'Ο Γέροντας Παῒσιος 'Ολάρου.
Περιστατικά καί διηγήσεις μαθητῶν καί χριστιανῶν γιά τόν Γέροντα Παῒσιο
ὑπό ἀρχιμ. π. 'Ιωαννικίου Μπάλαν
1. Τό καλοκαίρι τοῦ 1990 εἴχαμε μεγάλη ἀνομβρία, οἱ μαθητές τοῦ π. Παϊσίου πού ἦτο ξαπλωμένος στό κρεββάτι, τοῦ εἶπαν: «Πάτερ, δέν βρέχει καθόλου. ῎Εχουμε μεγάλη ξηρασία». Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Νά προσευχηθοῦμε στόν Θεό μέ δάκρυα καί νά νηστεύσουμε καί ὁ Κύριος ἔχει ἀπ' ὅλα νά μᾶς δώση, ἀλλά σέ ποιόν νά τά δώση».
῞Οταν ἄρχισε νά βρέχη, οἱ μαθητές του τοῦ εἶπαν: «Πάτερ Παῒσιε, βρέχει ἔξω». Αὐτός τότε ἄρχισε νά κλαίη στό κρεββάτι καί εἶπε στόν γηροκόμο του, τόν π. Γεράσιμο: «Φέρε καί σέ μένα ἕνα ποτῆρι νερό ἀπό τήν βροχή πού πέφτει τώρα ἔξω νά πιῶ. Ποιός ξέρει ποιοῦ τά δάκρυα εἶδε ὁ Θεός καί συγκατένευσε!»
2. Μιά φορά ἦλθαν στόν Γέροντα μερικοί μοναχοί ἀπό ἄλλο μακρινό μοναστήρι καί τοῦ ἐζήτησαν ψυχοσωτήριες συμβουλές. Αὐτός στενάζοντας, τούς εἶπε: «Πρώτη σας φροντίδα νά εἶναι ἡ νηφαλιότητα τοῦ νοῦ σας καί ἡ ἀνάμνησις τῶν ὅσων ὑποσχεθήκατε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς σας. Κατόπιν μή θολώνετε τό μυαλό σας μέ τό ποτό καί τά ἐκλεκτά φαγητά. Μετά φυλαχθῆτε ἀπό τήν πολυλογία, ἰδιαίτερα τήν συζήτησι καί φιλία μέ γυναῖκες καί τίς ἄσκοπες βόλτες, διότι ἡ συχνή ἔξοδος ἀπό τό μοναστήρι, φέρνει τήν πνευματική παγωνιά».
3. 'Ο γηροκόμος του, κάποια ἡμέρα ἦτο ταραγμένος ἀπό κάποιο πειρασμό καί τόν φανέρωσε στόν Γέροντα. 'Εκεῖνος τοῦ εἶπε: «Γιά ποιό λόγο ἐλύπησες τόν Κύριο καί τήν Μητέρα Του; 'Επλήγωσες κάποιον, κατέκρινες κάποιον ἤ δέν ἔκανες ὑπακοή μέ ἀγάπη; Διότι ὁ Καλός Θεός τά βλέπει ὅλα καί ἐξετάζει τήν καρδιά μας. Αὐτός ἐξετάζει τήν ἀγάπη καί καλωσύνη πού ἔχουμε ἀπέναντι τῶν ἄλλων».
Σκεπτόμενος ὁ μαθητής του τά λόγια τοῦ Γέροντος, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐλύπησε τόν Κύριο καί ἐξ αἰτίας του ἦλθε αὐτός ὁ μεγάλος πειρασμός ἐπάνω του.
4. 'Ο π. Παῒσιος τά τελευταῖα χρόνια ἔμεινε στό κρεββάτι μέ τό ἕνα πόδι σπασμένο, τυφλός κι ἀπό τά δύο μάτια ἀπό καταρράκτη, σχεδόν κουφός καί μέ τήν ἡλικία τῶν 90 ἐτῶν. Κἄπου-κἄπου εἶχε μιά ἀγωνία κι ἕνα πόνο καί ἄλλοτε προσευχόταν κι ἄλλοτε ἔκλαιγε, ψιθυρίζοντας τά ἑξῆς: «'Ελύπησα τόν Κύριο!» Κατόπιν μέ πολλά δάκρυα ἔκραζε λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, Κύριε, διότι πολύ σ' ἐλύπησα! Μητερούλα τοῦ Κυρίου μου, μή μέ ἀφήνης, διότι δέν ἔχω πλέον δυνάμεις!» Πῶς ἁρπάζομαι ἀπ' αὐτόν τόν κόσμο καί πρός τά ποῦ πηγαίνω; Σέ περιμένω, Καλέ μου 'Ιησοῦ, σέ περιμένω ἐδῶ, κλαίγοντας στόν δρόμο σάν τό ὀρφανό!»
'Ο μαθητής του, βλέποντας τόν πόνο τοῦ Γέροντος, πολλές φορές ἔκλαιγε κι αὐτός ἀπό συμπάθεια. 'Ο Γέροντας δέν ἤξερε ὅτι ἦτο μέσα ὁ μαθητής του. Γι'αὐτό, ἐλεύθερα κι ἀβίαστα ἐστέναζε, ἔκλαιγε, ἐσκούπιζε κατόπιν τά δάκρυά του, ἔκανε μέ τόν ξύλινο σταυρό τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί προσευχόταν μυστικά, κουνώντας ἐνίοτε τό κεφάλι του.
5. Κάποια φορά ἦλθε ἕνας ἡγούμενος στόν Γέροντα νά τόν ἐρωτήση τί νά κάνη μέ μερικούς ἀνυπότακτους ὑποτακτικούς του· νά τούς βάλη ἐπιτίμιο ἤ νά τούς στείλη στό σπίτι τους;
'Ο Γέροντας ἔχοντας τόν Σταυρό στά χέρια του, τοῦ ἀπήντησε στενάζοντας:
-Πάτερ ἡγούμενε, ὄχι ἔτσι! 'Αλλά μέ εἰρήνη, μέ εἰρήνη! Διότι μόνο μέ εἰρήνη ὑψώνουμε τά χέρια μας στόν οὐρανό προσευχόμενοι σέ κάθε στιγμή. Μέ εἰρήνη, πάτερ, διότι εἶσαι ποιμένας καί πατέρας καί ἔχεις θέσει τόν ἑαυτό σου στήν φροντίδα καί προστασία τῶν λογικῶν σου προβάτων. Καί τά καλά πρόβατα καί τά κακά εἶναι τῆς ἰδικῆς σου ποίμνης. ῞Ολα ἔχουν ψυχή καί ἔχουν ἀνάγκη σωτηρίας. 'Επίσης γιά ὅλα αὐτά τά λογικά πρόβατά σου θά δώσης λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως!
῞Οταν τά δέχεσαι στό μοναστήρι, δοκίμαζέ τα μέ τά διακονήματα γιά νά ἰδῆς τίς ἀρετές καί ἀδυναμίες τους. 'Ο μοναχός δέν εἶναι κάποιο ἀντικείμενο πού ἠμπορεῖς, ὅποτε θέλεις, νά τό στείλης στόν κόσμο. Νά τούς συμπεριφέρεσαι μέ εἰρήνη, μέ συγχωρητικότητα καί ἀγάπα τήν εἰρήνη τόσο γι' αὐτούς, ὅσο καί γιά σένα. 'Ο χρόνος περνᾶ γρήγορα καί δέν τόν εὑρίσκουμε πιά. Θυμήσου κι ἐμένα. Πόσες φορές ἐλέγχομαι ἄγρια ἀπό τήν συνείδησί μου, ἀλλά δέν ἔχω πλέον τήν σωματική δύναμι νά φέρω μπροστά μου αὐτούς πού ἐσκανδάλισα καί ἐλύπησα γιά νά τούς ζητήσω συγγνώμη! Πολύ μεγάλο πόνο προκαλεῖ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως.
6. Τό ἔτος 1986 ὁ π. Νίκανδρος 'Ιορδάκε ἦτο ἀσθενής καί προετοιμάζετο νά ἀναχωρήση γιά τόν Κύριο. Τότε ἐκάλεσε στό κελλί του τόν π. Παῒσιο νά τόν ἐξομολογήση γιά τελευταία φορά. Μετά τήν ἐξομολόγησί του, τοῦ εἶπε: «Πάτερ Παῒσιε, γνωρίζω ὅτι σέ λίγο θά πάω στόν Κύριο νά μέ κρίνη γιά κάθε τι πού ἔκανα σ'αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Σᾶς ὁμολογῶ ὅτι τίποτε δέν μοῦ φαίνεται πιό ἄσχημο στήν ζωή μου, ὅσο ὁ μάταιος χρόνος πού ἔχασα, χωρίς νά τόν ἀξιοποιήσω γιά τήν σωτηρία μου, νά δοξολογήσω τόν Κύριο ἤ νά κάνω κάποιο καλό ἔργο!»
7. Συχνά ἐπήγαιναν στό κελλί του μικρές ὁμάδες ἱερέων, μοναχῶν, μοναζουσῶν καί λαϊκῶν Χριστιανῶν ζητῶντας τήν εὐλογία του. 'Εκεῖνος τούς δεχόταν μέ ἀγάπη καί στοργή. ῎Αλλοι τοῦ ἔλεγαν τό ὄνομά τους, ἄλλοι τοῦ ζητοῦσαν συμβουλές κι ἄλλοι ἔκλαιγαν τριγύρω του. Σ' ὅλους αὐτούς ὁ Γέροντας ἔδινε μικρές πνευματικές συμβουλές, κατάλληλες γιά τόν καθένα. Κατόπιν ἔβαζε τό ἐπιτραχήλιό του ἐπάνω τους, τούς ἐσταύρωνε μέ τόν ξύλινο Σταυρό, τούς ἐδιάβαζε εὐχές καί τούς εὐλογοῦσε. Στό τέλος τούς ἐρωτοῦσε μέ πραότητα:
-Τί θέλετε νά ἰδῆτε ἀκόμη; Ταλαιπωρία καί πόνο! Νά, οὔτε βλέπω, οὔτε ἀκούω, οὔτε ἠμπορῶ νά πάω πουθενά!..Καλό δρόμο!..καί νά ἰδωθοῦμε στήν πόρτα τοῦ παραδείσου!
'Αλλά γιατί, πάτερ, νά ἰδωθοῦμε στήν πόρτα τοῦ παραδείσου καί ὄχι παρά μέσα; Τόν ἐρώτησαν μερικοί.
-'Αγαπητοί μου, μέχρι νά φθάσουμε στήν πόρτα εἶναι πολύ δύσκολο, τούς ἀπαντοῦσε ὁ Γέροντας, καί ἄρχιζε νά κλαίη. 'Εάν θά φθάσουμε μέχρι ἐκεῖ, θά φωνάξουμε τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας: «Θύρα τοῦ ἐλέους, ἄνοιξέ μου!..» καί ἡ Μητερούλα μας, μέ τίς ἱκεσίες της στόν Υἱόν της, θά μᾶς ἀνοίξη νά μποῦμε πιό μέσα στόν παράδεισο, διότι Αὐτή θά βοηθήση ὅλους μας γιά τήν σωτηρία. Γι' αὐτό καθημερινά εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά τῆς διαβάζουμε τούς Χαιρετισμούς καί τήν Παράκλησί της, διότι εἶναι γιά ὅλους μας ἡ θεία Σκέπη καί ἡ ταχεῖα βοήθεια.
8. Κάποτε ἐπῆγε μιά γυναῖκα στόν Γέροντα νά ἐξομολογηθῆ:
Γέροντα, δέν ἔκανα τόν κανόνα πού μοῦ ἐβάλατε στήν ἐξομολόγησι. Τί νά κάνω;
-'Αδελφή μου, ἤ στόν παράδεισο, ἤ στήν κόλασι! Διάλεξε ἕνα ἀπό τά δύο! Χωρίς νά κάνης τόν κανόνα πού σοῦ ἔβαλα γιατί ἦλθες τώρα πάλι σέ μένα; Πήγαινε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ σου, πέστου τήν ἁμαρτία σου αὐτή καί κάνε ὅ,τι ἐκεῖνος θά σέ συμβουλεύση, διότι «βιαστῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
9. ῎Ελεγε συχνά στούς πλησιεστέρους μαθητές του:
Χαίρομαι πολύ ὅταν ἀκούω ὅτι ἔχετε εἰρήνη καί ἀγάπη στό μοναστήρι καί λυποῦμαι πολύ ὅταν ἀκούω κακά πράγματα! ῞Ο,τι κάνετε νά τό κάνετε μέ ἀγάπη γιά νά ἔχετε πολύ μισθό, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι τό στέμμα ὅλων τῶν ἀρετῶν. 'Εάν δέν ζοῦμε μέ εἰρήνη ἀναμεταξύ μας καί δέν συγχωροῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, δέν δέχεται τίποτε ἀπό ἐμᾶς καί ὁ Θεός. Μάταια φοροῦμε τά μακριά ράσα καί στεκόμεθα στό μοναστήρι, διότι ὁ Κύριος ζητεῖ τήν καρδιά μας καί ὄχι τά ἐξωτερικά μας.
