῦν τόν στέφανον τοῦ ἀσκητισμοῦ τῆς ἁγίας ζωῆς των, ἐπί πολλά ἔτη ἀσκητεύοντες, κακουχούμενοι, ἀλλά παρεκάλουν τούς γέροντας καί ἀρχηγούς αὐτῶν νά τούς δώσουν εὐλογίαν των νά μαρτυρήσουν, νά πάρουν καί τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον..

Ἰδού, λοιπόν, τά ἄξια αὐτά παιδιά, ἰδού ἆθλα θεοτίμητα καί ἔργα ὑπεράνθρωπα. Μέ σῶμα θνητόν ἐνίκησαν τούς ἀσάρκους δαίμονας. Ἰδού, ὅσοι θαυμάζετε σήμερον τούς ἀστροναύτας, τούς ἐπιβούλους στά ποιήματα καί κτίσματα τοῦ Θεοῦ.. Καί λέγετε καί θαυμάζετε τά δαιμονικά αὐτά ἔργα διά τήν ἀπώλειαν ψυχῶν καί σωμάτων.. Κι ὅμως τούς ἀληθεῖς ἀθλητάς, δέν τούς ἀπαθανατίζετε.

Ὤ, ἐσεῖς μητέρες, δώσετε ἕνα παιδί σας, σάν τόν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐπάνω στά ἡτοιμασμένα ξύλα γονάτισε τόν υἱόν του, τόν χαριτωμένοιν Ἰσαάκ, ὡς ὁλοκαύτωμα θεῖον στόν Θεό ὁλοσχερῶς καί ἄνευ δισταγμοῦ...Ποῦ ἡ πίστις αὐτή σήμερον; Ποῦ ἡ ἀνδρεία, ποῦ ἡ γενναιότης, ποῦ αὐτοί οἱ ὁπλῖται πού ἐπέρασαν ἀπό τόν Ἄθωνα καί ὡς χρυσός καί ἄργυρος ἐν καμίνῳ δοκιμασθέντες, τόν ἐπίγειον κόσμον καταλειπόντες ὡς πρόσκαιρον καί φθαρτόν τόν Χριστόν ἠκολούθησαν χαίροντες;

Οἱ μεγάλοι θαλαμηπόλοι πῶς κατώρθωσαν ὅλας τάς ἀρετάς; Ἔφερον τό ἐγκάρδιον πῦρ καί σπαθιζόμενοι ἀπό τήν ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην πρός τόν Θεόν. Μέ τά αἵματα αὐτῶν καί τούς ἱδρῶτας ἔφθασαν εἰς προσκύνησιν τοῦ φρικτοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Εἴθε αἱ εὐχαί αὐτῶν καί εὐλογίαι καί τά πανσέβαστα ἆθλα τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀσκητῶν καί αἱ εὐλογίαι τῆς Θεοτόκου, τό καύχημα τῶν Παρθένων, ἡ ἡλιοστάλακτος Νύμφη, ὁ φωτοφόρος Ναός τοῦ ἀχειροπλόκου νυμφῶνος νά ἀξιώσουν ὅλους ἡμᾶς μιᾶς ἁγίας ζωῆς, μιᾶς μεγάλης μετανοίας διά νά ἴδωμεν καί ἡμεῖς ὀλίγον φῶς, ὀλίγην παραμυθίαν καί χωρίς πόνον μίαν ἀκρούλαν εἰς τήν Βασιλείαν. Ἐκεῖ ἔστω καί ἀμυδρῶς καί ὄχι κατ᾿ ἀξίαν μας νά τύχωμεν τῆς δόξης, τήν ὁποίαν ἀπολαμβάνουν οἱ κοπιάσαντες καί θυσιασθέντες οὐράνιοι ἄνθρωποι καί ἐπίγειοι ἄγγελοι. Εἴθε ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις αὐτῶν, σῶσον Κύριε, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐν τῆ φρικτῆ ἡμέρᾳ τῆς ἑκάστου ἀποδημίας τῆς ψυχῆς ἡμῶν. Ἀμήν.

