Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σ’ ὅλους τους κόσμους. Ἡ περὶ ἀνθρώπου Φιλοσοφία εἶναι δυσβάστακτη, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ νοῦ των ἀγγέλων, προκαλεῖ λύπη καὶ στὶς καρδιὲς τῶν χερουβείμ. Εἶναι πικρὴ ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός δὲν πικράθηκε, δὲν δηλητηριάσθηκε μόλις τὴ δοκίμασε καὶ ἀπέκτησε μὲ τίς αἰσθήσεις του τὴν πικρή της γνώση; Ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέχρις ἐσχάτων: Ἐὰν ὁ θαυμαστὸς Θεὸς καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ καὶ μὲ τὸ φῶς της Ἀναστάσεώς Του δὲν εἶχε φωτίσει καὶ νοηματίσει τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνθρώπου, ποιός δὲν θὰ θεωροῦσε τὸ Δημιουργὸ ἑνὸς τέτοιου ὄντος, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ἀκατανόητο καὶ ὄχι Θεάνθρωπο; Μόνο Αὐτὸς ὁ Γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ θεία ἀγάπη καὶ στοργὴ γλυκαίνει τὸ πικρὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, γεμίζοντάς το μὲ τὸν ἑαυτὸ Του καὶ τὴ δικὴ Του ζωὴ καὶ ἀπεραντοσύνη. Ποῦ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος; Στὸν Ἀναστάντα καὶ Ἀναληφθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ «τὸν καθήμενον ἐν δεξιὰ τοῦ Θεοῦ» (Κόλ. 3,1). Μὲ τὸν Ἀναστάντα Θεάνθρωπο ἡ αἰωνιότητα γίνεται ἡ καινὴ κατηγορία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ποιά σκέψη ἀνθρώπινη εἶναι τώρα ἀθάνατη, ποιά ἐπιθυμία, ποιά αἴσθηση; Μόνο ἡ ἐν Χριστῷ σκέψη, ἡ ἐν Χριστῷ ἐπιθυμία καὶ αἴσθηση. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι χριστιανός, μόνο ἐὰν διὰ τοῦ Χριστοῦ σκέπτεται, φρονεῖ, αἰσθάνεται καὶ θέλει. (Πρβλ. Φιλ. 2, 5).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο ὄν σ’ ὅλους τους κόσμους ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν παράδεισο ὡς τὴν κόλαση. Τὸ διαπασῶν τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως, τῶν ἀνθρώπινων λογισμῶν, τῆς ἀνθρώπινης αἰσθήσεως καὶ διαθέσεως δονεῖται σὲ πολὺ μεγαλύτερο εὗρος ἀπὸ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν διαβόλων. Μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, διότι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατέλθει ὡς τὸ διάβολο, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ διάβολο, διότι μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ ὡς τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι αἰώνιο ὄν, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι. Πότε ἀρχίζει ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου; Ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Καὶ πότε ἀρχίζει ὁ παράδεισος ἢ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου; Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη προσχώρηση στὸ Θεῖο Ἀγαθὸ ἢ τὸ διαβολικὸ κακό, δηλαδὴ στὸ Θεὸ ἢ στὸ διάβολο. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ παράδεισος; Παράδεισος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐὰν αἰσθάνεσαι τὸ Θεὸ μέσα σου, τότε ἤδη εἶσαι στὸν παράδεισο. Ὅπου ὁ Θεὸς ἐκεῖ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὁ παράδεισος. Ὅπου βασιλεύει ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶναι ὅλος ὁ παράδεισος καὶ ὅλες οἱ χαρὲς τοῦ παραδείσου. Ὁ ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, λέει: «Ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν σ’ ὅλες τίς σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου, τίς ἐπιθυμίες, τίς προθέσεις, τοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα, σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦλθε σ’ αὐτόν. Τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸ Θεὸ παντοῦ: μέσα στὴν ἁγία σκέψη, στὴν ἁγία δράση, στὴν ἁγία ὕλη».
Παντοῦ τὸ ἀόρατο εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ὁρατοῦ, εἶναι ὁ πυρῆνας του. Ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς καὶ καθαροὶ καὶ θὰ δοῦμε ὅτι καὶ οἱ τρεῖς κόσμοι: τὸ σύμπαν, ἡ γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελοῦν μόνοι τους ἀόρατες δυνάμεις ἢ ἐνέργειες ντυμένες μὲ τὴν ὕλη. Κάθε κτίσμα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἀποτελεῖ ἕνα κτιστὸ πλαίσιο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς πλαισίωσε καὶ μία σκέψη Του, καὶ ὅλα τὰ κτίσματα μαζὶ ἀποτελοῦν τὸ πολύτιμο καὶ πολυτελὲς κτιστὸ μωσαϊκὸ τῶν ἄκτιστων σκέψεων («λόγων») τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἕνα κτίσμα στὸ ἄλλο, πηγαίνουμε ἀπὸ τὸ ἕνα «φρέσκο» (τοιχογραφία) τοῦ Θεοῦ στὸ ἄλλο. Καὶ πηγαίνοντας ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ἄλλο, πηγαίνουμε ἀπὸ τὴ μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη. Διότι, ὁ Θεὸς «ἐποίησε» τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα» δικὴ Του. Κάθε δική μας γνώση λοιπὸν γιὰ τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μᾶς λέει σαφέστατα: αὐτὸς ὁ ὁρατὸς κόσμος, ὑπάρχει καὶ στηρίζεται πάνω στὸ ἀόρατο, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ὅριο καὶ τέλος.
Κατὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης πίστεως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο καὶ ὑπέρτατο: νὰ βρεῖς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Μόλις τὸ ἀνακαλύψεις (στὸν ἄνθρωπο) ἀνακάλυψες τὴν αἰώνια ἀξία του, τὴ μοναδικότητά του, τὸ ἀναντικατάστατο, τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητά του. Συχνὰ ὅμως ἡ θεία μορφὴ στὸν ἄνθρωπο ἔχει καλυφθεῖ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῶν ἡδονῶν, τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν, τὰ ζιζάνια τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἀπὸ τὸ φλοιὸ τῆς κακίας. Ἄλλα σὺ εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καὶ θὰ ἀφαιρέσεις ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴ θεία μορφή, γιὰ νὰ λάμψει πάλι τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο στὸ ἔνθεο κάλλος του. Ὅταν ἔτσι κάνεις, τότε θὰ ἀγαπήσεις τὸν ἄνθρωπο καὶ μέσα στὴν ἁμαρτία του. Ποτὲ δὲν θὰ ταυτίσεις τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸ κακὸ μὲ τὸν κακοῦργο. Πάντα θὰ διαχωρίζεις τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό, θὰ καταδικάζεις τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ ἐλεεῖς καὶ θὰ εὐσπλαχνίζεσαι τὸν ἁμαρτωλό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ μοιχαλίδα τοῦ Εὐαγγελίου (Ιωάν. 8, 3-11). Ὁ πανοικτίρμων Κύριος κατακρίνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ δὲν κατακρίνει τὴν ἁμαρτωλή. Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Ἐγὼ δὲν κατακρίνω τὴ θεοειδὴ καὶ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ ψυχή σου, δὲν εἶσαι σὺ τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἁμαρτία, ἔχεις μέσα σου θεοειδεὶς δυνάμεις ποὺ μποροῦν νὰ σὲ ἀπελευθερώσουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰω. 3, 11).