10. ῞Οταν ὁ Γέροντας ἦτο μόνος του, μονολογοῦσε κι ἔλεγε:
«Κάνε Κύριε, ὅ,τι θέλεις μέ μένα, μόνο στήν κόλασι νά μή μέ παραδώσης, διότι εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός καί φρίττω ἀπό τώρα μήπως πέσω μαζί μέ τούς ἁμαρτωλούς στήν κόλασι».
11. ῞Ο,τιδήποτε κάνεις, νά βλέπης μέ ποιό σκοπό τό κάνεις καί ἐάν εἶναι καλός ὁ σκοπός. 'Εάν κάνης κάτι γιά τήν δόξα τοῦ κόσμου, αὐτό δέν θά ἔχη καμμιά ἀξία, οὔτε γιά σένα, οὔτε γιά τούς ἄλλους.
Μεγάλη βοήθεια στήν σωτηρία σου εἶναι οἱ ταπεινοί λογισμοί καί ἡ ταπείνωσις πού μᾶς καθαρίζει ἀπό τήν ἁμαρτία. Κατόπιν εἶναι ἡ χριστιανική ἀγάπη, διότι μᾶς λέγει ὁ Σωτῆρας μας Χριστός ὅτι βασικό γνώρισμα ὅτι εἴμεθα μαθητές του εἶναι, ὅταν ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας. (πρβλ. 'Ιωάν. 13, 35).
12. ῎Αλλοτε ἔλεγε ὁ Γέροντας:
῞Ολα τά πάθη καί οἱ πειρασμοί τῶν μοναχῶν προέρχονται ἀπό δύο αἰτίες: 'Από τήν παρακοή καί ἀπό τήν ἀκηδία στήν προσευχή, στίς μετάνοιες καί τήν νηστεία. 'Εξ αἰτίας αὐτῶν τῶν δύο ἁμαρτιῶν πέφτουμε σ' ἄλλα θανάσιμα πάθη καί χάνουμε τήν σωτηρία μας.
῞Οταν κάποιος μοναχός ἐρώτησε τόν Γέροντα πῶς εἶναι δυνατόν νά λυτρωθῆ ἀπ' αὐτά τά δύο κακά, ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε:
Θεραπεύονται μέ τήν συχνή ἐξομολόγησι, μέ τήν ἐκτέλεσι τοῦ κανόνος πού θά βάλη ὁ Πνευματικός καί μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
13. Συχνά ἔλεγε τά ἑξῆς περί θανάτου ὁ Γέροντας:
Νά ἔχουμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί κάθε ἡμέρα νά βάζουμε καινούργια ἀρχή μετανοίας! 'Ο φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας, ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ θανάτου καί τῆς Κρίσεως μᾶς φυλάγει ἀπό τήν ἁμαρτία καί μᾶς προτρέπει σέ μετάνοια σ'αὐτή τήν ζωή, διότι στήν ἄλλη δέν ὑπάρχει. 'Ο θάνατος εἶναι τό καπάκι γιά ὅλα! ῞Οταν σκέπτεσαι τόν θάνατο, ἔχεις καί καλό τέλοςὅ
14. 'Ο γηροκόμος του, ἔβλεπε συχνά τόν Γέροντα νά κλαίη καί τόν ἐρώτησε γιατί κλαίει κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «῎Ερχονται πολύ δύσκολοι καιροί μέ δοκιμασίες καί μεγάλες συμφορές. Πολλοί θά πέσουν νικημένοι ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ ἐσχάτου αὐτοῦ αἰῶνος».
15. ῏Ηλθε στόν Γέροντα ἕνας ἡγούμενος καί τόν ἐνημέρωνε τί καρπούς συγκέντρωσε ἐκείνη τήν χρονιά στίς ἀποθῆκες τῆς μονῆς, πόσα μοσχαράκια νέα, πόσα πρόβατα ἔχει, ποιές ἐργασίες οἰκοδομικές ἄρχισε γιά κατοικίες τῶν μοναχῶν κλπ. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε:
Πάτερ ἡγούμενε, δέν θά μᾶς ἐρωτήση ὁ Θεός στήν Μέλλουσα Κρίσι πόσα ὑλικά συγκεντρώσαμε, πόσα σπίτια ἐκτίσαμε καί πόσα βόδια ἔχουμε στό μοναστήρι. 'Αλλά θά μᾶς ἐρωτήση πόσες ψυχές συγκεντρώσαμε κοντά μας καί πόσες ἐσώθησαν ἀπό τήν 'Αδελφότητα τῆς μονῆς. 'Αλλιῶς μάταια γίνονται ὅλες οἱ ὑλικές δουλειές!
16. Μιά βραδυά ἔλεγε ὁ Γέροντας στούς μαθητές του:
Στόν κόσμο ὑπάρχουν δύο εἴδη ζώων, τά κατοικίδια καί τά ἄγρια. Τά πρῶτα στέκονται κοντά στόν ἄνθρωπο, δέχονται τήν τροφή του καί τόν ὑπακούουν, ἐνῶ τά ἄγρια, ὄχι. ῎Ετσι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι. Μερικοί ὑπακούουν στόν Θεό καί ὑποτάσσονται μέ χαρά στίς ἐντολές Του· ἐνῶ ἄλλοι ἐναντιώνονται στόν Θεό καί δέν θέλουν νά ἐφαρμόσυν τίς ἐντολές Του. Λοιπόν, ὅπως εἶναι ἡ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου μέ τά ἄγρια ζῶα, ἔτσι εἶναι καί ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνυπόπτακτους ἀνθρώπους.
17. ῎Αλλοτε ἔλεγε στούς μαθητές του:
-Σᾶς εὔχομαι νά ζήσετε ὅπως ἐγώ ζῶ τώρα, ἀλλά αὐτά τά ὁποῖα ἐγώ ἐπέρασα, εὔχομαι νά μή τά ζήση κανείς ἀπό ἐσᾶς!
18. Γιά τήν ἀγάπη ἐδίδασκε ὁ Γέροντας:
-Βλέπετε τόν ἅγιο Πρωτομάρτυρα Στέφανο; 'Εάν δέν προσευχόταν γιά τούς ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἐσκότωσαν μέ τίς πέτρες, γιά νά τούς συγχωρήση ὁ Θεός, δέν θά ἔβλεπε τούς οὐρανούς ἀνοικτούς! ῎Ετσι κι ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὄχι μόνο γιά τούς καλούς ἀδελφούς καί φίλους μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά καί γι' αὐτούς πού δέν μᾶς ἀγαποῦν, γιά ν' ἀποδείξουμε ὅτι εἴμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά χάριν καί νά ἰδοῦμε τήν πόρτα τοῦ παραδείσου ἀνοικτή.
19. Κάποια φορά ἦλθε στόν Γέροντα μιά γερόντισσα ἀσθενής καί ζητοῦσε ἀπό τόν Γέροντα νά τῆς διαβάση εὐχές γιά τήν ὑγεία της. 'Εκεῖνος τῆς ἀπήντησε:
-Κι ἐγώ εἶμαι ἀσθενής! Πῶς νά σοῦ διαβάσω εὐχές; Καί ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε:
-Διαβᾶστε μου καί μένα καί θά γίνετε κι ἐσεῖς ὑγιής.
Καί πράγματι, ἀφοῦ τῆς ἐδιάβασε εὐχές γιά τήν ὑγεία της, θεραπεύθηκαν καί οἱ δύο μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
20. Κάποτε ἦλθε στό μοναστήρι Συχαστρία ἕνας χριστιανός ἀπό μακριά κι ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίση τόν π. Παῒσιο. Μαθαίνοντας ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι στούς κήπους, ἐπῆγε ἐκεῖ καί τόν πρῶτο μοναχό πού βρῆκε τόν ἐρώτησε: (῏Ητο ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας):
-Ποιός εἶναι ὁ π. Παῒσιος, διότι θέλω νά μιλήσω μαζί του.
-Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε ταπεινά: Εἶναι ἕνας καχεκτικός καί ἄρρωστος μοναχός. Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μαζί του;
Βλέποντας ὁ Γέροντας τόν χριστιανό νά φεύγη λυπημένος, τόν ἐπανέφερε πίσω. Τόν κάλεσε στό κελλί του καί πολύ τόν παρηγόρησε μέ τίς συμβουλές του.
21. Κάποια φορά ἐπῆγε στόν Γέροντα μιά γερόντισσα μοναχή πού εἶχε μεγάλο ψυχικό πόνο. 'Ο Γέροντας τήν ἐξωμολόγησε, τῆς διάβασε εὐχές ὑπέρ συγχωρήσεως καί ἀποκαταστάσεως τῆς ὑγείας της, ἐπιτελῶντας καί τό ῞Αγιο Εὐχέλαιο. Κατόπιν τῆς ἔδωσε τ' ῎Αχραντα Μυστήρια καί σέ λίγες ἡμέρες ἡ ἀσθενής μοναχή ἦτο ὑγιής. 'Ο Γέροντας τήν συμβούλευσε ὡς ἑξῆς:
-Μή φοβᾶσαι ποτέ διότι στό τιμόνι τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ Φιλάνθρωπος Θεός μας μέ τήν Κυρία Θεοτόκο. Αὐτός μᾶς σκεπάζει μέ τήν Χάρι τοῦ 'Αγίου Του Πνεύματος, μόνο ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε τήν προσευχή.
22. Μερικοί ἀπό τούς μαθητές του λέγουν, ὅτι, ὅταν στήν ἐξομολόγησί τους στόν Γέροντα, ἐπέμεναν στό θέλημά τους, ἐκεῖνος δέν δεχόταν αὐτή τήν ἐξομολόγησι. Σιωποῦσε καί δέν τούς ἔδινε συμβουλή. 'Ενῶ αὐτοί ἀναχωροῦσαν ταραγμένοι ἀπό κοντά του. ῎Αλλοτε τούς ἔλεγε συμβουλευτικά:
'Εάν θέλης νά ὑπακούσης καί νά ὠφεληθῆς, νά κόψης τό θέλημά σου καί ν' ἀφήσης νά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δέξου τόν λόγο καί τήν ἀγάπη μου σάν νά τά δέχεσαι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.
23. Κάποτε δύο μοναχές μιᾶς μονῆς ἦσαν ταραγμένες καί ζητοῦσαν τήν ἡσυχία. Τό βράδυ, μετά τό ἀπόδειπνο πού ἔκαναν στήν ἐκκλησία, βρῆκαν ἕνα σημείωμα στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τους, σταλμένο ἀπό τόν π. Παῒσιο μέ κάποιον ἄγνωστο, τό ὁποῖον ἔγραφε: «Νά εἶσθε εἰρηνικές, νά μένετε στήν ἡσυχία, προσεύχεσθε στόν Θεό. 'Η Μητερούλα τοῦ Κυρίου δέν θά μᾶς ἀφήση!»
῞Οταν ἀνέγνωσαν αὐτές τίς συμβουλές, ἀμέσως εἰρήνευσαν ψυχικά καί ἐθαύμασαν πῶς ἤξερε ὁ Πνευματικός τους ὅτι ἦσαν ταραγμένες.
24. Σέ μιά ἄλλη μοναχή πού ὑπηρετοῦσε σέ μοναστήρι στά 'Ιεροσόλυμα καί ἦτο ταραγμένη ἀπό συνήθεις λογισμούς, τῆς ἔγραψε γράμμα καί τήν συμβούλευσε ὡς ἑξῆς: «Μοναχή, νά ἔχης ὑπομονή, διότι τίποτε δέν ἠμποροῦμε ν' ἀποκτήσουμε χωρίς ταπείνωσι καί ὑπομονή. Γιατί νά εἶσαι τόσο ταραγμένη; Σέ κάρφωσε κάποιος μέ καρφιά στόν σταυρό, ὅπως ἔγινε μέ τόν Χριστό μας; Σέ πλήγωσαν στά χέρια καί στά πόδια, ὅπως ἐπλήγωσαν τόν Χριστό μας γιά τήν σωτηρία μας;». Αὐτά τά ὀλίγα λόγια τοῦ Γέροντος ἔφεραν τήν εἰρήνη στήν καρδιά τῆς μοναχῆς.
25. Μιά φορά ἐπῆγε στόν Γέροντα μιά χριστιανή ἀπό τό χωριό Χουμουλέστι μέ τήν τετραετῆ κόρη της. 'Αφοῦ ἐξωμολογήθηκε, ὁ Γέροντας ἐκάλεσε κοντά του τήν κορούλα της καί τῆς εἶπε: «Νά εἶσαι εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο γιατί ἔχεις νά γίνης νύμφη Του».
Πράγματι, μετά ἀπό δώδεκα χρόνια, ἡ κορούλα μπῆκε σέ μοναστήρι καί ἔγινε νύμφη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μας.
26. Μιά ἄλλη φορά ἦλθε στήν Συχαστρία μιά παλιά πνευματική του κόρη, ἡ Παρασκευή. Στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντος περίμενε πολύς κόσμος. 'Εκεῖνος φωτισμένος ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, εἶπε σ'αὐτούς πού ἦσαν στήν πόρτα:
-Νά ἔλθη ἐδῶ ἡ Παρασκευή. 'Αφῆστε την νά περάση!
'Η γυναῖκα μπῆκε στό κελλί τοῦ Γέροντος συγκινημένη, διότι τήν φώναξε μέ τ' ὄνομά της. Κατόπιν τοῦ εἶπε:
-Πῶς βρέθηκα κι ἐγώ μπροστά ἀπ' ὅλους, ἐνῶ περιμένουν τόσοι πολλοί ἔξω στό κελλί σας!
-῎Αφησε νά καλῆ τό πρόβατο πού θέλει ὁ τσοπάνης, τῆς εἶπε ὁ Γέροντας, διότι ὅσοι εἶναι ἔξω, δέν ἔχουν ἔλθει ὅλοι γιά ἐξομολόγησι.
27. Κάποια ἄλλη φορά ἦλθε στήν Σύχλα μιά γυναῖκα ἀσθενής. ῎Ηλπιζε ὅτι θά θεραπευθῆ μέ τήν εὐλογία καί τήν προσευχή τοῦ π. Παϊσίου. ῞Οταν γονάτισαν μπροστά του πολλοί ἄνθρωποι γιά νά τούς διάβάση εὐχές ὁ Γέροντας, ἐκείνη ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε διότι δέν εἶχε βάλει καί σ' αὐτήν ὁ Γέροντας τά χέρια του ἐπάνω στό κεφάλι της. 'Ενῶ ἦτο γονατιστή κι ἔκλαιγε, αἰσθάνθηκε ἕνα ζεστό χέρι νά ἀκουμπᾶ πάνω στά μαλλιά της, τό ὁποῖο παρέμεινε μέχρι τό τέλος τῶν προσευχῶν τοῦ Γέροντος. ῞Οταν σηκώθηκαν ὅλοι κι ἔφευγαν γιά τά σπίτια τους, αὐτή ἡ γυναῖκα αἰσθανόταν τελείως ὑγιής.
28. ῞Ενας νέος ἐπῆγε στόν π. Παῒσιο καί ζήτησε τήν συμβουλή του, τί θά κάνη στήν ζωή του. 'Ο Γέροντας, ἀφοῦ ἐρώτησε τ' ὄνομά του, τήν ἡλικία του καί εἶδε τήν ἀναποφασιστικότητά του, ἔμεινε λίγες στιγμές σιωπηλός προσευχόμενος στό Κύριο καί μετά τοῦ εἶπε:
'Αδελφέ Βασίλειε, νά γίνης μοναχός!
'Από τήν στιγμή ἐκείνη ὁ νέος δέν ἠμποροῦσε πλέον νά μείνη στόν κόσμο. ῎Ακουσε ἀπό τόν Πνευματικό του ἀκόμη κι αὐτά τά λόγια: «'Αδελφέ Βασίλειε, ἐάν θ' ἀκολουθήσης τήν μοναχική ζωή, δέν θά λυπηθῆς γι' αὐτή τήν πρόσκαιρη πού ἀφήνεις, διότι ἡ μοναχική εἶναι πολύ ἀνώτερη καί πνευματική».
Πράγματι μπῆκε σέ μοναστήρι ὁ ἀδελφός Βασίλειος. Σέ λίγες ἡμέρες ἐπῆγε πάλι στόν Γέροντα ζητῶντας συμβουλές. 'Εκεῖνος τοῦ εἶπε: «Νά εἶσαι ἀληθινός μοναχός καί ὄχι μόνο ψάλτης στήν ἐκκλησία»!
῎Αλλοτε πάλι τόν ἐρώτησε ὁ ἀδελφός Βασίλειος, ἄν πρέπει νά σπουδάση θεολογία. 'Ο Γέροντας τοῦ ἀπήντησε:
-«Νά μή πᾶς! Θεολογία μας εἶναι ἡ προσευχή μας! Δηλαδή νά λέγης ἀπό τήν καρδιά σου μέ προσοχή καί δάκρυα τήν εὐχή Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό!» Στήν προσευχή τρέχουν οἱ ἄνθρωποι νά γίνουν ὑγιεῖς στόν νοῦ καί τήν καρδιά. 'Αλλά, ἐάν ὑπάρχη ἀνάγκη καί ἐντολή ἀπό τόν 'Επίσκοπο.
Σήμερα ὁ ἀδελφός Βασίλειος εἶναι ἱερομόναχος στό μοναστήρι Συχαστρία μέ τό ὄνομα τοῦ Γέροντός του καί ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη καί αὐτοθυσία τήν μονή καί τούς ἀδελφούς του.
29. 'Η θεραπεία ἑνός παραλύτου παιδιοῦ
Μιά οἰκογένεια ἀπό τήν Κοινότητα Στράζια τῆς Σουτσεάβας δέν εἶχε παιδιά. 'Ο σύζυγος ἦτο ἄπιστος καί ἀπηγόρευε στήν γυναῖκα του νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία. 'Ιδού ὅμως πῶς τόν ἐκάλεσε ὁ Θεός στήν πίστι, μέσῳ τοῦ π. Παϊσίου. Μετά ἀπό λίγο καιρό, ἐγέννησε ἕνα κοριτσάκι ἀνάπηρο. 'Επί δύο χρόνια δέν ἠμποροῦσε νά σηκωθῆ ἀπό τό κρεββάτι. Οἱ γιατροί δέν ἠμποροῦσαν πλέον νά κάνουν κάτι. Εἶχε καταστραφεῖ τό κεντρικό νευρικό του σύστημα.
'Αρκετοί γνωστοί τους, τούς παρώτρυναν νά πᾶνε στόν Γέροντα Παῒσιο, πού ἐκείνη τήν ἐποχή (1982) ἀσκήτευε στήν σκήτη Σύχλα. «'Εάν αὐτός, τούς εἶπαν, δέν θά θεραπεύση τήν κορούλα σας, κανεί ἄλλος δέν θά ἠμπορέση νά τήν βοηθήση»!
'Ανέβηκαν μέ δυσκολία στήν Σκήτη. 'Ο Γέροντας τούς δέχθηκε μέ πολλή ἀγάπη. ῎Ακουσε τήν στενοχώρια τους. Μετά τούς ἔδωσε ἁγιασμένο λάδι ν' ἀλείψουν ἐπί τρεῖς ἡμέρες πρωῒ-βράδυ τήν κόρη τους.
'Επιστρέφοντας στό σπίτι τους ὁ πατέρας τῆς κόρης ἔδωσε μιά ὑπόσχεσι στόν Θεό ὅτι, «ἐάν θεραπευθῆ ἡ κόρη του, θά ἐπιστρέψη στήν πίστι, θά πηγαίνη τακτικά στήν ἐκκλησία καί θά ἐξομολογηθῆ τίς ἁμαρτίες του». ῎Εκαναν ὅ, τι τούς εἶχε συμβουλεύσει ὁ Γέροντας. Τήν τρίτη ἡμέρα, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ πατέρας ἀπό τήν δουλειά του, εὑρῆκε τήν κόρη του νά κάθεται ὄρθια στό κρεββάτι καί νά προσπαθῆ νά μιλάη, διότι μέχρι τότε οὔτε μιλοῦσε. Βλέποντας αὐτό τό θαῦμα οἱ γονεῖς της, ἔπεσαν στά γόνατα καί μέ θερμά δάκρυα εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό γιά τήν θαυμαστή θεραπεία του παιδιοῦ τους.
Σήμερα ἡ κόρη τους εἶναι ὑγιέστατη καί ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀκολουθεῖ πιστά τήν ἐκκλησία καί δοξολογεῖ καθημερινά τόν Θεό γιά τίς δωρεές Του.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου