Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Ζήλεια – Βασκανία

 

  Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. α΄, 15) τονίζει: «τινὲς μὲν καὶ διὰ φθόνον καὶ ἔριν, τινὲς δὲ καὶ δι’ εὐδοκίαν τὸν Χριστὸν κηρύσσουσιν·». (: Μερικοὶ βέβαια κηρύττουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ φθόνο καὶ ἀνταγωνιστικὴ διάθεση πρὸς ἐμένα, ἐπειδὴ δὲν ἀνέχονται τὴν ἐπιρροή μου. Μερικοὶ ὅμως κηρύττουν καὶ ἀπὸ ἀγαθὴ καρδιὰ καὶ πρόθεση).

  • Μεγάλο τὸ πάθος τῆς ζήλειας, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ ἄλλο μεγάλο πάθος τοῦ φθόνου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:

  «Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ πρᾶγμα ἡ ζήλεια, φοβερό, καὶ μᾶς παρασύρει ν’ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἔτσι κατέστρεψε κι ὁ Κάιν τὸν ἑαυτό του καὶ πρωτύτερα ἀπ’ αὐτὸν ὁ διάβολος, ποὺ κατέστρεψε τὸν πατέρα τοῦ Κάϊν. Ἔτσι ὁ Σαοὺλ κάλεσε πονηρὸ διάβολο, γιὰ νὰ πολεμήση τὴν ψυχή του. Κι ἀφοῦ τὸν κάλεσε, ζήλευε πάλι κατὰ τοῦ γιατροῦ. Τόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ ζήλεια. Γνώριζε πὼς σώθηκαν καὶ προτιμοῦσε νὰ καταστραφῆ παρὰ νὰ δῆ νὰ χαίρεται ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔσωσε. Ποιὸ πάθος εἶναι χειρότερο ἀπ’ αὐτό; Δὲν θὰ κάνη λάθος κανεὶς ἄν τὸ ὀνομάση γέννημα τοῦ διαβόλου».

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (Ἀνθολόγιο Ρώσων) λέγει:

  «Ὁ Κύριος θέλει ὅλους νὰ τοὺς ἑνώση. Ἀπεναντίας, ὁ διάβολος θέλει ὅλους νὰ τοὺς χωρίση. Προσπαθεῖ νὰ διασπάση τὴν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας, τοῦ χωριοῦ, τῆς πόλης, τοῦ κράτους, τῶν ἀδελφοτήτων. Πολεμάει ἰδιαίτερα ἐκείνους, ποὺ ὁμολογοῦν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ξεσηκώνει διωγμοὺς ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας… Σκοπός του εἶναι νὰ μολύνη τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀποξενώση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, νὰ σβήση τὴν ἀγάπη, νὰ ἐξαλείψη κάθε ἀρετή, νὰ ἐξεγείρη τὴν ψυχὴ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καί, τελικά, νὰ τὴν ὁδηγήση αἰχμάλωτη στὸν ἅδη».

  • Ἡ βασκανία (τὸ μάτιασμα) εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ζήλειας, ποὺ ὁ πονηρὸς βρίσκει εὐκαιρία νὰ κάνη τὸ κακό.

  Στὸ βιβλίο «Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος – ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος (Τσαλίκης)» ἀφηγεῖται ὁ Ἅγιος τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς γιὰ τὴν βασκανία:

  «Κάποτε, παιδιά μου, λειτουργοῦσα σ’ ἕνα χωριουδάκι ἐδῶ κοντά. Λειτουργοῦσα περίπου 30 χρόνια. Πήγαινα μὲ τὸ μουλάρι καὶ λειτουργοῦσα τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μία ἡμέρα, ἀφοῦ λειτούργησα, μοῦ λέει ἕνας ἐπίτροπος:

– Ἔλα, παπά μου, νὰ πιεῖτε ἕνα καφέ.

– Παιδί μου, ἐγὼ δὲν πηγαίνω σὲ σπίτια, τοῦ λέω.

– Ἂν δὲν ἔλθετε παπά μου, μᾶς προσβάλετε χονδρικῶς. Ἐμεῖς, πάτερ μου, σᾶς σεβόμεθα καὶ σᾶς ἐκτιμοῦμε.

Λέω στὸν πάτερ Κύριλλο, ποὺ ἤμαστε μαζί.

– Δὲν πᾶμε, πάτερ μου, μαζὶ γιὰ συντροφιά;

Μόλις πήγαμε, ἦταν ἐκεῖ μία γριά, ποὺ ἄρχισε νὰ λέη:

«Παπὰς μικρὸς στὸ μάγουλο! Τί ὀμορφιὰ αὐτὸς ὁ παπάς; Τί ἦταν αὐτό, ὅπως τὸ ἔλεγε τόσο ὄμορφα, τὸ “ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας”, καὶ ἦταν σὰν δεύτερος Θεός, δεύτερος Χριστός».

Ξαφνικά, παιδιά μου, ἐκεῖ ποὺ ἤμασταν, μὲ κόβει ἕνας κρύος ἱδρώτας, βασκανία ἦταν. Κι ἐγώ, μὲ συγχωρεῖτε, εἶπα:

– Ἅγιέ μου, προφήτη Ἠλία, τόσα χρόνια σὲ λειτουργῶ ἐδῶ. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθα τώρα;

Λέω στὸν πάτερ Κύριλλο:

– Πάτερ, νὰ σηκωθοῦμε νὰ φύγουμε.

– Μά, ἀφοῦ φτιάχνουν καφέ, εἶπε ὁ πάτερ Κύριλλος.

– Πάτερ, τοῦ λέω, ἐγὼ θὰ πεθάνω αὐτὴ τὴν στιγμή.

Ἐρχόμεθα κάτω στὸ Μοναστήρι καὶ μοῦ λέει ὁ πάτερ Κύριλλος.

Πάτερ μου, σὲ βάσκανε ἡ γριά.

– Πάτερ μου, τί νὰ μοῦ κάνη ἡ γριά; Τί ὀμορφιὲς καὶ τί κάλλη εἶχα ἐγώ;

– Πάτερ μου, μὲ τὰ λόγια της. Νὰ σοῦ φέρω λίγο ἁγιασμό.

– Ἐγὼ λειτούργησα καὶ κοινώνησα, πάτερ μου. Θὰ πιάση ἡ βασκανία τὸν παπά, τὸν λειτουργό;

– Μετὰ τὴ Λειτουργία ὅμως σοῦ εἶπε ἡ γυναίκα αὐτὸν τὸν λόγο, εἶπε ὁ πάτερ Κύριλλος.

– Ἔ, τότε φέρε μου λιγάκι ἁγιασμό.

Ἔφερε λίγο ἁγιασμό, παιδιά μου, μὲ συγχωρεῖτε, ἔκανα τὸ σταυρό μου, ἤπια καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν τὰ μάτια μου, εἶχα θαμπάδα καὶ ζαλιζόμουνα, κρύος ἱδρώτας, ἀμέσως συνῆλθα.

Γι’ αὐτό, παιδιά μου, νὰ ἔχετε ἁγιασμὸ στὸ σπίτι σας.

Εἴδατε, παιδιά μου, τί εἶπε ἡ γριά; Ἡ γλωσσοφαγιὰ εἶναι κακό, παιδιά μου.

Γι’ αὐτό, πάντοτε νὰ καταφεύγετε στὴν Ἐκκλησία. Προσευχὴ παιδιά μου, νὰ κάνετε, προσευχὲς καὶ δεήσεις. Νὰ σᾶς διαβάζη ὁ ἱερέας. Νὰ ἔχετε ἱερέα νὰ σᾶς διαβάζη γιὰ τὴ βασκανία. Ἐὰν δὲν ἔχετε ἱερέα, ἁγιασμὸ νὰ ἔχετε, παιδιά μου.

Καὶ τὰ γητέματα καὶ τὰ σαραντάσματα καὶ τὰ φλιτζάνια κι αὐτά, παιδιά μου, εἶναι ὅλα τοῦ διαβόλου ἔργα.

Νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία, στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ πηγαίνετε. Παιδιά μου, νὰ προσέχουμε νὰ μὴ σκανδαλίζουμε. Θὰ φύγουμε μία μέρα. Ὅλες τὶς ὀμορφιὲς θὰ τὶς φάη τὸ χῶμα, ὅπως καὶ τὰ σώματά μας».