                              *     *     *

Ἡ ἀμέτρητη ἀγάπη του γιά τήν μοναχική ζωή ἐκδηλώνεται καί στό παρακάτω κήρυγμά του, τό ὁποῖον ἐξεφώνησε σέ κάποια ἐκκλησία, ὅπως ἀντιλαμβανόμεθα ἀπό τον χαιρετισμό  πού ἀπευθύνει στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του.

Εὐσεβές ἐκκλησίασμα, ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,

Εὐλογῶ τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς παναγίας Αὐτοῦ Μητρός καί Βασιλίσσης τῶν Βασιλισσῶν Κυρίας Θεοτόκου, διότι εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ ὑμῶν. Ἐξαιτοῦμαι τήν συγγνώμην παντός τοῦ ἐκκλησιάσματος καί μέ ὅλον τό θάρρος καί τήν συμπάθειάν σας θά μοῦ ἐπιτρέψητε νά σᾶς διηγηθῶ περί τῶν ἀρνουμένων τόν κόσμον φυγάδων.

Ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ἐν τῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ συγγραφέντι βιβλίῳ λέγει τά ἑξῆς διά τόν Πέτρον τόν Ἀθωνίτην. Ὅταν ἡ Κυρία ἡμῶν Θεοτόκος, στά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος ἐφάνη εἰς τόν πρῶτον οἰκιστήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους Πέτρον τόν Ἀθωνίτην, τῶ ἔδωκε μεγάλας καί χαροποιάς ὑποσχέσεις περί τοῦ Ἁγίου ῎Ορους, λέγουσα πρός αὐτόν ἐπί λέξει τά ἑξῆς:

"Ἔστιν Ὄρος ἐπ᾿ Εὐρώπης κάλλιστον ὁμοῦ καί μέγιστον, πρός Λιβύην τετραμμένον ἐπί πολύ τῆς θαλάσσης εἴσω προϊόν. Τοῦτο τῆς γῆς ἁπάσης ἀπολεξαμένη τῶ μοναχικῶ πρέπον καταγώγιον, προσκληρῶσαι διέγνων ἔγωγε...Καί ἅγιον τοῦντεῦθεν κεκλήσεται...καί πάντως ἔσομαι τούτοις ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής τῶν μή πρακτέων ἑρμηνευτής, κηδεμών, ἰατρός, τροφεύς...συστήσω δ᾿ἄρα τῶ Υἱῶ καί Θεῶ μου, οἷς ἄν γένηται καλῶς καταλῦσαι τῆδε τόν βίον τῶν αὐτοῖς ἡμαρτημένων τελείαν ἐξαιτησαμένη παρ᾿ αὐτοῦ τήν ἄφεσιν".

Ὁμιλῶ διά τούς ἐναρέτους μοναχούς, ἀλλά καί δι᾿ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἡττήθησαν ὑπό τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου. Ἀνάμεσα εἰς τούς ἡττηθέντας ἀδιστάκτως ὁμολογῶ ὅτι εἶμαι εἰς τήν τάξιν αὐτῶν καί ἐγώ.

Ὁ ἐνάρετος μοναχός, ὁ καθαρός στήν ψυχήν, ὁ ἀπονήρευτος εἶναι κλῆμα πολύφορον τῆς ἀληθινῆς ἀμπέλου, γεωργῶν τόν βότρυν πού παρέχει στόν κόσμον στούς ἐν σκότει εὑρισκομένους τόν οἶνον λέγω τῆς σωτηρίας.

Ὁ καλός καί φωτισμένος μοναχός λαμπαδουχεῖ καί μεταδίδει τά θεῖα φῶτα. Εἶναι ὁμολογουμένως τό θεῖον ἅλας στήν γῆν τήν σωτήριον, ἅλας τῆς γῆς ταύτης, ὅπου κατοικεῖται ὑπό ψυχῶν πυρπολουμένων τῷ καύσωνι τῆς ἁμαρτίας.

Ἐπαναλαμβάνω εἶναι τό θεῖον ἅλας τῶν νοστίμων διδαγμάτων καί τό προσφέρει ἀληθῶς ἐν Χριστῶ ἀδελφοί μου, εἰς ἐκείνους, ὅπου τόν ἐννοοῦν καί πείθωνται καί ὑπακούουν. Τό προσφέρει λέγω, διά θεραπείαν, διά νά ἀποβάλη κάθε νόσον ἀληθῶς ψυχικήν, καθ᾿ ὅσον ὁ ἀσθενῶν ἄνθρωπος πάσχει ἀπό φλογοφόρους νόσους τῆς ψυχῆς.

Ὁ ἀφιερωθείς μοναχός ψυχῆ τε καί σώματι στόν Θεόν καί στήν ἁγίαν Μητέρα, τήν Μεγάλην λέγω Μητέρα μας, ἡ ὁποία κατέχει τά δευτερεῖα τῆς θεότητος. Ὁ ἐγκρατής καί πεφωτισμένος μοναχός, ὁ μή καλλιεργῶν ἐν τῆ διανοίᾳ του τά ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πονηρᾶς ἐνθυμήσεως τάς ἐμπαθεῖς, λέγω, προσβολάς καί μακράν τοῦ ψυχοφθόρου λιμοῦ ζῶν καί προσευχόμενος διά τήν σωτηρίαν αὐτοῦ καί τοῦ κόσμου, διαπλέει τήν θάλασσαν τοῦ βίου διά νά φθάση στούς ὅρμους τούς οὐρανίους κυβερνώμενος ὑπό τῆς Χάριτος τοῦ οὐρανοῦ.

Ὁ ταπεινός μοναχός, ἀγωνίζεται ὡς Ἠλίας ὁ οὐρανοδρόμος νά κατασφάξη μέ τό ξῖφος τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ τά πάθη του καί ν᾿ ἀντιδράση μεθ᾿ ὅλης τῆς ὑποστάσεώς του κατά τοῦ διαβόλου διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τά δάκρυά του διά νά φθάση στάς οὐρανίους πύλας ταῖς ἀστραπαῖς τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, προσευχόμενος ἡμέρας καί νυκτός.

Ὁ ἅγιος στήν ψυχήν μοναχός διαλογιζόμενος καί ἀνυμνῶν καθ᾿ ἑκάστην τήν παρουσίαν τοῦ πάντων δεσπόζοντος ζηλεύων τόν θεῖον Πάθος τοῦ ἀπαθοῦς Κυρίου, δέν πτοεῖται οὔτε αἰφνιδιάζεται διά τάς ἐρχομένας συμφοράς καί αὐτήν τήν σφαγήν του, ἐάν ὁ Θεός ἐπιτρέψη τοῦτο.

Ὁ ἐνάρετος καί εὐσεβής μοναχός ὁ ἔχων τήν ὀρθήν γνώμην ὅτι στόν κόσμον αὐτόν μόνον ὁ Θεός καί αὐτός ὑπάρχουν καί ἀγωνίζεται, μοχθεῖ ὑποφέρει καί ἐπάνω σ᾿ ὅλους αὐτούς τούς ἀγῶνες, τάς στερήσεις καί στάς τῆς σαρκός ἐπαναστάσεις εἶναι ὁ πύργος ὁ ἀσάλευτος, ἡ πέτρα τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ὁ ἀκοίμητος καί ἄμισθος ὑπό τῶν ἀνθρώπων φρουρός τῶν ἀνεκτιμήτων προγονικῶν θησαυρῶν τῶν Πατέρων του.

Ἔχει τήν δύναμιν νά κατακοιμίζη τήν κακίαν ἐχθραινόντων ἀνθρώπων. Νά ὑπομένη εἰς τήν ἔρημον πολυώδυνα ἄλγη. Δέν πτοεῖται οὔτε ὀφθαλμῶν πηρώσεις, οὔτε χειρῶν στέρησιν, οὔτε γλώσσης ἐκκοπήν, οὔτε ποδῶν ἀφαίρεσιν, οὔτε μηρῶν καί βραχιόνων συντριβάς.

Ὁ μοναχός ὁ ἀπαρνησάμενος γονεῖς, ἀδελφούς, συγγενεῖς, πλοῦτον καί πάντα τά τερπνά τοῦ κόσμου καί προσφέρων τήν ψυχήν καί τό σῶμα του στήν θερμήν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στήν Βασίλισσαν τῶν Βασιλισσῶν ἐν ὥρᾳ φοβερᾶ τῆς δίκης καί μυρίων μυριάδων ἀγγέλων παρισταμένων καί τοῦ Θείου Κριτοῦ καθεζομένου χαίρεται ὅτι  ἔφθασε εἰς τόν τόπον ἐφ᾿ ὅλης του τῆς ζωῆς ἠγωνίζετο μνημονεύων τήν ὥραν ταύτην.

Ὡς βλέπετε τά ἐνδύματα τοῦ μοναχοῦ εἶναι μαῦρα. Εἶναι ἀληθῶς μετημφιεσμένος. Μετεμφιέσθη μόνος του καί ἐξεδύθη ἑκουσίᾳ βουλῆ τούς κοσμικούς χιτῶνας, τήν παλαιάν νέκρωσιν τήν ρυπωμένην στά πάθη στολήν τήν ἐξεδύθη τῆ βοηθείᾳ τοῦ Παρακλήτου ἑκουσίᾳ, λέγω, βουλῆ.

Ὁ μοναχός ἔστω κι ἄν εὑρίσκεται εἰς τά ὄρη, ἄν εἶναι μακράν, πολύ μακράν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐξέρχονται ἀκτῖνες καί καταφωτίζουν τόν κόσμον. Ἀντλοῦν δύναμιν, ὅσοι θέλουν νά ὁδεύσουν τάς τρίβους τοῦ Θεοῦ. Αὗται εἰσίν ἀκτῖνες τῆς ἁγιωτάτης πίστεως, ἀκτῖνες τῶν ἀρετῶν αἱ ὁποῖαι ἀκτινοβολοῦν εἰς τόν κόσμον. Ὁ ἔχων πίστιν καί εὐλάβειαν καί φόβον Θεοῦ καί σεβασμόν στό Ἱερόν ράσον καταφωτίζεται, ἁγιάζεται, περιφρουρεῖται. Ἄς εὑρίσκωνται μοναχοί εἰς τά ὄρη, μακράν εἰς τά βουνά, στά σπήλαια καί στάς τρώγλας τῆς γῆς, στοῦ Ἄθωνος τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, στάς σκήτας, στά ἐρημητήρια, στά κελλία καί γενικῶς ἄς εἶναι καί ἄς ζοῦν ἐρημικῶς καί ἀφανῶς. Εἶναι ὅμως ἀγαπητοί μου καί θερμουργοί μου ἐν Χριστῶ ἀδελφοί, εἶναι στόματα Θεοῦ καί ἁρπάζουν ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ διαβόλου ἐκείνους, τούς ὁποίους δεινῶς κατέπιε, ὡσάν τροφή ὁ πονηρός τῆς κακίας ἐχθρός.

Τόν ἀγωνιστήν μοναχόν ὀφείλομεν νά τόν ἀναγνωρίσωμεν ὡς λύχνον τῆς ψυχῆς μας, ὡς μίαν λυχνίαν χρυσαυγήν μέ θρυαλλίδα λάμπουσαν τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία κατασβένει κάθε ἀλλότριον φῶς καί ἀπαστράπτει αὐτό εἰς ὅσους ἐν εὐλαβείᾳ ὀρθοδόξους ἀδελφούς σέβωνται καί εὐλαβοῦνται ἐν ἀληθείᾳ τούς Μοναχούς τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος.

Πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι τό φῶς τῶν εὐσεβούντων καί ἐναρέτων Μοναχῶν τῶν κρατούντων ἐν τῆ ψυχῆ αὐτῶν τήν ὀρθόδοξον καί ἀληθῆ πίστιν, ἀπαστράπτει λέγω τό φῶς καί στούς ραθύμους καί ἀγνώστους Χριστιανούς. Ἄς ἔχουν ἀκανθοφορήσασαν τήν ψυχήν των, ἄς εἶναι ἐσβεσμένη καί τυφλώττουσα ἐν ραθυμία ἡ ψυχή των. Οἱ ἐνάρετοι μοναχοί θά ὑποδείξουν τρόπους μετανοίας καί θά καθοδηγήσουν αὐτάς ἤ διά τῆς θερμῆς των προσευχῆς ἤ δι᾿ ἄλλου μέσου.

Ἡ προσευχή τοῦ ἐναρέτου μοναχοῦ δέν ἀποβαίνει ἄκαρπος. Εἶναι ἠκονημένον ξῖφος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄς μή τόν ἀκούετε ἐσεῖς. Ὁ ἐνάρετος μοναχός ἐν τῆ σιγῆ τῆς ἀσκήσεώς του καί τῶν δακρύων του ἀποπνίγει τῆς ψυχῆς τά θηρεύματα καί τά πάθη τῆς σαρκός, ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί τῶν πιστευόντων καί εὐλαβουμένων αὐτόν. Οὗτος ἔχει θεῖον μαγνήτην καί εἶναι ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Εἶναι στρατιώτης καί γενναῖος ἀθλητής. Εἶναι ἥρωας καί ἄς ἐμπαίζεται ὑπό πολλῶν. Εἶναι υἱός τῆς βασιλικῆς καί τροπαιοφόρου παρατάξεως τῆς Βασιλίσσης τῶν Οὐρανῶν τῆς Θεοτόκου.

Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, τό πνευματικόν αὐτό φρούριον καί ἠθικόν τέμενος ἐπέρασαν τά μυρίπνοα ἄνθη καί τά καρποφόρα δένδρα τῶν ἀρετῶν τοῦ νοητοῦ παραδείσου τῆς Ἀειπαρθένου. Χίλια καί πλέον ἔτη εἶναι αἱ παραδόσεις αἱ ὁποῖαι μεταδίδονται εἰς τούς ἄλλους μέχρι σήμερον, τάς ὁποίας καί ἡμεῖς κρατῶμεν. Ἄς μᾶς ἀξιώσει ἡ Παντοβασίλισσα νά τάς μεταδώσωμεν ὁλοσχερῶς καί εἰς τούς διαδόχους ἀδελφούς μας.

Ἐπέρασαν μοναχοί, ὡς ὁ ἁγιώτατος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῶ Ἄθῳ, ὁ ἅγιος Μάξιμος, τό πετεινόν ἀληθῶς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος πτερούγησε στόν Ἄθωνα μέ τό ὑλικόν του σῶμα καί εὐλογοῦσε τούς μοναχούς καί τόν κόσμον ὅλον. Οἱ ἀένναοι αὐτοί ποταμοί οἱ ἐστολισμένοι μέ πᾶσαν τήν πληθύν τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, οἱ διορατικοί, οἱ ὁποῖοι μένουν στάς τρώγλας τῆς γῆς καί τάς σχισμάς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τάς ἐν τῶ κρυπτῶ κρεμαστῆρας των...οἱ θειότατοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἡ μυρίπνοος ὀσμή τῆς πνευματικῆς εὐωδίας, οἱ πολιοῦχοι καί οἰκισταί, οἱ μετά τήν Θεοτόκον προστάται μας καί εὐεργέται, ὄχι μόνον τοῦ Ἱεροῦ μας Τόπου, ἀλλά καί τοῦ κόσμου ὅλου τῆς γῆς ταύτης.

Κάθε πετρούλα στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ποτισμένη μέ τά δάκρυα αὐτῶν τῶν μοναχῶν τῶν διδασκάλων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς παρέδωσαν νά φυλάττωμεν τούς προγονικούς θησαυρούς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους μας καί ἅπασαν τήν τάξιν αὐτήν τοῦ μονήρους βίου.

Ὁ ράθυμος μοναχός, ὁ ἄοπλος καί ἀμελής, ὁ πρό μικροῦ φαινόμενος ἡττημένος εἰς αὐτό μή σᾶς δελεάζη ὁ ὄφις, ὅστις καί τήν Εὔαν ἐδελέασε δολίᾳ βρώσει φαγεῖν. Τήν ἐξήγαγεν ἀπό τήν Ἐδέμ καί βλέπομεν σήμερον ὀρθοδόξους Χριστιανούς νά κρίνουν καί νά ἐπικρίνουν αὐτούς τούς μοναχούς, στούς ὁποίους συμπεριλαμβάνομαι καί ἐγώ.

Δέν τό ἀρνοῦμαι ὅτι ὑπάρχουν σκιαί, ὡς πρός τήν ἱκανότητα προσώπων τινῶν τῆς ἀποστολῆς των. Ὅπως θεωρεῖτε καί ἐμέ τόν ἀνάξιον. Ἀλλά οὐδείς ἀναμάρτητος, εἰμί εἷς ὁ Θεός. Ἐπιμένουν ὅμως πολλοί τῶν εὐσεβούντων νά ἐπικρίνουν τήν παραστράτησιν ἤ τήν πτῶσιν μοναχῶν τινῶν καί ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα αὐτό συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως. Διά τοῦτο ἀδελφοί θά πρέπει νά διαπιστώσητε καλά ὅτι ἡ πάλη τῶν Μοναχῶν δέν εἶναι πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς καί ἐξουσίας τοῦ σκότους, τοῦ αἰῶνος τούτου. Εἶναι μεγάλη ἡ ἀγωνία μας! Ἀγώνας ἰσχυρός, ὁ ὁποῖος φθάνει μέχρις ἀπογνώσεως ἐξ αἰτίας τῆς λύσσης τοῦ διαβόλου, ὅστις ὡς λέων, μέ ὅλα τά ὅπλα του τά ἐκ δεξιῶν καί τά ἐξ ἀριστερῶν νυκτός καί ἡμέρας πολεμεῖ τόν μοναχόν. Τόν παρακολουθεῖ ἄϋπνος, τοῦ σερβίρει κάθε εἴδους πόματα καί τροφάς, τοῦ φέρει ἐν τῆ διανοίᾳ του ὅλα τά τερπνά τοῦ κόσμου, ὅλην τήν εὐπάθειαν καί δόξαν καί στρέφεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. Ὕστερον τόν θλίβει, τοῦ προκαλεῖ μελαγχολίαν, τόν παραλύει, τόν τυραννεῖ...Ὅμως σώζει τόν μοναχόν ἡ προσευχή. Ὁ διάβολος τόν πολεμεῖ εἰς ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος. Προσβάλλει τήν διάνοιάν του διά νά καταστήση τόν νοῦν του χῶμα. Ἀκόμη καί ἀπό τήν ἄκρην τῆς γῆς ταύτης προσκαλεῖ ὁ σατανᾶς ἀνθρώπους διά νά δελεάση τόν μοναχόν, ν᾿ ἀρνηθῆ τήν ἔρημον. Αἱ παγίδες τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ὡσεί ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης ἐστημέναι ἐνώπιόν του...Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό ὁ σατανᾶς ἐξεγείρει καί τούς ἰδίους γονεῖς καί φίλους καί πᾶσαν στρατιάν ἀνθρώπων διά νά συνεργήσουν διά τήν πτῶσιν τοῦ μοναχοῦ. Τόν ἀγωνιστήν μοναχόν τόν πολεμοῦν ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ἁμαρτωλῆς ταύτης γῆς καί ὁ φόβος τοῦ διαβόλου εἶναι ἵνα μή τό ἐκπεσόν τάγμα του ἀποκαταστασθῆ ὑπό τοῦ μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος. Δι᾿ αὐτό καί ἡ λύσσα του εἶναι ἀλόγιστος.

Τόν μοναχόν τόν πολεμεῖ καί μία ἄλλη δύναμις ἡ ὁποία κρύπτεται μέσα στά ράσα. Εἶναι οἱ ἐν τῶ κόσμῳ ἀρχιερεῖς. Εἶναι κι αὐτό ἕνα μέσον, ἕνα μυστικόν ὅπλον μέ πρόσχημα τήν σωτηρίαν ἄλλων ἀνθρώπων. Καί οἱ ἀρχιερεῖς ζητοῦν νά πείσουν τόν μοναχόν ὅτι θά σώση τόν κόσμον καί λαόν ἀπεγνωσμένον. Θά σώση ψυχάς ἐάν εἶναι πλησίον τοῦ κόσμου, κάτοικος ὡς τό πρότερον τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἠρνήθη διά τῆς κουρᾶς του τόν κόσμον! Τό δεξιό αὐτό ὅπλο πείθει τόν μοναχόν νά ἐγκαταλείψη τήν σκοπιάν του, τήν πολεμίστραν του, τήν θεοδώρητον ἔρημον, τήν ἀπερίσπατον προσευχήν του, τόν μικρόν στεναγμόν διά νά πέση στό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Καί ὁ κόσμος ἐγείρεται σύσσωμος, ἐκτός ἐξαιρέσεων. Μᾶς ἔσωσες, μᾶς ἡγίασες, Μοναχέ, ἱερομόναχε...Τόν περιτυλίγουν σάν τόν τάπητα διά τοιούτων ἐπαίνων καί ὁ μοναχός πέφτει δελεασθείς ἀπό τά πικρά καί ἄποτα νάματα ἕως νά παραδώση τήν ψυχήν του. Ποῦ;

Πόσον ἀγαπητοί, κατεστάθημεν βδελυκτοί καί μισητοί ἐνώπιον τῆς θείας Μεγαλωσύνης ἀκούοντες καί συνεργοῦντες, ἀλλά καί σατυρίζοντες καί ἐξουθενοῦντες τούς Μοναχούς καί αὐτούς ἀκόμη τούς ἱερεῖς, τούς ὁποίους ὁ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἀναξίους τούς Χριστιανούς νά εἰσέλθουν ἐν τῶ ἱερῶ Ναῶ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρωτίστως ἔθεσαν κατηγορίαν κατά ρασοφόρων! Πόσον μεγάλο ἁμάρτημα θεωρεῖται αὐτό;

Βάλλει ὁ σατανᾶς ἐναντίον τοῦ μοναχοῦ, βάλλει καί ὁ ἀσεβής, ἀλλά δυστυχῶς βάλλουν καί οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά σώσουν τήν ψυχήν των.

Δι᾿ αὐτό Ἀδελφοί μου εἴθε ἐν μετανοίᾳ καί ἐπιγνώσει νά μᾶς ἀνακαλέση Ἐκεῖνος ὁ βαφαῖς ἐρυθραῖς τούς παναγίους δακτύλους ἐπί Σταυροῦ αἱματώσας νά μᾶς παραλάβη ὅλους ἐνυβρίσαντας τό σκεῦος τῆς σαρκός μας καί νά μᾶς σώση καί νά μή ἐπιτρέψη νά γίνωμεν κτῆμα καί βρῶσις τοῦ ἀλλοτρίου διαβόλου.

Οἱ δέ παντοτεινοί πρεσβευταί καί ὑπέρμαχοι πατέρες Θεῖοι καί ὅσιοι καί Ἱεράρχαι ὁμολογηταί, ἱερομάρτυρες καί ὁσιομάρτυρες, μυροβλῦται καί ὑπερ-θαύμαστοι θαυματουργοί καί οἱ πολιοῦχοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους μεθ᾿ ἁπάσης τῆς βασιλικῆς παρατάξεως τῆς Βασιλίσσης τῶν Οὐρανῶν καί περμάχου Στρατηγοῦ μας Θεοτόκου νά μᾶς συγχωρήσουν τά μικρά καί μεγάλα ἐγκλήματά μας καί νά μᾶς ἀξιώσουν τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας. Ἀμήν.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου