ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Η ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Ο ΑΝΤΙΠΑΠΑΣ
Οἱ
ἀξιοθαύμαστοι ἀγῶνες, ἡ ἡρωικὴ πάλη καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα τοῦ
ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μάρκου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐφέσου, τοῦ
ἐπονομαζόμενου Εὐγενικοῦ.
Τοῦ
ἐξαίρετου καὶ σχεδὸν μοναδικοῦ ὑπέρμαχου καὶ φύλακα τῆς ἀμέμπτου κι
ἁγιότατης κι ἀποστολικῆς καὶ πατροπαράδοτης ὀρθόδοξης πίστης,
συγκεντρωμένα σ’ ἕνα βιβλίο καὶ γραμμένο σὲ μορφὴ βιογραφίας ἀπό τὸν
ἀνάξιο κι ἐλάχιστο ἀνάμεσα στοὺς ἱερομονάχους ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Στοὺς
ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου ἀπανταχοῦ γῆς τὴν εὐλαβικὴ προσκύνηση καὶ τὸν ἐκ
ψυχῆς ἀσπασμό. Ἐκεῖνος ὁ περίφημος καὶ περιώνυμος Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου ὁ
Εὐγενικός, παρουσιάζεται σήμερα ἀπὸ μένα, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΄Ἀντίπαπας΄, ἤ
΄ἀδιάψευστος μονομάχος΄. Ὁ ὀρθόδοξος φιλαναγνώστης, πρέπει νὰ ἔχει τὴν
ὑπομονὴ νὰ διαβάσει τὸν παρόντα λόγο καὶ τότε ν’ ἀποφασίσει ἂν ταιριάζει
ἡ ὄχι σ’ αὐτὸν μία τέτοια προσωνυμία. Ἡ ὀνοματοθεσία δὲν εἶναι βέβαια
ἰδιότητα τοῦ κάθε τυχόντα, ἀλλὰ μιλοῦν τὰ γεγονότα ὥστε κι οἱ πλέον
ἀπαίδευτοι σ’ αὐτὰ νὰ βρίσκονται ἱκανότατοι καὶ νὰ τὰ κατανοοῦν.
Ἐγώ (ὅπως θ’ ἀκούσεις καὶ μέσα στὸ λόγο μου ὅπου τό ὁμολογῶ), δὲν κινήθηκα
πρὸς αὐτὸ ἀπὸ καμιὰ ἔπαρση καὶ αὐθάδεια, ἄλλα στ’ ἀλήθεια ἀπ’ ἕναν
ὑπέρμετρο ζῆλο γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἁγιότητα τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
σ’ ὅλον τὸν κόσμο, γιὰ δύο λόγους: πρῶτα γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πιστοῦ
ἁπλοῦ λαοῦ καὶ δεύτερο γιὰ τὴν καταισχύνη τῶν ἐχθρῶν του, τῶν μιαρότατων
παπιστῶν.
Ἡ
ὠφέλεια συνίσταται στὸ νὰ μάθει ὁ ἁπλὸς λαὸς ἐκεῖνα ποῦ προηγουμένως
δὲν ἤξερε γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο κι ἔτσι νὰ τὸν τιμᾶ ὅπως ὀφείλει καὶ νὰ τὸν
δοξάζει σὰν ἀληθινὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν μιμεῖται ὁ καθένας, κι
ὅταν ὑπάρξει αἰτία κι ἄναγκη γιὰ τὴν πίστη, νὰ τοῦ γίνεται ἕτοιμος
προστάτης καὶ βοηθὸς στὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας ζωῆς. Κι εἶναι μεγάλη κι
ἀθεράπευτη ντροπὴ γιὰ τοὺς ἀχρείους παπιστές, νὰ κηρύσσεται ἅγιος, καὶ
δοξασμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὑπέρτατος ἐχθρός τους, ὁ ἄσπονδος πολέμιός τους
καὶ τί ἄλλο περισσότερο νὰ ποῦμε παρὰ ὁ Ἀντίπαπας,
Μάρκος ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος.
Καὶ ποιὰ ἄλλη ντροπὴ ὑπάρχει, μεγαλύτερη ἀπ’ αὑτή;
Ποιὰ ἄλλη σαΐτα πιὸ φαρμακερὴ ἀπ’ αὐτή;
Ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος.
Καὶ
δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι κάθε ὀρθόδοξος εἶναι Ἀντίπαπας κι ὅμως αὐτὸς
δὲν εἶναι ἁπλὰ Ἀντίπαπας, ἄλλα ὁ κατεξοχὴν Ἀντίπαπας.
Εἰσαγωγὴ σὲ πρώτη ἀποκλειστικὴ δημοσίευση στο Ὀρθόδοξο Διαδίκτυο ἀπὸ τὸ Βιβλίο :
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Η ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Ἡ ἠλεκτρονικὴ ἐπεξεργασία ἀναρτήσων κειμένων, τίτλων καὶ εἰκόνων ἔγινε ἀπὸ τὸν N.B.B
Στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου ἁπανταχοῦ γῆς τὴν εὐλαβικὴ προσκύνηση καὶ τὸν ἐκ ψυχῆς ἀσπασμό Ἐκεῖνος ὁ περίφημος καὶ περιώνυμος Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, παρουσιάζεται σήμερα ἀπὸ μένα, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΄Ἀντίπαπας, ἡ ἀδιάψευστος μονομάχος. Ὁ ὀρθόδοξος φιλαναγνώστης, πρέπει νὰ ἔχει τὴν ὑπομονὴ νὰ διαβάσει τὸν παρόντα λόγο καὶ τότε ν’ ἀποφασίσει ἂν ταιριάζει ἡ ὄχι σ’ αὐτὸν μία τέτοια προσωνυμία. Ἡ ὀνοματοθεσία δὲν εἶναι βέβαια ἰδιότητα τοῦ κάθε τυχόντα, ἀλλὰ μιλοῦν τὰ γεγονότα ὥστε κι οἱ πλέον ἀπαίδευτοι σ’ αὐτὰ νὰ βρίσκονται ἱκανότατοι καὶ νὰ τὰ κατανοοῦν.
Ἔτσι
ὁ Θεάνθρωπος ὀνομάστηκε Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἀγγέλου, ἀκόμη καὶ πρὶν
ἀπὸ τὴ σύλληψη, ἀλλὰ ὀνομάστηκε ὕστερα κι Ἐμμανουὴλ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
παρακινούμενοι σ’ αὐτὸ ἀπ’ αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ τόσο ὀρθὰ καὶ
κατάλληλα, ὥστε καὶ πρὶν πολλοὺς αἰῶνες ὁ προφήτης Ἡσαῒας προεῖπε μία
τέτοια ὀνομασία.
Αὐτὸ
ὑποστηρίζω κι ἐγὼ γιὰ τὸν δικό μας Ἀντίπαπα ἡ μονομάχο, γιατί τὰ
γεγονότα τοῦ ἀποδίδουν δίκαια αὐτὸν τὸν τίτλο. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἐλᾶτε
καὶ θὰ σᾶς τὰ διηγηθῶ. Καὶ θὰ τὰ διηγηθῶ ὅλα, ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸ πλῆθος
τους, οὔτε ἀκριβῶς ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τους. Γιατί σὲ μένα καὶ τὸ ἕνα
εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ ἄλλο.
Ἐγώ (ὅπως θ’ ἀκούσεις καὶ μέσα στὸ λόγο μου ὅπου το ὁμολογῶ), δὲν κινήθηκα
πρὸς αὐτὸ ἀπὸ καμιὰ ἔπαρση καὶ αὐθάδεια, ἀλλὰ στ’ ἀλήθεια ἀπ’ ἕναν
ὑπέρμετρο ζῆλο γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἁγιότητα τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
σ’ ὅλον τὸν κόσμο, γιὰ δύο λόγους: πρῶτα γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πιστοῦ
ἁπλοῦ λαοῦ καὶ δεύτερο γιὰ τὴν καταισχύνη τῶν ἐχθρῶν του, τῶν μιαρότατων
παπιστῶν [1]
Ἡ
ὠφέλεια συνίσταται στὸ νὰ μάθει ὁ ἁπλὸς λαὸς ἐκεῖνα πού προηγουμένως
δὲν ἤξερε γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο κι ἔτσι νὰ τὸν τιμᾶ ὅπως ὀφείλει καὶ νὰ τὸν
δοξάζει σὰν ἀληθινὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν μιμεῖται ὁ καθένας, κι
ὅταν ὑπάρξει αἰτία κι ἄναγκη γιὰ τὴν πίστη, νὰ τοῦ γίνεται ἕτοιμος
προστάτης καὶ βοηθὸς στὶς ἀνάγκες της παρούσας ζωῆς. Κι εἶναι μεγάλη κι ἀθεράπευτη ντροπὴ γιὰ τοὺς ἀχρείους παπιστές, νὰ κηρύσσεται ἅγιος, καὶ
δοξασμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὑπέρτατος ἐχθρός τους, ὁ ἄσπονδος πολέμιός τους
καὶ τί ἄλλο περισσότερο νὰ ποῦμε παρὰ ὁ Ἀντίπαπας,
Μάρκος ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος.
Καὶ ποιὰ ἄλλη ντροπὴ ὑπάρχει, μεγαλύτερη ἀπ’ αὕτη;
Ποιὰ ἄλλη σαΐτα πιὸ φαρμακερὴ ἀπ’ αὕτη;
Ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος.
Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι κάθε ὀρθόδοξος εἶναι Ἀντίπαπας κι ὅμως αὐτὸς δὲν εἶναι ἁπλὰ Ἀντίπαπας, ἀλλὰ ὁ κατεξοχὴν Ἀντίπαπας.
Μᾶρκος ὁ Ἀντίπαπας Ἅγιος.
Αὐτὸν
τὸν μικρὸ κι εὐτελῆ κόπο μου, τὸν διάβασαν κι ἄλλοι κι ἐκτὸς ἀπ’
αὔτους, τὸν ἀνέγνωσε κι ὁ θεοφιλέστατος κι ἐλλογιμότατος ἅγιος
Καμπανίας, κύριος Θεόφιλος καὶ ὁ θεοφιλέστατος κι ἐλλογιμότατος ἅγιος
Σερβίων, κύριος Ἰγνάτιος καὶ μαζὶ μ’ αὔτους κι ὁ μακαρίτης οἰκονόμος τῆς
Κοζάνης, ἄνδρες κι οἱ τρεῖς ἱκανοὶ νὰ ἐκφέρουν γνώμη γιὰ τὸ ἂν τὸ
ἄναγνωσμα εἶναι ἡ δὲν εἶναι ἄξιο νὰ ’ρθει στὸ φῶς. Κι ἐπειδή συμφωνῶντας
κι οἱ τρεῖς τους κι ἔκαναν ὄχι μέτριους ἐπαίνους, ἀπ’ αὐτὴν τὴν
παραίνεση αὐτῶν πῆρα κι ἐγὼ τὸ θάρρος νὰ τὸ διαλαλήσω πρὸς ὅλους τους
ὁμογενεῖς μου, τυπώνοντάς το. Γι’ αὐτὸ κι ἀναζητῶντας κάποιον ζηλωτὴ
χορηγὸ καὶ πρόθυμο ν’ ἀναλάβει τα τυπογραφικὰ ἔξοδα, ἐκεῖ πού ἔψαξα
ἀρχικὰ δὲν εὐδόκησε ὁ Θεός. Βρέθηκε ὅμως ἀνέλπιστα σὲ μένα τέτοιος
χορηγὸς ζηλωτὴς καὶ πρόθυμος μὲ μεγάλη χαρά, ὁ ὁσιότατος καὶ
μουσικότατος ἀνάμεσα στοὺς ἱεροδιακόνους, κύριος Νικηφόρος Ἰωάννου ὁ
Ραγεζής, ἀπὸ τὴ νῆσο Σίκινο. Αὐτὸς θέλησε αὐτοπροαίρετα ν’ ἄναλαβει αὐτὴ
τὴν κοινωφελῆ δαπάνη. Παρ’ ὅλες τὶς σκοτοῦρες καὶ τὶς ταλαιπωρίες τοῦ
ἐπαγγέλματός του πού εἶναι διπλό. Ἡ θαυμάσια μουσικὴ καὶ ἡ ἄριστη
μεθοδικότατη παιδαγωγία του, τὶς ὅποιες αὐτὸς ἑξασκεῖ καλύτερα ἀπ’ ὅλους
καὶ τὴν ὤφελεια αὐτῶν τῶν δύο ἐργασιῶν τοῦ τὶς δέχτηκε ἤδη πολλὰ χρόνια
καὶ δέχεται ἀκόμα ἡ μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη, μ’ ὅλον τὸν ἔπαινο καὶ τὴν
εὔχαριστηση.
Λοιπόν, ἂν κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους λάβουν κάποια ὠφέλεια ἀπὸ τὴν ἄναγνωσή του βιβλίου, ἄς ἀποδώσουν:
Πρῶτα τὴν ὄφειλομενη δόξα στὸ Θεό, τὸν αἴτιο καὶ δότη κάθε καλοῦ.
Δεύτερον, ἄς εὐγνωμονοῦν καὶ τὸν χορηγὸ πού ἄφειδως κατέβαλε τὴ δαπάνη γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια.
Καὶ
τρίτον, ἄς εὔχεται πρὸς τὸν Κύριο καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ταπεινούς, καὶ νὰ
μᾶς κρίνει ἤπια, ἂν δὲν κατορθώσαμε νὰ γράψουμε ἄξια γιὰ μία τέτοια καὶ
τόσο μεγάλη ὑπόθεση κι ἀκόμα γιὰ ὅσα λάθη ἀπ’ ἄγνοια κι ἄλλα ἄκουσια
σφάλματα συναντήσει στὸν λόγο.
Ἐπειδὴ
μέχρι σήμερα, κανεὶς ἄλλος δὲν ἔκανε σ’ αὐτὸν τὸν μεγάλο ἡρῶα το δίκαιο
ὑπόμνημα, ἐγὼ ὁ ἄναξιος τόλμησα νὰ παρουσιάσω στὸ κοινό, αὐτὸν τὸ μικρὸ
καὶ ταπεινό μου κόπο, γιὰ τὴν ὤφελειά των ἁπλῶν ἄνθρωπων κι ὄχι μόνο
γιὰ τοὺς λόγιους καὶ τοὺς εἰδήμονες. Διάβασε λοιπὸν σὲ παρακαλῶ τὸ
βιβλίο μὲ ὑπομονὴ ὡς τὸ τέλος καὶ θά βεβαιωθεῖς ὑπεραρκετὰ καὶ γιὰ τὰ
δύο, συγχωρώντας ἐμᾶς μὲ καλὴ διάθεση, εἴτε γιὰ τὶς ἐλλείψεις, εἴτε γιὰ
τὶς ἀπαραίτητες παρεμβολές. Ἐπειδὴ θέλησα μέσω αὔτού του ἱεροῦ βίου, νὰ
δώσω περιληπτικὰ καὶ στοὺς ἁπλοὺς ἄνθρωπους μία ἰδέα των τότε γεγονότων,
ἡ ὁποία εἶναι ἁπλὰ χρήσιμη σ’ ὅλους ὅσους δὲν τὰ γνωρίζουν. Ἔνω στοὺς
Ὀρθόδοξους πού κατοικοῦν στοὺς τόπους τῶν παπολατρῶν καὶ συζοῦν μὲ τοὺς Φράγκους, εἶναι σχεδὸν κι ἀναγκαΐα, γιὰ νὰ μὴν ἔξαπατουνται ἀπὸ τοὺς
ἀπατεῶνες πού κηρύττουν ὡς ἅγια σύνοδο τὸ ληστρικὸ καὶ τυραννικὸ κι
ἄντιχριστο ἐκεῖνο συνέδριο τῆς Φλωρεντίας.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποίο τόλμησα τα ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μου καὶ γι’ αὐτὸ δεχτεῖτε πρόθυμα καὶ μετὰ χαρᾶς τὸν δικό μας Ἀντίπαπα καὶ μονομάχο καὶ διαβάζοντας αὐτὸν ἐπιμελῶς καὶ ὠφελούμενοι ἀπ’ αὐτὸν τὰ εὔλογα, νὰ εὔχεστε καὶ ὑπὲρ τῆς δικῆς μου ἄναξιοτητας.
Τῆς δικῆς σας ἀγάπης ἐν Χριστῷ ἀδελφός καὶ ταπεινὸς δοῦλος
10 Αὔγουστον 1785 Ἀθανάσιος ἱερομόναχος ὁ Πάριος
Λόγος Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Πάριου εἰς τὸν Ἅγιον Μάρκον τὸν Εὐγενικὸν
Τὰ
ὑπερφυσικὰ καὶ παράδοξα ἀποτελέσματα τῆς θείας πίστης εἶναι βέβαια ἀπὸ
μόνα τους ἀνώτερα ἀπὸ κάθε νοῦ καὶ διάνοια. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦν
ἀναντίρρητα νὰ δείχνουν καὶ στοὺς ἀσεβεῖς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ μόνο
δημιουργό τῆς πλάσης, ὅπως στὶς μέρες τῶν θείων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων
Μαρτύρων. Τότε ἐπέστρεφαν σὰ ποτάμι τὰ ἔθνη, ἑλκυόμενα ἀπὸ τὰ παράδοξα
ἔργα τῆς πίστης μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου
Του ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα θαυματουργικὰ σημάδια. Κι αὐτὰ τὰ ἴδια μποροῦν νὰ
ὁδηγήσουν στὴν ὀρθόδοξη πίστη κι ἐκείνους τοὺς χριστιανούς, πού κακῶς
καὶ χωρὶς φρόνηση, μὲ τὶς αἱρετικές τους πλάνες, ξεμακραίνουν ἀπὸ τὴ μία
κι ἀληθινὴ πίστη, τὴν ὁποία κοινῶς ὀνομάζουμε Ὀρθοδοξία ἡ καὶ εὐσέβεια.
Ἕνα
ἀπὸ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα τῆς θείας πίστης, γιὰ ν’ ἀφήσω πρὸς τὸ παρὸν τ’
ἄλλα, ἀδελφοί μου Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν ἀνθρώπινων
λειψάνων ἡ γιὰ νὰ τὸ πῶ ἁπλά, ἡ ἁγιότητα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό, ὅταν δοθεῖ
κι ὁμολογηθεῖ φανερά, πώς ὁ τάδε ἄνθρωπος ἁγίασε, πώς τὰ λείψανά του
ἐκπέμπουν ἀνείπωτη κι ἀσύγκριτη εὐωδιά, πώς κάνει παράδοξα κι ἐξαίσια
θαύματα, αὐτὸ λέω, εἶναι ἕνα θαῦμα καὶ πηγὴ μύριων ἄλλων θαυμάτων. Αὐτὸ
δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καυχηθεῖ καμιὰ ἄλλη ἀπὸ κεῖνες τὶς ψεύτικες θρησκεΐες,
αὐτὸ πού ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία κρίση τοῦ ἀδέκαστου
οὐρανοῦ. Αὐτὸ λέω, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία λαμπρὴ κι ἀναντίρρητη
ἀπόδειξη, ἡ ὁποία ψηλότερα καὶ πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ κάθε σάλπιγγα,
φωνάζει καὶ κηρύττει σ’ ὅλα τα πλανεμένα γένη καὶ τὰ συστήματα τῶν
αἱρετικῶν, πώς μία εἶναι ἡ καθαρὴ κι ἅγια πίστη, ἡ θεία κι εὐάρεστη στὸ
Θεό, δηλαδὴ αὐτὴ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ γνωρίζουμε
ὅτι κατὰ τὴν ἅγια Γραφή, ὁ Θεὸς ἀπέχει ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἄρα πώς
εἶναι δυνατὸν νὰ κάνει ἀντίθετα, δηλαδὴ νὰ ὑποδείξει γιὰ ἅγιους
ἀνθρώπους αἱρετικοὺς βλάσφημους κι ἀσεβεῖς; Ποιὸς δὲν τὸ ξέρει πώς γιὰ
νὰ ὑποδείξει τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα ἕναν ἄνθρωπο ἅγιο, ἀναγκαστικά πρέπει ν’
ἀναπαύεται σ’ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία πού ἀνήκει καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸ
΄Ἅγιο Πνεῦμα, ποιὸς ἀλήθεια δὲν τὸ ξέρει; Γιατί αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ
μία καὶ μόνη Ἐκκλησία, ἐκείνη στὴν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ὑποσχέθηκε
νὰ στείλει τὸ Πνεῦμα του καὶ νὰ μένει μ’ αὐτὴν αἰώνια.
Ἐσεῖς
λοιπὸν αἱρετικοὶ καὶ κακοφρονες ἄνθρωποι, ὅσοι χωρὶς φρόνηση, εἴτε
μιλᾶτε ἄδικα γιὰ τὸ ὕψος τῆς ὑπερούσιας κι ἀκατάληπτης Θεότητας, εἴτε
γιὰ τὴν ἄρρητη οἰκονομία τοῦ Μονογενοῦς καὶ χρησιμοποιεῖτε βέβηλη καὶ
μιαρὴ γλώσσα, ἐσεῖς οἱ πύλες καὶ τὰ στόματα τοῦ Ἅδη, ὅπως σᾶς ὀνόμασε ὁ
βλασφημούμενος ἀπὸ σᾶς Δεσπότης καὶ Κύριος, ἀκοῦστε ὅλοι καὶ μάθετε:
Μία εἶναι, μία καὶ μόνη ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ νύμφη ἡ καλὴ
κι ἐκλεκτή, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Νυμφίος της. Μία εἶναι λέω, ἐκείνη στὴν
ὁποία ἀναπαύεται το Ἅγιο Πνεῦμα Του καὶ στὴν ὁποία ἔχει ἀποταμιεύσει
τοὺς θησαυροὺς τῶν θείων Τοῦ χαρισμάτων. Ποιὰ εἶναι αὐτή; Αὕτη ἡ δική
μας ἁγία μητέρα, αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀπὸ πού εἶναι
αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τῶν τέκνων της, ἁγία ἡ ρίζα, ἅγιοι κι οἱ
καρποί. Ἐπειδὴ σάπιο δέντρο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καλοὺς καρπούς. Δὲν τὸ
πιστεύετε; Θὰ τοὺς ἀπαριθμήσω καὶ εἶναι πλῆθος περισσότερο κι ἀπὸ τὴν
ἄμμο.
Ἀλλὰ
ἐγὼ χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ἀφήνοντας ἐκείνους νὰ πλανιόνται ἄθλια μέσα
στὰ σκοτάδια τῶν αἵρεσεών τους, ὅσοι μὲ κακὴ θέληση κλείνουν τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς τους καὶ βλέποντας δὲν βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας΄ κατὰ τὸ
γραμμένο, σὲ σᾶς ἤδη ἀπευθύνω τὸ λόγο καὶ σᾶς ρωτῶ: Δὲν κηρύττουμε κάθε
ἅγιό της Ἐκκλησίας μᾶς φέροντας τὸν ὡς ἀπόδειξη τῆς ἅγιάς μας πίστης
ἐνάντια των πολλῶν καὶ διαφόρων αἱρέσεων πού κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται;
[2] Τότε δὲν πρέπει περισσότερο ν’ ἀνακηρύττουμε τους νέους ἅγιούς μας,
ἐναντίον αὐτῶν τῶν αἱρέσεων πού εἶναι κοντά μας καὶ μᾶς πολεμοῦν ἀκατάπαυστα σήμερα; Τέτοιου εἴδους εἶναι μάλιστα οἱ ἀσεβέστατοι Λατίνοι,
οἱ ὅποιοι τόσο μαίνονται καὶ λυσσοῦν ἐναντίον μας, ὥστε γιὰ νὰ μᾶς
παρουσιάσουν σὰν ἐντελῶς χαμένους, αὐθαδιάζουν οἱ ἀναίσχυντοι καὶ
κηρύττουν, πώς ἀπὸ τὸν καιρὸ πού χωρίστηκαν οἱ Ἀνατολικοὶ ἀπὸ μᾶς ἡ
Ἐκκλησία τους δὲν ἔβγαλε πλέον κανένα ἅγιο. Αὐτὴ εἶναι τόσο φανερὴ
συκοφαντία κι ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ στ’ ἀλήθεια
ν’ ἀπαριθμήσει τοὺς ἅγιους, ἤ τους ὅσιους ἤ τους ἱεράρχες ἀλλὰ καὶ τοὺς
μάρτυρες, οἱ ὅποιοι μετὰ τὸ παπικὸ σχίσμα, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸ τοῦ
σχίσματος, ἔλαμψαν στὴν Ἐκκλησία μας. Γιὰ νὰ φράξουν λοιπὸν τ’ ἀπύλωτα
στόματά τους καὶ νὰ μὴν ἐξαπατοῦν τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους μὲ τέτοιες
συκοφαντίες, πρέπει ὅσο εἶναι δυνατὸν αὐτοὺς τοὺς ἁγίους μας, τοὺς μετὰ
τὸ σχίσμα, νὰ τοὺς προβάλλουμε καὶ νὰ τοὺς ἐπικροτοῦμε περισσότερο, γιὰ
δόξα καὶ τιμὴ τῆς ἅγιάς μας Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ
καὶ πόσο περισσότερο πρόκειται νὰ κλείσουν ἐκεῖνα τὰ βλάσφημα στόματα
καὶ πόσο περισσότερο πρόκειται νὰ ντροπιαστοὺν οἱ ὑπερβολικὰ τολμηροὶ
καὶ ἄδικοι παπικοί, βλέποντας ὅτι αὐτοὶ οἱ δικοί μας ἅγιοι δὲν εἶναι ἀπὸ
κείνους πού ἔφευγαν στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ τοὺς
ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀμέριμνη καὶ μὲ τὴν ἀτάραχη ζωὴ τῆς
ἡσυχίας, μόνοι τους συνομιλώντας πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ μέσω
τῆς ἱερῆς ἥσυχιας νὰ κυβερνοῦν τὴν καρδιὰ τοὺς οἱ καλὲς ἀναβάσεις τῶν
θείων ἐμφανίσεων κι ἔλλαμψεων, ὥσοτου νὰ φτάσουν καὶ στὴν τελείωση τῆς
θέωσης; Ὅταν, λέω, αὐτοὶ οἱ νέοι μας ἅγιοι δὲν εἶναι θρέμματα τῆς
ἐρήμου, ἀλλὰ μάλιστα εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, πού μὲ λόγους, διαλέξεις
καὶ συγγράμματα καὶ μὲ διάφορους ἀγῶνες καὶ τρόπους ἀντιστάθηκαν,
πολέμησαν καὶ στηλίτευσαν παντοῦ στὴν οἰκουμένη τὶς δικές τους
κακοδοξίες καὶ τὶς ἀθεότατες αἱρέσεις; Πόσο λέω, περισσότερο πρόκειται
νὰ ντροπιαστοὺν οἱ παπικοί, ὅταν τοὺς ἴδιους ἐκείνους, γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ
μία λέξη, τοὺς δικούς τους ἐχθρούς, ὁ Θεὸς τοὺς δόξασε καὶ τοὺς τίμησε
τόσο, ἴοστε τοὺς ἄνεδειξε ἅγιους στὸν κόσμο, φανερώνοντας μ’ αὐτό, πώς
δέχτηκε σὰν ὀσμὴ εὐωδίας ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀγῶνες πού διεξῆγαν
ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀσεβῶν Λατίνων.
Παρουσίαση τοῦ Ἁγίου Μάρκου
Ἕναν
τέτοιο λοιπὸν παρουσιάζω ἐγὼ σήμερα Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀνάμεσά σε
πολλοὺς ἄλλους ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, ἀνάμεσά σε πάμπολλους ἄλλους
τέτοιους ἅγιους, παρουσιάζω σ’ ἄλες τῆς κοινότητες τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν,
τὸν Μάρκο τῆς Ἐφέσου. Ἐκεῖνον τὸν Μάρκο τὸν ὁποῖο ἄνετειλε ἡ Ἀνατολὴ
ἀλλὰ φοβήθηκε ἡ Δύση. Ἐκεῖνον τὸν Μάρκο, τὸ καύχημα τῆς Ἀσίας καὶ
μάστιγα τῆς Εὐρώπης’. Ἐκεῖνον τὸν Μάρκο, τὸν φωστήρα τῆς Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας καὶ κεραυνὸ τῆς Δυτικῆς ὑπεροψίας. Ἐκεῖνον τὸν Μάρκο, τὸ στόμα
τῶν θεολόγων, τὴ δόξα τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν ὑπερθαύμαστο ἄθλητη, τὸν μόνο
ἄηττητο κι ἀδαμάντινο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνον τὸν Μάρκο, τὸ θαῦμα τῶν αἰώνων,
τὸν ὁποίο πολλοί καὶ πάμπολλοι κηρύττουν καὶ διαλαλοῦν, μὰ δὲν τὸν
γνωρίζουν ὅλοι ὅπως πρέπει. Αὐτὸν ἐγὼ παρουσιάζω σήμερα, ἐνώπιον ὅλης
της οἰκουμένης. Ἀλλὰ μᾶλλον ὄχι ἐγώ, ἐπειδὴ πιὰ ἐξουσία ἔχω, ἐγὼ ὁ
τιποτένιος, γιὰ νὰ παρουσιάσω ἕνα τέτοιου εἴδους ἔργο; Ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ σᾶ νὰ λέμε ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, τοῦ ὁποίου τὴν
ἀπόφαση Ἀκολουθώντας πάντοτε, ἔμαθε ἐκείνους μόνο νὰ κάνει ἅγιους,
ὅσους εἶδε πώς δόξασε γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα ἡ φοβερὴ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου.[3]
Ἡ ἁγιότητα τοῦ Μάρκου
Εἶπα
πώς δὲν τὸν γνωρίζουν ὅλοι ὅπως πρέπει. Δὲν ἀμφιβάλλω πώς εἶναι πολλοὶ
καὶ πάμπολλοι, γιὰ νὰ μὴν πῶ σχεδὸν ὅλοι, πού δὲν ξέρουν πώς αὐτὸς εἶναι
βεβαιότατα ἕνας μεγάλος ἅγιος καὶ στ’ ἀλήθεια θεοφόρος Πατέρας κι
ἀπλανὴς δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἡ αἰτία εἶναι, ὅτι δὲν βρίσκεται ἡ
ἱερὴ μνήμη τῆς μέρας του στὰ Μηνολόγια καὶ στὰ Ὡρολόγια. Πράγμα τὸ
ὁποίο εἶναι ἀδύνατον, πρώτον γιατί εἶναι πολὺ πρόσφατος ἅγιος καὶ
δεύτερον, γιατί αὐτὰ τὰ βιβλία τυπώνονται στὴ Βενετία, κάτω δηλαδὴ ἀπὸ
τὸ βλέμμα τῶν ὁρκισμένων ἐχθρῶν αὐτοῦ του ἅγιου [4]
Λοιπὸν
ἄς ξέρει κι ἄς εἶναι βέβαιος κάθε Ἀνατολικὸς χριστιανός, πώς ἀπὸ τὴν
ἀρχὴ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, αὐτὸν τὸν ἱερὸ Μάρκο, τὸν ἀναγνώριζε ὡς ἅγιο
καὶ τιμοῦσε τὴ μνήμη του στὴν Κωνσταντινούπολη μ’ ἐτήσια γιορτή, πρὶν
δηλαδὴ νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἅλωση. Κι αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν
κι ἄλλοι πολλοί. Τὸ μαρτυρεῖ μάλιστα κι ὁ ἱερὸς Νεκτάριος ὁ Ἱεροσολύμων,
ὁ ὁποίος λέει ὅτι τὸ ἀκοῦσε ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, πού ὅταν ἦταν νέος καὶ
εἶχε προφτάσει γιὰ νὰ δεῖ αὐτὴ τὴ λαμπρὴ γιορτή, πού τελοῦνταν στὸν
Γαλατὰ τῆς Πόλης. Κι αὐτὸς πού ἔφτασε στὴ γιορτή, ὀνομαζόταν Ἀρσένιος
Κύπριος. Ἐπειδὴ ὅμως μετὰ συνέβη ἡ καταστροφικὴ ἅλωση σὲ κείνη τὴ
Βασιλεύουσα, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἔβαλε τέλος καὶ στὴ γιορτὴ αὐτὴ
καθὼς καὶ σὲ πὰμπολλα ἄλλα καλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐσέβεια. Ἐξαιτίας αὐτοῦ
τοῦ γεγονότος πού συνέβη κατάντησε νὰ μὴν εἶναι καὶ ἀτοὺς πάντες γνωστὴ ἡ
ἁγιότητά του, ἀφοῦ ἀφανίστηκαν ἀπὸ τὴν πανωλεθρία τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ὁ
βίος καὶ τὰ ἐγκώμια κι ἡ ἀκολουθία τῆς ἱερῆς του μνήμης, προτοῦ
διαδοθοῦν σὲ περιοχὲς ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη.
Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1734
Ἀλλὰ
ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἄρει κάθε ἀμφιβολία καὶ νὰ δώσει στὸν καθένα καὶ
σὲ ὅλους τὴν τελειότατη πληροφορία, εἶναι δίχως ἄλλο ἡ αὐθεντία τῆς
Συνοδικῆς ἀπόφασης, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε το 1734 γι’ αὐτὸν τὸν Μάρκο, ὄχι
τάχα γιὰ νὰ τὸν θεσπίσει τότε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς ἅγιο, ἐπειδὴ φαίνεται νὰ
ἔχει ἐκδοθεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο, δηλαδὴ τώρα, στὸν δικό μας αἰώνα, ἀλλὰ
γιατί δόθηκε ἀφορμή, τὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ τὴν φανερώσουμε στοὺς ἁπλοὺς
ἀνθρώπους, ὅπως τὴ βρίσκουμε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ θέσπισμα. Κι ἔχει
ὡς ἑξῆς:
Στὸ
νησὶ τῆς περιβόητης Κεφαλονιᾶς [Βενετοκρατούμενης τότε], κάποιος
Συμεών, ἐπονομαζόμενος Βυζάντιος, λόγω τῆς εὐλάβειας πού εἶχε πρὸς αὐτὸν
τὸν ἅγιο, θέλησε νὰ τοῦ κάνει γιορτὴ πεπεισμένος γιὰ τὴν ἁγιότητά του.
Κάποιοι ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ χριστιανούς, πού δὲν εἶχαν αὐτὴ τὴν
πληροφορία γιὰ τὸν θεῖο Πατέρα, τόσο κληρικοὶ ὅσο καὶ λαῖκοί,
ἀντιστάθηκαν ἰσχυρά, λέγοντας ὅτι τὸ ἐγχείρημά του δὲν ἦταν νόμιμο,
ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Μάρκος, ἔλεγαν, εἴτε δὲν εἶναι ἐντελῶς ἅγιος, ἡ κι ἂν
εἶναι, ὡστόσο δὲν εἶναι ἀναγνωρισμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Κι ὅσο γι’
αὐτό, αὐτοὶ μὴν ξέροντας, μιλοῦσαν ὀρθά. Ἐπειδὴ σωστὰ οἱ χριστιανοὶ τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, περιμένουν πάντοτε σ’ αὐτὰ τὰ θέματα τὴ θεία
ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τους. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνοι, γνωρίζοντας καλά τα
ἔθιμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, δὲν παραδέχονταν ἐκείνη τὴ γιορτή, ὡς
δῆθεν μὴ ἀναγνωρισμένη. Κι ἀφοῦ λοιπὸν δημιουργήθηκε ἐκεῖ μεγάλη
φιλονικία γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἐφέσου, ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτὰ ἡ ἁγία
Ἐκκλησία, ἔκρινε ἄτοπο νὰ μένει ἀγνοημένος ὁ μέγας φωστήρας καὶ
δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξέδωσε λοιπὸν Συνοδικὴ ἐγκύκλιο πού ὁρίζει ὅτι
καὶ ΄ἦταν κι εἶναι ἅγιος δοξασμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ἱερὸς αὐτὸς Μάρκος, ὁ
ἀξιαγάπητος ποιμένας τῆς Ἐφέσου κι ὅποιος θέλει, ἄς τὸν γιορτάζει
ἄνεμποδιστα΄, λέγοντας πολλὰ καὶ μεγάλα ἐγκώμια γι’ αὖτον καὶ τέλος
προσθέτοντας καὶ φρικτότατα ἐπιτίμια κι ἀναθέματα ἐναντίον αὐτῶν πού
ἀντιστέκονταν καὶ πολεμοῦσαν τὴν ὄφειλομενη σ’ αὖτον δόξα καὶ τιμή.
Ἀφοῦ
λοιπόν, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἅγιοτητά του, μένει τώρα
σὲ μένα νὰ παρουσιάσω, ὅσο μπορῶ, τὴν ἀρχὴ καί. τὴ μέση καὶ τὸ τέλος τῆς
πανόσιας ζωῆς του. Δείχνω λοιπὸν σὲ μορφὴ διήγησης, ποιὸς ὑπῆρξε, τί
ἔπραξε καὶ ποιὰ ἦταν ἡ κοίμησή του, γιὰ νὰ ἔχει ὁ καθένας τὴν πρέπουσα
τιμὴ κι εὔλαβεια, σ’ ἕναν τέτοιο τρισμακάριστο καὶ θειότατο ἱεράρχη, πού
στάθηκε, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ μόνο ἀπαραβίαστο θυσαυροφυλάκιο τῆς
Ὀρθόδοξης πίστης μας.
2. Ἀρχὴ τῆς Διήγησης
Παρακαλῶ
λοιπὸν τοὺς ἀναγνῶστες, νὰ χαρίσουν σὲ μένα ἀδελφικὴ συγγνώμη, ἂν σὲ
πολλὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς διήγησης, φανῶ ἐλλιπής. Ὅπως προηγουμένως εἶπα, ἡ
κοινὴ δυστυχία τοῦ γένους μας, μᾶς στέρησε ἀπὸ τὶς ἀκριβεῖς πληροφορίες
τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς συνέχειας τῶν ἀσκητικῶν καὶ τῶν ὅσιων κατορθωμάτων
του, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν. Όλα αὐτὰ ἀναμφίβολα θὰ περιεῖχε
πληρέστατα ὁ βίος του πού τότε ἴσως θὰ εἶχε γραφεῖ. Ζητῶ συγγνώμη
λοιπόν, ἀδελφοί, γιὰ τὴν ἔλλειψη, ἐπειδὴ τόσα μόνο πρόκειται νὰ ποῦμε,
ὅσα σποραδικὰ ἐδῶ κι ἔκεῖ μπορέσαμε νὰ βροῦμε σ’ ἄλλους καὶ νὰ τὰ
συνθέσουμε ἑνιαῖα. Τὰ περισσότερα, πρόκειται νὰ μοῦ χορηγήσει ὁ μέγας
ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος, ὁ ὀνομαζόμενος Συρόπουλος, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς
ψευδοένωσης πού εἶχε γίνει στὴν βόρεια Ἰταλία.
Ἀλλὰ
οὔτε ὄμορφες φράσεις ἐπαγγέλλομαι ἐγὼ ἐδῶ, οὔτε ρητορικὴ χάρη. Γνωρίζει
καλὰ ὁ γνώστης τῶν κρυπτῶν τῆς ψυχῆς, ὁ Θεός, κι ἀκόμα ἡ μακάρια ψυχὴ
τοῦ θείου αὐτοῦ Πατέρα, ὅτι μόνο ὁ ἔνθερμος ζῆλος τῆς καρδιᾶς μου
διέγειρε τὸ πνεῦμα μου στὸ νὰ συνθέσω αὐτὸ τὸ ἔργο. Παρουσιάζω συγχρόνως
σ’ ὅλους τους χριστιανούς, πόσο εἶναι τὸ χρέος μᾶς σ’ αὐτὸν τὸν μέγιστο
καὶ θειότατο εὐεργέτη μας, κι. ἐπιπλέον γιὰ νὰ διακηρύσσεται παντοῦ
πρὸς δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅτι μόνο ἡ δική μας ἁγία Ἐκκλησία τρυγᾶ κι
ἀπολαμβάνει εὐτυχέστατα τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἀναδεικνύει τὴν Ἐκκλησὶα μας λαμπρὴ κι ἔνδοξη, ἀφοῦ εἶναι ἡ μόνη
ἀληθινὴ καὶ Ὀρθόδοξη. Ἀλλὰ ταυτόχρονα ἡ ἀλήθεια ἀποδεικνύει καὶ
καταλήγει σ’ αἰώνια ντροπὴ τῆς Παπικῆς, πού εἶναι ἀντίθετη κι ἐχθρική
της Ἀνατολικῆς καὶ δὲν σταματᾶ νὰ συκοφαντεῖ ἀκατάπαυστα, τὴν ἀθωότητα
κι ἁγιότητα της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καταγωγὴ καὶ παιδεία Μάρκου καὶ Ἰωάννη Εὐγενικοῦ
Λοιπὸ γιὰ νὰ ἀρχίσω ἀπὸ ὅπου ἀρχίζει κανεὶς συνήθως, ἡ πατρίδα αὐτοῦ του θείου ἄνδρα, ἦταν ἡ πάλαι ποτὲ καὶ τώρα βασίλισσα τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ κάποτε ὡς μητέρα Σάρα, ἀγαθὴ καὶ πολυαγαπημένη πού τώρα μεταστράφηκε σὲ Ἀγαρ, σὲ βάρβαρη, μισητὴ κι ἐπαχθῆ μητριά. Ποιοὶ ἦταν ὅμως οἱ γονεῖς του καὶ μὲ τί καταγίνονταν, αὐτὸ δὲν εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία, γιὰ τὴν προαναφερόμενη αἰτία, εἶναι ὡστόσο ὅμολογουμενο, ὅτι καὶ χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι ἦταν ὡς πρὸς τὴ θρησκεία κι ἀκόμα λαμπροὶ στὸ βίο τους, πράγμα πού συμπεραίνεται, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία πού εἶχαν ΄Εὐγενικοὶ (γιατί εὐγενικοὶ ἐπονομάζονταν κατεξοχὴν οἱ γενάρχες καὶ πρόγονοι τοῦ Μάρκου), ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μποροῦμε νὰ τὸ σκεφτοῦμε κι ἀπὸ τὴν εὔγενεστατη ἀγωγὴ κι ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους. Ἐπειδή, ἂν ἡ παιδεία σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ, κι ὅπως μᾶς τὸ δείχνει ἡ καθημερινὴ πρακτική, χρειάζεται μεγάλες δαπάνες, κι ἡ κατάσταση τῶν φτωχῶν δὲν ἐπιτρέπει νὰ προχωροῦν σὲ μεγάλα καὶ μακροχρόνια μαθήματα, εἶναι φανερὸ πώς οἱ γονεῖς του δὲν ἦταν ἄνθρωποι ἄσημοι κι εὐτελεῖς, ἀλλὰ περὶ φανεῖς καὶ λαμπροὶ κατὰ τὸ βίο τους. Ἔτσι τόσο ὁ ἱερὸς Μάρκος, ὅσο κι ἕνας ἄλλος ἀδελφός του μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης, δὲν ὑπῆρξαν ἄνθρωποι, μέτριας παιδείας. Ηταν θαυμαστοὶ ἀνάμεσα στοὺς πρώτους της τότε ἐποχῆς, αὐτοὶ δὲν κατεῖχαν παρακατιανὴ θέση σὲ κάθε εἶδος μάθησης.
Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων [5] ἔπνεε τὰ λοίσθια, ἀλλὰ καὶ τὰ πράγματα βρίσκονταν σ’ ἀπόλυτη ἄναστατωση. Ὁ φόβος τῶν προφανῶν κινδύνων τοὺς περικύκλωνε ὅλους ἀπὸ παντοῦ. Παρόλα αὐτὰ ὅμως, τὸ φιλομαθέστατο γένος μας, δὲν ἔπασχε τότε οὔτε ἀπὸ τόση ἀδιαφορία πρὸς τὴ μάθηση, οὔτε στεροῦνταν τόσο ἀπ’ ἄντρες ἐπιστήμονες, ὅπως σήμερα. Γιατί τότε ἄκμαζαν οἱ Χρυσολωράδες, οἱ Γεμιστοί, οἱ Σχολάριοι, οἱ Βρυέννιοι, οἱ Θεοδωροι Γαζῆδες. οἱ Ἄγαλλιανοι κι ἄλλοι πολλοί. Τότε λοιπὸν κι αὐτοὶ οἱ Εὐγενικοί, δυάδα ἐννοῶ ὁ Μάρκος κι ὁ Ἰωάννης, ἐξισώνονταν μ’ ἄλλους κι εἶχαν τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα στοὺς πρώτους κι ὑπερεῖχαν ἀπ’ ἄλλους πάνω του μέτριου κι ἄναγνωριζονταν κι ἄνακηρυσσονταν ἀνώτεροι φιλόσοφοι κι ἔπιστημονες. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι λέω τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ σοφία τοῦ θείου Μάρκου, τὸ μαρτυροῦν κι οἱ δικοί του λόγοι κι οἱ ἀγῶνες ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ συγγραφεῖς τὸν θαυμάζουν ὑπὲρ τοῦ δέοντος. Ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐγενικὸς δέ, ὁμολογεῖται τόσο μορφωμένος ὥστε ἔλαβε καὶ τὴν ἐπωνυμία ὁ φιλόσοφος, καλούμενος κι ἀναγνωριζόμενος ἔτσι κατεξοχήν, ὅπως μαρτυροῦν καὶ πολλὲς εὐχές του πρὸς τὸ Θεό, πού φέρουν τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ φιλόσοφου κι Εὐγενικοῦ. Κι ἀκόμα περισσότερο φανερώνει τὴ σοφία του, ἡ εὐστοχότατη κι ἐπιδέξια ἀντιρρησή του στὸν ψευδώνυμο ὅρο τοῦ Φλωρεντινοῦ συνεδρίου, πού βρίσκεται στὸν Τόμο τῆς Καταλλαγῆς. [6]
Ἀσκητικὴ παιδεία Μάρκου καὶ Ἰωάννου
Συνεπάγεται λοιπὸν ὀτο οἱ τόσο λαμπροὶ καὶ περιφανεῖς στὴ σοφία, προέρχονται ἀπὸ λαμπροὺς καὶ περιφανεῖς γεννήτορες, πού εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ἔπιδιδονταί σε δαπάνες τόσο πολλὲς κι ἀναγκαῖες, ὅσες ἀπαιτοῦσε κι ὁ μεγάλος ὄγκος αὐτοῦ του μέγιστου ἐμπορίου, δηλαδὴ τῆς μάθησης. Ἀλλὰ σὲ τί συμβάλλει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἦταν ἄνθρωποι χαμηλῆς τάξης καὶ φτωχοί, ἀλλὰ εὔγενεῖς καὶ πλούσιοι; Καὶ βέβαια συμβάλλει τὰ μέγιστα, στὸν ἔπαινο λέω ἐγώ. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ εἶναι κάποιος ἔξασκημενος στὴ σκληρὴ καὶ ταπεινὴ φτωχὴ ζωή, μὲ κάποιον πού γεννήθηκε μέσα στὶς πλουσιοπάροχες ἀπολαύσεις κι ἔπειτα νὰ τὶς ἀποστρέφεται μὲ τὴ θέλησή του καὶ νὰ προτι μὰ τὶς κακοπάθειες τῆς ἐπίπονης ἀσκητικῆς ζωῆς, γιὰ χάρη τῆς αἰώνιας. Ἔνω λοιπὸν αὐτοὶ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι προῆλθαν ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, ὥστοσο, αὐτοὶ οἱ μακάριοι, ἀπαρνήθηκαν τὰ πάντα, καὶ τὸ γένος τους καὶ τὸν πλοῦτο καὶ τὶς τρυφὲς καὶ τὶς ἥδονες καὶ τὶς τιμὲς καὶ δόξες ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες, στὶς ὅποιες τοὺς χαλοῦσε κι ἡ λαμπρότητα τοῦ γένους τους κι ἡ ἄξιοσυνή της μεγάλης τους προκοπῆς καὶ σοφίας. Καὶ τίποτα ἀπ’ αὖτα δὲν μπόρεσε νὰ χαμηλώσει τὸν ὑψηλὸ λογισμὸ τῆς ψυχῆς τους. Ἄλλα κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο ὅλα αὖτά ΄τα θεώρησαν σκουπίδια, γιὰ νὰ κερδίσουν μόνο το Χριστό. Γι’ αὐτὸ κι ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια καὶ προτίμησαν μὲ μεγάλη προθυμία, νὰ σταυρώσουν τὴ σάρκα καὶ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἅγιου κι ἀγγελικοῦ σχήματος, τὸ ὅποιοπραγματί το κατόρθωσαν θαυμάσια.
Χαρακτήρας τοῦ Ἁγίου Μάρκου
Ἀλλὰ
σ’ ὅτι ἀφορᾶ τὸ φιλόσοφο Ἰωάνννη Εὐγενικό, τὸν ὁποῖο τον βρίσκουμε νὰ
ἔπιγραφεται καὶ ὡς διάκονος καὶ Νομοφύλακας τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, ἄς
λάβει τέλος ὁ λόγος ὡς ἐδῶ. Ἃς συνεχίσουμε ὅμως τὰ σχετικὰ μ’ αὐτὸν τὸν
ἱερὸ Μάρκο, ὅπως εἴπαμε ἐξαρχῆς στὸ λόγο μας.
Ἀλλά, ἂχ φθονερὴ τύχη καὶ χρόνε πού ἀφανίζεις ὅλα τα καλά, δὲν μᾶς
βοηθᾶ ἀδελφοί μου, νὰ ποῦμε μ’ ἀκρίβεια, πού ἔστησε τὴν παλαίστρα τῶν
ἀσκητικῶν του ἀγώνων, μετὰ τὴν ἀποταγὴ τῆς κοσμικῆς ματαιότητας, αὐτὸς ὁ
οὐρανόφρονας ἄνθρωπος. Ἀγνοοῦμε τὰ ἡρωικὰ ἀσκητικά κατορθώματα. Δὲν
γνωρίζουμε λεπτομέρειες, γιὰ τὸ πώς καὶ πόσο ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν
ἀπονέκρωση τῶν παθῶν, πόση πειθαρχία ἔδειξε στὶς νηστεῖες, πόση καρτερία
στὶς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, στὴν κατάνυξη, στὰ δάκρυα, στὶς ἱερὲς
ἀναβάσεις τῆς ψυχῆς του κι ὅσα ἄλλα τέτοια ξέρει νὰ γεννᾶ στὶς ψυχὲς τῶν
δικῶν τῆς ἐραστῶν, ἡ καλὴ καὶ θεία μητέρα, ἡ κατ’ Θεὸν ἡσυχία, τὰ ὅποια
αὖτα ὅλα ἔχουν ἕνα σκοπό, τὴν μακάρια θεωρία, τὴν θέα τοῦ Θεοῦ καὶ
θέωση, ὅπως μᾶς τὸ ἐξηγοῦν ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τοὺς ἐκεῖνοι πού τὰ
δοκίμασαν στὴν πράξη. Ἀλλὰ παρόλο πού ἱστορικὰ κι ἐπὶ μέρους μένουν
ἄγνωστα σὲ μᾶς τ’ ἀσκητικά του κατορθώματα, ἔχουμε ὡστόσο, τοὺς πάρα
πολὺ ἄξιοπιστους ἄνδρες τοῦ καιροῦ του, πού βασικὰ ὁμολογοῦν τὸ ἕξης:
΄ὅτι ὅσα μποροῦν ν’ ἀποτελοῦν καὶ νὰ χαρακτηρίζουν μία ἅγια ζωή, ὅλα τα
κατόρθωσε πρὶν λάβει τὴν ἀρχιερωσύνη, μὲ θαυμαστὴ τελειότητα.
Μαρτυρίες συγχρόνων γιὰ τὸν Μάρκο
Ἃς
εἶναι πρῶτος στὴ μαρτυρία κάποιος Ἱερομνήμων (Θεόδωρος Ἀγαλλιανός),
ἄνθρωπος θεοσεβής, ζηλωτὴς τῆς εὐσέβειας, δάσκαλος μὲ μεγάλη φήμη στὸ
Βυζάντιο καὶ στὶς ἐκτός της Πόλης περιοχὲς καὶ σύγχρονος αὐτοῦ του ἅγιου
ἄντρα. Αὐτὸς κάνει ἕνα διάλογο μ’ ἕνα ξένο μοναχὸ ἀπὸ τὰ Εὔχαῖτα,
σχετικὰ μὲ τὴν ἤδη γενόμενη ψευδοσύνοδο στὴ Φλωρεντία, γιὰ τὴν ὅποια ὁ
μοναχὸς ρωτοῦσε νὰ μάθει τὰ συμβάντα. Ὁ λόγος ἦρθε τότε στ’ ὄνομα τοῦ
Ἐφέσου κι ὁ μοναχὸς ρωτᾶ τὸν Ἵερομνημονα, μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: Ἀκούω γι’
αὐτὸν τὸν ἄνδρα, τὸν Ἐφέσου ἐννοῶ, μεγάλη κι ἐπαινετὴ φήμη. Κι ὁ
Ἱερομνήμονας ἀπαντᾶ μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις: Εἶναι θαυμάσιος ἄνθρωπος
(δηλαδὴ ὁ Μάρκος Ἐφέσου), στολισμένος μ’ ὅλα τα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ
γεμάτος μὲ κάθε θεία σοφία, κι ἄσκησε ὄσιακο βίο πρὶν τὴν ἀρχιερωσύνη.
Ἄκουτε
χριστιανοὶ τί μαρτύρησε αὐτὸς ὁ καλὸς δάσκαλος γι’ αὐτόν; Ἦταν λέει
θαυμάσιος, γιατί; Γιατί ἦταν στολισμένος μὲ τὰ διάφορα χαρίσματα τοῦ
ἅγιου Πνεύματος. Ἀλλὰ πώς ἀξιώθηκε αὐτὰ τὰ χαρίσματα; Μὲ τ’ ὅτι
ἀγωνίστηκε κι ἐξασκήθηκε στὴν ἡσυχία κι ἀπέκτησε ὄσιακη ζωή. Γι’ αὐτὸ κι
ἡ φήμη τοῦ ἦταν μεγάλη κι ἐξαπλωνόταν παντοῦ, ὅπως ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ
ξένος μοναχός. Ἀλλὰ καὶ πιὸ κάτω σ’ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος αὐτὸς
Ἱερομνήμονας, ἀφοῦ εἶπε ὅτι ὅλοι πρόδωσαν τὴν εὐσέβεια ἐκτὸς ἀπὸ τὸν
ἅγιο Ἐφέσου, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ πώς τὸν εἶπε ἅγιο ὅπως συνηθίζουμε νὰ
προσφωνοῦμε κάθε ἀρχιερέα, προσθέτει ἔπειτα κι αὐτό, ὅτι ἦταν
στολισμένος καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴ σοφία τῶν λόγων
Ἃς εἶναι δεύτερος μετὰ τὸν Ἱερομνήμονα νὰ συμμαρτηρεῖ ὁ Γεώργιος Σχολάριος, σύγχρονος κι αὐτὸς τοῦ ἅγιου, ὁ ὅποιος μετὰ τὴν αἰχμαλωσία ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ὡς μοναχὸς εἶχε μετονομαστεῖ σὲ Γεννάδιος, πρὶν ἀκόμα πέσει ἡ βασιλεύουσα Πόλη. Αὐτός, στὸ σημείωμα πού κάνει γιὰ τὴν ἱερὰ Σύνοδο πού ἔγινε κατὰ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βέκκου, πού ἄσκησε κακῶς τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα στὶς μέρες τοῦ βασιλιὰ Μιχαὴλ τοῦ Παλαιολόγου τοῦ λατινόφρονα, ἀφοῦ ἀπαριθμεῖ πολλοὺς ἅγιους καὶ θείους δασκάλους, πού ἀποδέχτηκαν καὶ συμφώνησαν μὲ κείνη τὴ Σύνοδο, στὸ τέλος ἀναφέρει καὶ γιὰ τοῦτον ἐδῶ τὸν θεῖο πατέρα. Ὁ ἱερότατος Μάρκος Ἐφέσου προστίθεται σὲ κείνους τοὺς μακάριους, χωρὶς νὰ ὑπολείπεται σὲ τίποτα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄριστους, δηλαδὴ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ σοφία καὶ στὴ δύναμη τῶν λόγων. Νὰ τί ἀναφέρει κι αὐτὸς ὁ μέγας δάσκαλος: ὅτι δὲν ἦταν, λέει, κατώτερος, ἀπὸ κείνους πού ὑπῆρξαν ἄριστοι στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία.
Ἀλλὰ
κι ἐκεῖνα πού γράφει ὁ ἱερὸς Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, εἶναι, τάχα
ἀπορριπτέα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι σύγχρονός του ἁγίου; Ὄχι βέβαια, γιατί
ὑπῆρξε κι αὐτὸς σοφότατος καὶ φιλαληθέστατος Πατριάρχης καὶ δὲν εἶχε
ἀνάγκη νὰ γράφει ψέματα γιὰ μία ὑπόθεση πού μποροῦσε νὰ ἐλεγχθεῖ
ψευδόταν. Λέει λοιπὸν κι αὐτὸς ρητά τα ἑξῆς: ΄Ἐμεῖς τρέφουμε θαυμασμὸ
γιὰ τὸν Μάρκο, πού διέπρεψε μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ βίου του κι ἁγιάστηκε
μὲ τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς καὶ κοσμήθηκε μὲ μύριες ὅσες ἀρετὲς καὶ δὲν
ὑπολειπόταν σὲ τίποτα ἀπ’ αὐτοὺς πού ἀνακηρύχτηκαν ἅγιοι.
Συμπεραίνεται
λοιπὸν κι ἀποδεικνύεται πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ἀπ’ αὖτες τὶς
ἀξιόπιστες μαρτυρίες κι ἀπὸ τοὺς πραγματικούς, ἤ γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα
ἀπὸ τοὺς φανεροὺς κινδύνους πού ἀντιμετώπισε ἀργότερα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη, ὅτι ὑπερέβη τα μέτρα καὶ τὰ ὅρια τῆς κοινῆς ζωῆς τῶν ἄνθρωπων καὶ
μὲ τὴ μοναχικὴ ἄσκηση, εἶχε γίνει τέλειος μιμητὴς τῶν παλιῶν ὁσίων καὶ
ἅγιων ἄνδρων. Γι’ αὖτο κι ἀναγνωριζόταν κι ἀναγορευόταν θαυμάσιος καὶ
ἄριστος καὶ ἰσάξιος σ’ ὅλα μὲ κείνους τοὺς προγενέστερους [7 ]
Ἀπὸ κεῖ λοιπόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἐκείνη ἄσκηση, ἀφοῦ διδάχτηκε ἄριστά τους ἀθλητικοὺς κανόνες, ἔγινε ἄριστος ἀθλητὴς καὶ στοὺς κατοπινοὺς ἄγωνες γιὰ τὴν πίστη. Ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἄσκηση σφυρηλατήθηκε ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος γιὰ τὰ αἱρετικὰ ζιζάνια. Ἀπὸ ἱερὴ ἄσκηση κατασκευάστηκε ἡ οὐράνια σάλπιγγα, πού ἤχουσε τρανὰ καὶ κήρυττε τὶς θεῖες φωνὲς τοῦ Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἄσκηση ἔξηλθέ το ἀληθινὸ σκεῦος ἐκλογῆς, γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ κι αὐτός, κατὰ τὸ μέγα Παῦλο, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον βασιλιάδων κι ἐθνῶν. ΄Ὅπως ἐξάλλου, πρόκειται νὰ τὰ δείξει ὅλα αὖτα ὁ λόγος τὴν κατάλληλη στιγμή, ἀψευδῶς καὶ τελειότατα.
Ὁ Ἐπίσκοπος Μάρκος
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφτασε στὰ ἀνώτατα ὅρια τῆς πνευματικῆς τελειότητας μ’ ἐκείνους τοὺς ὁσιακούς ἀγῶνες, δέχεται καὶ τὸ χρίσμα τῆς ἵερωσυνης καὶ χειροτονεῖται πρεσβύτερος. Ἀλλὰ πώς καὶ πότε κι ἀπὸ ποιόν, οὔτε αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε μ’ ἀκρίβεια. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν περιφανὴς γιὰ τὴν λαμπρότητα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σοφίας του, ὄχι μόνο σ’ αὐτοὺς πού ἦταν κοντά του καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ σ’ αὐτοὺς πού ἦταν μακριά. Κι ὅταν ἀκόμα ἦταν ἱερομόναχος, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας παραβλέποντας ὅλους τους ἔγκριτους Μητροπολίτες καὶ τοὺς "ὑπέρτιμους των ὑπερτίμων", διάλεξε αὐτὸν ὡς τοποτηρητή του στὴν σχεδιαζόμενη ὡς οἰκουμενικὴ σύνοδο τῆς Φερράρας. Τόση καὶ τέτοια ὑπόληψη καὶ φήμη, ἀκόμα καὶ πρὶν τὴν ἀρχιερωσύνη, ἀπολάμβανε ἀπ’ ὅλους ὁ Μάρκος. Κι ἐπειδὴ ὅπως ἔδειξαν ἀργότερα τὰ πράγματα, μόνος αὐτὸς ἐπρόκειτο ν’ ἀναλάβει τὸν καθολικὸ ἀγώνα ὑπὲρ τῆς πίστης καὶ νὰ γίνει στόμα τῶν Θεολόγων καὶ νὰ φανεῖ ἀκλόνητος στύλος τῆς Ἐκκλησίας, προλαβαίνει σωστὰ ἡ θεία Πρόνοια, πού ἀπὸ μακριὰ προεξοφλεῖ τὶς ἀρχὲς τῶν μεγάλων πραγμάτων καί. τὸν ἀνεβάζει ἐπιπλέον καὶ στὸ ὑπέρτατο βαθμὸ τῆς ἀρχιερωσύνης. Κατὰ θεία πρόνοια ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου Ἴωασαφ πού ἕτοιμαζοταν γιὰ τὴ σύνοδο, μετατίθεται στὶς οὐράνιες μονὲς΄ κι ἀντὶ ἐκείνου προετοιμάζεται αὐτός, τὸ μεγάλο φῶς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σοφίας, ὁ Μάρκος χειροτονεῖται ἡ ὑψηλὴ λυχνὶα τῆς μητρόπολης τῆς Ἐφέσου. ’Ή, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα χειροτονεῖται ὡς πυρσὸς ὅλης της οἰκουμένης κι ὡς ἄλλος στύλος φωτός, πού προπορεύεται τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ. Τρία πράγματα θεωροῦνται ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπίτευξη κάθε εἴδους καλοῦ: ἡ σοφία, ἡ δύναμη κι ἡ ἀγαθὴ βούληση. Γὶ΄ αὐτὸ λοιπὸν κι ἡ θεία πρόνοια, πού γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν ἀπὸ τὴ γένεσή τους, βλέποντας τὴ μεγάλη σοφία τοῦ Μάρκου καὶ τὸν διακαῆ ζῆλο γιὰ τὰ δόγματα τῶν Πατέρων, συνένωσε μ’ αὐτὰ τὰ χαρίσματά του καὶ τὺ θάρρος καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου πού ἀπορρέει ἀπὸ τὴν θέση τοῦ κατέχοντα τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, γιὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ φανεῖ ὕστερα καὶ θεολόγος ἀπαράγραπτος κι ἀήττητος πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀλλὰ
ποιὰ αἰσθήματα μὲ κατακλύζουν ξαφνικά, φιλαναγνῶστες ἀδελφοί μου; Βλέπω
τὸ λόγο πού ἐπιχειρῶ ν’ ἀρχίσω. σὰν ἄπειρο κι ἀχανὲς πέλαγος καὶ στ’
ἀλήθεια δειλιάζω καὶ ζαλίζομαι στὴν ἰδέα νὰ πάθω τὰ ἴδια μὲ κείνους πού
αὔθαδιαζουν καὶ πλέουν στὸ μεγάλο ἀνοιχτὸ πέλαγος μὲ βαρκούλα πού ἔχει
μόνο δύο κουπιά. Σ’ αὐτοὺς μοιάζω κι ἐγὼ καθὼς τολμῶ νὰ διηγηθῶ τοὺς
μεγάλους ἀγῶνες καὶ τὰ κατορθώματα αὔτού του ἅγιου. Γι’ αὐτὸ καὶ φοβᾶμαι
πολύ, μήπως δὲν μπορέσω ν’ ἀποτυπώσω στὸ νοῦ σας, ἐκείνη τὴν ὑπόληψη
τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ χει ὅλος ὁ κόσμος σ’ ἕναν τόσο σπουδαῖο ἅγιο ἥρωα.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ κατὰ τὸ θεολόγο καὶ φίλο του Θεοῦ, ἔγινε ὅ,τι ἦταν δυνατὸν
κι ἀπὸ τοὺς μορφωμένους καὶ τοὺς ἐπιστήμονες, ἀλλὰ δὲν ἔκοοθηκαν στὸ
κοινὸ καλύτερα καὶ πληρέστερα, γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τολμῶ λοιπὸν νὰ προσφέρω
τὰ δικά μου ψελλίσματα, ἔχοντας πίστη στὶς ἅγιες εὐχὲς τοῦ θείου καὶ
μεγάλου Πατέρα, γιὰ τοῦ ὁποίου τὸ ζῆλο ἐπιχείρησα τὰ πάνω ἀπὸ τὶς
δυνάμεις μου.
Εἶναι
λοιπὸν τώρα καιρὸς νὰ ποῦμε ποιὰ ἦταν αὐτὴ ἡ σύνοδος. γιὰ τὴν ὁποία
χειροτόνησε ὁ Θεὸς τὸν ἱερὸ Μάρκο καὶ μητροπολίτη καὶ τοποτηρητὴ καὶ γιὰ
νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά, ἔξαρχο ὅλης της ἀνατολικῆς συνόδου, παρόλο πού στὸ
τέλος ἐκείνη ἡ σύνοδος δὲν κατέληξε ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ. Καιρὸς εἶναι νὰ δοῦμε
στὴ συνέχεια καὶ τί κατόρθωσε ὁ ἅγιος σ’ αὐτὴ τὴν σύνοδο καὶ μετὰ τὸ
τέλος αὐτῆς τῆς συνόδου. Καὶ μοῦ φαίνεται καλὸ γιὰ τὴν πληροφόρηση τῶν
ἁπλῶν ἀνθρώπων, νὰ κατευθύνουμε λίγο το λόγο πρὸς τὰ κεῖ, γιὰ νὰ γίνει
σαφέστερος καὶ πληρέστερος. Καὶ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσουν οἱ μορφωμένοι
κι οἱ λόγιοι γι’ αὐτὴ τὴν συγκατάβαση, ἐπειδὴ ὁ λόγος ἀφορᾶ στὴν κοινὴ
ὠφέλεια.
3. Περὶ πρωτείου καὶ φιλιόκβε
Σύντομη Ἱστορία τοῦ Παπισμοῦ
Αὐτὸ τὸ ἔθνος τῶν Λατίνων τὸ ὁποῖο ἡ κοινὴ συνήθεια ὀνομάζει Φράγκους [Γάλλοι], ἀπὸ τὴ Φραγκιά, τὴν ὀνομαζόμενη τώρα Φράντζα [France-Γαλλία] [8], δὲν ἦταν χωρισμένο ἔτσι ἀπὸ μᾶς ἐξαρχῆς, οὔτε ὑπῆρχαν δύο ἀντιμαχόμενες Ἐκκλησίες, ἡ Ἀνατολικὴ κι ἡ Δυτική, ὅπως εἶναι σήμερα. Ἀλλὰ ὑπῆρχε κι. ὀνομαζόταν μία Ἐκκλησία κι ἡ Ἀνατολικὴ κι ἡ Δυτική, σὰν μία ἔκλεκτη νύφη, σὰν σῶμα καλό, ἔχοντας οὐράνιο νυμφίο κι ἀθάνατη κεφαλὴ τὸν Θεάνθρωπο Ἴησου, τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας. Κι ἡ Ρώμη τότε δὲν ἦταν γιὰ μᾶς τὸ στόμα τοῦ Ἅδη, ἀλλὰ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Κι οἱ φράτορες, ἦταν στ’ ἀλήθεια φράτορες, δηλαδὴ ἀδελφοὶ κι ὄχι ὅπως σήμερα, ἀδελφοκτόνοι σὰν τὸν Καίν, σκεύη τοῦ Σατανᾶ, ὑπηρέτες τοῦ Ἅδη καὶ σκοτεινοὶ ἄγγελοι τοῦ ἀντίχριστου. Αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν κι ἡ ἀδερφικὴ σύμπνοια, κράτησε ὡς τὸ 800 μ.Χ., ἴσιος καὶ περισσότερο.
Τὸ διοικητικὸ σχίσμα
Τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Μιχαὴλ Γ’ (842-867) καὶ Θεοδώρας (842-856), οἱ πάπες τῆς Ρώμης κινούμενοι χωρὶς φρόνηση, ἀφόρισαν τους δικούς μας ἀνατολικοὺς κι ἔκαναν καθαιρέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριάρχων [9]. Οἱ δικοί μας ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κινούμενοι δίκαια, δὲν ἔδωσαν σημασία στοὺς κεραυνοὺς πού ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό τῆς Ρωμαϊκῆς καθέδρας. Ἐκεῖνοι, ὀνειρεύονταν τὴ μοναρχία καὶ καλοῦσαν τοὺς δικούς μας Πατριάρχες στὸ δικό τους ὑπέρτατο δικαστήριο καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε κι ἔτσι, ἤθελαν μὲ κάθε τρόπο νὰ καθυποτάξουν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τους. Οἱ Ἀνατολικοὶ ὅμως γαλουχημένοι νὰ διοικοῦνται σύμφωνα μὲ τ’ ἀρχαία ἤθη καὶ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς κανόνες, ἀρνήθηκαν μὲ μιᾶς μία τέτοιου εἴδους ὑπέρτατη ἀρχὴ κι ἐξουσία τοῦ πάπα πάνω στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ὑπάκουσαν στὶς παπικὲς διαταγές. Ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ σχίσματος τῶν δύο φίλτατων κι ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶπα ἡ ἀρχὴ τοῦ σχίσματος κι ὄχι τὸ τελειωτικὸ σχίσμα. Ἐπειδή, ὅσο γινόταν λόγος γιὰ τὰ ἔθιμα καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς διατάξεις, ὅπως ἦταν αὐτὰ πού συνέβηκαν τότε, οὔτε τὸ δόγμα τῆς πίστης διασαλευόταν, οὔτε ἀκολουθοῦσε καθόλου σκάνδαλο κι ὁριστικὸς χωρισμός. Ἀφοῦ αὖτα μποροῦσαν νὰ διορθωθοῦν μ’ εὐκολία ὡς μικρότερες κι ἐπιμέρους διαφωνίες.
Φιλιόκβε
Ἀλλὰ γιὰ δυστυχία μας, ὁ πονηρὸς κι ἀρχέκακος δαίμονας, φθόνησε τὸ καλό της εἰρήνης καὶ τῆς ὁμόνοιας. Ἔτσι, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πού ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης μισοῦσε τὴν Ἀνατολικὴ γιατί δὲν δεχόταν νὰ σηκώσει τὸ ζυγὸ τῆς τυραννίας της, νὰ πού γεννιέται ἀπὸ κείνη τὴν ἴδια, μία φοβερὴ βλασφημία μέσα στὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστης. Ποιὰ εἶναι αὐτή; Ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα "ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ". Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράφει μὲ λόγια, τὸ πόσο τάραξε τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία αὐτὴ ἡ βλασφημία, ὅταν ἔγινε γνωστή. Μία βλασφημία πού ἦταν ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της, νὰ διασπάσει καὶ ν’ ἀπομακρύνει τὶς δύο ἐκκλησίες, ὅσο ἀπέχουν ἡ ἄνατολη μὲ τὴ δύση. Καὶ τώρα πλέον, δὲν γινόταν λόγος γιὰ τὶς χειροτονίες καὶ τὶς προτιμήσεις τῶν θρόνων, ἀλλὰ γι’ αὖτά τα καίρια ζητήματα τῆς ὀρθόδοξης Πίστης. Οἱ δικοί μας Πατέρες τὴν ἀποκήρυξαν καὶ τὴ στηλίτευσαν ἀμέσως τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τῶν παλιῶν θεοφόρων ἀνδρῶν. Τὴν καταδίκασαν ἐπειδὴ καθαίρει κι ἀνατρέπει ὅλη τὴν θεολογία, τὴν ὁποία αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μόνος ἱκανὸς ἑρμηνευτὴς καὶ δάσκαλος τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπερθέου καὶ Ἁγίας Τριάδας μᾶς παρέδωσε στὸ ἅγιό Του Εὐαγγέλιο, λέγοντας ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα "ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται".
Ἡ ὄγδοη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
Γιὰ
νὰ μὴν ἀπαριθμήσω πολλὲς λεπτομέρειες λίγα χρόνια μετὰ ἀφοῦ ἄρχισε νὰ
διαδίδεται αὐτὴ ἡ αἵρεση, λόγω κάποιων ἐκκλησιαστικῶν ταραχῶν, ὁ
Βασίλειος ὁ Μακεδὼν συγκάλεσε Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (879) [10], στὴν ὁποία
ἦταν καὶ τοποτηρητὲς τοῦ Πάπα Ἰωάννη Ἡ’ (872-882). Τότε πρόσταζε ὁ ἴδιος
ὁ αὔτοκρατορας νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ βεβαιωθεῖ ὁ ὅρος, δηλαδὴ τὸ ἅγιο
Σύμβολο τῆς Πίστης. Μάλιστα τὰ πρακτικὰ ἐκείνης τῆς Συνόδου στὴν ἕκτη
συνέλευση, λένε κατὰ λέξη τὰ ἑξῆς:
Οἱ
ἁγιότατοι τοποτηρητὲς τῆς πρεσβύτερης Ρώμης, εἶπαν, ὅπως διέταξε ὁ
μέγας ἐκ Θεοῦ βασιλιάς μας, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, νὰ μὴν ἀνακαινιστεῖ
ἄλλος ὅρος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀρχαῖος κι ἐπικρατῶν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη
φανερά, νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ. Καὶ διαβάστηκε ὥστε ὅλοι ν’
ἀκούσουν τὸ ἅγιο Σύμβολο, δηλαδὴ τὸ "Πιστεύω σὲ ἕνα Θεὸ …" καὶ τὰ λοιπὰ
μέχρι τέλους, χωρὶς καμιὰ προσθήκη ἡ ἀφαίρεση, ἤ τὴν παραμικρὴ μεταβολή,
ἀλλὰ ἀπαράλλακτο, ὅπως τὸ διαβάζουμε κι ἐμεῖς σήμερα. ΄Ἔπειτα συνεχίζει
νὰ λέει ρητὰ καὶ τὰ ἑξῆς: Μετὰ τὴν ἀνάγνωση, οἱ παρόντες συγκεντρωμένοι
φώναξαν: "Ὅλοι αὐτὸ φρονοῦμε, αὐτὸ πιστεύουμε, μ’ αὐτὴ τὴν ὁμολογία
βαπτιστήκαμε κι ἀξιωθήκαμε τὸν ἱερατικὸ βαθμό. Κι αὐτοὺς πού φρονοῦν
διαφορετικὰ ἀπ’ αὐτά, τοὺς θεωροῦμε ἐχθρούς του Θεοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας.
Κι ἂν κάποιος, σ’ αὖτό το ἱερὸ Σύμβολο, τολμήσει νὰ γράψει κάτι ἄλλο ἤ
νὰ προσθέσει ἤ ν’ ἀφαιρέσει ἤ καὶ νὰ δημιουργήσει ἄλλον ὄρο
ἀποθρασυνόμενος, νὰ εἶναι κατακριτέος κι ἀπόβλητος ἀπὸ κάθε χριστιανικὴ
ὁμολογία. Γιατί τὸ ν’ ἀφαιρεθεῖ ἡ νὰ προστεθεῖ κάτι, κάνει ἀνενεργὸ τὴν
μέχρι σήμερα ὁμολογία τῆς Ἅγιας καὶ ὁμοούσιας Τριάδας καὶ καταφέρεται
ἐνάντια στὴν Ἄποστολικη παράδοση καὶ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἂν λοιπὸν
κάποιος τολμήσει νὰ φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο παραφροσύνης, ὅπως λέχθηκε
παραπάνω, καὶ παρουσιάσει ἄλλο σύμβολο κι ὀνομάσει ἄλλο ὄρο ἡ κάνει
προσθήκη ἡ ἄφαιρεση σ’ αὐτό πού παραδόθηκε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν Ἅγια κι
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, τὴν πρώτη μεγάλη σύνοδο, νὰ εἶναι ἀφορισμένος".
Εἴπαμε παραπάνω, πώς στὴ Δυτικὴ ἐκκλησία γεννήθηκε αὐτὴ ἡ βλασφημία καὶ
στὴν παροῦσα σύνοδο οἱ τοποτηρητὲς τοῦ Πάπα ἀποφασίζουν πρῶτοι, νὰ
μείνει ἀμετακίνητο κι ἀπαρασάλευτό το ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστης καὶ μαζὶ
μ’ ὅλους τους Πατέρες ἐκείνης τῆς Συνόδου, πού ἦταν τριακόσιοι ὀγδόντα
πέντε, ἀναθεμάτισαν ὅποιον ἔπροκειτο νὰ προσθέσει ἤ ν’ ἀφαιρέσει ἡ νὰ
κάνει κάποια ἄλλη ἀλλαγὴ σ’ αὖτό το κοινὸ Σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Φράγκικη αἵρεση
Τώρα
λοιπόν, ἕπεται νὰ γεννηθεῖ σὲ κάποιον ἡ ἀπορία καὶ νὰ πεῖ πώς ἦταν
δυνατὸν κατὰ τὴν στιγμὴ πού ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔκανε αὐτὴ τὴν προσθήκη,
πώς ἦταν λέω δυνατόν, οἱ δικοί της τοποτηρητές, ν’ ἀναθεματίζουν τὴ δική
τους Ἐκκλησία μέσα σὲ κείνη τὴ Σύνοδο; Κι ἀλήθεια ἔχει νόημα αὐτή ἡ
ἀπορία. Ὅμως, ἄς ξέρει αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς πού ἀπορεῖ, ὅτι ὅπως γράφουν οἱ
παλιοὶ ἱστορικοί, αὐτὴ ἡ ἐπάρατη προσθήκη, πρωτοέγινε στὴ Φράντζα,
ἀμέσως μετὰ τὴν ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (787).[11] Καὶ μετὰ ἀπὸ μερικὰ
χρόνια, συνέβη νὰ ἐπιστρέφει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ γένος τῶν
Βουλγάρων (τὸ 864), στὶς μέρες τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ καὶ τοῦ ἁγιότατου
Πατριάρχη Φωτίου. Βαπτίστηκαν οἱ Βούλγαροι καὶ βαπτίστηκε πρῶτα ὁ δικός
τους βασιλιὰ πού ὀνομαζόταν Βόγορης (852-889) μὲ τὸ ὄνομα τοῦ
αὔτοκρατορα Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἔγινε κι ἀνάδοχός του. Ὁ τότε Πάπας
Νικόλαος Α’ (858-867) ὅταν ἔμαθε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Βουλγάρων, θέλησε νὰ
οἰκειοποιηθεῖ τὴ Βουλγαρία. Γι’ αὐτὸ ἔστειλε ἔπισκοπους ἀπὸ τὴ Ρώμη,
γιὰ νὰ διδάξουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς ὑποτάξουν στὸν Πάπα.
Ἐκεῖνοι λοιπὸν οἱ ψευδοεπίσκοποι, ἔτυχε νὰ εἶναι σκεύη τοῦ Σατανᾶ.
Ὑποστήριζαν τὴν αἵρεση πού γεννήθηκε στὴ Φράντζα. Γὶ αὐτὸ καὶ πρώτη φορὰ
οἱ πρόδρομοι τοῦ ἀντίχριστου κήρυξαν ἔκεῖ στὴ Βουλγαρία αὕτη τὴν
ἀσέβεια. Ἡ ἀσέβεια δὲν διδασκόταν μέσα στὴ Ρώμη κι οἱ Πάπες τῆς Ρώμης
τὴν πολεμοῦσαν ἔντονα. Ὅπως διαβάζουμε στὴν ἱστορία κι ὅπως μαρτυρεῖ κι ἡ
ἐπιστολὴ τοῦ προαναφερόμενου Πάπα Ἰωάννη, γράφει πρὸς τὸν Φώτιο καὶ τὸν
πληροφορεῖ, "πῶς ὄχι μόνο δὲν ὁμολογεῖ καὶ δὲν δέχεται, αὐτὴ τὴν
βλασφημία, ἀλλὰ μάλιστα συγκαταλέγει μαζὶ μὲ τὸν προδότη Ἰούδα ἐκείνους
πού τόλμησαν νὰ τὴν ὁμολογήσουν γιὰ πρώτη φορά". Λοιπὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
τῆς ἁγίας Συνόδου, ἡ ὅποια δίκαια ὀνομάζεται ὄγδοη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,
αὐτὴ ἡ βλασφημία δὲν ἦταν ριζωμένη μέσα στὴ Ρώμη. Καὶ γι’ αὐτὸ ὡς
εὐσεβεῖς πού ἦταν οἱ τοποτηρητὲς τοῦ Πάπα, ἄναθεματιζαν ἐκείνους πού
τολμοῦσαν νὰ διασαλέψουν τὸ ἅγιο Σύμβολο.
Ἃς
μὴ σκεφτεῖ ὅμως ὁ φιλαναγνώστης ὅτι πρώτη αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἐκφώνησε αὐτὲς
τὶς φοβερὲς κατάρες. Ὄχι βέβαια. Ἡ ἁγία τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πού
ἔγινε στὴν Ἐφεσο ἔκανε τὴν ἀρχή. Αὐτὴ πρώτη ἀποφάσισε, ὅτι τὸ Σύμβολο
πού μᾶς παρέδωσαν οἱ θεῖοι Πατέρες τῆς πρώτης Συνόδου εἶναι τέλειο κι
ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἕξης, λέει, νὰ μὴν τολμήσει κανεὶς νὰ προσθέσει ἤ ν’
ἄφαιρεσεί το παραμικρό. Κι ὅποιος τολμήσει, νὰ εἶναι ὑπὸ ἄναθεμα. Τὰ ἴδια ἀποφάσισε κι ἡ τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ μ’ ἀκόμα περισσότερη
σφοδρότητα. Ὅμοια καὶ ἡ πέμπτη κι ἡ ἕκτη κι ἡ ἕβδομη Οἰκουμενική.
Πάντα ἡ ἑπόμενη, ἐπιβεβαίωνε τὴν πρώτη κι ἔπαιρνε πάντοτε ἐκεῖνες τὶς
φοβερὲς ἀποφάσεις τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀθετήσει κανείς, παρὰ
μόνο ὅποιος ἀποφασίσει νὰ εἶναι ἀσεβῆς. Ἀκολουθώντας λοιπὸν τὰ
παράδειγμα ἐκείνων τῶν ἅγιων Οἰκουμενικῶν Συνόδων κι ἡ ὄγδοη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος πού εἴπαμε, μὲ τὴν ἴδια ἐκείνη ἐξουσία τοῦ Πανάγιου Πνεύματος
πού ἀποφάσιζαν κι ἐκεῖνες, ἀποφάσισε κι αὐτὴ μὲ μεγάλη σαφήνεια καὶ
καθαρότητα καὶ σφοδρὺτητα, ἐκεῖνα πού εἴπαμε ἤδη πολλὲς φορές.
΄Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι περιττά, οὔτε ἄσχετα μὲ τὴν ὑπόθεσή μας, ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἀλλὰ εἶναι κι ἀναγκαῖα κι ἀπαραίτητα. Πρώτον, γιατί δὲν εἶναι γνωστὰ σ’ ὅλους κι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ καταλάβει ὁ καθένας, γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε ἐκείνη ἡ σύνοδος στὴ Φερράρα, στὴν ὅποια ὁ θεῖος Μάρκος στάθηκε ὁ μόνος ὑπέρμαχος της ἀλήθειας. Δεύτερον, γιατί δὲν ἦταν μικρὴ οὔτε εὐκαταφρόνητη ὑπόθεση ἐκείνη γιὰ τὴν ὅποια ἀγωνιζόταν, ἀλλὰ ὅπως βλέπει ὁ καθένας, ἦταν τέτοιου εἴδους καὶ τόσο σπουδαία, πού ἐξαρχῆς τάραξε καὶ σύγχυσε πολὺ τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ κι ἡ παραμικρὴ τόλμη προσθήκης στὸ ἅγιο Σύμβολο, κρινόταν κι ἀποφασιζόταν ἀπὸ κοινοῦ ἀπ’ ὅλες τὶς Συνόδους κι ἀπ’ ὅλους τους ἐπιμέρους Πατέρες καὶ Θεολόγους, ὡς ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Αἵρεση ὁ Παπισμὸς
Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ προκείμενο, ὅσο αὐτὸ τὸ κακὸ λεγόταν ἔξω ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ρώμης, δηλαδὴ σποραδικὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ, σκανδάλιζε μὲν τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ τοὺς τάραζε πολὺ μία τέτοια φοβερὴ βλασφημία, ὡστόσο οἱ Ἐκκλησίες ἦταν ἀκόμα ἑνωμένες, ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ τῆς Ρώμης ἦταν ὑγιὴς καὶ καθαρή. Κι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, γιὰ πολλὰ χρόνια ἔδειχνε μεγάλη φιλανθρωπία κι ἄδελφικη συμπάθεια πρὸς τὴ Δυτική. Ἀλλά, ὅπως φαίνεται, ἔπροκειτο κάποτε ἐκεῖνος ὁ θρόνος νὰ παύσει νὰ εἶναι Ἄποστολικος κι Εὐαγγελικός, ἀλλὰ νὰ γίνει στὸ τέλος καὶ σατανικὸς καὶ ἄξιος ἔσχατης ἀποστροφῆς, ἔξαιτιάς της ἑωσφορικῆς ἔπαρσης τοῦ θρονιασμένου πάνω σ’ αὐτόν, ὁ ὅποιος, μιμούμενος ἐκεῖνον τὸν πρῶτο ἀποστάτη, τὸν ἑωσφόρο εἶπε μὲ νοῦ καὶ λόγο, "θὰ θέσω τὸ θρόνο μου πάνω ἀπὸ τοὺς ἄστερες", δηλαδὴ πάνω ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς βασιλεῖς, (καὶ τὸ πλέον τολμηρό), πάνω ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο, μόνος ἐγὼ κεφαλή, μονοκράτορας τοῦ κόσμου, μόνος κλειδοῦχος, μόνος πατέρας καὶ κριτὴς ὅλης της οἰκουμένης, ἀναμάρτητος κι ἀλάνθαστος΄ [12]. Ἔπροκειτο αὐτὸς ὁ νέος ἑωσφόρος, νὰ παραδοθεῖ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, "σ’ ἀδόκιμο νοῦ" καὶ νὰ πάθει κι αὐτὸς ἐλεεινὴ καὶ βαρύγδουπη πτώση, κηρύττοντας καὶ διδάσκοντας αὐτὰ πού δὲν ἔπρεπε. Δηλαδὴ τί ἐννοῶ; ΄Ὅτι οἱ Πάπες υἱοθέτησαν αὕτη τὴ μιαρότατη κι ὄχι τὴν ἅγια πίστη. ΄Ἄρχισαν δηλαδὴ καὶ μέσα στὴν καθέδρα τῆς Ρώμης νὰ λένε εὔθαρσως στὶς Ἐκκλησίες τὴν ὀλέθρια αὐτὴ προσθήκη στὸ Σύμβολο. Καὶ τὴν υἱοθέτησαν τόσο πολύ, ὥστε καὶ τὴν οἰκειοποιήθηκαν καὶ τὴν ἔκαναν δική τους. Ἐπειδὴ οἱ ἄλλοι βλασφημοῦσαν μόνο κρυφὰ καὶ διὰ στόματος. Ἔνω ὁ ἀντίχριστος Πάπας, τὴν κατέστησε στέρεο δόγμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Γιατί πρῶτος ἐκεῖνος ὁ παντολμος, περιφρονώντας τὸ Εὐαγγέλιο κι ἀθετώντας τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ μὴν ὑπολογίζοντας τίποτα ὁ μιαρότατος κι ἀπ’ ὅλες τὶς ἅγιες Συνόδους ἀναθεματισμένος, λόγω τῆς προσθήκης πού τόλμησε νὰ βάλει χέρι στὸ ἅγιο Σύμβολο καὶ νά προσθέσει ἔγγραφως, ὁ υἱὸς τῆς ἀπώλειας, ὅτι "τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ". ΄Ώ, ἄθεοτατη γνώμη καὶ τόλμη καὶ χέρι, ἔσχατη ἀφροσύνη καὶ παντελὴς ἔλλειψη νοῦ! Ὤ, νέε ΄Ἄρειε καὶ κακὲ Σαβέλλιε καὶ προδότη Ἰούδα! Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν λοιπὸν οἱ Ἀνατολικοί,ἄφου ἔδειξαν ἀτοὺς Δυτικοὺς πάνω ἀπ’ ἑκατὸ χρόνια, τόση φιλανθρωπία κι ἀδελφικὴ ἀγάπη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ διάφορες φροντίδες θὰ σβήσουν ἐκείνη τὴ φωτιὰ τῆς Δύσης; Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν λέω, ὅταν ἐκείνη ἡ λαμπρὴ φλόγα, ὄχι μόνο δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ μὲ θράσος κι ἀπὸ κοινοῦ οἱ ἴδιοι οἱ Πάπες τὴν ἄναψαν στὴ συνέχεια, γιά. νὰ πυρπολήσουν ἀπὸ κεῖ ὅλη τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν σκοτεινὴ φλογάτου Ἅδη;
Παπικὸ σχίσμα τοῦ 1009, ἐπιβεβαίωση καὶ καταδίκη του σχίσματος τοῦ 1054
Νὰ
τί ἔκαναν. Ἐκεῖνο ὁποῖο φοβόταν ὁ προαναφερόμενος Πάπας Ἰωάννης, πολλὰ
χρόνια νωρίτερα καὶ στὴν ἐπιστολὴ πού ἔγραψε πρὸς τὸν Φώτιο τὸν
παρακαλοῦσε θερμὰ νὰ μὴν τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
γι’ αὐτὴ τὴ βλασφημία. Αὐτὸ λέω πού φοβόταν ἐκεῖνος καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ικετευε, τὸ ἔκανε ὁ ἁγιότατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Σέργιος Β’
(999-1019), κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976-1025)
καὶ Κωνσταντίνου Ἡ’ (976-1028) τῶν Πορφυρογέννητων. Ἐξάλειψε τὸ (1009)
συνοδικῶς τὸ ὄνομα τοῦ ἀντίχριστου πάπα Σέργιου Δ’ (1009-1012) ἀπὸ τὰ
δίπτυχά της μεγάλης Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴν μνημονεύεται στὸ ἑξῆς μαζὶ μὲ
τοὺς Ὀρθόδοξους Πατριάρχες. Αὐτὸ ἦταν δίχως ἄλλο ἕνα σημάδι, ὅτι ἡ
Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, μὴν ἐλπίζοντας πλέον στὴ διόρθωση τῆς Δυτικῆς, τὴν
ἀπέκοψε σὰν σάπιο μέλος, μὲ τὴν ἀποβολὴ τῆς δικῆς της κεφαλῆς, δηλαδὴ
τοῦ Πάπα.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ μία Ἐκκλησία ἔγινε δύο, χωρισμένες μεταξύ τους. Κι,
ἐμεῖς μείναμε, ὅπως καὶ μένουμε μὲ τὴ θεία χάρη ὡς σήμερα στὰ ὅρια τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων μας. ἐνῶ ἐκεῖνοι ἀντίθετα ἔμειναν
στὴν πλάνη τῆς δικῆς τους αἵρεσης καὶ πρόκειται νὰ μείνουν στὸν αἰώνα
τὸν ἅπαντα.
Κανένα
ἀπὸ τὰ δύο μέρη ὅμως, δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ δοκιμάζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν
ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ πότε; ΄Ὅταν τὸ ἕνα μέρος εἶχε κάποια ἀνάγκη το
ἄλλο κι ὄχι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ [13]
Μάλιστα
οἱ δικοί μας, ἔβλεπαν τὴ σατανικὴ ἐπιμονὴ ἐκείνων πού ἔλεγαν, ὅτι: "αὐτὸ πού ἀποφασίζει ὁ Πάπας ἀπὸ τὴν καθέδρα τοῦ Πέτρου εἶναι
ἀναμάρτητο-ἀλάθητο, (ἔτσι ἄκουγαν ὅτι) εἶναι ἀδύνατον νὰ βγεῖ αὐτὴ ἡ
προσθήκη ἀπὸ τὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστης ἐπειδὴ ἡ αὐθεντία τοῦ Πάπα τὴν
εἰσήγαγε καὶ τὴ θέσπισε νὰ πιστεύεται σὰν θεῖο καὶ ἅγιο δόγμα".
Βλέποντας λοιπὸν λέω οἱ δικοί μας αὐτὴ τὴ σατανικὴ ἐμμονή, ὄχι μόνο
ἀπέβαλαν ἀπὸ τὰ δίπτυχά τό ὄνομα τοῦ Πάπα, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἀλλὰ
καὶ μὲ διάφορες Συνόδους καὶ σὲ διάφορες ἐποχὲς [14], ἀναθεμάτισαν κι
αὐτοὺς καὶ τὴν προσθήκη τους, καθὼς ὁμολογουμένως εἰσάγεται, μέσω αὐτῆς
τῆς ἐμμονῆς στὴν αἱρετικὴ ἄποψη, ἡ ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
4. Τὰ Προκαταρκτικὰ γιὰ τὴν Συνάντηση τῆς Φερράρα-Φλωρεντίας
Οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁδηγήθηκαν οἱ Ρωμαῖοι (Βυζαντινοὶ) στὴν Φερράρα-Φλωρεντία
Ἀπὸ
αὐτὴ λοιπὸν τὴ βασικὴ αἰτία, οἱ δύο Ἐκκλησίες ἀποσχίστηκαν μεταξύ τους
κι ἔτρεφαν μίσος καὶ ἄκρα ἀντιπάθεια ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη, ὡς τὶς μέρες
τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη τοῦ Παλαιολόγου (1425-1448). Αὐτὸς θέλησε νὰ
πετύχει τάχα τὴν ἕνωσή τους, μὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἀλίμονο ὅμως! Πῶς
νὰ θρηνήσω τὴν τόση ἀφροσύνη καὶ μωρία σ’ ἕνα τέτοιο ἔγχειρημα; Ἔπειτα
ἀπὸ τόσες καὶ τόσες ἀνώφελες δοκιμασίες καὶ τόσο ξεκάθαρες κι ἥλιου
φαεινότερες ἀποδείξεις τῆς ἑωσφορικῆς ἐπιμονῆς καὶ γνώμης τῶν Λατίνων,
πώς δὲν εἶχαν πληροφορηθεῖ οἱ Ἀνατολικοί, ὅτι αὖτό το ἔγχειρημα, δηλαδὴ ἡ
διόρθωση τῶν Λατίνων, εἶναι ἀκατόρθωτο; Τάχα δὲν τὸ ἤξεραν; Δὲν ἦταν
βέβαιοι γι’ αὖτο, περισσότερο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο; Ναί, βέβαια καὶ τὸ ἤξεραν
καὶ τὸ ἔλεγαν ὅλοι, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί.
Ἀλλὰ
συνέβαινε σ’ αὐτούς, ἐκεῖνο πού διαβάζουμε στὴ θεία Γραφὴ γιὰ τὸ γένος
τῶν Ἑβραίων. Γιὰ κείνους ὁ Θεὸς ἀποφάσισε, ἂν δὲν μετανοήσουν, ὅπως
κήρυτταν οἱ θεῖοι Προφῆτες, νὰ στείλει τὰ στρατεύματα τῶν Ἀσσυριῶν καὶ
τῶν Βαβυλωνίων κι ἄλλους νὰ κατασφάξουν κι ἄλλους νὰ τοὺς πάρουν
αἰχμάλωτους στὴ Βαβυλώνα, σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις. Αὐτὸ ἀποφάσισε ὁ
Θεός, διὰ στόματος τῶν ἁγίων Προφητῶν. Ἐκεῖνοι ὅμως τί ἔκαναν;
Ἀντὶ
νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ πιστέψουν στὰ λόγια τῶν Προφητῶν καὶ νὰ μετανοήσουν,
ἀφοῦ μάθαιναν καὶ βεβαιώνονταν ἀπὸ τοὺς Προφῆτες πώς νὰ ἔφτασαν ἤδη κι
ἀκούγονται τὰ χλιμιντρίσματα τῶν ἀλόγων τοὺς (τόσο καθαρά τους τὰ ἔλεγαν
οἱ Προφῆτες), ἀντὶ λοιπὸν νὰ τρομάζουν ἀπ’ αὐτὲς τὶς φοβερὲς ἀπειλὲς
καὶ νὰ προσπέσουν στὸ Θεὸ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἴκτιρμων μὲ τὴν πρέπουσα
μετάνοια καὶ συντριβή, αὐτοὶ οἱ ἀπειθεῖς κι ἀσύνετοι, ἔπρατταν ὅλο το
ἀντίθετο. Σὰ νὰ ἐνεργοῦσαν πεισματικὰ ἀντίθετά του Θεοῦ, παίρνοντας τὴν
ἀπόφαση νὰ ξεφύγουν, χωρὶς μετάνοια, τῆς θείας ὀργῆς, ἔστειλαν πρέσβεις
στὴν Αἴγυπτο καὶ ζητοῦσαν βοήθεια ἀπὸ κεΐ, ἐνάντια δηλαδὴ στὴ θεία
ἀπόφαση. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στοὺς δικούς μας κι αὐτὸ μελετοῦσαν κι αὐτοὶ
νὰ πράξουν, πραγματικὰ ἄφρονες κι ἀσύνετοι, Ἀλλὰ παρακαλῶ
φιλαναγνῶστες, νὰ μὲ ὕπομεινετε νὰ τὰ διηγηθῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, μ’ ὅσο τὸ
δυνατὸν περισσότερη συντομία.
Αὐτὸ τὸ ἔθνος τῶν Ἀγαρηνῶν πού μᾶς καταδυναστεύει σήμερα [15]. ἦταν μικρὸ στὴν ἀρχή, σὰν ἐκεῖνο τὸ μικρὸ σύννεφο βροχῆς τοῦ προφήτη Ἤλια. Καὶ κινήθηκε, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀραβίας καί. δυστυχῶς, μόνο ὁ Κύριος ξέρει, μὲ πιὸ τρόπο, ἔξαπλωθηκε σ’ ἐλάχιστα χρόνια στὴν οἰκουμένη, ἀφοῦ κατακυρίευσε σχεδὸν ὅλη τὴν Ἀσία, σπέρνοντας παντοῦ ὄλεθρο κι ἀψανισμοὺς καὶ πέρασε μ’ ἄνεση καὶ κατακτητικὴ διάθεση στὴ δική μας Εὐρώπη. Κι ὑποτάσσοντας τοὺς τόπους καὶ τὰ κάστρα τῶν Ρωμαίων, ἔστησε τὸ θρόνο του στὴν Ἄδριανουπολη (1366). Ἀπὸ κεῖ ἐποφθαλμιοῦσε καὶ τὴν ἴδια τὴν καθέδρα τῆς Κωνσταντινούπολης. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἐνοχλεῖ ἀκατάπαυστα καὶ νὰ τὴν πολιορκεῖ. Ἀλλὰ γιατί νὰ μακρηγορῶ; Πλησίασαν τὰ ὅρια τῆς ἐξουσίας του, ὡς τὰ προάστια τῆς πόλης τοῦ Βυζαντίου. Κι εἶναι φανερό, ὅτι δὲν ἀργοῦσε vά στρέψει μία μέρα τὰ νικητήρια ἅρματά του καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἀξιοθρήνητη Βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ νὰ τὴν περισφύξει μὲ τὸ ἀκαταφρόνητο δυνατὸ ξίφος του.
Σαστισμένος λοιπὸν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη ὁ βασιλιάς, περικυκλωμένος στενὰ ἀπὸ παντοῦ ἀπ’ ἀσεβεΐς, μὴν ἐλπίζοντας σὲ καμιὰ βοήθεια, παντελῶς ἔρημος ἀπὸ στρατεύματα, ἀκόμα πιὸ ἔρημος ἀπὸ χρήματα, μὲ τὰ ὅποια συγκεντρώνονται τὰ στρατεύματα, ἀποφάσισε χωρὶς φρόνηση, νὰ μιμηθεῖ τὸν προπάππο τοῦ τὸν Μιχαὴλ Παλαιολόγο (1259-1282). Ὁ προπάππος του γιὰ νὰ φυλαχτεῖ ἀπὸ δύο μεγάλους ἐχθρούς του, χρησιμοποίησε βία κατὰ τῆς Ἐκκλησίας κι ἔχυσε πολὺ χριστιανικὸ αἷμα. Προσπάθησε νὰ διαφυλᾶξει τὴν κακὴ ἕνωση [16] πού ἔκανε μὲ τοὺς Λατίνους, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ κρατήσει μακριὰ ὁ Πάπας ἐκείνους πού ἔποφθαλμιουσαν τὴ βασιλεία του. Ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ τὴ Γαλλία κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴ Σικελία. Ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν ἐπονομαζόμενο λατινόφρονα Μιχαήλ, θέλησε νὰ μιμηθεῖ κι αὐτὸς ὁ ἀσύνετος κι ἔγκαταλειποντάς το Θεὸ ὅπως παλαιὸ οἱ Ἑβραῖοι, πρόστρεξε γιὰ βοήθεια στὸν Πάπα ἔγκαταλειποντας τὴν Ἐκκλησία.
Οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Πάπας συγκάλεσε Σύνοδο στὴ Φερράρα-Φλωρεντία
Ἦταν
τότε ὁ Εὐγένιος Πάπας Θ΄(1431-1447) τελευταῖος μετὰ ἀπὸ τοὺς τρεῖς
πάπες πού συγχρόνως, γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ σὲ διάφορα μέρη,
παρουσιάζονταν κι οἱ τρεῖς ὡς νόμιμοι κι ἐν ἔνεργεια πάπες, χωρὶς νὰ
παραχωρεῖ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ παπικὸ ἀξίωμα καὶ τὸν δῆθεν θρόνο τοῦ
Πέτρου. Νὰ λοιπὸν σαφὴς κι ἀναμφισβήτητη αἰτία πού ἔσπρωξε ἐκεῖνο τὸν
ἄσυνετο βασιλιὰ σὲ κεῖνο τὸ βάραθρο. Ἔστειλε λοιπὸν μὲ δικούς του
πρέσβεις σὲ κεῖνον τὸν Πάπα, ὅτι ἂν θελήσει νὰ συγκροτήσει στὴν Ἰταλία
Δυτικὴ σύνοδο, ὑπόσχεται νὰ πάει κι αὐτὸς ἐκεῖ προσωπικά, μὲ τὴν
Ἀνατολικὴ σύνοδο, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Πάπας,
ὄχι μόνο ἔδωσε προσοχή, ἀλλὰ μάλιστα νόμισε πώς ὁ οὐρανὸς τοῦ ἔστειλε
ἐκείνη τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ δυναμώσει ἀπὸ τὴν ἀδυναμία πού βρισκόταν κι
ἐκεῖνος, ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο το βασιλιὰ Ἰωάννη. Ποιὰ ἦταν ἡ
ἀδυναμία τοῦ Πάπα; Εἶχε συσταθεῖ μεγάλη σύνοδος ἀπὸ ἕπτακοσιους Λατίνους
ἐπισκόπους, μὲ τὴ συνδρομὴ ὅλων των βασιλιάδων τῆς Εὐρώπης, σὲ μία πόλη
τῆς Γερμανίας, τὴ Βασιλεία (1431-1449), γιὰ νὰ περιορίσουν καὶ νὰ
διορθώσουν τὰ παράλογά της Ἰταλίας καὶ κυρίως τὰ σκάνδαλα πού τάραξαν
τὴν ἐκκλησία τῆς Δύσης ἀπὸ τοὺς προαναφερόμενους τρεῖς Πάπες. Αὐτὴ ἡ
σύνοδος, εἶχε εἰδοποιήσει τὸν πάπα Εὐγένιο νὰ μὴν κάνει τὸ θέλημά του,
ἀλλὰ νὰ πάει κι αὐτός ἐκεῖ προσωπικὰ στὴ Βασιλεία. ”Αν ὅμως δὲν πάει ὁ
ἴδιος τοῦ ζήτησαν νὰ στείλει ἔγγραφως τὴ γνώμη του, δηλαδὴ νὰ ὁμολογεῖ
πώς ἡ σύνοδος εἶναι νόμιμη καὶ κανονικὴ καὶ πώς εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ
ὅ,τι ἀποφάσιζε, ὑποτασσόμενος σ’ αὔτην σὰν νὰ ἦταν οἰκουμενικὴ (ὅπως
νόμιζαν ἐκεῖνοι στὴν πόλη τῆς Βασιλείας). Αὐτά ἔγραφαν οἱ συνοδικοί,
φοβερίζοντάς τον ἐπιπλέον, ὅτι ἂν δὲν κάνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, θὰ δοκιμάσει τὴ δίκαιη ὀργὴ τῆς συνόδου, μὲ τὴν ὁριστική του καθαίρεση.
Ὁ
Εὐγένιος, μὴ θέλοντας νὰ ὑποταχθεῖ στὴ σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία
διατύπωνε κι ἀποφάσιζε τὰ ἀντίθετα μὲ τὰ μεγαλεῖα πού φανταζόταν ὁ ἴδιος
γιὰ τὸν ἔαυτόν του, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐπειδὴ φοβόταν τὴν ὀργὴ
μίας τόσο μεγάλης καὶ φοβερῆς συνόδου μὲ τὴν ὁποία συμπαρατάσσονταν ὅλοι
οἱ βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης κι οἱ περισσόχεροι καὶ πιὸ ἔκλεκτοι ἀπὸ τοὺς
καρδινάλιους, βρέθηκε κι αὐτός, ὅπως κι ὁ δικός μας βασιλιάς,
στριμωγμένος. Γι’ αὖτο, ἔπειδη σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη καταστάση ἦταν, ὅταν
ἦρθε σ’ αὖτον ἡ πρεσβεία ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, γέμισε ἐλπίδες. Ἔστειλε λοιπόν, ὅπως φαίνεται, στὴν σύνοδο τῆς Βασιλείας τὸ γράμμα πού τοῦ ζητοῦσε, ὑποσχόμενος νὰ δεχθεῖ ὅ,τι θὰ ἀποφάσιζε ἐκείνη. Καὶ στὸ
δικό μας Βασιλιὰ καὶ τὸν Πατριάρχη, ἔστειλε ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς καὶ
πρέσβεις, ἀπαντώντας, ὅτι ἀποδέχεται μετὰ χαρᾶς νὰ κάνει μ’ αὐτοὺς
σύνοδο, στὴν ὁποία ἔπροκειτο νὰ ἐξεταστεῖ ἡ διαφορὰ περὶ πίστης καὶ νὰ
γίνει σὲ κείνη τὴ σύνοδο, ὅ,τι ἤθελε νὰ δώσει ὁ θεός. Ἔτσι, φαινόταν ὅτι
μιλοῦσαν θεάρεστα, αὐτός πού μὲ πονηρὴ διπλωματία κινοῦνταν καὶ χωρὶς
τὸ Θεό. Ζήτησε ἀκόμα ἡ σύνοδος νὰ γίνει στὴν Ἰταλία ἐκεῖ κοντά του,
ὑποσχόμενος νὰ στείλει πολλὰ πλοῖα γιὰ τὴ φύλαξη τῆς Πόλης ὥσπου νὰ
ἐπιστρέφουν πίσω οἱ συνοδικοί. Υποσχέθηκε ἄλλα πλοῖα γιὰ νὰ φέρουν στὸν
καθορισμένο τόπο, αὐτοὺς πού ἔπροκειτο νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ νὰ ἔρθουν στὴν
μέλλουσα νὰ γίνει σύνοδο.
Ἡ διπλωματικὴ δολιότητα τοῦ Πάπα καὶ ἡ Φραγκικὴ Σύνοδος τῆς Βασιλείας
Κι ἐπειδὴ ἦταν γνωστὸ πὼς εἶναι πάμφτωχοι οἱ Ρωμαῖοι (Βυζαντινοὶ) ὑποσχόταν ἀκόμα ν’ ἀναλάβει ὁ ἴδιος (πόση ἀλήθεια πλουσιοπάροχη ὑποκριτικὴ γενναιότητα!) κι ὅλα τους τὰ ἔξοδα, ὥσπου νὰ ἐπιστρέφουν στὴν Κωνσταντινούπολη, εἴτε πραγματοποιηθεῖ ἡ ἕνωση, εἴτε ὄχι. Κι ὅλο αὐτὸ φρόντισε νὰ τὸ κάνει ὁ πονηρότατος Εὐγένιος, γιὰ νὰ συγκροτήσει, αὐτὸς πλήρη σύνοδο καὶ στ’ ἀλήθεια νὰ ’χει καὶ τὴν σύνθεση οἰκουμενικῆς, ἔχοντας ἔτσι μὲ τὸ μέρος του καὶ τοὺς Ἀνατολικοὺς καί μάλιστα τὸν Αὔτοκρατορα καὶ τὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτὸ πράγματι, σὲ μία ἐποχή, πού ὄεν μποροῦσαν νὰ καυχηθοῦν οἱ προηγούμενοι αἰῶνες, ὅτι ἔγινε, οὔτε τοπικὴ οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Κι ὅλο αὐτὸ τὸ σχέδιασε λέω, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπερσκελίσει τὴν προαναφερόμενη σύνοδο τῆς Βασιλείας, πράγμα πού τὸ κατάφερε. Βλέποντας δηλαδὴ τὸν ἑαυτὸ του προστατευόμενο ὅπως ἐπιθυμοῦσε, μὲ τὴ δική του σύνοδο, ἀποκήρυξε ἀργότερα ἐκείνη τῆς Βασιλείας ὡς ἀποστατικὴ καὶ παράνομη. Ἀλλὰ κι ὅταν ἦρθε ὁ χρόνος ἐκεῖνοι στὴν Βασιλεία ὀργισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπείθειά του, τὸν καθαίρεσε καὶ προβίβασε ἄλλον ἀντὶ γι’ αὐτὸν στὸ παπικὸ ἀξίωμα, τὸν ὀνομαζόμενο Φίληκα Ἐ’(1439-1451). ΄Ὅλα αὐτά, ἄς ποῦμε μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, χρησιμεύουν στὸν φιλαναγνώστη, γιατί ἐκείνη ἡ ψευτοσύνοδος τῆς Φλωρεντίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπῆρξε παράνομη γιὰ τ’ ἄσεβή της δόγματα, εἶχε ἐπιπλέον κι αὐτὸ τὸ μειονέκτημα, ὅτι ὁ Πάπας τῆς εἶχε καθαιρεθεῖ ἀπὸ μία τόσο μεγάλη δική του σύνοδο. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ τόσο διαβόητη καὶ πολυθρύλητη σύνοδος, ἡ κακῶς καὶ παράλογα ὀνομαζόμενη ἀπὸ τοὺς Λατίνους "ὄγδοη οἰκουμενικὴ"[17], γιὰ τὴν ὁποία διηγηθήκαμε ὅλα τα παραπάνω, ἔξηγιοντας καὶ περιγράφοντας ἀπὸ τὴν ἄρχη ὅλα τα αἴτια καὶ τὰ μέσα γιὰ νὰ γίνει, ἐνῶ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνει.
Προετοιμασία γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Ἰταλίας
Ἀποφασίζει λοιπὸν ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης, νὰ πάει σ’ αὐτήν, ἐλπίζοντας μόνο στὸν Πάπα κι ὄχι στὸ Θεὸ καὶ γράφει στοὺς ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν νὰ ἔλθουν στὴ Βασιλεύουσα. Φανερώνει τὴν ἀπόφασή του καὶ στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ ζητᾶ κι ἀπ’ αὐτοὺς νὰ διορίσουν τοὺς τοποτηρητὲς τοὺς γι’ αὕτη τὴν σύνοδο. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴ βασιλικὴ διαταγὴ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ διορίστηκαν κι οἱ τοποτηρητὲς τῶν ἄλλων. Κι ὁ ἱερὸς Μάρκος πού ἦταν ἀκόμα ἱερομόναχος, ἐκλέγεται πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ἀλεξάνδρειας, δεύτερη ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων κι μετὰ ἀφοῦ ἔγινε ἀρχιερέας Ἐφέσου, διορίζεται κι ἀπὸ τὸν Ἀντιόχειας. Κι ἦταν τόσο ὄνομαστος καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ τὴ σοφία του, ὅπως εἴπαμε καὶ πρίν, ὥστε ἂν κι ἦταν μακριά, σ’ αὐτὸν ἀπέβλεψαν κι οἱ τρεῖς Πατριάρχες, διορίζοντας τὸν χωριστὰ ὁ καθένας ἀπὸ τὸ θρόνο του.
Ἱστορικὰ χαρακτηριστικά των Οἰκουμενικῶν Συνόδων
Δὲν
θὰ φανεῖ ἴσως ἄσχετη μὲ τὴν ὑπόθεσή μας νὰ κάνουμε ἐδῶ μιὰ μικρὴ
παρέμβαση, ἕνα συλλογισμὸ πάνω στὸ ἐγχείρημα τοῦ βασιλιά. Ν’ ἀναφέρουμε
ὑστέρα κι ἐκεῖνα τὰ ἴδια λόγια ποὺ εἶπε στὴν ἄρχη αὐτῆς τῆς ἀπόφασης γιὰ
τὴν μέλλουσα σύνοδο ὁ Πατριάρχης, νάτ’ ἀναφέρουμε καὶ μία καὶ δύο καὶ
πολλὲς φορές. Κι ὁ συλλογισμὸς εἶναι ὁ ἕξης:
Ά)
Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους πού γίνονταν κατὰ καιροὺς ἐναντίον τῶν
αἱρετικῶν, οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ἦταν οἱ περισσότεροι ἡ πιὸ ἁπλά το σύνολο,
ἐνῶ οἱ αἱρετικοὶ ἦταν λίγοι κι ἡ Σύνοδος γινόταν στὶς περιοχὲς τῶν
Ὀρθοδόξων.
Β)
Ὅταν γινόταν Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἦταν λίγος ὁ καιρός, δέκα, εἴκοσι ἥ το
πολὺ τριάντα χρόνια ἀπὸ τότε πού ἄνεκυπτε κάποια αἵρεση στὴν Ἐκκλησία.
Γ)
Οἱ βασιλεῖς ἦταν μὲ τὸ μέρος τῶν Ὀρθοδόξων καὶ δὲν ἄφηναν τοὺς
αἱρετικοὺς ν’ αὐθαδιάζουν ἐναντιόν των ἀποφάσεων τῶν ἱερῶν Συνόδων, ἀλλὰ
ἐπιβεβαίωναν κι ἐπισφράγιζαν τὶς ἀποφάσεις καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Συνόδων
καὶ τιμωροῦσαν καὶ μάλιστα μὲ βασιλικὴ ἐξουσία, τοὺς ἐνάντιους στὴν ὀρθὴ
πίστη.
Δ)
Αὐτοὶ πού μαζεύονταν στὶς Συνόδους τότε, τρέφονταν εἴτε ἀπὸ τὸ βασιλικὸ
ταμεῖο, εἴτε ξόδευαν ἀπὸ τὰ δικά τους. Δὲν τοὺς ἔκαναν οἱ ἴδιοι οἱ
αἱρετικοί τα ἔξοδα. Γι’ αὐτὸ κι ἔξαιτιάς του πλήθους τῶν Ὀρθοδόξων, τοῦ
μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ἀπὸ τότε πού ἐμφανιζόταν ἡ αἵρεση καὶ λόγω
τῆς βασιλικῆς δύναμης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου στὶς συζητήσεις,
κρίνοντας κι ἄναλυοντάς τα σχετικὰ θέματα μὲ ἰὴν ὑπόθεση, ἔβγαζαν καὶ
συμπέρασμα ὅπως ἔπρεπε, ἄνακηρυσσαν τὴν ἀποστολικὴ εὐσέβεια καὶ
κατέκριναν κι ἀναθεμάτιζαν τὴν αἵρεση πού εἶχε προκόψει. Κι ἔτσι ἡ
Ἐκκλησία διορθωνόταν κι εἰρήνευε.
Ἱστορικὲς προυποθέσεις Συνόδου-Φερράρας
Ἃς στοχαστοῦμε τώρα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν παροῦσα σύνοδο. Σ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο συνέβαιναν ὅλα τ’ ἀντίθετα:
Ά)
Θὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὸ χρόνο. Τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν ἦταν τόσο πολύχρονο,
ὥστε εἶχαν περάσει σχεδὸν 500 χρόνια, ἴσως καὶ περισσότερο, ἀπὸ τότε πού
ἀποσχίστηκαν οἱ δύο Ἐκκλησίες.
Β)
Οἱ Λατίνοι, πού ἦταν οἱ κρινόμενοι, ἀφοῦ μὲ τὴν καινοτομία τοὺς ἔκαναν
τὸ τόσο φοβερὸ σχίσμα, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τόσα ἀναρίθμητα ἔθνη, ὥστε ἂν
ἤθελαν, μποροῦσαν νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ χίλιοι ἐπίσκοποι. Ἔνω οἱ δικοί
μας ἀρχιερεῖς, μόλις ἔφταναν τοὺς εἴκοσι καὶ μαζὶ μὲ τοὺς κληρικούς,
τοὺς ἱερομόναχους καὶ τοὺς ἡγούμενους, ἴσως ἔφταναν καὶ τοὺς πενήντα.
Γ)
Ἡ Σύνοδος ἔγινε στὸ δικό τους χῶρο, στὴν καρδιὰ τῆς Ἰταλίας, δηλαδὴ
στὴν ἕδρα τοῦ παπισμοῦ, ὅπου κι οἱ πέτρες ἀκόμα ἦταν ἐχθροί.
Δ) Ὁ δικός μας Βασιλιὰς δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ἐξουσία, παρὰ μόνο πάνω στοὺς δικούς του.
Ε)
Ἡ ζωὴ ὄχι μόνο των ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ ἴδιου του
Βασιλιά, κρεμόταν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Πάπα, τὸν ὁποῖον πήγαιναν (ὅπως
νόμιζαν) νὰ διορθώσουν.
Ἡ ἀρχικὴ τοποθέτηση τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ
Ἀκοῦστε τώρα τί ἔλεγε ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ στὴ ἀρχὴ ποὺ σχεδιαζόταν αὐτὴ ἡ σύνοδος
Λένε
ὅτι θὰ γίνει σύνοδος στὴν Ἰταλία κι ὅταν πᾶνε ἐκεῖ οἱ δικοί μας κι ὅσο
παραμένουν στὴ σύνοδο ἐκεῖ, θὰ ἔχουν καλυμμένα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ καὶ
τῆς τροφῆς τους ἀπὸ κείνους. ”Αν λοιπὸν πᾶνε ἐκεῖ ἔτσι κι ἀποδεχτοῦν
καὶ τὴν ἡμερήσια τροφὴ ἀπὸ κείνους, θὰ γίνουν δοῦλοι καὶ μισθωτοὶ οἱ
δικοί μας κι ἐκεῖνοι ἐξουσιαστές. Κι ὅπως κάθε δοῦλος ὀφείλει νὰ
ὑπακούει τὸ θέλημα τοῦ ἐξουσιαστή του καὶ κάθε μισθωτὸς νὰ κάνει τὴν
ἐργασία αὔτου πού τὸν μισθώνει, ἔτσι κι αὖτος πού μισθώνει κάποιον, τοῦ
παρέχει τὸ μισθό, γιὰ νὰ κάνει ὁ μισθωμένος δ,τι τὸν διατάξει αὖτος πού
τὸν μισθώνει. Διαφορετικὰ δὲν θὰ τοῦ παρεῖχε αὐτὸν τὸ μισθό. Ἂν λοιπὸν
ἐκεῖνοι δὲν τοὺς παρέχουν τὴν τροφή, τί θὰ κάνουν οἱ δικοί μας; Κι ἂν
δὲν θελήσουν νὰ στείλουν πίσω τους δικούς μας μὲ τὰ δικά τους ἔξοδα καὶ
ναῦλα, ἄραγε τί θὰ μπορέσουν αὖτοι νὰ κάνουν; Σὲ τί λοιπὸν συμφέρει
αὐτοὺς τοὺς λίγους τους φτωχοὺς νὰ ξενιτευθοῦν νὰ πᾶνε στοὺς πολλούς,
τοὺς πλούσιους, στοὺς περήφανους, στὸν τόπο τους καὶ κεῖ νὰ ὑποδουλωθοῦν
σ’ αὐτούς; Τάχα γιὰ νὰ συζητοῦν καὶ νὰ τοὺς διδάσκουν γιὰ τὴν πίστη καὶ
τὴν εὔσεβεια; Δὲν εἶναι καλὸ αὐτό, δὲν εἶναι καλό, ὅπως νομίζω ἐγώ.
Γιατί δὲν μᾶς συμφέρει καθόλου΄.
Ἔνω
λοιπὸν ὁ Πατριάρχης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, διατύπωνε τέτοια σοφὴ κι
ἀξιοθαύμαστη ἀποφη γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔπειτα, παραδόξως, ἄλλαξε γνώμη κι
ἔγινε τόσο πρόθυμος νὰ δεχτεῖ τὴ γνώμη τοῦ βασιλιὰ (ὅπως θὰ δοῦμε μετά),
κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι σιωπώντας τὸν ἀκολούθησαν. Δὲν εἶναι φανερὸ
λοιπόν, πώς ὁ Θεὸς τοὺς ἔγκατελειψε καὶ στ’ ἀλήθεια, κατὰ τὸ γραμμένο στὸ βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, τοὺς κυρίεψε πνεῦμα πλάνης, ὥστε νὰ φτάσουν σὲ
τόση μωρία, πού ξεκίνησαν ἀλήθεια ἐπίτηδες, νὰ πᾶνε νὰ προδώσουν τὴν
πίστη τους; Ναί, βέβαια, ἔτσι εἶναι, κι αὐτὸ εἶναι καὶ δικός μου
στοχασμός.
Ἄποψη Ἱερομνήμονα γιὰ Φερράρα-Φλωρεντία
Κ αὐτό
το ἐξηγεῖ καὶ τὸ βεβαιώνει ἀκόμα περισσότερο κι ὄπροαναφερομενος
δάσκαλος, ὁ Ἱερομνήμων, στὸν δικό του διάλογο, λέγοντας αὐτολεξεί:
Ὁ
ἄρχηγός του ἔθνους μᾶς (δηλαδὴ ὁ βασιλιὰς Ἰωάννης), κι οἱ προστάτες τῆς
καθ’ ἠμᾶς Ἐκκλησίας, δὲν εἶδαν τὴν προσωπική τους ἀδυναμία, οὔτε
ἀντιλαμβάνονταν σὲ πόση ἔσχατη δυστυχία κατάντησαν, οὔτε ὅτι στεροῦνταν ὅλων γενικά των τόπων, τῶν πόλεων, τῶν λαῶν καὶ τῶν νησιῶν Ἀνατολῆς καὶ
Δύσης. Κι ἀκόμα ὅτι εἶχαν ἔλλειψη ἀπὸ χρήματα, κτήματα, στρατεύματα σὲ
στεριὰ καὶ θάλασσα, ἔλλειψη δύναμης, πλούτου, αἴγλης, γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ
τῶν ἴδιων των σωμάτων τους. Κι ὅλὰ αὐτὰ λόγω ἴσως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀπὸ
τὶς ὅποιες ἦταν δυνατὸν σὲ μᾶς, ν’ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ
Θεοῦ. Ἔτσι γιὰ ὅλα αὐτὰ ν’ ἀφεθοῦμε στὸ Θεό, νὰ ζητᾶμε πρῶτα τὴν
συγχώρεση τῶν πταισμάτων μὲ τοὺς ἅρμοδιους τρόπους, ἔπειτα τὴν διόρθωση
τῶν οἰκείων πολιτικῶν πραγμάτων κι ὕστερα τὴν λύση τῶν ξένων. Αὐτοὶ
ὅμως, φουσκωμένοι ἀπ’ ἄλαζονεια καὶ συλλογιζόμενοι ὅτι μποροῦσαν νὰ
κάνουν πράγματα πού ὕπερεβαιναν τὶς δυνάμεις τους καὶ κομπάζοντας γιὰ τὸ
ὅτι μποροῦσαν νὰ ἐπιτύχουν περισσότερα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τους
ἁγίους ἥ τους ἀγγέλους ἡ τὴν ἴδια τὴν θεία δύναμη, σκέφτηκαν ν’
ἀποπλεύσουν γιὰ τὴν Ἰταλία, πιστεύοντας πώς θὰ διορθώσουν τὴν πίστη
ἐκείνων, μεταφερόμενοι ἐκεῖ. Ποιοί; Αὐτοὶ πού δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ
κατασκευάσουν οὔτε δίσελμο πλοῖο. Φέρνοντας ποιοὺς θεολόγους; Ἀλλὰ
σπλαχνίσου μὲ Κύριε καὶ μὴ μ’ ὁδηγήσεις νὰ διηγηθῶ μὲ λεπτομέρια. Ποιὲς ἀρετές τους; Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἐφέσου, πού ἦταν στολισμένος καὶ μ’
ἅγιο βίο καὶ μὲ σοφία λόγου καὶ μερικῶν ἄλλων πολὺ ὀλιγάριθμων, ὅλοι οἱ
ἄλλοι πού ἀσκοῦσαν δῆθεν σεμνὸ βίο, ὅμως ἄφρονες, ἦταν ἄκαταλληλοι γι’
αὐτὰ καὶ δὲν εἶχαν καμιὰ πείρα.
Ἀλλαγὴ γνώμης τοῦ Πατριάρχη
Μᾶς
περιέγραφε ἰκανοποητικά μὲ αὐτὰ ὁ συνετὸς δάσκαλος, τὴν ἔσχατη ἀφροσύνη
ἐκείνου τοῦ ἐγχειρήματος. Γιατί ἐνῶ ἔλεγε πρὶν ἐκεῖνα τὰ καλὰ λόγια ὁ
Πατριάρχης Ἰωσήφ, μόλις ὁ βασιλιὰς κι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα
συνομίλησαν μ’ αὐτόν, κατ’ ἰδίαν καὶ μυστικὰ καὶ ἰσχυρίστηκαν ὅτι θὰ
λάβει ὅλα ἐκεῖνα πού μποροῦν νὰ εὐχαριστήσουν μία φιλόδοξη ψυχή, ξαφνικὰ
μεταβαλλόμενος κι ὁ ἴδιος, ἄρχισε νὰ ἔτοιμαξεται. Κι ὅσους δὲν ἤθελαν
νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, τοὺς παρακινοῦσε ἔντονα καὶ τοὺς ἄναγκαζε μὲ κάθε
τρόπο κι ἔλεγε ἐκ τῶν ὑστέρων τ’ ἀντίθετα μὲ τὰ προηγούμενα λόγια του,
σὲ κείνους πού σκέφτονταν σωστὰ καὶ θεωροῦσαν τὴ συνέλευση καὶ τὴ
συζήτηση μὲ τοὺς Λατίνους δεινὴ κι ἀσύμφορη.
Ἔγω,
τοὺς ἔλεγε, ἔχω πολὺ ἐμπιστοσύνη καὶ πληροφόρηση κι ἀπ’ ἐπιστολὲς κι
ἀπὸ λόγια ἐκείνων πού ἔρχονται ἀπὸ κεΐ, ὅτι ἂν ἐμεῖς πᾶμε ἐκεῖ μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ μᾶς ὑποδεχτοῦν ὅλους μὲ μεγάλες τιμὲς κι ἄγαπη καὶ
θὰ μᾶς ὑπηρετήσουν στὸ ἔπακρο. Καὶ θὰ ἔχουμε κάθε ἄδεια κι ἐλευθερία
λόγου, μὲ τὴν ὅποια ἂν θέλουμε, θὰ ἀποδείξουμε τὴν πίστη μας μὲ τὴν
καθαρότατη καὶ λαμπρότατη χάρη τοῦ Χρίστου. Κι ὅσον ἀφορᾶ τὰ σχετικὰ μὲ
τὴ διαφωνία στὸ δόγμα, οἱ δικοί μας θὰ γίνουν δάσκαλοι, ἐκείνων κι αὐτοὶ
θ’ ἀποδεχτοῦν τὴ δική μας γνώμη κι ἔτσι θὰ ἑνωθοῦμε καὶ θὰ ἐπιστρέφουμε
νικητὲς καὶ τροπαιοῦχοι
Ἃς ἀντιπαραβάλλει τώρα ὁ καθένας αὐτὰ τὰ δεύτερα λόγια τοῦ Πατριάρχη, μὲ
κεῖνα πού ἔλεγε πρωτύτερα, γιὰ νὰ δεῖ φανερὰ ὅπως εἶπα, τὸν ἔσχατο
παραλογισμὸ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, στὸν ὁποῖο τους γκρέμισαν οἱ ἀνθρώπινοι
σκοποί. Ὅλη αὐτὴ ἡ διήγηση κι οἱ συλλογισμοὶ πού κάναμε ἐδῶ θὰ δείξει
ἔπειτα τὴν ὑπερθαύμαστη ἀρετὴ τοῦ θείου Μάρκου καὶ τὴν εὐστάθειά του
στὴν ἀλήθεια.
5. Στὴν Ἰταλία
Ὁ πρῶτος ἀσπασμὸς
Ὁ
βασιλιάς, λοιπόν, λόγω τῶν μάταιων ἐλπίδων πού ἔτρεφε στὴν ἀσυλλόγιστη
ψυχή του, φρόντιζε νὰ φτάσει σὰν διψασμένο ἐλάφι στὴ θολὴ πηγὴ τῆς
Ἰταλίας. Ἀναχώρησε λοιπὸν μὲ τὴν Ἀνατολικὴ σύνοδο, παίρνοντας μαζὶ καὶ
τὸν ἱερὸ Μάρκο, πού ἀκολούθησε χωρὶς τὴν θέλησή του, ὅπως θὰ τὸ
ἀκούσουμε ὕστερα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Γιὰ νὰ παραλείψω τὰ ἐνδιάμεσά του
ταξιδιοῦ, ἔφτασε στὴ Βενετία [8. 2.1438], Ἀπὸ κεῖ πέρασε στὴ Φερράρα,
[4.3. ] πόλη τῆς Ἰταλίας, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Πάπας καὶ στὴν ὅποια
ἔπροκειτο νὰ συγκροτηθεῖ κι ἡ Σύνοδος. Ὁ βασιλιὰς ὅταν ἔμαθε πώς ἔφτασε
κι ὁ Πατριάρχης τοῦ στέλνει ἀμέσως τὴν ἑξῆς εἴδηση μέσα στὸ πλοῖο πού
βρισκόταν:
"Μάθε
(τοῦ λέει), παναγιώτατε δέσποτα, ὅτι ὁ Πάπας ζητᾶ ἀπαραιτήτως νὰ τοῦ
φιλήσεις τὰ πόδια καὶ σὺ κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι καὶ κοίτα νὰ δεῖς τί θὰ
κάνεις. Ἔγω ἔχω τρεῖς μέρες πού ἀγωνίζομαι ὑπέρ σου, γιὰ νὰ μὴ γίνει
αὐτὸ καὶ νὰ πού πληροφορῶ τὴ μεγάλη σου ἄγκυσυνη, γιὰ νὰ δεῖς πώς θὰ τὸ
χειριστεῖς".
Αὐτὴ
εἶναι ἡ πρώτη ἀγάπη κι ἡ πρώτη τιμή; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐξυπηρέτηση ἀπ’
ὅσα φαντάστηκε ὅτι θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Πάπα ὁ ματαιόφρονας Πατριάρχης; ’Ώ,
μάταιοι συλλογισμοὶ καὶ φαντασίες τῶν ἀνθρώπων! Τόση ἐμπιστοσύνη καὶ
τόση πληροφόρηση εἶχε γιὰ τὸν Πάπα, ὥστε ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὴ Βενετία,
δὲν παρέλειψε νὰ πεῖ σὲ κάποιον αὐλικό τοῦ Πάπα, ὅτι:
"Ἔγω
ἀποφάσισα, πὼς ἂν ὁ Πάπας εἶναι μεγαλύτερός μου στὰ χρόνια, θὰ τὸν ἔχω
σὰν πατέρα μου. Κι ἂν εἶναι ἴσος στὰ χρόνια, θὰ τὸν ἔχω σὰν ἀδελφό μου.
Κι ἂν εἶναι νεότερος, θὰ τὸν ἔχω σὰν γιό μου. Καὶ θὰ τὸν συμβουλεύω αὐτὰ
πού πρέπει κι αὐτὸ θὰ τὸν ὠφελήσει πολύ, ἐπειδὴ ξέρω πώς δὲν ἔχει κοντά
του καλοὺς συμβούλους".
Τέτοια ὄνειρα ἔβλεπε μέρα μεσημέρι ὁ ματαιόδοξος γέρος κι ἔλπιζε κι ἄλλα πολλὰ καὶ μεγάλα. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν ἀσπασμὸ τῶν ποδιῶν, εξεπλάγη ὁ ἄθλιος. Οἱ λογισμοὶ τοῦ ταράχτηκαν καὶ χάθηκαν. Ἔμεινε σὰν λύκος μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, ὅπως λέει ἡ παροιμία. ΄Ὅσον ἄφορα ὅμως τὴ δική του τιμή, ἀντιστάθηκε μ’ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Ἔμεινε στὸ πλοῖο ἕνα ὁλόκληρο μερόνυχτο. Πηγαινοέρχονταν οἱ φροντίζοντες αὔλικοι τὴν παπικὴ μεγαλειότητα, ἀγωνιζόμενοι καὶ κάνοντας τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν ζημιωθεῖ ὁ "ἰσόθεος Πάπας" τους ἐκείνη τὴν ὥρα, πού ἐπρόκειτο νὰ μείνει στὰ χρονικά της Δυτικῆς Ἐκκλησίας ὡς μιὰ περίφημη ἐποχή, ὅταν ὁ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μαζὶ μ’ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, θὰ ἔπεφτε νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ φιλήσει τὰ πόδια τοῦ Πάπα. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ὅσο γι’ αὐτό, ἔδειξε ἀνδρεία κι ἀντίσταση. Ἔτσι στὸ τέλος, γιὰ νὰ μὴν γυρίσει πίσω στὴν Πόλη, ὅπως ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνει, ἀποφάσισαν νὰ μὴ γίνει ἡ προσκύνηση τοῦ Πάπα οὔτε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, οὔτε ἀπὸ κανέναν ἀπὸ τοὺς δικούς του ἐκκλησιαστικούς. Πράγμα τὸ ὁποῖο ἔθλιψε καὶ λύπησε τὰ σπλάχνα τοῦ ποντίφικα κι ὅσων αὐλικῶν ἦταν γύρω ἀπ’ αὐτόν, κι ἡ θλίψη τοὺς φαίνεται ἀπὸ τὶς ἀγωνιώδεις προσπάθειες πού ἔκαναν γιὰ νὰ πετύχουν ἕναν τέτοιο ἑωσφορικὸ καὶ τυραννικὸ ἀσπασμὸ τῶν ποδιῶν τοῦ Πάπα.
Προσυνοδικοὶ διάλογοι καὶ τὸ Σιτηρέσιο
Ἀλλὰ ἄς πλησιάσουμε καὶ στὶς πράξεις τῆς Συνόδου ,ὕστερα ἀπὸ τὶς τόσες μεγάλες παρεκβάσεις μου. Ὥσπου νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ Λατίνοι ἐπίσκοποι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστολὴ πού εἶχε στείλει ὁ Πάπας σ’ ὅλα τα γένη τῆς Δύσης, φάνηκε καλὸ καὶ στὰ δύο μέρη καὶ τὸ Παπικὸ καὶ τὸ Ἀνατολικό, πρὶν ξεκινήσει τὶς ἐργασίες της ἡ γενικὴ σύνοδος, νὰ διοριστοῦν ἄνθρωποι κι ἀπὸ τὰ δύο μέρη. Ἡ ὁμάδα αὐτῶν τῶν διορισμένων νὰ συνέρχονται σ’ ἕνα ναὸ κι ἐκεῖ νὰ ἐξετάζουν ἀπὸ κοινοῦ κάποια μικρὰ κι ἐπιμέρους ζητήματα, τὰ ὅποια ὑπῆρχαν ἀνάμεσα στὶς δύο Ἐκκλησίες ὡς μικροδιαφορές. Αὐτὸ συμψωνήθηκε νὰ γίνεται τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα, γιὰ νὰ μὴν κάθονται ἀργόσχολοι. Κι ἐπιπλέον, γιὰ νὰ μὴν τρῶνε οἱ Ἀνατολικοὶ ὡς ἀργόσχολοι τά φλουριὰ τοῦ Πάπα. Γιατί συμψωνήθηκε κάθε μήνα ὁ βασιλιὰς νὰ λαμβάνει τριάντα φλουριά, ὁ ἀδελφός του εἴκοσι, ὁ Πατριάρχης εἴκοσι πέντε κι οἱ συνοδοὶ τοῦ βασιλιὰ καὶ τοῦ Πατριάρχη ἄνα τέσσερα, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες κι οἱ ὑπάλληλοι ἀνά τρία κι αὐτὸ ὀνομάστηκε σιτηρέσιο. Διορίστηκαν λοιπὸν δέκα ἀπὸ τὸν Πάπα καὶ δέκα ἀπὸ τοὺς δικούς μας. Ορίστηκε καὶ ὡς θέμα συζήτησης τὸ "πουργατόριο", δηλαδὴ τὸ καθαρτήριο πῦρ. Καὶ τί σημαίνει αὐτό, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ φανερώσουμε σ’ αὐτοὺς πού δὲν τὸ γνωρίζουν.
Πουργατόριο – Καθαρτήριο πῦρ
Οἱ Λατίνοι πιστεύουν ὅτι οἱ ψυχὲς ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, πηγαίνουν σὲ τρεῖς τόπους.
Ὁ
ἕνας εἶναι ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δεύτερος
εἶναι ἡ αἰώνια κόλαση τοῦ Ἅδη, καὶ ὁ τρίτος, πού προσθέτουν καὶ
φαντάζονται οἱ παπικοί, εἶναι τὸ καθαρτήριο πῦρ, τὸ ὁποίοὴ ἁγία μας
Ἐκκλησία, ἡ Ἀνατολικὴ οὔτε τὸ ἀποδέχεται, οὔτε τὸ πιστεύει καθόλου.
Δογματίζουν λοιπὸν αὖτοι ὡς ἕξης: Ὅτι μετὰ θάνατον οἱ καθαρὲς κι
ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε κηλίδα ψυχές, δηλαδὴ τῶν δίκαιων καὶ τῶν ἁγίων,
πηγαίνουν στὴν ἀπόλαυση τοῦ Παραδείσου καὶ κληρονομοῦν τοὺς
προορισμένους γι’ αὔτους στεφάνους. Κι οἱ ψυχὲς πού πέθαναν μὲ θανάσιμη
ἁμαρτία ἡ μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως οἱ εἰδωλολατρες, πηγαίνουν
ἄμεσως στὴν αἰώνια κόλαση. Κι ὅσες ψυχὲς μετὰ τὸ βάπτισμα ὕπεπεσάν σε
διάφορες ἁμαρτίες κι ἔξομολογηθηκαν σωσστά, ἀλλὰ δὲν ἔζησαν γιὰ νὰ
ὁλοκληρώσουν τὸν κανόνα πού τοὺς ἔδωσε ὁ πνευματικός τους καὶ νὰ κάνουν
ἄξιους καρποὺς μετάνοιας, "γιὰ τὴν ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν τους", ὅπως
λένε οἱ παπικοί, στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ σ’ ἕνα πῦρ, διαφορετικὸ ἀπὸ κεῖνο
τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κόλασης καὶ μέσιο αὐτοῦ του πυρὸς καθαρίζονται, ἄλλες
ψυχὲς γρηγορότερα, ἄλλες ἄργοτερα καὶ μὲ περισσότερο χρόνο, ἄναλογα μὲ
τὶς ἅμαρτιες πού ἔχουν κι ἄναλογα μὲ τὶς ἔλεημοσυνες καὶ τὶς λειτουργίες
πού γίνονται γι’ αὐτὲς τὶς ψυχές.
Αὐτὸ
λοιπὸν τὸ πουργατόριο, πού ὅπως εἶπα ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δὲν τὸ
ἀποδέχεται καὶ μάλιστα τὸ θεωρεῖ ὡς μύθο ἡ καλύτερα ὡς ἄφορμη γιὰ νὰ
φτάξει ἕνα πλούσιο μεταλλεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο συγκροτειται καὶ συνίσταται ἡ "Τράπεζά των χρημάτων τοῦ Πάπα" [18]. Καὶ γύρω ἀπ’ αὐτὸ τὸ πουργατόριο.
ὁρίστηκε ὡς ὑπόθεση καὶ ὕλη ἐκείνων τῶν ἐπιμέρους συζητήσεων.
Ἀρχὴ διαλόγου
[9.4 μέχρι 9.10.1438]
Αὐτό
ὑπῆρξε καί το πρῶτο θέμα συζητήσεων πού ἀγωνίστηκε ὁ ἱερὸς Μάρκος. Κι
αὐτὸ τὸ ἴδιο, ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀφορμή, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ μικροψυχία, γιὰ νὰ
μὴν πῶ εὐθέως ὁ φθόνος, κάποιων ἄλλων πού ἔπρεπε νὰ εἶναι βοηθοὶ τοῦ
Μάρκου. Ὁ πρῶτος βέβαια πού διορίστηκε σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση ἐκ μέρους τῶν
Ἀνατολικῶν ἦταν ὁ Μᾶρκος. Δεύτερος μετὰ ἀπ’ αὐτόν ἦταν κάποιος
Βησσαρίων μητροπολίτης τῆς Νίκαιας, νεώτερος στὴν ἥλικια, πολὺ νειότερος
στὸ φρόνημα φιλόδοξος καὶ πεισματάρης στοὺς λόγους του.
Σὲ μερικὲς συζητήσεις πού ἔγιναν μὲ προφορικὸ διάλογο, ὁ Μάρκος
ἀπαντοῦσε, ὁ Μάρκος ἄνασκευαζε, ὁ Μάρκος ἔλυνε τὶς ἀπορίες. Κατὰ κάποιο
τρόπο βοηθοῦσε καὶ ὁ Νίκαιας, ἂν καὶ λιγοστά. Οἱ Λατίνοι ὅμως θέλησαν νὰ
ἐξηγήσουν καὶ νὰ παρουσιάσουν τὴ γνώμη τους κι ἔγγραφως. Ὁ λόγος
ἀναφέρθηκε στὸ βασιλιά. Κι αὐτὸς διατάζει νὰ γράψουν κι οἱ ὀρθόδοξοι τὴν
ἀντίρρησή τους. Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀπέβλεπε στὸν Ἐφέσου (κι αὐτὸ τὸ
γράφει ρητὰ ὁ Συρόπουλος). Αὐτὸ ἔγινε ἡ πρώτη ἀφορμὴ τῆς διχόνοιας καὶ
τοῦ σκανδάλου τοῦ Νίκαιας πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸ Μάρκο. Ὄχι μόνο
γιατί ὁ βασιλιὰς ἔστρεφε τὰ μάτια του πρὸς τὸν Ἐφέσου προτιμώντας τὸν
ἀπ’ ὅλους τους ἄλλους, ὅπως ἔπρεπε, ἄλλα, καὶ γιὰ ἄλλη ἀκόμα αἰτία, πού
θὰ τὴ μάθετε ἀμέσως.
6. Φθόνος κατὰ Μάρκου
Αὐτὸς
ὁ Νικαίας στὴν ἀρχὴ ποὺ πρόβαλαν αὐτὸ τὸ ζήτημα οἱ Λατίνοι κι εἶπαν νὰ
γίνονται γι’ αὐτὸ οἱ συζητήσεις, ὁμολόγησε ἐνώπιόν του βασιλιὰ ὅτι: Δὲν
ἔχω τί νὰ πῶ γι’ αὐτό. Γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ δόγμα, ἴσως μπορῶ νὰ μιλήσω.
Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ δὲν γνωρίζω τί νὰ πῶ. Αὐτὸς λοιπόν, πού πρῶτα δὲν ἤξερε
τί νὰ πεῖ σὲ μία τέτοια ὑπόθεση, ὕστερα καὶ χωρὶς νὰ τοῦ δοθεῖ ἐντολή,
βρέθηκε πρόθυμος νὰ γράψει. Ἀλλὰ γιατί κι ἀπὸ πού εἶναι γνωστὴ αὐτὴ ἡ
αἰτία; Ἦταν σὲ κείνη τὴ Σύνοδο κι ἕνας πνευματικός, μᾶλλον ὅμως
σατανικὸς ἄνθρωπος, μὲ τὸ ὄνομα Γρηγόριος, πονηρὸς καὶ κακότροπος ὑπὲρ
τὸ δέον, ὅπως περιγράφεται. ἱκανοποιητικὰ γιὰ τὰ κακά του ἤθη ἀπὸ τὸν
ἱστορικὸ Συρόπουλο. Αὐτὸς ἀπὸ μηδαμινὲς καὶ φαῦλες αἰτίες, ἔτρεφε μεγάλη
ἔχθρα πρὸς τὸν Ἐφέσου. Αὐτὸς λοιπόν, ἀπὸ τὸν τάχα δίκαιο φθόνο του,
παρακινεῖ τὸν Νίκαιας νὰ γράψει μὲ κάθε τρόπο κι ἐκεῖνος ὁ φιλότιμος
πείθεται καὶ γράφει. Τὸ παίρνει αὐτὸ ὁ μηχανογράφος Γρηγόριος κι ἀμέσως
τρέχει στὸ βασιλιά, τοῦ τὸ δείχνει καὶ τὸ ἐπαινεῖ, τὸ ἐξυψώνει καὶ
παρακινεῖ ἔντονά το βασιλιὰ νὰ στείλει αὐτὸ στοὺς Λατίνους, ὡς δῆθεν
σεβάσμιο καὶ ρητορικότερο στὴν ἔκφραση. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ δόλιος δὲν πέτυχε
νὰ συμπαρασύρει πρὸς τὸ μέρος τοῦ τὴν γνώμη τοῦ βασιλιὰ ὅπως ἤθελε.
Ὅταν
ὁ βασιλιὰς εἶδε καὶ τὰ δύο γραπτά, ἐπαίνεσε μὲν κι αὐτὸ τοῦ Νίκαιας,
ἀλλὰ περισσότερο καί. μόνο ἀπὸ τὸ προοίμιο, ἐξύψωσε τοῦ Ἐφέσου, γιὰ τὰ
ἰσχυρά του ἐπιχειρήματα, τὶς ἔντεχνες φράσεις του καὶ τὶς πολλὲς
περιγραφὲς καὶ μαρτυρίες του. Έτσι ἔστειλε τὸ γραπτό του Μάρκου ἀπάντηση
στοὺς Λατίνους. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ὁ Νίκαιας κεντήθηκε στὴν καρδιά
του μὲ τὸν πόνο τῆς ζήλιας κατὰ τοῦ ἁγίου κι ὁ φθόνος τοῦ πνευματικοῦ
Γρηγόριου ἀναζωπύρωνε καὶ φούντωνε τὸ πάθος σὰν μεγάλη φλόγα μέσα του.
Γι’ αὐτὸ λέγοντας καὶ πράττοντας πάντα κατὰ τοῦ δίκαιου καὶ ἄριστου
ἄντρα Μάρκου κι ἐπαινώντας ὑπερβολικὰ κι ἔξυψωνοντας ἔσκεμμενα τὸν
Νίκαιας ὁ μιμητὴς τοῦ πρωτεργάτη διαβόλου, ὁ Γρηγόριος, τὸν ἔφερε σὲ
τόση ἐμπαθῆ διχόνοια κατὰ τοῦ Μάρκου.
Τόσο πολὺ λοιπὸν δὲν ἤθελε στὴ συνέχεια ὁ Νίκαιας νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν Ἐφέσου, ὥστε ἔδειξε κι ἔμπρακτά το μίσος του καὶ τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὸν ἅγιο. Γιατί σὲ μία ἀπὸ κεῖνες τὶς συζητήσεις (ὅταν ὁ βασιλιὰς δὲν ἄφηνε τὸν Ἐφέσου νὰ ἐξηγήσει στοὺς Λατίνους καὶ τὴ γνώμη τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας πού ἐκεῖνοι ζητοῦσαν ἐπίμονα), ὁ Νίκαιας, ἀψηφώντας το βασιλικὸ διάταγμα, εἶπε: "Ἔγω ἔχω ἐξουσία νὰ πῶ τὴ γνώμη μου ὅπως θέλω". Καὶ λέγοντας ὅπως ἤθελε τὴ γνώμη πού εἶχε γιὰ τὴν μέλλουσα κατάσταση τῶν τευχῶν, ἀφοῦ περίμενε λίγο, ἔφυγε κοντὰ ἀπὸ τὸν Ἐφέσου καὶ πῆγε καὶ κάθισε σ’ ἄλλο σημεῖο, ὅπου κάθονταν ἄρχοντες συγκλητικοί, γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξης στὶς διαλέξεις, δείχνοντας ἔτσι ἔμπρακτα τὴ διχόνοια καὶ τὴν ἀπέχθεια πού εἶχε στὴν ψυχὴ τοῦ κατὰ τῆς ἅγιας ἐκείνης ψυχῆς. Κι ἂν καὶ πρωτύτερα ἡ βοήθειά του ἦταν λίγη, τότε ὅμως ἀφοῦ λιποτάκτησε, ἄφησε αὐτὸν τὸν μέγα ἀθλητὴ ν’ ἀγωνίζεται, ἐντελῶς μόνος ποὺ στὸ στάδιο.
Ἀλλὰ τί ἔκανε αὐτὸς ὁ μέγας ἀγωνιστής; Μήπως συγχύστηκε μὲ τὴν προδοσία τοῦ συναγωνιστῆ του; Μήπως φοβήθηκε τὴν ἕφοδο τῶν ἐχθρῶν; Μήπως δείλιασε βλέποντας μόνο τὸν ἕαυτό του ν’ ἀντιπαρατάσσεται σε πολλούς; Ὄχι, ὄχι. Μὴν τὸ σκεφτεῖτε αὐτὸ ἀδελφοί. Τότε εἶναι πού ἔδειξε τὴ σταθερότητα τῆς ψυχῆς του. Τότε συγκέντρωσε τὶς δυνάμεις του καὶ ἕνας αὐτὸς κατατρόπωνε καὶ νικοῦσε τοὺς πολλούς. Καὶ κυρίως νίκησε καὶ κατέβαλλε ἐκεῖνον τὸν ὅποιοτου πρόταξαν οἱ ἐχθροὶ στὴ μονομαχία ὡς ἀκρόπολη ἡ καλύτερα ὡς ἄλλον Γολιάθ. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε ποιὸν ἐννοῶ, θὰ ἐξηγήσω τὰ λόγια μου, ὅσο τὸ δυνατὸν σαφέστερα καὶ προσέξτε γιατί στ’ ἀλήθεια εἶναι ἄξιο προσοχῆς.
Ὁ πρῶτος Λατίνος ἀντίπαλος τοῦ Μάρκου
Ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ ἦταν διορισμένοι ἐκ μέρους τῶν Λατίνων γιὰ τὶς συζητήσεις, ἦταν κι ἕνας καρδινάλιος πού ὀνομαζόταν Γουλιανὸς (Καισαρίνη καρδινάλιος, Giuliano Cesarini). Αὐτὸς εἶχε τόση δύναμη στὰ λόγια κι ἡ φύση τὸν στόλισε μὲ τόσο καλὴ μνήμη, ὥστε ὅπως λένε οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἦταν δαιμόνιος στὸ νοῦ, δηλαδὴ ἔκπληκτικος καὶ παράδοξος. Γιατί ὅταν ἄκουγε ἕναν ὁλόκληρο λόγο, στὸ τέλος ἀπαντώντας, ἔλεγε ὅλα τα κεφάλαια τοῦ λόγου, εἴτε ἦταν δέκα, εἴτε δεκαπέντε, εἴτε εἴκοσι. Τὸ πρῶτο κεφάλαιο εἶχε τὸ ἑξῆς νόημα, τὸ δεύτερό το ἑξῆς, τὸ τρίτο το ἕξης καὶ τὰ λοιπά, ὡς τὸ τέλος. Ἔπειτα ἄρχιζε ἀπὸ τὸ πρῶτο, λέγοντας: στὸ πρῶτο σου κεφάλαιο πού εἶπες τὸ ἑξῆς, σοὺ ἀπαντῶ αὐτό. Στὸ δεύτερο πού εἶπες τὸ ἕξης, σοῦ ἀπαντῶ αὐτό. Κι ἔτσι ἔκανε ὡς τὸ τέλος γιὰ κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά. Δὲν εἶπα λοιπὸν τὴν ἀλήθεια πώς ἦταν δαιμόνιος στὴ νοημοσύνη; Τί νομίζετε λοιπὸν ἀκροατὲς καὶ τί περιμένετε ν’ ἀκούσετε; Πῶς αὐτὸς ὁ καρδινάλιος εἶναι ὁ Γολιὰθ τῶν Λατίνων, μὲ τὸν ὅποῖο μονομαχησε ὁ Μάρκος; Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτός. Αὐτὸς ὁ τόσο ἀσύγκριτος νοῦς, δὲν ἔκρινε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἱκανὸ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες μὲ τὸν ἱερὸ Μάρκο. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσετε πώς δὲν λέω ἀλήθεια, ἀκοῦστε το ἀπὸ τὸ ἴδιο του τὸ στόμα, πού δὲν ντρέπεται νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀλήθεια: "Μέχρι, τώρα (λέει ὁ Τουλιανός), εἶπα γιὰ ὅσα ἀσφαλῶς ἔκανα λόγο. Τοὺς ἑπόμενους λόγους Ὀὰ τοὺς ἄναλαβει ὁ δάσκαλος τοῦ ἱεροῦ παλατιοῦ. Καὶ θὰ μιλήσει καὶ θὰ τοὺς ἀποδώσει ἱκανοποιητικὰ καὶ σωστά, συνενώνοντας μ’ αὐτὰ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία του. Καὶ θ’ ἀγωνιστεῖ ἱκανὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα. Γιατί, ἔγω δὲν εἶμαι τόσο ἱκανὸς ὅσο αὐτός", καὶ σταμάτησε.
Ὁ δεύτερος Λατίνος ἀντίπαλος τοῦ Μάρκου
Ἃς
στοχαστεῖ τώρα ὁ καθένας, πόσο σοφὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁ δάσκαλος,
ὀνομαζόταν Ἴωαννης καὶ ἦταν Ἰσπανὸς στὸ γένος[19], ὥστε ἡ τόση δεινότητα
τοῦ Ἴουλιανου συγκρινόμενη μέτη σοφία του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε, ἦταν
μικρὴ κι ἀδύναμη. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς γίγαντας πού ὁρίστηκε
νὰ μονομαχήσει μὲ τὸν ἱερὸ Μάρκο.
Μήπως φοβηθήκατε τάχα χριστιανοὶ γιὰ τὸν δικό μας ἀγωνιστῆ;
Μήπως τρομάξατε μὲ τὴν ὑπερβολικὴ δύναμη τοῦ ἀνταγωνιστῆ;
Μήπως τάχα δείλιασε νὰ μονομαχήσει, μὲ τὸν Ἰσπανὸ Γολιάθ;
Ὄχι, ἔχετε θάρρος ἀδελφοί. Ἡ νίκη εἶναι, μὲ τὸ μέρος μας.
Ὁ
Ἰσπανὸς ἀλήθεια ἦταν πολὺ πλούσιος στὴ σοφία, δεινότατος στὴ συζήτηση,
ποικίλος καὶ πανοῦργος στὸ νοῦ κι εὔστροφος στὸ χειρισμὸ τοῦ λόγου, ὅπως
τὸν περιγράφει, ὁ ἄναφερομενος πολλὲς φορὲς μέγας ἐκκλησιάρχης, ὁ
ἀληθέστατος ἱστορικὸς ἐκείνων τῶν γεγονότων. Ἦταν λέω τέτοιος, ἀλλὰ ἡ
σοφία τοῦ ἦταν αὐτή, ἡ κοσμική, ἡ δουλική, ἡ ἀνόητη καὶ χωμάτινη, ὅπως
τὴν ὀνομάζουν οἱ θεῖοι δάσκαλοι. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἐκείνη ἡ θεία καὶ
πνευματική, τὴν ὅποια μόνος ἀπ’ ὅλους εἶχε ὁ Μάρκος. Γι’ αὐτὸ
ἀναγκαστικὰ ἡ σοφία τοῦ κόσμου, ἔπρεπε νὰ φανεῖ ὡς μωρία κι ἀφροσύνη.
Καθὼς ἐμφανιζόταν διὰ μέσω τοῦ Μάρκου, ἡ σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά,
τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ φιλαληθέστατου ἱστορικοῦ:
Ὁ Ἰσπανὸς Ἰωάννης, διαλεγόταν μὲ τὸν Ἐφέσου ἀγωνιζομενος μ’ ἐπιμονὴ κι ἀπὸ τὴν προκειμένη ὕλη τῶν συζητήσεων (ποῦ ἦταν τὸ Πουργατόριο), μετέβαινε σ’ ἄλλα, (μὴν ἔχοντας τί ν’ ἀπαντήσει, φανερὰ ντροπιασμένος) καὶ πρόβαλλε προβλήματα πού δὲν ἀνῆκαν στὸν προκείμενο διάλογο …, κι ἐμεῖς θαυμάζαμε πώς ὁ Ἐφέσου ἔδινε ἀμέσως τὶς λύσεις μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὶς Γραφὲς μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν ὅσα εἶχε τὴ πρόθεση νὰ προβάλλει ὁ Ἰωάννης΄.
Συμπεράσματα τῶν προσυνοδιακῶν διαλόγων στὴν Φερράρα
Ὢ
νίκη, ὢ τρόπαια, ὢ δόξα τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων! Οἱ διορισμένοι σ’ αὐτὲς
τὶς διαλέξεις ἦταν ὅπως εἴπαμε δέκα. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ βασιλιὰς ἀποφάσισε
μόνο οἱ δύο νὰ διαλέγονται, δηλαδὴ ὁ Ἐφέσου καὶ ὁ Νίκαιας. Κι ἂν ὑπάρξει
καμιὰ ἀπορία, τότε νὰ συμβουλεύονται καὶ νὰ συζητοῦν καὶ μὲ τοὺς ἄλλους
ὀχτώ, γιὰ νὰ βρίσκουν τὴν κατάλληλη ἀπάντηση μὲ κοινὴ σκέψη. Ὁ Νίκαιας
Βησσαρίων ὅπως εἴδαμε, ὑποκινημένος ἀπὸ φθόνο ἀπεῖχε, λιποτάκτησε καὶ
δὲν πρόσφερε στὸ συναγωνιστὴ τοῦ τὴν παραμικρὴ βοήθεια. Καὶ μάλιστα
εἰρωνευόταν καθισμένος παράμερα μαζὶ μὲ τὸ σατανικὸ Γρηγόριο καὶ
περιγελοῦσε κρυφὰ τὸν ἄθλητή της ἀλήθειας πού ἀγωνιζόταν μέσα στὸ
στάδιο. Κι οἱ ὑπόλοιποι, ὅπως εἶπε ὁ ἱστορικός, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους
ἦταν κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὡς ἄρκετα πεπαιδευμένος καὶ λόγιος, ὄχι μόνο δὲν
βοήθησαν, ἀλλὰ καὶ θαύμαζαν λέει.
Γιατί
θαύμαζαν; Γιατί παρόλο πού ἐκεῖνος ὁ τόσο περιβόητος ἀντίπαλος ὁ
Ἰωάννης χρησιμοποιοῦσε τὶς διαλέξεις του μὲ πολυμήχανο τρόπο γιὰ νὰ
βάλει δυσκολίες, παρόλο πού δὲν στεκόταν στὴ ὑπόθεση τῶν διαλόγων, ὅπως
ταιριάζει ἀτοὺς ἀληθινοὺς καὶ τιμημένους φιλοσόφους καὶ θεολόγους,
παρόλο πού πρόβαλλε ξαφνικὰ πολλὰ καὶ διάφορα ζητήματα καὶ προβλήματα,
γιὰ τὰ ὅποια δὲν ἦταν πληροφορημένος ὁ Μάρκος, πώς αὐτὸ κι αὐτὸ δηλαδὴ
ἔχει νὰ τοῦ προβάλλει. γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, ὅπως κάνουν ἄλλοι σ’ ἄλλες
ὑποθέσεις, ὡστόσο καὶ παρόλα αὐτοί, ὁ πάνσοφος καὶ θαυμάσιος Μάρκος
λέει, ἔδινε σ’ δλὰ ἀμέσους τὶς λύσεις, σὰν νὰ ἦταν προετοιμασμένος ἀπὸ
μέρες.
Ἀλλὰ ἀπὸ πού καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔδινε τὶς ἀπαντήσεις τοῦ ὁ Μάρκος; Μ’ ἀναφορές, ἀπὸ τὶς Γραφές. ΄Ὄχι δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πλάτωνα, ὄχι ἀπὸ τὴν ἔξω σοφία, τὴν καταπατημένη καὶ μωρή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς λέω, πού εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς ἀλήθειας, τὸ ἀνεξάντλητο ταμεῖο τῆς ἀληθινῆς σοφίας, ἡ ἀκαταμάχητη πανοπλία τοῦ Πνεύματος. Ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ κεῖ λέω, ὁ πράγματι σοφὸς καὶ μέγας Μάρκος, ἀποστόμωσε καὶ ντρόπιασε τὸν φλύαρο καὶ σοφιστὴ μᾶλλον, παρὰ σοφό. Ἀπὸ κεῖ, ἀφοῦ πῆρε λίθους ὁ νέος Δαβίδ, τὶς ἐκσφενδόνισε καὶ κατετρόπωσε ἐκεῖνο τὸν δυτικὸ ἀλαζόνα Γολιάθ, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος μετὲ-βαῖνε ἀπὸ τὰ προκείμενα θέματα τῆς συζήτησης σ’ ἄλλα καὶ πρόβαλλε ζητήματα πού δὲν εἶχαν καθόλου σχέση μὲ τὸ προκείμενο θέμα, ὅ,τι λογῆς κι ἂν ἦταν καὶ ρωτοῦσε, παράδειγμα, πώς πετοῦν οἱ ἄγγελοι κι ἀπὸ ποιὰ ὕλη μπορεῖ ν’ ἀνάψει ἔκεῖνό το πῦρ τῆς κόλασης πού πρόκειται νὰ δεχτεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γὶ΄ αὐτὰ τ’ ἄνοητα κι ἄσεβη ἐρωτήματα κάποιος πού λεγόταν Ἴαγαρις κι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προκαθήμενους συγκλητικούς, εἶπε μὲ πολλὴ ἀγανάκτηση:
"Θὰ τὸ γνωρίσει αὐτὸ ὁ ἐρωτῶν, ὅταν θὰ βρεθεῖ ἔκεῖ, θὰ καταλάβει ἀπὸ ποιὰ ὕλη ἀνάβει ἔκεῖνό το πῦρ, ὅταν πέσει σ’ αὐτὸ ἐκεῖνος πού κάνει τέτοιες ἐρωτήσεις". Αὐτὴ τὴν ἀπάντηση ἔδωσε ἄγανακτισμενος ὁ καλὸς Ἴαγαρις.
Ὅταν
λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ φλύαρος Ἰωάννης πρότεινε τέτοιες φλυαρίες, πού ἦταν
ἐντελῶς ἐκτὸς θέματος καὶ γεμάτες ἀνοησία, δὲν εἶναι φανερό, ὅτι τὰ
ἔλεγε αὐτὰ ὡς νικημένος καὶ κατατροπωμένος ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀλήθεια τῶν
λόγων τοῦ Μάρκου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πώς νικήθηκε κι ἔπεσε
στὴ γῆ ὁ μέγας γίγαντας τῶν παπιστῶν; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ λάμπει
περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἀλλὰ
τί; Αὐτὰ ἦταν σὰν νὰ λέμε ἄκροβολισμοι. Ὁ μεγάλος πόλεμος δὲν εἶχε
ἀρχίσει ἀκόμα. Ἡ κύρια σύνοδος δὲν εἶχε ἀκόμα ἀνοίξει. Τελικὰ ὅμως, μετὰ
ἀπ’ ὀχτὼ μῆνες σχεδὸν πού ταλαιπωροῦνταν φοβερὰ στὴ Φερράρα, ἦρθε κι ὁ
καιρὸς τῆς τελικῆς Συνόδου.
Ἔναρξη τῆς κύριας Συνόδου στὴν Φερράρα
Ἔφτασε
ἡ ὁρισμένη ἡμέρα, γιὰ νὰ γίνει ἡ πρώτη συνέλευση [8.10.1438]. Ἀλλὰ δὲν
ἔγινε σὲ ναό. ὅπως συνηθιζόταν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἀλλὰ στὸ
παλάτι τοῦ Πάπα, γιατί, λέει, ἦταν ἀταίριαστο κι ἀνάρμοστο γιὰ τὴν
ὑπεροχὴ τοῦ Πάπα, νὰ φαίνεται στὰ πλήθη ὅτι πηγαίνει, στὴν Ἐκκλησία, ἡ
ὅποια δὲν ἦταν ἀπόσταση μακρινὴ ἀπὸ μίας βολῆς λίθου. Ἔκεῖ λοιπὸν πού
ἔγινε ἡ συνοδικὴ συνέλευση, ὁ Μάρκος ἀποδέχτηκε τὸν ἀγώνα τῶν διαλέξεων
καὶ στὴν πρώτη διάλεξη προαναγγέλλει, πώς ὁ λόγος του θὰ εἶναι στὸ ἑξῆς
σχετικὸς μὲ τὴ προσθήκη τοῦ Φιλιόκβε (Filioque) στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Ζητᾶ λοιπόν: "Νὰ ἀναγνωστοῦν οἱ ΄Ὀροὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως
ἔκανε καθεμιὰ ἀπὸ κεῖνες, καθὼς ξεκινοῦσαν γιὰ νὰ δείξουμε (λέει), ὅτι
κι ἐμεῖς εἴμαστε σύμφωνοι μὲ τοὺς Πατέρες ἐκείνων τῶν Συνόδων κι ὅτι ἡ
παροῦσα Σύνοδος εἶναι συνέχεια ἐκείνων".
Αὐτὸ
τὸ ζήτημα δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς Λατίνους. Μάλιστα προσπαθοῦσαν μὲ
κάθε τρόπο νὰ κάνουν ἀπολογία καὶ ν’ ἀποδείξουν ὅτι ὀρθὰ κι εὔσεβως
ἔκαναν τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης.
"Ὄχι
(ἔλεγε ὁ Μάρκος), ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καταγγέλοντες. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ποῦμε
πρῶτα ὅσα ἁρμόζει νὰ πεῖ ὁ καταγγέλων καὶ τότε μένει σὲ σᾶς νὰ φέρετε
στὸ μέσον της Συνόδου τὶς ἀπολογίες σας".
Κι
ἔγινε μεγάλη λογομαχία ἀνάμεσα στὸ θεῖο Μάρκο, πού προσπαθοῦσε νὰ πεῖ
κατὰ τῆς προσθήκης κι ἀπαιτοῦσε τὴν ἀνάγνωση τῶν Ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοὺς Λατίνους πού ὅρμουσαν μ’ ὅλες τους
τὶς δυνάμεις καὶ ἄρνουνταν καὶ δὲν παραδέχονταν τὴν ἀνάγνωση τῶν Ὅρων μὲ
κανένα τρόπο καὶ ἀπολογοῦνταν γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Τόσο βαρὺ καὶ κακὸ
φαινόταν στοὺς Λατίνους τὸ γεγονὸς τῆς ἀνάγνωσης τῶν Συνοδικῶν Ὅρων.
Ὅταν ἔληξε ἡ συνεδρίαση ἐκείνης τῆς μέρας, [13.10.1438] οἱ καρδινάλιοι
καὶ πολλοὶ Λατίνοι ἔπισκοποι, ἔτρεξαν ἀμέσως στὸ βασιλιὰ καὶ τὸν
Πατριάρχη καὶ μὲ τὴν παρουσία καὶ τῶν ἀνατολικῶν ἀρχιερέων στὸ κελὶ τοῦ
Πατριάρχη, ἔβαλαν ὅλα τους τὰ δυνατά, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν αὐτὴ τὴν
ἀνάγνωση.
"Καὶ τί πρόκειται νὰ κερδίσετε (ἔλεγαν), ἂν ἄνακηρυξετε ἐναντίον μᾶς τὸ ἀνάθεμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;"
Κι
αὐτό το ἔλεγαν, ἐπειδὴ ὅταν κηρύχτηκε ἡ συνοδικὴ συνέλευση, ἔτρεξαν
ἔκεῖ πλήθη ἄνθρωπων κι ὅλα τα μέρη τοῦ παλατιοῦ καὶ πάνω καὶ κάτω καὶ
παντοῦ, ἦταν γεμάτα κόσμο. Γι’ αὖτο κι ἔλεγαν πώς ἐκείνη ἡ ἀνάγνωση,
ἦταν ὄχι μόνο περιττὴ κι ἀνώφελη, ἀλλὰ καὶ πρόξενος σκανδάλων.
"Ἀλλά, ἂν θέλετε τέλος πάντων (εἶπαν), διαβάστε τοὺς ὅρους μεταξὺ σας στὴ δική σας συνέλευση".
Οἱ
δικοί μας λοιπόν, βλέποντας ὅτι ἡ ἐπιδίωξη τοῦ θεοσοφοῦ Μάρκου ἦταν νὰ
πλήξει τὴν λατινικὴ ἔπαρση καὶ αὔθαδεια, ἄντισταθηκαν κι αὐτοὶ
συμφωνώντας μαζί του. Καὶ τοὺς ἄναγκασαν ν’ ἀποδεχτοῦν τὴν ἀνάγνωση στὴν
κοινὴ συνέλευση στὸ παλάτι τοῦ Πάπα, ὥστε ἀποφάσισαν, ὅτι ἂν δὲν
διαβαστοῦν πρῶτα οἱ Ὄροι, εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει ἄλλη συνέλευση. Οἱ
παπικοὶ λοιπόν, βλέποντας τὴν τόση ἀντίσταση κι σταθερότητα, στὸ τέλος
δέχτηκαν μὲ τὸ ζόρι νὰ γίνει ἡ ἀνάγνωση τῶν Ὅρων σὲ κοινὴ σύνοδο.
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
Ἀλλὰ
ἐπειδὴ κρίθηκε τόσο ἄναγκαια ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἡ ἀνάγνωση ἐκείνων τῶν
Ὅρων στὴν Φερράρα κι ἐδῶ τώρα τοὺς ἄναφεραμε πολλὲς φορές, μοῦ φαίνεται
πώς ἐπιβάλλεται νὰ ποῦμε μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, τί εἶναι αὐτοὶ οἱ Ὄροι
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιὰ νὰ καταλάβουν κι οἱ πιὸ ἁπλοὶ ἄνθρωποι,
πόσο μεγάλο κακὸ τόλμησαν οἱ Λατίνοι.
Πρέπει
λοιπὸν νὰ ξέρει ὁ καθένας, ὅτι στὶς ἀπαρχὲς τῆς Χριστιανοσύνης, δὲν
ἦταν ἀκόμα ἔγγραφη ἡ πίστη στὸν κόσμο. Κι ἀπαρχὲς τῆς Χριστιανοσύνης
ἐννοῶ τριακόσια χρόνια μετὰ Χριστὸ κι ἔπειτα. Ἐπειδὴ δτᾶν κάποιος
πίστευε, διδασκόταν κι ὁμολογοῦσε τὴν πίστη μόνο προφορικά, ὅπως τὴν
παρέδωσαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ τὴν παρέλαβαν οἱ μεταγενέστεροι, κι
ἔτσι βαπτιζόταν.
Ἡ
πρώτη ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325) πού συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο
Κωνσταντῖνο ἐναντίον τῆς ἄθεοτατης αἵρεσης τοῦ Ἄρειου, ἐκείνη πρώτη
συνέταξε γραπτὰ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν παρέδωσε σ’ ὅλο τὸν
κόσμο. Ἦταν ἐκεῖνοι οἱ 318 ἀρχιερεῖς, ὅλοι θεοφόροι Πατέρες, ὅλοι
ἅγιοι, ὅλοι πλήρεις θείας σοφίας καὶ χάρης, ὅλοι χάρισματοῦχοι καὶ
θαυματουργοί. Ἐκεῖνοι οἱ τόσοι πολλοὶ στὸν ἀριθμό, οἱ τόσο μεγάλοι σ’
ἅγιοτητα καὶ θεία σοφία, κατέγραψαν τὴν πίστη, καταβάλλοντας κάθε
ἐπιμέλεια καὶ πνευματικὴ φροντίδα. Δηλαδὴ περιέκλεισαν μέσα σὲ λίγες
γραμμὲς θεοσόφως, ὅλα ἐκεῖνά τα δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστης, τὰ
ὅποια πρέπει ἄναγκαστικα νὰ ὁμολογήσει ἐκεῖνος πού ἔρχεται νὰ γίνει
χριστιανὸς κι ἔτσι βαπτίζεται.
Αὐτὸ
εἶναι ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδὴ τὸ "Πιστεύω σὲ ἕνα Θεὸ …" καὶ τὰ λοιπὰ ὡς τo τέλος. Λίγα χρόνια μετά,
προέκυψε ἄλλη φοβερὴ αἵρεση, τοῦ πνευματομάχου Μακεδόνιου. Αὐτὸς
βλαστήμησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποκαλώντας τὸ ὑπόδουλο καὶ κτίσμα τοῦ Υἱοῦ,
ὅπως ὁ Ἄρειος ἔλεγε τὸν Υἱὸ κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Αὐτὴ ἡ αἵρεση
ἔγινε αἰτία νὰ συνελθεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν μέγα Θεοδόσιο, ἡ
δεύτερη ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381), μὲ λιγότερους στὸ ἀριθμὸ ἀπὸ τὴν
πρώτη, ἐπειδὴ ἦταν 150, ὄχι ὅμως καὶ κατώτεροι κατὰ τὴ σοφία καὶ τὴν
ἁγιότητα καὶ τὰ ὑπόλοιπα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ γιὰ νὰ μὴν
ἀναφέρω ἄλλους, ἀρκεῖ νὰ πῶ πώς σὲ κείνη τὴ Σύνοδο, ἦταν κι ὁ πολὺς καὶ
μέγας στὴ θεολογία Γρηγόριος.
Αὐτοὶ
οἱ θεῖοι Πατέρες, ἐπειδὴ συνῆλθαν γι’ αὐτὸ καὶ μόνο, γιὰ νὰ ἐξηγήσουν
τὴ φύση καὶ τὸ εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού βλασφημοῦνταν κι ὑβριζόταν
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, γι’ αὐτὸ καὶ φωτισμένοι ἀπ’ αὐτὸ τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα,
ἐξακρίβωσαν κι ἑρμήνευσαν μ’ ὅλη τὴν τελειότητα σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες
Γραφές, ὅλη τὴ θεολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ Σύμβολο τῆς
πρώτης συνόδου ἔλεγε "Πιστεύω καὶ σὲ ἕνα Πνεῦμα Ἅγιο", καὶ τόσο μόνο κι
ὄχι περισσότερο, ἀφοῦ δὲν εἶχε προκύψει ἀκόμα τότε ἡ πικρὴ αἵρεση τῶν
πνευματομάχων, ἔπειδη λέω μόνο αὐτὸ ἔλεγε τὸ Σύμβολο τῆς πρώτης, γι'
αὐτὸ κι ἡ δεύτερη κινούμενη μὲ θεοσοφία, πρόσθεσε κι αὐτά, δηλαδὴ "τὸ
κύριο, τὸ ζωοποιό, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἵω
συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν". Οἱ
θεολόγοι τῆς ἅγιάς μας Ἐκκλησίας λένε, ὅτι ὅλα αὐτὰ περιέχονται μέσα στὸ
Σύμβολο τῆς πρώτης Συνόδου, ἀλλὰ συνοπτικά, δηλαδὴ μὲ πολλὴ βραχυλογία
κι ἀμυδρά.
Γι’
αὐτὸ ἡ δεύτερη Σύνοδος λένε ὅτι δὲν ἔκανε τίποτα ἄλλο, παρὰ ἀνέπτυξε,
δηλαδὴ ἐξήγησε καὶ φανέρωσε τὸ δόγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα σὲ κεῖνο
τὸ Σύμβολο τῆς πρώτης. Αφού λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἁγία Σύνοδος τὸ διασαφήνισε
καὶ τ’ ἀναπλήρωσε καὶ τὸ κατέστησε τέτοιο ὅπως τὸ λέμε σήμερα, ὅλοι οἱ
ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία στὸ ἕξης δὲν εἶχαν ἄδεια νὰ προσθέσει κανεὶς ἡ
νὰ γράφει μέσα σ’ αὐτό, οὔτε ἕνα γιώτα.
Γιατί
τάχα: Ἐπειδὴ ἡ ἁγία τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (431), ἡ ὅποια μετὰ ἀπ’
αὐτὰ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο κατὰ τοῦ χριστομάχου Νεστόριου, αὐτὴ λέω,
κινούμενη μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα, ἐμπόδισε τὸν καθένα μὲ στερεὴ ἀπόφαση, ἀπὸ
τὸ νὰ τολμήσει νὰ προσθέσει ἡ ν’ ἀφαιρέσει ἀπ’ αὐτὸ ὡς κι ἕνα γιώτα,
προσθέτοντας καὶ κατάρες κι ἄλλες φρικτὲς ποινές. Ἀλλὰ κι ἡ τέταρτη
(451) ἁγία καὶ μεγάλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀκολούθησε τὴν ἀπόφασή της καὶ
ὅμοια κι ἡ πέμπτη κι ἡ ἕκτη (680) κι ἡ ἕβδομη (787) καὶ τελευταία κι ἡ
ὄγδοη (879). ὅπως εἴπαμε. Ἀκολούθησαν ὅλες ἡ μία τὴν ἄλλη, βεβαιώνοντας
καὶ στερεώνοντας μὲ φοβερὰ ἀναθέματα τὴ θεόπνευστη ἀπόφαση τῆς τρίτης.
7. «Ὅρος» ἤ «Τόμος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ διδάξει στὸν κόσμο τὰ ἔναντια της αἵρεσης ἐκείνης, γιὰ τὴν ὁποία γινόταν κι ἡ Σύνοδος, τί ἔκαναν οἱ θεῖοι Πατέρες; Βρῆκαν τρόπο, μὲ τὸν ὅποιοκαι τὴν τότε ἀνάγκη ὑπηρετοῦσαν καὶ τὸ ἅγιο Σύμβολο διαφύλατταν ἀπαρασάλευτο. Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ τρόπος; Σὲ ξεχωριστὸ χαρτί, κατέγραφαν λεπτομερῶς τὴν ὑπόθεση τῆς Συνόδου ἐξηγώντας παράλληλα μὲ λεπτομέρια τὴν αἴτια γιὰ τὴν ὅποια συνάχτηκαν σὲ Σύνοδο καὶ πρὶν ἀποφασίσουν ὁτιδήποτε ἄλλο, ἔγραφαν ὁλόκληρό το ἅγιο Σύμβολο. Ἔπειτα καθόριζαν τί ἔπρεπε νὰ φρονοῦν ἐναντίον τῆς τότε αἵρεσεως (ἔξαιτιάς της ὁποίας μαζεύτηκαν) κι ἀκόμα νὰ μένει ἀμετάβλητο κι ἀπαρασάλευτό το ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστης, προσθέτοντας κατάρες κι ἀναθέματα, ἐναντίον ἐκείνων πού ἔπροκειτο νὰ τολμήσουν νὰ προσθέσουν ἡ ν’ ἀφαιρέσουν κάτι ἀπ’ αὐτό. Ὅλη αὐτὴ τὴν ὑπόθεση τὴν ὑπέγραφαν ὅλοι οἱ θεῖοι Πατέρες καθεμιᾶς τῶν Συνόδων. Κι αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὅποῖο ονομαζεται Ὅρος. Ἑπομένως μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδιυν περιέχονται τὰ φρικτὰ ἀναθέματα ἐναντίον ἐκείνων πού θὰ τολμήσουν νὰ βάλουν τὸ μικρό τους χέρι μέσα στὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστης.
Ἀνάγνωση τῶν «Ὁρων»
Καὶ
παρόλο πού βγήκαμε κάμποσο ἔξω ἀπὸ τὴν ὑπόθεσή μας, ὅμως τώρα
βεβαιότατα ἀντιλαμβάνεστε καλά, γιὰ ποιὰ αἴτια κι ὁ ἱερὸς Μάρκος ζητοῦσε
ἀναγκαστικὰ τὴν ἀνάγνωση αὐτῶν τῶν ὅρων, κι οἱ Λατίνοι τὴν ἀπέφευγαν μ’
ὅλες τους τὶς δυνάμεις. Γιατί πώς ἦταν δυνατὸν ν’ ἀκοῦνε μ’ εὐχαρίστηση
τὰ συνοδικὰ ἀναθέματα, τὰ ὅποια ἀμέσως καὶ χωρὶς πολλὲς ἐξηγήσεις
ἔπεφταν πάνω σ’ αὐτοὺς πού τόλμησαν παράτολμα καὶ διασάλεφαν τὸ ἁγιότατο
Σύμβολο μὲ τὴν μιαρή τους προσθήκη;
Στὸ
τέλος ὅμως δέχτηκαν, ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, βλέποντας τὴν πολλὴ
ἐπιμονὴ τῶν δικῶν μας, ὅμως ἂν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ γίνει μπροστὰ στ’ αὐτιὰ
ὅλου του πλήθους ἡ ἀνάγνωσή τους. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουν πόσο ἦταν σ’
αὐτοὺς λυπηρὸ καὶ πικρὸ αὐτὸ τὸ ἔργο, τί ἐπινόησαν; Πρῶτα, βρῆκαν τρόπο
νὰ μὴν εἶναι ἐκεῖ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος πού συγκεντρωνόταν καὶ πρωτύτερα.
Δεύτερον, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο πού στὶς ἄλλες συνελεύσεις βρισκόταν στὴ
μέση ἀνοιχτό, τότε βρῆκαν τρόπο νὰ εἶναι κλειστό. Τρίτον, οἱ λαμπάδες
ἤσαν σβησμένες κι ὄχι ἀναμμένες ὅπως πρίν. Τέταρτον, τ’ ἀγάλματα τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου δὲν στέκονταν ὄρθια στὸ ἀλτάριο ὅπως
πάντα, ἀλλὰ γυρισμένα σὲ ὕπτια θέση, δηλαδὴ ἀνάσκελα. Στ’ ἀλήθεια (λέω
ἐγώ), ἔτσι ἔκαναν, ὅπως ἔπρεπε νὰ κάνουν.
Ἐπειδὴ τὸ νὰ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ἀνοιχτό, μπορεῖ νὰ σημαίνει ἴσως πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕτοιμος μὲ τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἀνοιχτή, γιὰ κείνους πού δὲν ἀθετοῦν τὰ θεία τοῦ λόγια. Ἀλλὰ γιὰ κείνους πού διαστρέφουν τὰ λόγια Του, γι’ αὐτὸ τοὺς ἀναθεματίζουν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὲς ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, "ἂν σᾶς κηρύξει κάποιος διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ κεῖνο πού σᾶς κηρύξαμε, αὐτὸς ἄς εἶναι ἀνάθεμα", γι’ αὐτοὺς λοιπὸν πού διαστρέφουν τὴν πίστη τὴν ἔχει κλειστὴ τὴν ἀγκαλιά Του. Κι αὐτό, δίχως ἄλλο σήμαινε ἐκείνη τὴ μέρα το κλείσιμο τοῦ εὐαγγελίου, παρόλο πού μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὸ ἔκαναν ἐκεῖνοι μὲ τέτοιο σκοπό. Ἀλλὰ λέω ὅτι σήμαινε αὐτό, πώς δηλαδή, ἀφοῦ οἱ Λατίνοι μέσα στὴν λεγόμενη κατ’ αὐτοὺς οἰκουμενικὴ σύνοδο καὶ στὸ καθολικὸ κριτήριο συναίνεσαν νὰ δεχτοῦν στὰ κεφάλια τους, τοὺς ἀναθεματισμοὺς ὅλων των Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὲς ἀκόμα τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, σήμαινε λέω, πώς εἶναι ἀδύνατο στὸ ἕξης νὰ ἔχουν αὐτοὶ εἴσοδο στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τὴν ὁποία διακηρύσσει κι ἔπαγγελλεταί το ἱερὸ εὐαγγέλιο, γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.
Εἶναι
εὔκολο ἀπ’ αὐτὸ νὰ καταλάβουμε καὶ τὴ σημασία τῶν σβησμένων λαμπάδων,
δηλαδὴ ὅτι ὄντας ἀφορισμένοι κι ἀναθεματισμένοι ἀπ’ ὅλες τὶς
Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, ἀκολουθεῖ το νὰ
εἶναι καὶ σκοτεινοὶ καὶ στερημένοι ἀπὸ θεία ἕλλαμφη. Γιατί τὸ φῶς τῶν
λαμπάδων στὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Γερμανὸς ὁ ὁμολογητής,
ὑποδηλώνει τὸ φῶς τῆς θείας χάρης.
Ἀλλὰ
καὶ τὸ πέσιμο τῶν ἀνδριάντων, δηλαδὴ τῶν εἰκόνων τοῦ Πέτρου καὶ Παύλου,
τί ἄλλο ἔπροκειτο νὰ σημαίνει, παρὰ πώς ὁ μισητὸς Πάπας κλώτσησε κι
ἀνέτρεψε τὴν ἀποστολική τους θεολογία καὶ ντρόπιασε τὸ ἀποστολικό τους
ἐπάγγελμα παίρνοντας αὐτὸς ἐξουσία στὸν ἑαυτό του, ὡς διάδοχος τάχα
ἐκείνων, τὴν ὁποία οὔτε καν σκέφτηκαν ἐκεῖνοι οἱ τρισμακάριοι Ἀπόστολοι
νὰ τοῦ τὴν δώσουν. Ἀλλὰ ἄς ἃς δοῦμε τί κατόρθωσε ὁ ἱερὸς Μάρκος μὲ τὴν
ἀνάγνωση τῶν Συνοδικῶν Ὅρων.
Ὅταν
βέβαια ἀρκετὴ κι ἀπὸ μόνη της ἡ ἀνάγνωση τῶν ΄Ὁρων γιὰ νὰ ἐπιφέρει κατὰ
τῶν Λατίνων τὴν τέλεια καταδίκη. Ἀλλὰ δὲν στάθηκε μόνο σ’ αὐτὸ ἐκεῖνος ὁ
πνευματικὸς ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ παρουσίαζε κι ἀπὸ τὸν
πνευματικὸ θησαυρὸ ὅσα ἦταν ἀναγκαία, δηλαδὴ προανάγγειλε κάθε Ὄρο μὲ τὰ
κατάλληλα προλεγόμενα. Καὶ στὸ τέλος τοῦ καθενὸς ΄Ὀροῦ ἔκανε
ἀναγκαιότατες καὶ ὤφελιμοτατες ἑρμηνεῖες καὶ στοχασμοὺς δίκαιους κι
ἔπακολουθους, ἐξηγώντας καὶ διασαφηνίζοντας τὴν ἀνάγκη πού εἶχε καθεμιὰ
ἀπὸ κεῖνες τὶς Συνόδους νὰ κάνει προσθήκη στὸ ἅγιο Σύμβολο. Κι ὡστόσο,
ὄχι μόνο δὲν τόλμησε στὸ Σύμβολο νὰ προσθέσει καμιὰ Σύνοδος κάτι, ἀλλὰ
μάλιστα τὸ περιτείχισαν καὶ τὸ περίφραξαν ὅλες ὁμόφωνα, μὲ τρομερὲς
κατάρες κι ἀναθέματα.
Συμπεράσματα μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν «΄Ὁρῶν»
Καὶ
τί, κατόρθωσε λέγοντας αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια; Θέλω νὰ τὸ ἀκούσετε
αὐτολεξεὶ ἀπὸ τὸν φιλαληθέστατο ἱστορικό, τοῦ ὁποίου τὰ λόγια εἶναι τὰ
ἕξης:
Ὅσοι
ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους Λατίνους παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ἡ ἀπὸ τοὺς ἐνάρετους
μοναχοὺς γιατί ἦταν πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς (ἦταν τότε, ἀλλὰ ὄχι καὶ σήμερα),
πού ἀκολουθοῦν ὄντως τὸ μοναχικὸ πολίτευμα, ὅταν ἀκόυσαν τοὺς ΄Ὅρους κι
αὐτὰ πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε
ποτὲ αὐτά, οὔτε μᾶς δίδαξαν γι’ αὐτὰ οἱ δάσκαλοί μας, καὶ τώρα βλέπουμε
ὅτι οἱ γραικοὶ (Γραικοὺς μᾶς ὀνομάζουν ἐξαρχῆς οἱ Λατίνοι ἐμᾶς τοὺς
Ἀνατολικούς), τὰ λένε πιὸ ὀρθὰ ἀπὸ μᾶς κι ὅλοι θαύμαζαν τὸν Ἐφέσου. Αὐτὰ
λέει ὁ Συρόπουλος.
Ἄλλα
τί νὰ ἔλεγαν τάχα ἐκεῖνα τὰ πλήθη θαυμάζοντας τὸν Ἐφέσου; Τὰ ἔγραψε ὁ
ἀγαπητός του ἀδελφός, ὁ προαναφερόμενος Ἰωάννης ὁ Νομοφύλακας, στὸ
δέκατο κεφάλαιο τῶν θαυμαστῶν του ἀντιρρητικῶν στὸν ψευδώνυμο ὄρο τῆς
ἀσύστατης ἕνωσης, δηλαδή:
"Αἰώνια
ἡ μνήμη σου ἅγιε Ἐφέσου. Καὶ πάλι, καλὸς εἶσαι ἐσύ, ὢ μακάριε ἄνθρωπε
τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάλι, Πνεῦμα Ἅγιο ὅμιλεῖ διὰ τοῦ στόματός του". Αὐτὰ κι
ἄλλα παρόμοια ἔλεγαν ἔπευφημουντες, στ’ ἀλήθεια κατάπληκτοι κι
ἀπορώντας γιὰ τὴν ἐναργῆ καὶ καθαρὴ ἀλήθεια τῶν λόγων του.
Κι
ἀλήθεια, ἂν δὲν ἔστεκαν ἐμπόδιο, ἡ ἑωσφορικὴ ὕψηλοφροσύνη καὶ τὸ
σατανικὸ παπικὸ πεῖσμα, τίποτα δὲν θὰ ἔλειπε γιὰ νὰ γίνει ἐκείνη τὴ μέρα
θεοφιλῶς κι ἀποστολικῶς ἡ τόσο πολυπόθητη ἕνωση. Γιατί ὁ θεοσοφὸς
δάσκαλος ἀπέδειξε τρανότατα μέσω τῶν Συνοδικῶν ΄Ὁρῶν, καὶ μ’ ὁρατὰ κι
ἁπτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἐπιχειρήματα ὅτι κάθε λογὴς προσθήκη στὸ ἅγιο
Σύμβολο, ἄς εἶναι κι ἀληθινή, ἔμποδιζεται ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῶν ἱερῶν
Συνόδων καὶ ὁποῖος κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι αὐτοκατάκριτος καὶ πολὺ
περισσότερο δτᾶν ἡ προσθήκη εἶναι ψευδὴς καὶ βλάσφημη.
Γι’
αὐτὸ καὶ ὅλοι, θαύμαζαν τὸν Ἐφέσου καὶ τὸν θαύμαζαν δίκαια, γιατί
σχεδὸν πεντακόσια χρόνια μετά, στὴν καρδιὰ τῆς Ἰταλίας, στὸ κέντρο τοῦ
λατινισμοῦ, ἀπέναντι στὸ πρόσωπο τοῦ ἰσόθεου Πάπα, αὐτὸς ὁ θεοσοφὸς
ρήτορας στηλίτευσε τὸν παπισμὸ καὶ κήρυξε καὶ φώναξε κατὰ τῶν Λατίνων
τοὺς ἀναθεματισμοὺς ὅλων των Οἰκουμενικῶν Συνόδων κι ἀπέδειξε σαφέστατα
κι ἀναντίρρητα, ὅτι ἴσχυριζομενοι πώς εἶναι σοφοί, μωράθηκαν
.
Ἡ ἀντίδραση τῶν παπικῶν μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν «Ὅρων»
"Ἐμεῖς
οὔτε τὰ εἴδαμε οὔτε τ’ ἀκούσαμε ποτὲ αὐτά, οὔτε μᾶς δίδαξαν γι’ αὐτὰ οἱ
δάσκαλοί μας… (λέει) κι ὅλοι θαύμαζαν τὸν Ἐφέσου", λέγοντας δηλαδὴ
ἐκεῖνα πού εἴπαμε παραπάνω.
Αὐτὸ
τὸ πρόβλεψαν πολὺ καλὰ οἱ προστάτες τοῦ ψεύδους καὶ γι’ αὐτὸ
ἀγωνίστηκαν μ’ ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσουν. Ἀλλὰ τὸ
αἴσθανθηκαν ἀκόμα περισσότερο, δτᾶν ἔμαθαν καὶ ἄκουγαν πώς τὰ πλήθη
σκανδαλίζονται βλέποντας φανερὰ πώς εἶναι πλανεμένα. Γι’ αὐτὸ καὶ
φρόντισαν τὸ γρηγορότερο τάχα ν’ ἀπολογηθοῦν σὲ κεῖνα τ’ ἀναντίρρητα
δίκαια. Ἀλλὰ οἱ ἀπολογίες τους δὲν χρησιμέυσαν σὲ τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ
ἐπιβαρύνουν καὶ νὰ φορτώσουν τὴν ἀκοὴ τοῦ πλήθους μὲ τὶς φλυαρίες καὶ
τὶς ἀπεραντολογίες τους, μιλώντας τρεῖς μέρες στὴ σειρά, τόσο ὥστε (ὅπως
γράφουν τὰ ἴδια τὰ πρακτικὰ ἐκείνης τῆς ψευτοσυνόδου), οἱ ἔκεῖ
διορισμένοι γραμματεῖς πού ἔγραφαν τοὺς λόγους τῶν διαλεγόμενων,
βλέποντας πώς τὰ λεγάμενα δὲν χρησίμευαν καθόλου στὴν ὑπόθεση, δὲν
ἔκριναν ἀναγκαῖο οὔτε νὰ τὰ γράφουν.
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὲς τὶς μακροσκελεῖς φλυαρίες, ἀνέλαβε τὸν ἀγώνα τῆς διάλεξης ὁ προαναφερόμενος Γουλιανὸς (καρδινάλιος Καισαρίνη), πού ὅπως τὸν περιγράψαμε, ἦταν καὶ μνημονικότατος καὶ διαλεκτικότατος ἀλλὰ μάταια σηκώθηκε ἐναντίον τῆς ἀλήθειας, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ντροπιαστεῖ δεύτερη φορὰ κι αὐτὸς κι οἱ ὅμοφρονες μ’ αὐτόν. Ἔπαθε κι αὐτός, ἔκεῖνο πού ἔπαθε πρὶν κι ὁ σοφιστὴς Ἰωάννης ὁ Ἰσπανὸς (ὁ Τουρκοεμάδα), δηλαδὴ μὴν ἔχοντας τί ν’ ἀπαντήσει στὶς θεόπνευστες ἐρωτήσεις τοῦ Μάρκου, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ προκείμενο κι ἀπαντοῦσε ἐκτὸς θέματος. Ἀλλὰ ὁ θεῖος Μάρκος τὸν πίεζε ἔντονα ν’ ἀπαντᾶ στὸ προκείμενο κι οἱ ἀπαντήσεις του νὰ εἶναι σύντομες. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ξέφευγε σοφιστικὰ κι ἀπαντοῦσε ἄλλα ἀντὶ ἄλλων κι ἐπιμήκυνε ὑπερβολικὰ τὶς ἀπαντήσεις του, γιὰ νὰ μὴν φαίνεται πώς δὲν ξέρει τί ν’ ἀπαντήσει.
Καὶ τί ἐπακολούθησε μετὰ ἀπ’ αὐτά; Πάλι οἱ ἐκεῖ παρόντες ἀκροατές, διακρίνοντας ὡς λογικοὶ τὴν ἀλήθεια καὶ περισσότερο οἱ ἐρημίτες κι ἔγκλειστοι μοναχοί, πού τότε ἀφήνοντας τὴν ἥσυχιά τους ἔτρεχαν ἐκεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν διαλέξεων περὶ πίστεως, αὐτοί, λέω, ὅλοι ἔλεγαν φανερὰ καὶ μὲ θάρρος, ὅτι ὅμολογουμενως οἱ Γραικοὶ κρατοῦσαν τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τηροῦσαν τὰ ὑγιῆ δόγματα. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ αὐτὸ διαφημιζόταν φανερά, οἱ αὔλικοί του Πάπα, ἀγανακτώντας ὑπερβολικὰ ἐπειδὴ κάποιοι Λατίνοι μοναχοὶ διακρίνουν καὶ καταλαβαίνουν τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐπισκιάσουν μ’ ὅλες τὶς μακρολογίες καὶ τὶς φλυαρίες τους, φώναξαν τοὺς μοναχοὺς κι ἄλλους τοὺς ἔδιωξαν, ἄλλους τοὺς ἔκλεισαν τὸ στόμα καὶ μ’ ἀπειλὲς καὶ προσταγὲς τοὺς ἔκαναν νὰ σιωποῦν, λέγοντάς τους πώς εἶναι ἀπαίδευτοι κι ἀγράμματοί της θεολογίας καὶ γι’ αὐτὸ στὸ ἕξης νὰ σιωποῦν καὶ νὰ μὴ μιλοῦν καὶ ταράζουν τὸ λαὸ [20.]
Νὰ λοιπὸν πού ἀκούσατε τί κατόρθωσε στὶς παροῦσες διαλέξεις ὁ θεοσοφὸς ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδὴ φανερὰ καὶ ὁμολογουμένως τους ἀπέδειξε, πώς εἶναι κάτω ἀπὸ τ’ ἀναθέματα τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πρόκειται νὰ μείνουν ἔτσι στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
8. Διάσπαση καὶ λιποταξία ἀπὸ τὴν Ὀρθή πίστη μερίδας Ἀνατολικῶν
Ἀλλὰ
ἀλοίμονο αἰσθάνομαι στὴν ψυχή μου ἀδυναμία καὶ θλίψη γιὰ τὴ συνέχεια
τῆς διήγησης. Ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Μάρκο κι ὅλοι
σχεδὸν οἱ ὑπόλοιποι τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ παρόλο πού αὐτὸς ἦταν ὁ
ἔξοχος ἀγωνιστής. τῶν ἄλλων ἡ βοήθεια ἦταν εἴτε ἀποῦσα εἴτε μηδαμινή,
τουλάχιστον δὲν ἦταν ἐχθροί, δὲν πολεμοῦνταν κι ἀπὸ τοὺς δικούς του ὁ
Μάρκος. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια, ἀλίμονο, οἱ ἄλλοι ὄχι μόνο δὲν βοηθοῦσαν,
ἀλλὰ ἄρχισαν νὰ εἶναι καὶ ν’ ἀναγνωρίζονται σὰν ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι
αὐτοῦ του Μάρκου ἀλλὰ πολὺ περισσότερο καὶ πολέμιοι τῆς ἀλήθειας.
"Γιατί
σὲ μᾶς, πού ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοι, τοῦ, ἀντὶ γιὰ τέτοιους,
ἀλίμονο, ἔβρισκε ἐχθρούς". Αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ σοφότατου Σχολάριου.
Ὁ Νίκαιας Βησσαρίων, ἀφοῦ εἶπε ἕνα λόγο πού εἶχε συνθέσει ὁ προαναφερόμενος Σχολάριος, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἱστορικός, σταμάτησε καί βουβάθηκε στὴ συνέχεια κι ἄρχισε ὁ ἀποστάτης καὶ ματαιόδοξος, νὰ ὀνειρεύεται τὴν καρδιναλικὴ πορφύρα, μὲ τὴν ὁποία, ὅπως λένε μερικοί, ὑπόσχονταν νὰ τοῦ ἱκανοποιήσουν τὴ φιλοδοξία του.
Ὁ
προαναφερόμενος Γρηγόριος, ὁ μᾶλλον σατανικὸς παρὰ πνευματικὸς
Γρηγόριος καὶ κάποιος δάσκαλος Ἀμηρούτζης, λιώνοντας ἀπὸ φθόνο γιὰ τὸν
ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, σὲ μία συνέλευση πού κατατρόπωνε τὸ σοφιστὴ κι
ἀπεραντολόγο Ἰουλιανό μὲ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τῶν λόγων του, καὶ
θριάμβευε μὲ τὴν ἀλήθεια στὸ μέσο τῆς συνόδου καὶ δεχόταν ἐκεῖνα τὰ
χειροκροτήματα ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους Λατίνους καὶ μοναχούς, σὰν νὰ λέμε ἀπὸ
τοὺς ἐνάντιους, κι ἀναγνωριζόταν καὶ κηρυσσόταν ὡς πνευματοφόρος, τότε
λέω, ἐκεῖνοι οἱ τρισκακοδαίμονες, ὁ φευδοπνευματικὸς κι ὁ Ἀμηρούτζης,
κάθισαν κι οἱ δύο σ’ ἕνα μέρος, δηλαδὴ πίσω.) καὶ μακριά, ἀπέναντι, ἀπὸ
τὸν ἅγιο κι ἐκεῖ καθισμένοι εἰρωνεύονταν ἔμπαιζοντας καὶ περιγελώντας
κρυφά τα λεγόμενά του.
Ἔτσι
συνηγοροῦσαν καὶ συναγωνίζονταν ἀντίθετα οἱ δικοί μας στὸν προασπιστὴ
τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀγωνιζόταν στὸ στάδιο ὑπὲρ τῆς εὔσεβειας.
Αὐτολεξεὶ
τὰ λέει αὐτὰ ὁ φιλαληθέστατος Συρόπουλος, ὁ ὁποῖος ἦταν κι αὖτος ἐκεῖ
παρὼν καὶ ἄκουγε τὸν ἀγωνιστὴ καὶ προασπιστῆ τῆς Ἐκκλησίας κι ἔβλεπε τὶς
εἰρωνίες καὶ τὶς ἄσεμνες χειρονομίες ἐκείνων τῶν προδοτῶν. Γι’ αὐτό κι
ἀγανακτώντας ὁ δύστυχος καὶ λυπημένος σφοδρὰ βλέποντας τὴν τόση
ἀθλιότητα, μὲ δάκρυα κι ἀναστεναγμούς, μᾶς ἄφησε γραμμένο αὐτὸ τὸ ἐπιφωνημά του: "Ἔτσι συνηγοροῦσαν καὶ συναγωνίζονταν ἀντίθετα οἱ δικοί
μας στὸν προασπιστὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀγωνιζόταν στὸ στάδιο ὑπὲρ
τῆς εὐσέβειας". Τὸ ἔγραφα καὶ δεύτερη φορά, γιατί παρόλο πού εἶναι
λυπηρὸ γιὰ τὴν ἐπιβουλή καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη ἐκείνων, ταυτόχρονα εἶναι καὶ
χαροποιό, γιατί φανερώνει πόσο ἄξιος εἶναι ὁ ἔπαινος γιὰ τὸν Μάρκο,
ἐκείνου πού προβάλλουμε ἐμεῖς γιὰ νὰ ἐπαινεῖται. Κι ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν
του δὲν κατάφερε τίποτα ἄλλο, παρὰ ν’ ἀναδείξει ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ καὶ πιὸ
ἔνδοξο αὖτον πού φθονοῦσαν. Γι’ αὐτο καὶ δίκαια ἐκεῖνοι οἱ ἀποστάτες
ὀνομάζονται φθονεροὶ κι ἐπίβουλοι καὶ προδότες τῆς δικῆς τους Ἐκκλησίας,
πονηρὰ δημιουργήματα καὶ σκεύη τῆς ἀπώλειας, ἐνῶ αὐτος ὀνομάζεται
ἄριστος ἀθλητὴς καὶ γενναῖος ἀγωνιστὴς κι ἀκατάβλητος κι ἀνίκητος
πρόμαχος τῶν Πατέρων του, καλὸς μαθητὴς καλῶν δασκάλων καὶ καύχημα καὶ
δόξα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
’Ἀλλὰ
ἐκεῖνοι, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸ διαβολικὸ φθόνο ἔτσι φέρονταν πρὸς τὸν
ἅγιο καὶ περισσότερο κατὰ τῆς εὐσεβοῦς πίστης, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἐκεῖνος
ἀγωνιζόταν ἔνθερμα. Στὴ συνέχεια ὅμως, κι ἄλλοι πολλοί, μὴ μπορώντας ν’
ἀντέξουν τὴ φωτιὰ τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ τὶς ἐκεῖ κακοπάθειες καὶ
ταλαιπωρίες κι ἄλλοι ὑπηρετώντας τὶς ἐπιθυμίες τοῦ βασιλιά, ἄρχισαν σιγὰ
σιγὰ νὰ προδίδουν τὴν πατρικὴ εὐσέβεια καὶ νὰ παρεκλίνουν θέλοντας καὶ
μὴ πρὸς στὸν παπισμό. Ἔτσι ὁ προστάτης τῶν ὀρθῶν δογμάτων, βρέθηκε στὸ
τέλος μόνος, ἔγκαταλελειμμενος σχεδὸν ἀπ’ ὅλους. Γί! αὐτὸ ἀναγκαστικὰ
εὕρισκε ἐχθρούς, ὄχι μόνο αὐτοὺς πού εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ τοὺς
παπιστές, ἀλλὰ χειρότερα ἀκόμα, τοὺς δικούς του, τοὺς ὅμοπιστους, τοὺς
ὁμογενεῖς καὶ τοὺς ὁμόδοξους.
"Γιατί σὲ μᾶς, πού ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοί του, ἀντὶ γιὰ τέτοιους, ἀλίμονο, ἔβρισκε ἔχθρους" (Σχολάριος).
Παρασκήνια καὶ οἰκονομικὴ τρομοκρατία
Εἶναι
ὅμως καλὸ καὶ ἴσως ὁ καιρὸς τὸ ἐπιτρέπει, ἐπειδὴ ἀναφέραμε ἐκεῖνες τὶς
κακοπάθειες, νὰ ποῦμε λίγο καὶ γι’ αὐτές, ὅσο συμβάλλει, στὴν παροῦσα
ὑπόθεση, γιοὶ νὰ φανεῖ ἡ ποιότητα τῆς δῆθεν ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς
ψευδοκαλοκαγαθία ς τῶν παπιστῶν πρὸς τοὺς δικούς μας κι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε τέλος πάντων ἡ κάκιστη καὶ ψυχοφθόρα ἐκείνη ἕνωση. Ἀπὸ αὐτὰ
μάλιστα θὰ λάμψει τὸ γενναιότατο κι ἀήττητο φρόνημα τοῦ δικοῦ μας ἡρῶα,
γιατί ἐκεῖνα τὰ μέσα καὶ οἱ τρόποι πού ὅλους τους ἄλλους τοὺς ὁδήγησαν
στὴν προδοσία κι ἀπώλεια, σ’ αὐτὸν τὸν Μάρκο ὑπῆρξαν ἄσκηση μεγάλης
ὑπομονῆς καὶ καρτερίας καὶ αἰτία ἀθάνατης καὶ μακάριας δόξας.
Ὅταν
οἱ δικοί, μᾶς ἔφτασαν στὴ Βενετία, ἀφοῦ τοὺς ὑποδέχτηκαν ὁ δούκας κι οἱ
ἔγκριτοί της Βενετίας καὶ τοὺς ἀνάπαυσαν μὲ μεγάλη τιμὴ καὶ
φιλανθρωπία, τοὺς ἔδωσαν ὕστερα καὶ συμβουλὴ νὰ μὴν πᾶνε ἀμέσως στὸν
Πάπα, ἀλλὰ νὰ σταθοῦν καὶ νὰ σκεφτοῦν μὲ ὑπομονη, πού τοὺς συμφέρει
καλύτερα νὰ πᾶνε, στὸν Πάπα ἤ στὴν σύνοδο στὴ Βασιλεία γιὰ τὴν ὅποια
μιλήσαμε πρίν. Καὶ τὸ ἔλεγαν αὐτό, ἐπειδὴ ἤξεραν, ὅτι ὅταν ἦταν ἀκόμα
στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔστειλαν μύνημα καὶ στὴ σύνοδο ἐκείνη μήπως καὶ
τοὺς δέχονται νὰ πᾶνε κι αὐτοὶ ἐκεῖ καὶ νὰ διαλεχθοῦν μὲ κείνους γιὰ τὴν
πίστη. Αὐτὴ τὴν πρόταση μετὰ χαρᾶς τὴν δέχτηκαν οἱ συνοδικοί της
Βασιλείας κι ἀντάλλαξαν μεταξύ τους συμφωνητικὰ γράμματα κι ἔστειλαν
πλοῖα καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ καλύψουν τὰ ἔξοδα κι ὅλα τ’ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ
ξεκινήσουν ἀπὸ τὴν Πόλη, τὰ ὁποῖα τ’ ἀθέτησαν ὅλα ὕστερα, γιὰ νὰ πᾶνε
στὸν Πάπα ἀφοῦ τοὺς μετέπεισαν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν Πάπα.
Γι’
αὐτὸ λοιπὸν οἱ ἄρχοντες τῆς Βενετίας τοὺς ἔλεγαν νὰ στοχαστοῦν μὲ
ὑπομονὴ μήπως τοὺς συμφέρει καλύτερα νὰ πᾶνε στὴ σύνοδο στὴ Βασιλεία.
΄Ὅταν τὰ ἔμαθαν αὐτὰ οἱ περὶ τὸν Πάπα, γιὰ νὰ μὴν τύχει καὶ πᾶνε στὴ
Σύνοδο στὴ Βασιλεία πού ἦταν ἔναντια καὶ πολέμια τοῦ Πάπα, βάλθηκαν νὰ
προτρέπουν καὶ νὰ παρακινοῦν ἔντονα τὸν Βασιλιὰ καὶ τὸν Πατριάρχη, γιὰ
νὰ ξεκινήσουν μία ὥρα νωρίτερα. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ κερδίσουν τὴ γνώμη
τους καὶ πρὶν ζητήσουν τὰ ἔξοδα, μοίραζαν τὰ φλουριὰ πλουσιοπάροχα.
Ὁ Βασιλιὰς ἀπάντησε: "Ἐπειδὴ εἶναι γιὰ λίγες μέρες, δῶσε πεντακόσια".
Κι ὁ παπιστὴς ἀπάντησε ὅτι :"Ἂν καὶ ὅρισες πεντακόσια, ἐγὼ δίνω ἑξακόσια. Ρώτησε τὸν Πατριάρχη κι εἶπε τριακόσια". Κι αὐτὸς εἶπε πάλι: Ὅρισες τριακόσια, ἐγὼ δίνω τετρακόσια".
Ώ, μεγάλη προθυμία κι ἀφθονία! Λίγες μέρες μετὰ ἔρχεται ἄλλος ἀπὸ τὸν Πάπα, καὶ φροντίζει νὰ τοὺς παρακινήσει νὰ ξεκινήσουν τὸ γρηγορότερο καὶ ξανὰ δίνονται πολλὰ φλουριὰ χωρὶς νὰ ζητηθοῦν, στὸν βασιλιὰ 1600 κι΄ ἄλλα τόσα στὸν Πατριάρχη. Κι΄ ἐπιπλέον στὸν Πατριάρχη ξεχωριστά, ἀργυρὲς πιατέλες καὶ λεκάνη ἀργυρὴ γιὰ τὸ νίψιμο τοῦ προσώπου του. Ἔτσι ὑποδουλωμένοι μὲ τέτοιους τρόπους καὶ τέτοια μέσα, πῆγαν μὲ τὸ μέρος τοῦ Πάπα. Ἐκεῖνοι λοιπόν, πού στὴ Βενετία μοίραζαν τὸ χρυσὸ μὲ τόση γενναιότητα, στὴ Φερράρα δὲν εἶχαν πλέον τὴν ἴδια προθυμία.
Ἀντίθετα, ὅταν οἱ δικοί μας ἀντιστάθηκαν στὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ Πάπα, γιατί, παρὰ τὴν ἀρχαία συνήθεια, ζητοῦσε νὰ καθίσει πάνω ἀπὸ τὸ βασιλιά, ἀμέσως σταμάτησαν τὸ σιτηρέσιο, παρόλο πού εἶχαν συμφωνήσει ἔγγραφιος νὰ δίνεται κάθε μήνα, ὅπως εἴπαμε. Κι ὅσο οἱ δικοί μας δὲν συμφωνοῦσαν νὰ ὁρίσουν τὶς καθέδρες ὅπως ἤθελαν ἐκεῖνοι, οὔτε τὸ σιτηρέσιο δόθηκε. Ἀλλὰ δόθηκε μόνο ὅταν ἔστησαν τὸν ἑωσφορικό του θρόνο ὅπως ἤθελαν. Αὐτὸ τὸν τρόπο μεταχειρίστηκαν καὶ στὴ συνέχεια καὶ πότε περνοῦσαν δύο μῆνες, πότε τρεῖς, πότε πέντε καὶ δὲν γινόταν καμιὰ ὑπόμνηση γιὰ τὸ σιτηρέσιο. Ἀλλὰ τί λέω ὑπόμνηση: Ζητοῦνταν καὶ ζητοῦνταν ἐπίμονα καὶ μὲ πολλὲς δεήσεις ἀλλὰ μάταια γινόταν κάθε δέηση. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ συγκατανεύσουν σ’ ὅτι ἤθελαν ἐκεῖνοι καὶ τότε νὰ δοθεῖ, ἀλλὰ καὶ τότε ἐλλιπὲς καὶ ὄχι ὁλόκληρο. Γι’ αὐτὸ κι ἀναγκάζονταν οἱ δύστυχοι, ἄλλοι νὰ πουλοῦν ἂν εἶχαν τίποτα ἄξιο λόγου, κι ἄλλοι νὰ βάλουν ἐνέχυρο κι αὐτὰ τὰ ἴδια τ’ ἀρχιερατικά τους ἐνδύματα, γιὰ ν’ ἀποκτήσουν μερικὰ ἔσοδα νὰ ζήσουν καὶ νὰ μὴν πεθάνουν ἀπὸ λιμό. Καὶ δὲν ἀναφέρω τὶς χαμαικοιτίες τῶν περισσότερων πού δὲν εἶχαν οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα γιὰ ν’ ἀναπαυτοῦν λίγο, οὔτε τὴν ἐποχὴ τοῦ παγετοῦ. Κι ὄχι γιὰ δέκα μέρες, ἡ τρεῖς ἑβδομάδες, ἤ το πολὺ γιὰ ἕνα ἑξάμηνο. Ἀλλὰ σχεδὸν τρία χρόνια ὕπεφεραν οἱ ταλαίπωροι αὐτὲς τὶς μεγάλες καὶ μακροχρόνιες κακοπάθειες κι ἐκεῖνα τ’ ἀθεράπευτα κακά. Ἀθεράπευτα βέβαια, γιατί δὲν μποροῦσε κανεὶς οὔτε νὰ φύγει καὶ νὰ γλιτώσει, γιατί δόθηκε βασιλικὸ πρόσταγμα στοὺς θυρωροὺς τῆς πόλης, νὰ μὴν ἀφήνουν Γραικὸ πού δὲν ἔχει βούλα, δηλαδὴ διαβατήριο ἀπὸ τὸ βασιλιὰ νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Κάποιοι κληρικοὶ πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη βρῆκαν τρόπο κι ἔφυγαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ὁ Πατριάρχης ἔγραψε ἀμέσως στὸν ἔπιτροπό του, νὰ θέσει σ’ ἀργία κι ἂν περιφρονήσουν τὴν ἀργία καὶ λειτουργοῦν, νὰ προστάξει τοὺς ὑπηρέτες νὰ τοὺς βγάλουν στὴ λεγάμενη λεωφόρο του Μιλίου, κι ἐκεῖ νὰ τοὺς δείρουν καταγῆς. Νὰ μὲ ποιοὺς τρόπους προχωροῦσε ἐκείνη ἡ ψευδὸ-σύνοδος στὸ σκοπό της, δηλαδὴ στὴν ἕνωση, τοὺς ὁποίους τρόπους τοὺς αὔξησαν ἀκόμα περισσότερο, ὥσπου ἔφτασαν αὐτοὺς τοὺς ἄθλιους στὸ σημεῖο τῆς ἔσχατης ἀνάγκης.
Πρὸς ἀλλαγὴ τόπου καὶ τοῦ θέματος
Ὅταν
ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὴν φυγὴ στὰ κρυφὰ ἔκεινών των κληρικῶν κι ἐπειδὴ
φοβήθηκε νὰ μὴν ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά τους καὶ πολλοὶ ἄλλοι καὶ
συγχρόνως θέλοντας νὰ περισφίξει ἀκόμα περισσότερο αὐτοὺς πού
ἐναντιώνονταν στοὺς σκοποὺς τῆς ψευτοένωσης, συσκέπτεται μὲ τὸν Πάπα κι
ἀποφασίζουν νὰ μεταφέρουν τὴ Σύνοδο στὸ ἐσωτερικό της Ἰταλίας κι ἐκεῖ νὰ
συζητήσουν ὄχι πλέον σχετικὰ μὲ τὴν προσθήκη, ἂν ἔγινε καλῶς ἡ κακῶς
στὸ ἅγιο Σύμβολο, ἀλλὰ γιὰ τὸ δόγμα, καθὼς πολλὲς μέρες πρωτύτερά του τὸ
ζήτησαν αὐτὸ μὲ μεγάλη βιασύνη οἱ παπιστές, δηλαδὴ ἂν στ’ ἀλήθεια τὸ
΄Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἡ ὄχι, πράγμα πού σημαίνει μὲ
λίγα λόγια, ὅτι ἀποφάσισε ἔκεῖ νὰ κάνει τὴν ἕνωση.
Στὰ
ἀλήθεια αὐτὸ φάνηκε φοβερὸ στοὺς περισσότερους, δηλαδὴ τὸ νὰ
ἐγκαταλείπουν καὶ τὶς συζητήσεις γιὰ τὴν προσθήκη, πού ἦταν τὸ
ἰσχυρότερο ὅπλο πηγαίνοντας σ’ ἄλλη πόλη καὶ νὰ σπαταλοῦν μάταια τὶς
μέρες τοὺς ἔκεῖ, μὴν ξέροντας, πώς ἐκεῖ σκεφτόταν ὁ ἀσύνετος νὰ κάνει
καὶ τὴν κάκιστη ἕνωση. Τελικὰ ἡ ἀπόφαση τοῦ βασιλιὰ ὑπερισχυσε τότε καὶ
πέρασαν στὴ Φλωρεντία, ἀπὸ τὴν ὁποία κι ὀνομάστηκε Φλωρεντινὴ σύνοδος
ἔκεῖνό το ἀποστατικὸ κι ἀντίχριστο συνέδριο. Καὶ τότε μόνο λοιπόν, ὅταν
συμφώνησαν καὶ στὰ δύο, τοὺς δόθηκε καὶ τὸ σιτηρέσιο, ὄχι ὅμως ὅσο τοὺς
ἔλειπε, δηλαδὴ πέντε μηνῶν, ἀλλὰ τεσσάρων. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες λοιπόν,
ἄρχισαν καὶ τὶς συζητήσεις, ἔφοσον οἱ Λατίνοι τὸ ζήτησαν μὲ σφοδρὸ πόθο.
Λόγοι ἀλλαγῆς θέματος διαλόγου
Ἀλλὰ ἔδω, ἴσιος κάποιοι ἄπειροι σὲ τέτοιου εἴδους ζητήματα, θὰ ἀπορήσουν, ὀχετικᾶ μὲ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποῖα οἱ Λατίνοι τὸ ζητοῦσαν ἐπίμονα, ἔνω οἱ δικοί μας δὲν ἦταν πρόθυμοι νὰ προσέλθουν σ’ αὐτὲς τὶς συζητήσεις. Κι ἡ ἀπάντηση εἶναι ἡ ἑξῆς: Στὴν προσθήκη γίνονταν οἱ Λατίνοι κατακριτέοι, ὅπως κι ἔγιναν ἀπὸ τοὺς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού ὁρίζουν κυριολεκτικὰ μὲ φρικτότατα ἀναθέματα, νὰ μὴν ἀφαιρέσει οὔτε νὰ προσθέσει κανεὶς οὔτε ἕνα γιώτα στὸ ἅγιο Σύμβολο. Γι’ αὐτὸ καὶ παρόλο πού φλυάρησαν πολύ, ὅπως εἴπαμε, θέλοντας νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἐπάρατη προσθήκη τους, καταλάβαιναν κι ἔξω ἀπὸ τὴν σύνοδο στὸ κόσμο λεγόταν φανερὰ κι ἄκου γάταν μὲ θάρρος, πώς ἡ νίκη τῆς ἀλήθειας εἶναι στὰ χέρια τῶν Γραικῶν. Γι’ αὐτὸ ἁγωνίστηκαν μ’ ὅλους τους τρόπους νὰ περάσουν στὶς συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὸ δόγμα, γιατί αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι ἕνα πλατὺ θέμα, καὶ γιὰ τὴ μία πλευρὰ καὶ γιὰ τὴν ἄλλη, δηλαδὴ τόσο γιὰ τοὺς Ἀνατολικούς, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Δυτικούς. Εἶναι ἕνα θέμα στὸ ὁποῖο μποροῦσαν νὰ παραβιάσουν καὶ νὰ παρερμηνεύσουν καὶ ρητά της θείας Γραφῆς. Μποροῦσαν νὰ φέρουν καὶ μαρτυρίες ἀπὸ θείους Πατέρες παλαιούς, ἄλλα μὲν ἀμφίβολα στὴν σημασία τους κι ἄλλα νόθα καὶ παραποιημένα. Καὶ τὸ μεγαλύτερο καὶ ἰσχυρότερο βοήθημά τους, ἦταν πού ἔλεγαν πώς ἔχουν λατινικὰ ρητὰ παλαιῶν δυτικῶν λατινικῶν ἁγίων, πού λένε τάχα φανερά, πώς τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ.[21]
Ὅταν
λοιπὸν οἱ Παπικοὶ ἔπροκειτο νὰ παρουσιάσουν αὐτὰ τὰ ρητὰ (ὅπως κι ἔγινε
ὕστερα στὴν πράξη), καὶ ὁπωσδήποτε ἔπροκειτο νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν
σύμφωνα μὲ τὴ δική τους ἑρμηνευτικὴ ἐκδοχὴ ἀκόμη καὶ τὴν θεία Γραφή,
ἦταν ἐπακόλουθο καὶ νὰ διακηρύξουν πώς ἀπέδειξαν τὴ δική τους γνώμη
λαμπρότερα κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Γὶ αὐτὸ στὴ συνέχεια ἦταν ἀνάγκη, εἴτε νὰ
πειστοῦν οἱ δικοί μας στὰ δικά τους λόγια καὶ νὰ δεχθοῦν ὡς ὀρθοδοξία
τὴν κακοδοξία τους, εἴτε ἂν δὲν συγκατένευαν ν’ ἀποδεχτοῦν τὴν παπικὴ
πλάνη τους, ἔπρεπε ἀναγκαστικὰ νὰ τοὺς κηρύξουν ὡς αἱρετικοὺς καὶ
κακοφρονες καὶ ὁ Πάπας νὰ δώσει ἄδεια νὰ τοὺς πιάσουν κι ἴσως καὶ νὰ
τοὺς φονεύσουν ὡς ἐχθρούς της πίστης κι ἀπειθεῖς καὶ περιφρονητὲς τῆς
παπικῆς του μεγαλειότητας. Όλα αὐτὰ οἱ δύστυχοι Ἀνατολικοί τα σκέφτονταν
καὶ πρὶν ξεκινήσουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πολὺ περισσότερό τα
σκύφτηκαν καὶ τὰ κατάλαβαν ἀφοῦ τὰ δοκίμασαν ἔμπρακτα κι εἶδαν πόσο
πεισματικοὶ καὶ φιλόνικοι εἶναι οἱ Δυτικοί. Οἱ ὁποῖοι, παρόλο ὁμολογουμένως φανερὰ ντροπιάστηκαν καὶ δὲν κατάφεραν ν’ ἀπολογηθοῦν μετὰ
τὴν ἀνάγνωση τῶν Συνοδικῶν Ὅρων καὶ τοὺς θεοσοφοὺς λόγους τοῦ ἁγιότατου
Ἐφέσου, ὅπως οἱ ἴδιοι, οἱ ὁμογενεῖς Ἰταλιώτες τους τὸ ὁμολόγησαν μὲ
θάρρος, παρόλο λέω πού μὲ τέτοιο τρόπο ἀποστομώθηκαν καὶ ντροπιάστηκαν,
ὡστόσο αὐτοὶ δὲν ντρέπονταν νὰ καυχιοῦνται ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ
πώς ἀπολογήθηκαν πληρέστατα καὶ πώς ὅλα ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ Ἐφέσου τ’
ἀντέκρουσαν μ’ ἀναντίρρητα ἐπιχειρήματα κι ἀπέδειξαν σαφῶς, ὅτι καλὰ κι
εὔλογα ἔκαναν τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο [22]
Νὰ
λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ δικοί μας ἀπέφευγαν ἐκεῖνες
τὶς συζητήσεις, ὄχι δηλαδὴ ἀπ’ ἔλλειψη ἀλήθειας, (γιατί ὅπως δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ λείψει τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λείψει ἡ
ἀλήθεια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ), ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴν πράξη κατὰλαβαν, πώς ὄχι μόνο εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀλλάξει γνώμη ἐκεῖνο τὸ ἔθνος καὶ
νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ φανεῖ πώς τόσους αἰῶνες ἦταν
πλανεμένοι, ἀλλὰ μάλιστα προέβλεπαν, ὅτι ἀμέσως μόλις ριχτοῦν σὲ κεῖνες
τὶς συζητήσεις θά συμβεῖ τὸ ἀντίθετο, ὅπως κι ἔγινε.
Ναὶ
τὰ σκύφτηκαν καλὰ αὐτὰ ὅλα καὶ πρὶν καὶ μετά, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν ν’
ἀντιλέγουν στὸ βασιλιά. Γι’ αὐτὸ καὶ μετέβηκαν στὴ Φλωρεντία, ὅπως
εἴπαμε κι ἀποδέχτηκαν αὐτὸν τὸν ἀγώνα τῶν διαλέξεων.
Ἀλλὰ
γιατί εἶπα ἀποδέχτηκαν; Κι αὐτὸν τὸν ἀγώνα στὴν Φλωρεντία μόνος ὁ ἱερὸς
καὶ μέγας Μάρκος τὸν διεξῆγε. Ὁ καλὸς καὶ λαμπρὸς καὶ μόνος ἄξιος
ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας, ὁ ὅποιος καὶ γιὰ τὴν λαμπρότητα τῆς
εὐαγγελικῆς του ζωῆς καὶ γιὰ τὴν ἐπισημότητα τῆς διπλῆς του ἰδιότητας,
τῆς ἀρχιερωσύνης ἔννοω, καὶ τῆς τοποτηρησίας ὅλων των θρόνων τῆς
Ἀνατολῆς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἱκανότητα καὶ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τῶν
λόγων του, αὐτὸς ὁ ἄνδρας ἦταν κι ἀναγνωριζόταν ὡς ἀρχηγὸς κι ἐπικεφαλῆς
καὶ κορυφαῖος της συνέλευσης τῶν Ἀνατολικῶν.
Στὴ Φλωρεντία
Ἔναρξη Συνόδου 26-2-1439
Εἶναι
ἀδύνατο ἀδύνατον νὰ περιγράψουμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ, σ’ ὅτι φορᾶ τὴ
παροῦσα ὑπόθεση, τὰ τότε γεγονότα στὴν Φλωρεντία ἀναλυτικά. Γι’ αὐτό, μὲ
μεγάλη συντομία θὰ δείξω τὸ θαῦμα τοῦ μέγα ἡρῶα. Ἔγιναν ἑπτὰ γενικὲς
συνελεύσεις στὸ παλάτι τοῦ Πάπα [τὸν Μάρτιο τοῦ 1439], Σ’ ὅλες μόνος
αὐτὸς φαινόταν ν’ ἀγωνίζεται, μόνο αὐτὸς ἀπαντοῦσε, αὐτὸς ἔλεγχε τὰ
σοφίσματα καὶ τὶς παρερμηνεῖες κι αὐτὸς μόνο φαινόταν στόμα τῶν
θεολόγιον καὶ ὕπερμαχός της πατροπαράδοτης πίστης. Καὶ γιὰ νὰ στολίσου
μὲ τὰ μαργαριτάρια τοῦ σοφότατου Σχολάριου τὴν ἱερή του κεφαλὴ λέει:
Ὑπεράσπιζε
τὸ πατρικὸ δόγμα, μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους. Γιατί σὲ μᾶς, πού
ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοί του, ἀντὶ γιὰ τέτοιους, ἀλίμονο, ἔβρισκε
ἐχθρούς.
Στ’
ἀλήθεια εἶναι ἀνυπόστατος ἐκεῖνος ὁ μύθος πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι
΄Ἕλληνες, ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν πλάση, εἶναι κάποιος ’Ἄτλας πού βαστᾶ ὅλο τὸν
κόσμο. Ἀλλὰ ἂν ἐκεῖνο ἦταν ὄντως μύθος, ὁ Μάρκος τῆς Ἐφέσου σίγουρα
στάθηκε πραγματικὸς κι ἀληθινὸς Ἄτλας, ἐπειδὴ αὐτὸς μόνος βάσταξε πάνω
του ὅλο το σύστημα τῶν Ἀνατολικῶν ἡ γιὰ νὰ τὸ πῶ ὀρθότερα τὴν Ὀρθόδοξη
Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄλλοι παρεξέκλιναν κι
ἐξαχρειώθηκαν, ἄλλοι ἀπὸ φθόνο, ἄλλοι ἀπὸ φόβο, ἄλλοι ἀπὸ κολακεῖες καὶ
μάταιες ὑποσχέσεις, κι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν πίεση τῆς μακροχρόνιας
ταλαιπωρίας καὶ τοῦ ἀναπόφευκτου λιμοῦ, κανένα ὅμως ἀπὸ τὰ προηγούμενα
δὲν μπόρεσε νὰ ἔχει τὴν παραμικρὴ ἐπιρροὴ σὲ κείνη τὴν ἀδαμάντινη ψυχὴ
τοῦ Μάρκου.
Ἀλλὰ
γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πώς ἐγὼ ἐπιχειρῶ νὰ ἐγκωμιάσω αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα τῆς
οἰκουμένης, πράγμα ἀδύνατο στὴ στεγνὴ ἀπὸ κάθε δροσιὰ ρητορικῆς
εὐγλωττίας γραφίδα μου, ἀκολουθῶ μόνο μὲ τὴ λιτή μου γλώσσα τὴν ἁπλὴ
διήγηση τοῦ λόγου, λέγοντας ὅτι στὸ τέλος, μ’ ἕναν ὁλόκληρο λόγο τὸν
ὅποιοσυνεθεσε μὲ τὴ σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ τὸν ὅποιοεκφωνησε στὴν
τελευταία, δηλαδὴ στὴν ἕβδομη συνέλευση [17.3.1439], μ’ αὐτὸν τὸ λόγο
ἀπέδειξε λαμπρότατα ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς κι ἀπὸ τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς
Συνόδους κι ἀπὸ τοὺς ἐπιμέρους ἅγιους καὶ τοὺς ἔγκριτους δασκάλους, ὅτι ἡ
Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἔχει καὶ διαφυλάττει ἐκείνη τὴν ἴδια πίστη, τὴν
ὁποία παρέδωσαν στὸ κόσμο οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, δηλαδὴ τὴν εἰλικρινῆ, τὴν
ἀληθινὴ κι ὀρθόδοξη.
Ἀπαγόρευση νὰ ὁμιλεῖ ὁ Μάρκος Ἐφέσου
Καὶ
μόλις εἶπε αὐτὸ τὸ λόγο ἀτὸ μέσον ὁ Μάρκος Ἐφεσου στό μέσον της Συνόδου,
σιώπησε στὸ ἑξῆς, ἐπειδὴ κατάλαβε καὶ πληροφορήθηκε, ὅτι οἱ παπιστὲς
ὅμοια σχεδὸν μὲ τὸ διάβολο, προτιμοῦν νὰ μείνουν στὴν κακοφροσύνη τους,
μόνο γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πώς ἔσφαλλαν. Παλιὸ χαρακτηριστικὸ στ’ ἀλήθεια
αὔτού του ἔθνους, τῶν Λατίνων ἐννοῶ, ἡ ἔπαρση, ἡ ὑπεροψία, ἡ ἀλαζονεία
κι ἀξιόπιστος μάρτυρας αὔτου εἶναι ὁ μέγας δάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ
φωτισμένος ἓξ οὐρανοῦ Βασίλειος, πού ἄκμασε τὸν τέταρτο αἰώνα, λέγοντας
γι’ αὐτούς, ὅτι :
«Οὔτε ξέρουν τὴν ἀλήθεια, οὔτε καταδέχονται νὰ τὴν μάθουν»
Ὅταν
σιώπησε λοιπὸν ὁ θεῖος Μάρκος, ἀναγκαστικὰ σταμάτησαν κι οἱ διαλέξεις.
Γιατί οἱ ἀγωνιζόμενοι δὲν εἶχαν στὸ ἑξῆς τὸν ἀνταγωνιζόμενο. Καὶ μάλιστα
δὲν πῆγε πιὰ οὔτε στὶς δύο κοινὲς συνελεύσεις πού ἔγιναν ἀκόμα [21.3
καὶ 24.3.1439]. Ἀλλὰ αὐτο λένε ὅτι τὸ ἔκανε καὶ δὲν πῆγε, μὲ βασιλικὴ
διαταγή.
Τί
ἔγινε ἔπειτα; Ἄραγε σιώπησε τελείως κι ἔκεῖνό το θεολογικότατο στόμα
ἔκλεισε; Μιμήθηκε τάχα κι αὖτος, κατὰ κάποιον τρόπο ἐκείνους τοὺς
λιποτάκτες καὶ προδότες τῆς πατροπαράδοτης πίστης; Ὄχι, μακάρι νὰ μὴν
κάνει κανεὶς τέτοιες ἄτοπες σκέψεις γιὰ τὸν δικό μας τρεῖς φορὲς ἄριστο.
Μάλιστα μπορῶ νὰ πῶ, ὅτι ἀπ’ αὖτό το σημεῖο καὶ μετὰ ἀρχίζουν τὰ
ὑπερθαύμαστα καὶ ὑπερφυσικά του ἀγωνίσματα καὶ παλέματα.
Γιατί
ναί, πρὸς τοὺς Λατίνους σιώπησε. Ἀλλὰ ἄνοιξε καὶ πλάτυνε ἐκεῖνο τὸ θεῖο
στόμα πρὸς τοὺς λατινόφρονες. Σταμάτησε: τὶς διαλέξεις μὲ τοὺς
Δυτικούς, ἀλλὰ τὶς ἄνοιξε ὕστερα μὲ τοὺς Ἀνατολικούς. Τώρα τὸν πόλεμο
τῶν ἑτερογενῶν παπιστῶν διαδέχτηκε ἐκεῖνος τῶν ὁμογενῶν οὐνιτῶν. Καὶ γιὰ
τὸ πώς ἔγινε, προσέξτε γιὰ ν’ ἀκούσετε ὄντως θαυμαστὰ κι ἐξαίσια
πράγματα.
9. Νοθεία τῶν Πατερικῶν κειμένων
Ὅπως πρέβλεπαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας ὅτι θὰ γίνουν τὰ πράγματα, ἔτσι καὶ ἔγιναν
Δηλαδή,
ὅταν σταμάτησαν οἱ συζητήσεις μὲ τὸν Μάρκο, οἱ Λατίνοι παρουσίασαν
τελικὰ ἐκεῖνα τὰ ρητὰ πού διαφήμιζαν πώς ἔχουν, τὰ ὅποια λένε ὅτι "τὸ
΄Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ". Αὐτοὶ ἔλεγαν, πώς τὰ ρητὰ
ἐκεῖνα εἶναι παλαιῶν δυτικῶν ἅγιων, πού εἶναι δηλαδὴ ἀποδεκτοὶ καὶ στὶς
δύο Ἐκκλησίες καὶ στὴ Δυτικὴ καὶ στὴν Ἀνατολική. Γι’ αὐτὸ καὶ
παρουσιάζονταν μὲ πολὺ θάρρος κι ἔλεγαν, νά, φανερά το λένε οἱ Δυτικοὶ
ἅγιοι, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Τί ἀπαντᾶτε
λοιπόν; Δῶστε ἀπάντηση σ’ αὐτά. Κι ἀποχοαρισαν στὰ ἰδιαίτερα,
περιμένοντας τὴν ἀπάντηση.
Ὁ
βασιλιὰς ἄρχικα εἶπε, πώς πρέπει οἱ δικοί μας νὰ κάνουν τὴ ζητούμενη
ἀπολογία καὶ αὐτὸ τὸ βάρος ἀνατέθηκε πάλι σ’ αὐτὸν τὸν μέγα δάσκαλο.
Ἐκεῖνος ἀπάντησε στὸ βασιλιὰ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:
Βλέπω,
λέει, ὅτι αὐτὲς οἱ διαλέξεις δὲν θὰ τελειώσουν ποτέ, οὔτε θὰ
ἀποκομίσουμε ἐμεῖς ἀπ’ αὐτὲς κάτι καλό. Γι’ αὐτό, προτιμῶ νὰ μὴν μιλῶ
ἄσκοπα καὶ νὰ διαμάχομαι μάταια. Ἐπειδὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβα χάρη πού μου
παραχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία σου βασιλεία, γιὰ νὰ πῶ ὅσα εἶπα στὴν
τελευταία ὁμιλία καὶ νὰ σταματήσω. Ἂν ὅμως ἐσὺ προστάζεις ἔτσι, ἄς
μιλήσει κάποιος ἄλλος κι ἄς δώσει ἀπολογία.
Ἔτσι
μίλησε αὐτὸς ὁ μέγας, ἀλλὰ ποιὸς ἄλλος βρισκόταν ἱκανὸς καὶ ποιὸς εἶχε
τόση δύναμη γιὰ νὰ πάρει ἄξια τὴ θέση του; Ἀλλὰ τί εἶπα ἄξια; Οὔτε στὸ
παραμικρὸ δὲν βρέθηκε ἄλλος ν’ ἀπαντήσει ὕστερα ἀπ’ αὐτόν. Μάλιστα κι ὁ
βασιλιὰς πού ἀπέβλεπε ὁλωσδιόλου στὴν ἕνωση καὶ ὄχι σὲ διάσταση καὶ
χωρισμό, ἐπειδὴ σκέψτηκε πώς ἂν ἄναγκασει τὸν Μάρκο νὰ κάνει τὴν
ἀπολογία, θὰ γράψει ὅπως ἤξερε νὰ γράφει, δηλαδὴ ἔπροκειτο ν’ ἀπαντήσει
πώς τὰ ρητὰ ἐκείνων τῶν Δυτικῶν ἅγιων ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δὲν τὰ
δέχεται, γιατί:
Πρώτον, διατηρεῖ ἄμφιβολιες μήπως εἶναι νόθα, δηλαδὴ ψευδεπίγραφα ἡ παραφθαρμένα.
Δεύτερον,
γιατί ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἀληθινά, πάλι δὲν τὰ δέχεται, ἐπειδή, πρῶτα,
προτιμᾶ τὸ δεσποτικὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔκεῖνο τὸ ἴδιο λέει, ΄ὅτι τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα "ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται"
καὶ δεύτερον, ἀκολουθεῖ τὴν αὐθεντία τῶν ἑπτὰ ἅγιων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ὅπου ὅλες διαβάζουν τὸ ἅγιο Σύμβολο χωρὶς τὴν προσθήκη.
Τρίτον, ἀκολουθεῖ τὴ συμφωνία ὅλων των ἔγκριτων δασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, τόσο
τῶν Ἀνατολικῶν ὅσο καὶ τῶν Δυτικῶν, βγάζοντας τοὺς τρεῖς ἐκείνους ἡ
τέσσερις Δυτικούς, στοὺς ὁποίους λένε ὅτι ἄνηκουν αὐτὰ τὰ ρητά. Γιατί
εἶναι μεγάλη ἄφροσυνη ν’ ἄφησει κανεὶς τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν Θεολόγων,
τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ προπάντων τὸ στόμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὁ
ὅποιος δίδαξε στοὺς ἄνθρωπους τὴν πίστη καὶ ν’ ἀκολουθήσει δύο ἡ τρεῖς
ἅγιους. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι δὲν γνωρίζουμε ἀπὸ ποιὲς αἰτίες, πού μποροῦσαν νὰ
ὑπάρχουν τότε, ἔφθασαν νὰ γρὰτ[ἰουν ἡ νὰ μιλήσουν ἔτσι (δηλαδὴ ἀκόμη
καὶ στὴν περίπτωση πού εἶναι δικά τους τὰ ρητά), κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ
ἄνθρωπινη ἀδυναμία εἶναι ἄρκετη αἰτία, ἀπὸ τὴν ὅποια ἦταν δυνατὸ νὰ
λαθέψουν κι ἐκεῖνοι ὡς ἄνθρωποι κι ὄχι ἀπὸ τὴν κακογνωμία τους.
Στοχαζόμενος, λέω, ὁ βασιλιὰς πώς ἔτσι περίπου ἔπροκειτο ν’ ἀπαντήσει ὁ μέγας θεολόγος, ὅπως καὶ τὸ εἶπε καὶ βεβαιότατα ἦταν ἔναντιόν της γνώμης του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔδωσε ἄδεια στὸ ἕξης νὰ ἔρθουν σὲ διαλέξεις μαζὶ μὲ τὸν Μάρκο τὸν Ἐφέσου. Κι ἄρχισε νὰ σκέφτεται ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ ἴσως κάποιος τρόπος καὶ κάποιο μέσο γιὰ νὰ ἕνωθουν, χωρὶς νὰ γίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἄδυνατα, δηλαδή, οὔτε οἱ Λατίνοι νὰ βγάλουν τὴ προσθήκη, οὔτε οἱ Ἀνατολικοὶ νὰ τὴ δεχτοῦν.
Πορεία πρὸς τὴν Οὐνίαν Ἕνωση
Ἔτσι ἀπὸ αὐτὸ ἄρχισαν τὰ μυστικὰ συμβούλια [’Ἀπρίλιο καὶ Μάιο τοῦ 1439]. Κάθε μέρα δὲν παρέλειπε νὰ συσκέπτεται, πότε μὲ τὸν Ρωσίας Ἰσίδωρο, τὸν μετέπειτα ἄναρριχηθεντα στὸ ἀξίωμα τοῦ καρδινάλιου, πότε μὲ τὸν Νίκαιας Βησσαρίωνα καὶ πότε μὲ τὸν πνευματικὸ Γρηγόριο, τὸν ὅποιον κι ἄνεδειξε μέγα πρωτοσύγκελλο, γιὰ νὰ ἔχει στὸ ἑξῆς καὶ μεγαλύτερη ἰσχὺ ὁ λόγος του. Αὐτοὶ τὸν πλησίαζαν, αὐτοὶ ἦταν οἱ καθημερινοί του συμβουλάτορες, ἡ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα, οἱ ἐκ δεξιῶν του δορυφόροι καὶ περιτρεχόμενοι. Μ’ αὐτοὺς λοιπὸν συσκεπτόταν γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς ἕνωτικους τρόπους καὶ τὰ μέσα κι αὐτοὺς ἄγαπουσε, κι αὐτοὺς τιμοῦσε καὶ τοὺς ἔκρινε ἄξιους κάθε εὔμενειας κι ἀποδοχῆς. Κι ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ρωμιοὺς πού ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ ἄλλο μέσο γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε, παρὰ νὰ βγεῖ ἡ προσθήκη ἀπὸ τὸ σύμβολο, αὐτοὶ χλευάζονταν καὶ περιψρονοῦνταν. Ἀκόμη μὲ μεγάλο θυμὸ ὑβρίζονταν βαριά, ἐπειδὴ εἶναι δῆθεν ἀπειθεῖς καὶ μὴ συνεργαζόμενοι στοὺς ἑνωτικους τρόπους, καὶ δὲν ἀγαποῦσαν το καλὸ πού ἐπροκειτο τάχα νὰ γίνει στὴν πατρίδα ἀπὸ τὸν Πάπα μετὰ τὴν ἕνωση [23]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν συνάχθηκαν ὅλοι μία μέρα ἀτὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ βασιλικὴ διαταγή, δημηγόρησε ὁ αὔτοκρατορας λέγοντας, ὅτι "στὸ ἕξης πρέπει νὰ ξέρει ὁ καθένας, πώς ἂν ἐναντιωθεῖ στοὺς τρόπους πού ζητοῦν νὰ βροῦν καὶ γίνει ἐμπόδιο στὴ ἕνωση, πρόκειται νὰ λάβει τὸν ἀναγκαῖο περιορισμὸ καὶ τὴν ποινὴ γιὰ τὴν αὐθάδειά του, γιὰ νὰ γνωρίζει, λέει, τὰ μέτρα καὶ ν’ ἀκολουθεῖ τὴν γνώμη τῶν πολλῶν".
Μάχη Μάρκου μὲ λατινόφρονες
Ἄλλα
ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσει Α καὶ νὰ μὴν ἐκπλαγεῖ μὲ τὸ θάρρος καί τὴ
γενναιότητα τοῦ θείου Μάρκου; Ἀμέσως ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ
φοβερὴ καὶ αὐστηρὴ δημηγορία τοῦ Βασιλιά, μόνο αὐτὸς ὁ Μάρκος βρέθηκε
ἐνάντιος στὶς δικές του ἀποφάσεις. Κι ὁ βασιλιὰς ρώτησε τοὺς παρόντες
λέγοντας, ὅτι ἂν οἱ Λατίνοι δέχονται τὸ ρητό του ἁγίου Μάξιμου, ἀπὸ τὴν
ἐπιστολὴ πρὸς Μαρίνο, τάχα δὲν εἶναι, καλὸ νὰ ἑνωθοῦμε γι’ αὐτὸ μ’
αὐτούς; Κι ἀμέσως τὰ δοχεῖα τοῦ Σατανᾶ, ὁ Ρωσίας, ὁ Νίκαιας καὶ ὁ μέγας
πρωτοσύγκελλος Γρηγόριος εἶπαν "ναί, βασιλιά, εἶναι τὸ καλύτερο". Κι
ἀγωνίζονταν νὰ τὸ παρουσιάσουν ὡς καλὸ καὶ νὰ πείσουν τοὺς πάντες νὰ τὸ
δεχτοῦν.
"Ὄχι", ἀπάντησε μόνος ὁ Μάρκος. "Ὄχι αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, γιατί οἱ
Λατίνοι πιστεύουν τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ πού λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καὶ πώς
πρόκειται νὰ ἑνωθοῦμε μ’ αὐτούς, ἂν ἴσως λένε μόνο μὲ τὰ λόγια ὅτι
δέχονται τὸ ρητό του ἅγιου Μάξιμου κι ἔπειτα αὐτοὶ νὰ πιστεύουν τὸ
ἀντίθετο κι ἀκόμα περισσότερο νὰ κηρύττουν στὶς Ἐκκλησίες τοὺς τὸ δικό
τους φρόνημα; Ὄχι (λέει), αὐτὸ δὲν γίνεται. Ἀλλὰ πρέπει πρῶτα αὐτοὶ νὰ
ὁμολογήσουν τὴν δική μας γνώμη καθαρὰ καὶ ἄδολα κι ἔτσι νὰ ἑνωθοῦν μέ
μας".
Εἶδες ἔνσταση ἀγαπητέ; Εἶδες ἀφοβία καὶ σταθερότητα γνώμης; Εἶδες
φρόνημα ὄντως ἐκκλησιαστικὸ καὶ πατερικό; Ἐκεῖνοι, λέει, νὰ ὁμολογήσουν
τὴ δική μας γνώμη. Καὶ πῶς; "καθαρὰ καὶ ἄδολα". Ὄχι δηλαδὴ μ’ ἀσάφεια,
ὄχι μὲ σοφίσματα, ὄχι μὲ τεχνάσματα καὶ πονηριά, ἀλλὰ "καθαρὰ καὶ
ἄδολα". Κι ἔτσι τί νὰ γίνει; Νὰ ἑνωθοῦν ἐκεῖνοι μέ μας, ὄχι ἐμεῖς μὲ
κείνους, ἀλλὰ κεῖνοι μέ μας, γιατί ἐμεῖς σταθήκαμε μὲ τὴ χάρη τοῦ
Χριστοῦ καλὰ καὶ σωστὰ ἐξαρχῆς στὸ ἀληθινὸ θεμέλιό της πίστης. Ἔμεῖς δὲν
ἀποκλίναμε ἀπὸ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι οἱ
ἀποκλίνοντες, οἱ ἀποσχισθέντες παπικοί, οἱ πλανηθέντες μακριὰ ἀπὸ τὴν
ἀλήθεια, ἐκεῖνοι νὰ ἔπιστρεψουν, ἐκεῖνοι νὰ ἑνωθοῦν μέ μας. ”Ω, μεγάλη
καὶ θεία ἀμυχή! Ω. ὑψηλὴ κι οὐρανόφρονη διάνοια!
Ἐπίθεση λατινοφρόνων κατὰ Μάρκου
Ὡστόσο,
παρόλο πού αὐτὸς ὁ θεῖος δάσκαλος μίλησε τόσο ἀκριβέστατα κι ἁγιότατα, ὑπερίσχυσαν οἱ περὶ τὸν βασιλιά, λέγοντας, ὅτι ἂν δεχτοῦν τὴν ἐπιστολὴ
τοῦ Μάξιμου, ἐπειδὴ γνώριζαν πώς ἦταν ἐλλιπής, ἑνωνόμαστε μέσω αὐτῆς μ’
αὐτοὺς κι ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἀμφιβολία μήπως δὲν τὴν δεχτοῦν, ἄρχισαν νὰ
σκέφτονται κι ἄλλους τρόπους καὶ μέσα γιὰ τὴν ἕνωση. Ἀλλὰ ὁ θεῖος
δάσκαλος, ξέροντας πώς δὲν ὑπάρχει (ἄλλο μέσο ἀκίνδυνο γιὰ τὴν ἕνωση
παρὰ νὰ βγάλουν ἐκεῖνοι τὴν προσθήκη ἀπὸ τὸ Σύμβολο, διαφωνοῦσε φανερὰ
καὶ χωρὶς φόβο μὲ τοὺς τρόπους πού ἐφεύρισκαν ἐκεῖνοι καὶ γιὰ νὰ πιὸ τὰ
ἴδια τὰ λόγια τοῦ ἱστορικοῦ, προέβαινε σὲ ἀντιπαράθεση. Γι’ αὐτό, αὐτοὶ
πού διαφωνοῦσαν μαζί του ἔδειχναν τὸ πάθος τους, ἀκόμα κι ἀπὸ τὴ θέση
πού κάθονταν. Γιατί κάθονταν ἀπέναντί του καὶ καταφέρονταν ἐναντίον τοῦ
μὲ μεγάλη ὁρμὴ καὶ ἄμετρο πάθος.
Σ’
αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ δύστυχος ὁ Ἀντώνιος Ἡράκλειας, βλέποντας τὴν ἐμπάθεια
καὶ τὸ φιλόνικο πνεῦμα αὐτῶν πού ἀντέλεγαν, τοὺς εἶπε:
"Στ’ ἀλήθεια παθιασμένα μιλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς". Τόσα πρόφτασε νὰ πεῖ. Κι ἀμέσως ὁ Νίκαιας καὶ ὁ Ρωσίας ἀπάντησαν μὲ θυμό:
Κοίτα πώς μᾶς βρίζεις; Τί κακὸ λέμε καὶ μᾶς βρίζεις;΄
Καὶ
ὁ Ρωσίας ἐπιχείρησε νὰ καταφερθεῖ ἐνοχλητικὰ ἐναντίον τοῦ Ἥρακλειας. Κι
ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ διέταξε τὸν Ρωσίας νὰ σωπάσει, καταφέρεται ὁ ἴδιος μὲ
θυμὸ ἐναντίον τοῦ Ἥρακλειας. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρει) αὐτολεξεὶ τὴ
λεκτικὴ ἐπίθεση τοῦ βασιλιά, λέω μὲ συντομία, ὅτι ἔκανε στὴν πράξη, αὐτὰ
πού εἶχε πεῖ προηγουμένως στὴ δημηγορία του κι ἔπιτιμησε, ὄνομαζοντας
τὸν ἀνίδεο, ἀπαίδευτο, χωριάτη κι ἀναίσχυντο κι ἔσωστρεφη καὶ βάναυσο
κι ἀναιδῆ κι ἄλλα πολλά, τὰ ὅποια ἔλεγε μ’ ἄμετρο θυμὸ κι ὀργὴ δύο καὶ
τρεῖς φορές, ξοδεύοντας μιάμιση ὥρα καὶ δείχνοντας μ’ αὐτό, καὶ μ’
ἐκεῖνες τὶς πολλὲς φοβέρες, μὲ πόσο πάθος ἐπιδίωκε τὴν ἕνωση κι ἄς
γινόταν ὅπως κι ἂν γινόταν καὶ πόσο δυσαρεστοῦνταν κι ὀργιζόταν ἐναντίον
ἐκείνων πού τὴν ἔμποδιζαν.
Ἀλλὰ
ἐδῶ γεννιέται μία ἀπορία. Τί μεγάλο κακὸ εἶπε ἐκεῖνος ὁ καλὸς ἀρχιερέας
καὶ ἀκοῦσε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ ὅσα ἄκουσε; Ὁ λόγος τοῦ Ἥρακλειας ἦταν
σύντομος. Στὶς διαλὲξεις δὲν ἦταν ἱκανός. Τί μεγάλο ἐμπόδιο λοιπὸν
ἔφερε πρὸς τὴν ἕνωση καὶ ξέσπασε μὲ τόση ὀργὴ ἐναντίον τοῦ ὁ βασιλιάς;
Τὴν ἕνωση πού ζητοῦσε αὐτὸς κανεὶς ἄλλος δὲν τὴν ἐμπόδιζε τόσο φανερὰ
καὶ σταθερὰ καὶ μὲ κάθε τρόπο, πάρα μόνο ὁ Ἐφέσου. Πῶς λοιπόν,
ἀφήνοντας αὐτὸν φανερὰ καὶ ὁμολογουμενως νὰ ἐναντιώνεται στὸ σκοπό του,
ξέσπασε ὅλη τὴν ὀργὴ τοῦ κατὰ τοῦ φτωχοῦ Ἡρακλείας; Βέβαια ἦταν ἄλλη ἡ
αἰτία ἔνω ἀντίθετα ἀνεχοταν τὸν Μάρκο, ἐπειδὴ δὲν τὸν ὑπολόγιζε ὡς ἕναν
ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀρχιερεΐς, ἀλλὰ τοῦ εἶχε μία ξεχωριστὴ ἐκτίμηση δηλαδὴ
τὸν σεβόταν καὶ τὸν τιμοῦσε καὶ ὡς σοφότατο καὶ ὡς ἁγιότατο ὅπως κι
ἔμπρακτά το ἔδειξε μετὰ τὸ τέλος τῆς συνόδου. Καὶ ὅτι ὁ Μάρκος σχεδὸν
μόνος του ἐμπόδιζε τὴν ἕνωση, τὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα ἐκείνης τῆς
ἱστορίας.
Βία κατὰ Μάρκου
Κάθονταν
λέει ὑποφέροντας καὶ λιώνοντας ἀπὸ τὴν πείνα ἐπειδὴ πάλι ὁ οὐρανὸς τοῦ
Πάπα, ὀργισμένος γιὰ τὴν σκληροκαρδία τῶν Γραικῶν πού δὲν ὑποτάσσονται,
ἔκλεισε γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ δὲν ἔβρεχε τὸ σιτηρέσιο. Κι ὅλοι ὕπεφεραν,
ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ "γενίτσαροι" τοῦ βασιλιά, ὡς
ἐνδεέστεροι καὶ πένητες, τόσο πού ἄλλος ἔβαλε ἔνεχυρό τα φτωχικά του
ροῦχα, ἄλλος πούλησε τ’ ἅρματά του. κι ἄλλος ἀναγκάστηκε νὰ κάνει κάτι
ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ἄλλα τελικά, ἐπειδὴ τὸ κακὸ δὲν
ἦταν μικρό, πιεσμένοι ἀπὸ τὴν ἔσχατη ἄναγκη, προστρέχουν στόν μέγα
πρωτοσύγκελλο πού τὸν ἔβλεπαν ὅτι εἶχε μεγάλο θάρρος μὲ τὸ βασιλιά, νὰ
μεσολαβήσει πρὸς τὴ βασιλεία του, γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήσει μὲ τ’ ἀπαραίτητα
ἔξοδα. Κι αὐτός, ἂν καὶ παρακάλεσε δύο καὶ τρεῖς φορές, δὲν κατόρθωσε
τίποτα. Γι’αὐτό, ἐπειδὴ ἔρχονταν πάλι, σ’ αὐτὸν καὶ μὴ μπορώντας ν’
ἄντεξει τὴν ἐνόχληση, τοὺς εἶπε:
"Πηγαίνετε
στὸν Ἐφέσου καὶ στὸν μέγα σακελάριο, καὶ κάντε μ’ αὐτοὺς ὅπως νομίζετε,
γιατί ἐκεῖνοι ἔμποδιζουν τὴν ἕνωση κι ἀπ’ αὐτοὺς ὑποφέρετε κι ἐσεῖς καὶ
ὅλοι ἐμεῖς. Καὶ δὲν πρόκειται νὰ καταφέρουμε νὰ ἐπιστρέφουμε στὴν
πατρίδα μας".
Παρέμβαση Παπικῶν
Ἀλλὰ ἄς ἔπανελθουμε στὸ προκείμενο. Πέρασαν πολλὲς μέρες κι οὔτε ἀπολογία δινόταν σὲ κεῖνα τὰ λατινικὰ ρητά, οὔτε μποροῦσε νὰ βρεθεῖ τρόπος καὶ μέσο γιὰ τὴν ἕνωση. ΄Ὅσα κι ἂν συσκὲφτηκαν μεταξύ τους οἱ Ἀνατολικοί, μ’ ὅσα κι ἂν συζήτησαν καὶ συσκέφτηκαν μὲ τοὺς Λατίνους, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ βασιλιὰς καὶ συνέρχονταν γιὰ πολλὲς μέρες, δέκα ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ δέκα ἀπὸ τὸ ἄλλο, γιατί ἴσως, λέει, ἀπὸ τὶς πολλὲς συσκέψεις, ἔπροκειτο νὰ βρεθεῖ ἐκεῖνο τὸ ἱκανοποιητικὸ μέσον γιὰ τὴν ἐπιθυμητὴ ἕνωση. Παρόλα αὐτὰ λέω, δὲν μπόρεσε νὰ βρεθεῖ ἄλλο μέσο, ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνο πού ἔλεγε ὁ μέγας δάσκαλος, δηλαδὴ ν’ ἀποβληθεῖ ἡ προσθήκη ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστης. Ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν Λατίνων ἦταν τὸ πλέον ἀδύνατο (γιατί, ἔλεγαν ἀποφασιστικά, ἐγκαταλεῖψτε αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατί ἀφοῦ προστέθηκε ἅπαξ, εἶναι ἀδύνατο νὰ βγεῖ). Ἔτσι οἱ Ἀνατολικοὶ ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ἐπίμονα μὲ δάκρυα καὶ θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν βασιλιά, νὰ ἐπιστρέφουν στὴ πατρίδα. ΄Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Πάπας ταράχτηκε. Κι ἔστειλε ἀμέσως καρδινάλιους κι ἐπισκόπους στὸν βασιλιὰ κι ὅπως ἦταν ὅλοι ἐκεῖ συγκεντρωμένοι μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλιά, δημηγόρησαν πάνω ἀπὸ δύο ὧρες, κατηγορώντας μὲ πίκρα καὶ αὐστηρότητα τοὺς δικούς μας γιὰ τὴν ἀμέλεια, τοὺς, λέγοντας κι ἀπαριθμώντας τὰ ὅσα ἀπὸ τὴν ἄρχη ὡς τότε ἔκανε ὁ Πάπας γι’ αὐτούς, δηλαδὴ πώς τοὺς ἔφερε ἐκεῖ μὲ δικά του πλοῖα κι ἔξοδα πού δὲν ἦταν εὐκαταφρόνητα γιὰ τόσο λαό, πώς τοὺς δέχτηκε καὶ τοὺς ἀνάπαυσε μὲ κάθε ἀγάπη καὶ τιμή, πώς τοὺς ἔτρεφε καθημερινὰ μὲ δικά του σιτηρέσια, ἤδη πάνω ἀπὸ δύο χρόνια, πώς δὲν ἔλειψε ποτὲ ἐκεῖνος ἀπ’ ὅσα ἦταν ἀναγκαία καὶ χρήσιμα στὸ θεῖο ἔργο τῆς ἕνωσης. Καὶ στὸ τέλος εἶπαν κι Ἀποφάσισαν, πώς εἶναι ἀνάγκη, εἴτε νὰ δεχτοῦν τὶς μαρτυρίες τῶν ἁγίων πού τοὺς παρουσίαζαν κι ἔτσι νὰ ἑνωθοῦν, εἴτε ἂν ἀμφιβάλλουν γι’ αὐτές, εἶπαν, ὅτι πρέπει νὰ συζητήσουν ὥσοτου λυθοῦν οἱ ἀπορίες τους καὶ προσχιορήσουν στὴ λατινικὴ ἀλήθεια κι ἔτσι καὶ πάλι νὰ ἑνωθοῦν. Αὐτὰ εἶπαν, θέλοντας νὰ τοὺς δώσουν μ’ αὐτὰ νὰ καταλάβουν, ὅτι χωρὶς νὰ γίνει ἕνωση, μάταια φαντάζονταν καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐπάνοδό τους στὴν πατρίδα.
Πιέσεις αὐτοκράτορα καὶ Πατριάρχου
Ὁ
βασιλιὰς ἤθελε βέβαια καὶ διψοῦσε γὶ αὐτὸ καὶ μαζί, μ’ αὐτὸν κι ὁ
Πατριάρχης, ὁ ὅποιος ἔδειχνε πάντα πώς δῆθεν δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ κινήσεις
τοῦ βασιλιὰ καὶ ὅμως πάντα ἀκολουθοῦσε σὰν ἀργυρώνητος δοῦλος. Αὐτὸ τὸ
ἤθελαν βέβαια κι ἄλλοι τρεῖς τέσσερις ἡ καὶ περισσότεροι, οἱ ὅποιοι ἀπὸ
μόνοι τους κι ἀπὸ καιρὸ ἔσπευδαν νὰ προσχωρήσουν στὸ λατινισμὸ κι ἀκόμα
περισσότερο αὐτοὶ ἔσπρωχναν καὶ τὸν ἴδιο τὸν βασιλιά. Ἀλλὰ δὲν ἦταν
εὔκολο νὰ μεταστρέψουν κι ὅλους τους ἄλλους, καὶ ἰδιαίτερα τὴν
ἀδαμάντινη ψυχὴ τοῦ Μάρκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μαλιστα δυνάμωναν κι ὅλοι οἱ
ἄλλοι κι ἀντιστέκονταν στὶς προσβολές.
Ἔτσι ἄρχισαν νὰ γίνονται συχνότερα τὰ μυστικὰ συμβούλια μεταξύ του
βασιλιὰ καὶ τοῦ Πατριάρχη καὶ αὐτῶν πού μελετοῦσαν αὐτὰ μαζί τους. Κι ὁ
Πατριάρχης ἄρχισε νὰ μιλᾶ γιὰ συγκατάβαση καὶ νὰ ὑποκινεῖ τὴν ἕνωση καὶ
τὴν εἰρήνη τῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὸ γένος. Καὶ τοὺς
παρακινοῦσε πατρικὰ νὰ μεταχειριστοῦν στὴν ἀνάγκη κάποια οἰκονομία καὶ
νὰ κάνουν κάποια παραχώρηση, ὥστε νὰ βροῦν μεγάλη βοήθεια γιὰ τὴν
ἀνασυγκρότηση τῆς πατρίδας μέσα ἀπὸ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς παπικούς. Καὶ
αὐτοὶ πού ἦταν παρόντες καὶ ἄκουγαν τὴν προσπάθεια πρὸς τὸν λατινισμὸ
καὶ ὅτι παρασύρονταν σιγὰ σιγὰ τὰ πράγματα πρὸς τὴν ἕνωση, ἀπαντοῦσαν μὲ
θάρρος σ’ αὐτόν, ὅτι "δὲν χωρᾶ συγκατάβαση στὰ ζητήματα τῆς πίστης". Κι
αὐτὸς πάλι ἀπαντοῦσε, ὅτι "μπορεῖ νὰ γίνει κι αὐτό, ἂν ἀποβλέψουμε στὸ
μέγα κέρδος πού πρόκειται ν’ ἀποκτήσουμε μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴ συγκατάβαση".
Πρὸς τὴν ὁμολογίαν Ἕνωσης-Οὐνίας
Ἐνῶ
ἔλεγαν καὶ μελετοῦσαν αὐτά, οἱ Λατίνοι στέλνουν στὸ βασιλιὰ ἔκθεση
πίστης, πού ἀνακήρυττε λαμπρὰ καὶ τρανὰ τὴ δική τους αἱρετικὴ παπικὴ
γνώμη, λέγοντας ἀποφασιστικά, ὅτι ἂν δεχτεῖτε κι ὁμολογήσετε ὅσα
περιέχονται σ’ αὐτή, ἄμεσως θά ἑνωθοῦμε. Ὁ βασιλιὰς ἔτυχε νὰ εἶναι
ἄρρωστος κι ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς μέρες, μαθεύτηκαν τὰ ὅσα αὐτὴ ἡ παπικὴ
ἔκθεση περιεῖχε κι ὅλοι πιὰ ἐκπλήσσονταν καὶ ταράζονταν κάπως,
ἄκουγοντας πώς ὁ βασιλιὰς πρόκειται νὰ τοὺς καλέσει γιὰ νὰ λάβει τὴ
γνώμη τοὺς ἐγγράφως. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν στὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ
βασιλικὸ πρόσταγμα, μαζὶ μέ τόν Πατριάρχη. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ἔκεῖνο πού
ἦταν ἀλήθεια κι ὅτι δὲν τοὺς κὰλεσε ἀμέσως, ἔξαιτιάς της ἀρρώστιας του.
Ἔπειτα μὲ πρόσταγμα ἀναγνώστηκε ἐκεῖνο τὸ λατινικὸ γράμμα κι ἄμεσως
ὅλοι, πλὴν ἀπὸ κείνους τοὺς τέσσερις, κι ἐννοῶ τὸν Ρωσίας, τὸν Νίκαιας,
τὸν Μυτιλήνης καὶ τὸν μεγάλο πρωτοσύγκελλο, ὅλοι οἱ ἄλλοι λέω, φώναξαν
μὲ πολὺ θόρυβο καὶ ταραχὴ λέγοντας:
"Πῶς
μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τέτοια ἔκθεση, ἡ ὁποία περιέχει ἐντελῶς τὸ
ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ πού πιστεύει ἡ δική μας Ἐκκλησία;" Τότε ἐκεῖνοι οἱ
τέσσερις ἀπάντησαν:
"Ἂν ἀλλάξουμε κάποια ἀπ’ αὐτὰ πού περιέχει αὐτή, μποροῦμε νὰ τὴν δεχτοῦμε;".
"Καὶ ποιὰ ἄλλαγη, ἀπάντησαν οἱ δικοί μας, μπορεῖ νὰ τὴ διορθώσει; Εἶναι ἀδιόρθωτη ἐξαρχῆς".
Ἀλλὰ ὁ Ρωσίας καὶ ὁ Νίκαιας ἄρχισαν ἄμεσως νὰ τὴν ὑπερασπίζονται καὶ ν’ ἀποδεικνύουν πώς μποροῦμε νὰ τὴ δεχτοῦμε κι εἶπαν:
«Ἔκ τοῦ», «διά τοῦ»
«Ἐπειδή, τὸ διὰ τοῦ Υἱοῦ, εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Οἱ ἀνατολικοὶ ἅγιοι λένε, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ, οἱ δυτικοὶ λένε ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Κι οἱ μὲν λένε διὰ τοῦ Υἱοῦ, οἱ δὲ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, συμφωνοῦν ὡστόσο σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ἔννοια, ἐκεῖνοι μὲ τὴν πρόθεση ΔΙΑ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν πρόθεση ΕΚ».
Λαὸς πολὺς στ’ ἀλήθεια, τὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Σύνοδος τῆς Ἀνατολῆς συγκροτημένη ὅλη σχεδὸν ἀπὸ λογάδες, περήφανη, μὲ τὸν Οἰκουμενικό της Πατριάρχη, λάμποντας μ’ αὐτοκρατορικο διάδημα, κίνησε ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρὸς τὴ δύση, γιὰ ν’ ἀλλάξει μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες τὴν πίστη της, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ κείνους πού ἤδη πεντακόσια χρόνια τους εἶχε ἀποβάλλει καὶ πολλὲς φορὲς τοὺς ἀναθεμάτιζε ὡς αἱρετικοὺς κι ἐτήσια μάλιστα, τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας. ’Ώ, μωρία, ω, ἀνοησία! Ὄντως ἔξισταται, ἔξισταται ὁ οὐρανὸς ἐναντίον τους. Ποιὰ γλώσσα λοιπὸν μπορεῖ νὰ ἐγκωμιάσει ἄξια αὐτὸν τὸν ἀληθινὸ ἱεράρχη πού μόνος, ἀνάμεσά σε τόσα πλήθη, περικυκλωμένος, μπόρεσε νὰ διαφυλάξει ἀμετακίνητο ἀπὸ τὶς ἄνομες βουλὲς τοὺς τὸ λογισμό του; Αὐτὸν βέβαια μακαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Δαβὶδ λέγοντας: «Μακάριος ὁ ἄνηρ, πού δὲν βάδισε μὲ τὴ γνώμη τῶν ἀσεβῶν, οὔτε πῆρε τὴν ὁδὸ τῶν ἁμαρτωλῶν κι οὔτε κάθισε στὴν καθέδρα τῆς ἀρρώστιας»
Τελικὴ προσπάθεια τῶν Λατινοφρόνων
Ἀλλὰ
παρόλο ποὺ τὸ ἱερό καὶ θεῖο ἐκεῖνο στόμα σώπασε κι ἔκλεισε ἡ πηγὴ τῆς
ἀλήθειας, εἶναι ὡστόσο ἀναγκαῖο ν’ ἀκολουθήσουμε μὲ συντομία τὴν ἱστορία
ἐκείνης τῆς ψυχοφθόρου ἕνωσης πού μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ αὐτὴ
πρόκειται νὰ μᾶς δείξει τὸ σκοπὸ καὶ τὸ ἔπισφραγισμά των ἀγώνων τοῦ
τέλειου καὶ λαμπρότατου νικητὴ καὶ τροπαιούχου του Μάρκου.
Ὅταν σώπασε λοιπὸν ὁ ἅγιος, οἱ γύρω ἀπὸ τὸν Νίκαιας, σ’ ἄλλη συνέλευση
πού ἔγινε μὲ Πατριαρχικὸ πρόσταγμα, διάβασαν τὰ ὑπὸ τοῦ Βέκκου
διεφθαρμένα ρητά των ἅγιων. Ἐκεῖνα δηλαδὴ πού ἔλεγαν, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀμέσως ὁ Πατριάρχης δέχτηκε τὰ ρητά των
ἁγίων, ὡς γνήσια τάχα καὶ δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἵου [Φιλιόκβε] μαζὶ μὲ
δέκα ἀρχιερεῖς. Οἱ περισσότεροι δὲν τὸ δέχτηκαν, μόνο ὅμως γιὰ κείνη τὴ
μέρα, γιατί ἀργότερα κι αὐτοὶ μὲ διάφορους τρόπους, γκρεμίστηκαν στὸ
βάραθρο τοῦ λατινισμοῦ, ἄλλοι μὲ φοβέρες, ἄλλοι μὲ κολακεῖες κι ἐλπίδες
κι ἄλλοι μὲ πλούσια τραπεζώματα, πού ἦταν τὸ πιὸ αἰσχρό, ν’ ἀνταλλάξουν
δηλαδὴ τὰ λαμπρὰ πρωτοτόκια τῆς πίστης τους, μὲ λίγη κοπριὰ τῆς κοιλιᾶς,
σὰν τὸν βέβηλο Ἤσαῦ.
Ἴντριγκες καὶ ρουσφέτια
Δὲν θὰ μιλήσω γιὰ ἴντριγκες καὶ τρόπους πού μεταχειρίστηκαν διάφοροι,
ὥστε νὰ μεταπείθουν καὶ νὰ ὑπογράφουν, ἀλλὰ θὰ πῶ μόνο γιὰ τὸν
Πατριάρχη.
Ὁ μηχανευόμενος κακὰ καὶ διεφθαρμένος γέρος, ὁ Πατριάρχης, προσκάλεσε
τὸν Τυρνόβου, τὸν Ἄμασειας καὶ τὸν Μολδαβίας καὶ τοὺς κατηγοροῦσε
λέγοντας:
"Πολὺ ὡραία τα κάνατε, δὲν εἶστε δικοί μου; Ἔγω δὲν φρόντισα νὰ
προκόψετε καὶ σᾶς προβίβασα; Δὲν ἔχετε ἀπὸ μένα ὅ,τι θέλετε; Δὲν ἀνήκετε
στὸ κελί μου καὶ στὴ φαμίλια μου; Πῶς δὲν ἀκολουθήσατε τὴ γνώμη μου,
ἀλλὰ ἄφησατε νὰ μὲ νικήσουν οἱ ἀντίπαλοί μου;".
Αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοιά τους εἶπε καὶ τοὺς δίδαξε καὶ τοὺς πῆρε μὲ τὸ
μέρος του. Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτούς, λέει., Θέλησε ὁ ἄθλιος νὰ δοκιμάσει ἂν
μπορέσει νὰ μετακινήσει κι αὐτὸν τὸν ἀσάλευτο στύλο τῆς πίστης τὸν Μάρκο
τὸν Εὐγενικό. Μεγάλο το μέγεθος τῆς μωρίας σου, ταλαίπωρε, ἀκόμα καὶ
πού ἄφησες νὰ σοὺ μπεῖ στὸ μυαλὸ ἡ ἰδέα γιὰ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τὸν
προσκάλεσε λοιπὸν κι αὐτὸν κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακινεῖ, νὰ τὸν παρακαλεῖ
καὶ νὰ τοῦ δίνει εὐχές.
Νὰ ἔχεις τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων, τοῦ ἔλεγε. Νὰ ἔχεις τὶς εὐχὲς τοῦ πατέρα
σου. Σ’ αὐτὲς σ’ ἔξορκιζω. Μὴν στέκεσαι ἐνάντια σ’ αὐτὸ τὸ θεῖο ἔργο τῆς
ἕνωσης. Συγκατένευσε καὶ σὺ λίγο γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια τοῦ γένους μας,
γιὰ νὰ γίνει κάθε καλὸ
Τέτοια εἶπε καὶ κίνησε "κάθε πέτρα", κατὰ τὴν παροιμία καὶ μηχανεύτηκε
τὸ καθετί, αὐτὸς ὁ κακότροπος καί, πολυμήχανος Πατριάρχης γιὰ νὰ
μεταπείθει κι ἐκεῖνον τὸν ἄδαμαντα (αὐτὴ εἶναι λέξη τοῦ ἴδιου του
ἱστορικοῦ). Τὴν ἀπάντηση τοῦ ἅγιου δὲν μᾶς τὴν ἄφησε γραμμένη ὁ
ἱστορικός.
’Ἀναφέρει ὅμως ὁ ἱστορικὸς ὅτι ὁ Πατριάρχης δὲν βρῆκε καλάμι πού
παρασύρεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, οὔτε φύση χαλαρὴ κι εὔκολη στὴν ὑπακοή. Ἀλλὰ
βρῆκε ψυχὴ καλὰ θεμελιωμένη πάνω στὴν πνευματικὴ πέτρα, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
καὶ γι’ αὐτὸ κι ἀπέτυχε στὸ σκοπό του, ὁ ἀνόητος καὶ μάταιος
λατινόφρονας Ἰωσήφ.
Συμφωνία ἕνωσης-Οὐνίας
Γιὰ
νὰ συντομεύσω τὸν λόγο, αὐτὰ γίνονταν γιὰ δύο μέρες καὶ τὴν τρίτη
συγκεντρώθηκαν στὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ πρόσταγμα. Κι ἀφοῦ προτάθηκε πάλι
ἡ ἀπόφαση, τοὺς ρώτησαν ὅλους, ἱερωμένους, ἄρχοντες, ὡς καὶ τοὺς
ὑπεύθυνούς των ἵματιων καὶ τοὺς γιατροὺς κι ὅλοι ἀποδέχτηκαν ὡς καλὴ τὴν
ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους. Κατόπιν, σύμφωνα μέτη συνήθεια, σηκώθηκαν
ὄρθιοι γιὰ νὰ πεῖ κι ὁ βασιλιὰς τὴ γνώμη του. Καὶ γιὰ νὰ μὴν γράψω κατὰ
λέξη ὅλη του τὴν ὁμιλία εἶπε ἐν ὄλιγοις, πώς τὴν παροῦσα σύνοδο δὲν τὴν
θεωρεῖ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη ἅγια κι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οὔτε ἀπὸ τὶς
ὑπόλοιπες πού ἀκολούθησαν τὴν πρώτη καὶ γι’ αὐτὸ ὁ καθένας ὀφείλει ν’
ἀκολουθεῖ τὴν ἀπόφασή της. Κι ἔτσι κι ἐγὼ λέει, πού εἶμαι χρισμένος
βασιλιὰς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὀφείλω ν’ ἀκολουθῶ τὴ δική της ἀπόφαση καὶ
τῶν περισσοτέρων μέσα σ’ αὐτὴ κι ἐπιπλέον νὰ ὑπερασπίζομαι αὖτα πού
ἀποφάσισε ἡ πλειοψηφία. Γι’ αὐτὸ λέω κι ὁμολογῶ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν
ἰσχὺ τῆς ἱερῆς βασιλείας μουςότι ἀκολουθῶ τὴν ἀπόφαση αὐτῆς τῆς ἱερῆς
συνόδου καὶ τῶν περισσότερων μέσα σ’ αὐτὴ ἀπαρέγκλιτα, ὥστε μὲ κάθε
τρόπο νὰ τὴν ὑπερασπίζομαι ἀπ’ ὅλους. Αὐτὴ εἶναι ἐν συντομία ἡ γνώμη τοῦ
βασιλιά.
Ἦταν νὰ τοὺς κλαῖνε κι΄ οἱ σκύλοι
Κι΄ ἀξίζει νομίζω ἐδῶ νὰ προσθέσω κι ἐγώ, ἐκεῖνο τὸ ἀξιοσημείωτο
γεγονὸς τὸ ὁποῖο διηγεῖται ἀμέσως μετὰ ὁ φιλαληθέστατος ἱστορικός.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κυνηγετικὰ σκυλιά, λέει, συνήθιζε ν’ ἀκολουθεῖ τὸ βασιλιά,
ὅσες φορὲς πήγαινε στὰ διαμερίσματα τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ βασιλιὰς καθόταν
πάνω στὸ θρόνο του καὶ τὸ σκυλὶ ἀνέβαινε καὶ κοιμόταν στὸ χρυσὸ
προσκέφαλο πού ἦταν μπροστὰ ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ χρησίμευε γιὰ ὑποπόδιο. Σ’
ὅλες τὶς συνελεύσεις πού γίνονταν στὸ διαμέρισμα τοῦ πατριάρχη, εἴτε
μιλοῦσε ὁ βασιλιὰς εἴτε σιωποῦσε, αὐτὸ πάντα καθόταν ἥσυχο καὶ σιωπηλὸ
πάνω στὸ ὑποπόδιο. Μόνο ἐκείνη τὴ φορά, ὅταν ὁ βασιλιὰς ἄρχισε νὰ λέει
τὴ γνώμη του, ἀμέσως ἄρχισε καὶ τὸ σκυλὶ νὰ γαβγίζει καὶ νὰ κλαψουρίζει.
Πολλοὶ ἐπιχείρησαν ἀμέσως νὰ τὸ ἐμποδίσουν καὶ νὰ τὸ σταματήσουν καὶ
κυρίως οἱ βασιλικοὶ ἀκόλουθοι πού ἔστεκαν δίπλα, ἀλλὰ μάταια. Δοκίμασαν
μὲ φωνὲς καὶ ραβδίσματα, ἀλλὰ τίποτα. Τὸ σκυλὶ δὲν σταματοῦσε. Ἔλεγε
ἄκαταπαυστά το σκυλίσιο του τραγούδι καὶ κλαψούριζε θρηνητικὰ κι
ἔξυψαινε σκυλίσια τραγωδία καί. συνόδευε γοερὰ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ τὰ
βασιλικὰ λόγια. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, φαινόταν πώς κρατοῦσε τὸ ἴσο στὴ
φωνὴ τοῦ ὁμιλητὴ καὶ τοῦ ἔδινε τὸ ρυθμὸ μὲ σκυλίσια μελωδία. Καὶ ὅπως οἱ
μουσικοὶ λαμπρύνουν τὶς καλλιφωνίες τῶν δασκάλων μὲ τὶς λεπτὲς φωνὲς
τῶν παιδιῶν καὶ τὶς καθιστοῦν μελωδικότερες, ἔτσι καὶ τὸ σκυλὶ ἐκεῖνο,
τραγουδοῦσε καὶ γάβγιζε διαπεραστικὰ καὶ διεκτραγωδοῦσε σκυλίσια κι
ἔψελνε στὸν ὀμιλούντα. Ἤ καλύτερα, κλαψούριζε, θρηνοῦσε καὶ κραύγαζε καὶ
δὲν σταμάτησε, παρὰ μόνο ὅταν σιώπησε κι αὐτὸς πού ἔλεγε τὴ γνώμη του.
Αὐτὸ τὸ παράδοξο κι ἀσυνήθιστο κι ἐξαίσιο γεγονός, ἀμέσως ἑρμηνεύτηκε
ἀπὸ τοὺς γνωστικούς, ὅπως ἔπρεπε νὰ ἑρμηνευτεῖ, δηλαδὴ πώς ὁ Θεὸς
ὑποκίνησε ἐκεῖνο τὸ ζῶο, ὅπως κάποτε τὸν γαίδαρο τοῦ Βαλαάμ, ἀτὸ νὰ
θρηνεῖ καὶ νὰ κλαίει τὴν προδοσία πού ἔκανε ὁ βασιλιὰς τοῦ Ὀρθόδοξου
δόγματος, γιὰ νὰ ἐλέγξει μὲ τὸ ἄλογο ὃν τοὺς λογικούς, πού σηκώθηκαν καὶ
παραφρόνησαν. Κι ἀφοῦ τελείωσε ἡ ὁμιλία τοῦ βασιλιὰ κι ὅλοι σχεδὸν
εἶπαν τὴ γνώμη τους, πώς δέχονται δηλαδὴ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους,
ἀμέσως ὁ βασιλιὰς πρόσταζε τοὺς βασιλικοὺς ὑπηρέτες, νὰ προσέχουν στὸ
ἕξης: "ὅποιον ἀκούσουν νὰ μιλᾶ ἔναντιόν της ἕνωσης καὶ νὰ ὑποκινεῖ
ταραχές, ὅπως ἀκούω, (εἶπε), πώς κάνουν κάποιοι καὶ διαφωνοῦν, ἀμέσως νὰ
τοῦ τὸ ἀναφέρουν" γιὰ νὰ ἐπιβαλλει σ’ αὐτοὺς τὴν πρέπουσα τιμωρία.
Ἐπίθεση Παπικῶν στὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας
Νόμισε λοιπὸν ὁ βασιλιὰς πώς μ αὐτοκατόρθωσε τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ κι ἔτρεξε στὸν Πάπα περιχαρής, δίνοντας αὐτὴ τὴν καλὴ εἴδηση, πώς ἡ Ἀνατολικὴ Σύνοδος δέχτηκε τὴ γνώμη τῶν Λατίνων καὶ δὲν λείπει τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ γραφτεῖ ὅρος, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ νὰ τὸν ὑπογράφουν καὶ τὰ δύο μέρη κι οἱ Ἀνατολικοὶ κι οἱ Δυτικοὶ κι ἔπειτα, μία μέρα νὰ γιορτάσουν τὴν κοινὴ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ μία κοινὴ λειτουργία σ’ ἕνα ναό, ντυμένοι ὅλοι μὲ τὰ ἱερά τους ἄμφια. Κι ἀμέσως μετὰ νὰ φύγουν. Αὐτὰ σκύφτηκε καὶ ζήτησε ὁ βασιλιάς, ἀλλὰ δὲν φάνηκαν αὐτὰ ἱκανοποιητικὰ στὸν Πάπα, χωρὶς νὰ τελειώσουν καὶ τὰ ἄλλα ζητήματα πού ἑτοίμασαν νὰ τοὺς παρουσιάσουν. Ἐπειδή, χάρηκαν μὲν μὲ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ τοὺς ἀπάντησαν, πώς ὁ ὅρος δὲν πρόκειται νὰ γραφτεῖ, ἂν δὲν διορθώσουν, ἡ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα, ἂν δὲν διαστρεβλώσουν καὶ τὰ ἄλλα ἔθιμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὅποια ἐκεῖνοι ὀνόμαζαν νεωτερισμοὺς καὶ παρεισφρήσεις. Ζητοῦσαν δηλαδή, νὰ δεχτοῦν οἱ δικοί μας τὰ ἄζυμα στὴ λειτουργία, τὸ δόγμα γιὰ τὸ καθαρτήριο, τὴν μοναρχία τοῦ Πάπα καὶ τέλος ν’ ἀποβάλλουν ἀπὸ τὴ λειτουργία τὶς ἐπικλήσεις, δηλαδὴ τὶς δεήσεις τοῦ ἱερέα γιὰ τὴν μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὡς περιττὲς καὶ νὰ πιστεύουν ὅπως ἐκεῖνοι, ὅτι δηλαδὴ τὰ μυστήρια τελειώνουν μὲ τὴν ἐκφορὰ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου.
Αὐτὰ
τάραξαν ὑπερβολικά τους Λατινόφρονες καὶ περισσότερο τὸν Βασιλιὰ καὶ
τὸν Πατριάρχη, γιατί φοβοῦνταν πώς εἰδικὰ γιὰ τὴ θεία λειτουργία, θὰ
γίνει μεγάλη ταραχὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἂν ἀκουστεῖ πώς ἄλλαξαν τὴ
λειτουργία τοῦ Χρυσόστομου καὶ τοῦ μεγάλου Βασιλείου, οἱ ὁποῖες εἶναι
ὁλοφάνερα συνθεμένες μὲ τὶς ἱερὲς ἐπικλήσεις τῆς μεταβολῆς.
Μεταχειρίστηκαν πολλοὺς τρόπους, πρόβαλαν μεγάλη ἀντίσταση, μέχρι πού ὁ
βασιλιὰς ἄγανακτισμενος, προσκαλεῖ τὸν μέγα δάσκαλο, τὸν Μάρκο καὶ τὸν
παρακαλεῖ νὰ γράφει γιὰ τὸ ζήτημα τῆς θείας μεταβολῆς τῶν τίμιων Δώρων.
Κι αὐτὸς πείστηκε νὰ γράψει κι ἀπέδειξε, ὅτι ἔτσι παρέδωσαν οἱ ἅγιοι
δάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας νὰ τελοῦνται τὰ θεία δῶρα στὴν Λειτουργία, ὅπως
τὰ ἁγιάζουν οἱ ἱερεῖς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ἔγραψε ὄντως καὶ τ’
ἀπέδειξε αὐτὰ ὁ θεοσοφὸς δάσκαλος, ἀλλὰ πότε ἔμαθε νὰ πείθεται αὐτὸ τὸ
πεισματάρικο γένος; Ἔκαναν τόσες συχνὲς κι ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις κι
ἐνστάσεις πρὸς τὸ βασιλιά, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ τὴν πολλὴ θλίψη, φώναξε μία
μέρα:
"Βλέπω ἀνθρώπους πού δὲν πείθονται καὶ φιλονικοῦν διαρκῶς γιὰ νὰ
ἐπιβάλλουν τὴ θέλησή τους. Ἀγωνίζονται τόσο γιά ν’ ἀναιρέσουν τὸ
καθετί, ὥστε θὰ μποροῦσε νὰ προλάβει καὶ νὰ πεῖ κάποιος ὅτι, ἂν ἴσως
ἕνας ἀπὸ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός μας, αὐτοὶ θὰ
φιλονικοῦν καὶ μία καὶ δύο μέρες καὶ μὲ κάθε τρόπο θὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ
ἀναιρέσουν καὶ νὰ ποῦν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός μας".
Νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του Λατίνους ὁ ἀπελπισμένος βασιλιὰς
κι ἄθελά του, ἐπιβεβαίωσε τὸν λόγο τοῦ μεγάλου Βασιλείου, πού ἔγραψε
ὅτι:
«Οὔτε γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, οὔτε δέχονται νὰ τὴν μάθουν»
Ὁριστικὴ ὑποχώρηση λατινοφρόνων στὴν Οὐνία
Τελικά, ἀφοῦ ἄντισταθηκε ἀρκετὰ καί πολλὲς φορές, σκεφτόμενος ὁ ἄθλιος αὔτοκρατορας πώς δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος οὔτε νὰ ζήσουν, γιατί ὁ οὐρανὸς τοῦ Πάπα ἔκλεισε διὰ μιᾶς, οὔτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν Ἰταλία, γιατί βρίσκονταν σὲ περιορισμό, τὰ ἔδωσε ὅλα ὅσα τοῦ ζήτησαν κι ἔτσι ἀποφασίστηκε νὰ γραφτεῖ ὁ ὅρος καὶ νὰ ὑπογράφει καὶ νὰ λάβει τέλος ἡ ἐπιθυμητὴ ἕνωση. Ὅλα τα προηγούμενα λοιπόν, οἱ συνελεύσεις, οἱ συζητήσεις, οἱ ἀντιπαραθέσεις, οἱ γνωμοδοτήσεις κι οἱ συγκαταθέσεις, ἀπέβλεπαν σ’ αὐτὸ τὸ σκοπό, σὰν νὰ λέει κανείς, πώς ὅλα ἐκεῖνα, ἦταν ὁ δρόμος πού ἔφερε σ’ αὐτὸ τὸ βάραθρο, τὸ ἄνοιγμα, τὴν πύλη τοῦ ΄Ἅδη.
13. Οἱ συκοφαντίες τοῦ Οὐνίτη γιὰ τὸν Μάρκο
Τί τάχα νὰ κάνει τώρα καὶ πώς νὰ διασφαλίσει τὸν ἑαυτό του κι ὅλη την Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὁ μόνος καὶ μέγας προστάτης της καὶ πρόμαχος; Αὐτὸ πάντως πού γράφει ὁ κοινὸς ψευδοχρονογράφος γι’ αὐτόν, εἶναι μύθος καὶ φλυαρία. Δηλαδὴ πώς ὁ ἅγιος ἔκοψε τὴ γενειάδα του κι ἀφοῦ ἄλλαξε καὶ τὸ ὑπόλοιπο σχῆμα του, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ σύνοδο. Φλυαρία λοιπὸν εἶναι αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Μάρκος ἔκλεψε τὴ νίκη μὲ τὴ φυγή. Καὶ παρόλο πού αὐτὸ δὲν δηλώνεται ρητά, στὰ τῆς πίστεως ὡστόσο εἶναι ἐπαινετό, γιατί φανερώνει πρώτον, μετριοφροσύνη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ δεύτερον, γιατί ἔτσι αἴρεται κι ἡ ἀφορμὴ τοῦ φόνου ἀπὸ τοὺς διῶκτες, ὅπως τὸ ἔκαναν κι ἄλλοι δύο ἐπίσκοποι, ὁ Γιουρτζίας καὶ ὁ Σταυρουπόλεως. Ὁ πρῶτος, ὅταν ἄρχισαν νὰ λένε τὴ γνώμη τους, ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὰ ροῦχα του, ἔκανε γιὰ λίγες μέρες τὸν τρελὸ καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔξαπατησέ τους θυρωροὺς καὶ ξέφυγε. Ὁ δεύτερος, δηλαδὴ ὁ Σταυρουπόλεως, τὴν ὥρα πού συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ ὑπογράψουν τὸν ὄρο, μπόρεσε κρυφὰ νὰ βρεῖ τρόπο (γιατί ἡ ἀνάγκη μᾶς κάνει ἐφευρετικοὺς) κι ἔτσι γλίτωσε κι. ἔφυγε. Ἀλλὰ γιατί ἀναφέρω μόνο αὐτούς; Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐκεῖνες τὶς μεγάλες του νίκες κατὰ τῶν Ἄρειανων τὶς κατόρθωσε, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες φυγές του. Καὶ σ’ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε ὡς κανόνα τὸ παράδειγμα τοῦ Δεσπότη μας, ὁ ὅποιος φεύγει στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴ βρεφοκτονία τοῦ Ἡρώδη.
"Νὰ μὴν ἀναγκαστῶ νὰ ὑπογράψω τὸν ὄρο. Γιατί αὐτὸ δὲν πρόκειται ποτέ νὰ τὸ κάνω, ὅ,τι καὶ νὰ γίνει"
Ὡστόσο λέω, ὁ λαμπρὸς ἀγωνιστὴς τῆς ἀλήθειας δὲν τὸ ἔκανε αὐτό.
Χρησιμοποίησε ἄλλον τρόπο, πιὸ ἐπαινετὸ κι ἀσφαλῆ. Ἃς τὸν ἀκούσουμε
αὐτολεξεί, ἀπὸ τὸν φιλαλήθη ἱστορικό μας.
Ὁ Συρόπουλος λοιπὸν λέει, ὅτι ὁ Ἐφέσου καθόταν σιωπηλὸς καὶ ὑπόφερε μ’
αὐτὰ πού γίνονταν (πρόσεξε τὸ ὑπόφερε, γιατί δείχνει, τὴν μεγάλη θλίψη
καὶ λύπη ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερε ἐκείνη ἡ θεία ψυχή, γιὰ τὴν προδοσία τοῦ
Ἀνατολικοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος). Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι πρόκειται νὰ γραφτεῖ
κι ὁ ὅρος, ξέροντας πώς θὰ τὸν φώναζαν καὶ θὰ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ
ὑπογράψει, πρόλαβε καὶ παρακάλεσε τὸν ἄρχοντα Δημήτριο (δηλαδὴ τὸν
ἀδελφό τοῦ βασιλιά), καὶ βάζοντας αὐτὸν νὰ μεσολαβήσει στὸ βασιλιά,
ἀνέφερε μέσω ἐκείνου τά ἑξής:
"Ἡ ἁγία σου βασιλεία ξέρει καλά, πώς ἐγὼ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ γίνω
ἀρχιερέας, οὔτε νὰ ἔρθω στὴ σύνοδο, γιατί ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐπιθυμοῦσα νὰ
διάγω ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἥσυχο καὶ μοναχικὸ βίο. Ἀλλὰ ἡ ἁγία σου
βασιλεία διέταξε καὶ μ’ ἀνάγκασε καὶ γιὰ τὰ δύο. Χωρὶς νὰ θέλω λοιπόν,
ἀναγκάστηκα νὰ δείξω τὴν ὀφειλόμενη ὑπακοὴ στὴν ἁγία σου βασιλεία. Κι
ἀποδέχτηκα καὶ τὸν κόπο καὶ τὸν ἀγώνα τῶν συνδιαλέξεων, ἀκόμα καὶ πάνω
ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου καὶ δὲν παράβλεψα, οὔτε ἀμέλησα τίποτα ἀπ’ ὅσα
μποροῦσα νὰ κάνω. Ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση πηγαίνει ἀνάποδα ἀπ’ ὅτι
φαινόταν στὶς συζητήσεις καὶ ὄχι ὅπου κατευθυνόταν μὲ τὸν διάλογο πού
ἔκανα, γι’ αὐτὸ τώρα κι ἐγὼ γιὰ ἀνταμοιβὴ τῶν πολλῶν μου ἀγώνων καὶ
κόπων, ζητῶ ἀπὸ τὴν ἁγία βασιλεία σου τὰ ἕξης: Πρώτον νὰ μὴν ἀναγκαστῶ
νὰ ὑπογράψω τὸν ὅρο. Γιατί αὐτὸ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὸ κάνω, ὅτι καὶ
νὰ γίνει (δηλαδὴ ἀκόμα κι ἂν κινδυνέψει ἡ ζωή μου). Καὶ τὸ ἄλλο πού σοῦ
ζητῶ, εἶναι νὰ ἐπιστρέψω στὴν πατρίδα προστατευμένος. Αὐτὰ ζητῶ καὶ
παρακαλῶ νὰ εὐεργετηθῶ ἀπὸ τὴν ἁγία βασιλεία σου".
Καὶ τελικὰ ὁ ἅγιος τά πέτυχε καὶ τὰ δύο, μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ ἄρχοντα
Δημήτριου. Γιατί ὁ βασιλιὰς δέχτηκε καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν θὰ
ἀναγκαστεῖ νὰ ὑπογράψει καὶ θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα μ’ ἐπιμέλεια καὶ
φροντίδα τοῦ βασιλιά. Ἔτσι ὑποσχέθηκε κι ἔτσι ἔκανε ὁ βασιλιὰς γιὰ τὸν
ἅγιο.
Ὡστόσο αὐτὸ γεννᾶ μεγάλη ἀπορία καὶ παρόλο πού εἶναι, ἀληθινὸ κι
ἀναμφίβολο γεγονός, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς εὔκολα καὶ χωρὶς
ἀμφιβολία.
Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ βασιλιάς, μὲ τοὺς μάταιους σκοπούς του καὶ τὶς ψεύτικες
καὶ κούφιες ἐλπίδες του, κίνησε μ’ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Σύνοδο καὶ πῆγε
στὴν Ἰταλία; Γιὰ τὴν ἕνωση πού ἐπρόκειτο νὰ γίνει, ἕνωση πού θὰ γινόταν
μέσον ὥστε νὰ βρεῖ τὴν ἀναγκαία στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ
Πάπα. Γι΄ αὐτὸν τὸν μυριοπόθητο κι ὀνειροφάνταστο σκοπὸ ἔγιναν ὅλα, ὄχι
μόνο ὅσα διηγηθήκαμε ὡς τώρα, ἀλλὰ καὶ ὅσα παραλείψαμε χάριν συντομίας.
Ἀλλὰ γιατί λέω γιὰ τὰ περασμένα; Τὰ παρόντα καὶ τὰ πρόσφατα εἶναι ἀνάγκη
ν’ ἀναφέρω, γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἡ ἀπορία μου εἶναι εὔλογη καὶ δίκαιη.
Ὑπογραφὲς τῶν ἀρχιερέων
Γράφτηκε
ὁ ὅρος καὶ συγκεντρώθηκαν στὰ βασιλικὰ δωμάτια μὲ πρόσταγμα γιὰ νὰ τὸν
ὑπογράψουν, πρῶτα οἱ Ἀνατολικοί, παρόντων καὶ κάποιων Λατίνων ἐπισκόπων,
πού εἶχαν σταλεῖ ἐκεῖ ἐπίτηδες. Ποιοὶ καὶ πόσοι λοιπὸν συνῆλθαν; Ὅλοι
πλὴν τοῦ Ἐφέσου. Καὶ δὲν τοῦ ζητήθηκε καθόλου νὰ ἔρθει. Ποιοὶ καὶ πόσοι
τὸν ὑπέγραψαν; Ὅλοι, ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν τελευταῖο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν
εὐσεβέστατο ἄρχοντα Δημήτριο, ἐπειδὴ εἶχε ἀναχωρήσει πρὶν ἀπὸ δύο μέρες
γιὰ τὴ Βενετία, ἔχοντας στὴ συνοδεία του καὶ τοὺς δύο σοφότατους
δασκάλους, τὸν Γεμιστὸ καὶ τὸν Σχολάριο, τὸν μετέπειτα ὀνομαζόμενο
Γεννάδιο. Ὁ Ἠρακλείας, τοποτηρητῆς τοῦ Ἀλεξανδρείας, πού στὶς
προηγούμενες διαλέξεις ἔδειξε ἀρκετὰ τὸν ζῆλο του καὶ φάνηκε σύμφωνος
καὶ βοηθὸς τοῦ ἁγίου καὶ στὶς γνωμοδοσίες μαζὶ μ’ αὐτὸν δὲν δέχτηκε τὸ "ἐκ τοῦ Υἱοῦ", τελικὰ ὑπέγραψε τὸν ὅρο. Ὁ Ἀγχιάλου, ὅταν ἑτοιμαζόνταν νὰ
πᾶνε ἀπὸ τὴ Φερράρα στὴ Φλωρεντία. ἔτυχε ν’ ἀκούσει τὸν Πατριάρχη, πού
εἶπε νὰ πάρουν μαζί τους λίγα πράγματα καὶ κυρίως τὰ ἱερά τους ἄμφια,
ἐπειδή, λέει, ἐκεῖ ἔπροκειτο νὰ γίνει κι ἡ ἕνωση. Τότε αὐτὸς ὁ Ἀγχιάλου
ἔδειξε τόσο ζῆλο, ὥστε μὲ δυνατὲς φωνὲς ἔλεγε: "Τί εἶναι αὐτὸ πού
ἀκούμε; Ἐμεῖς καταλάβαμε καὶ πληροφορηθήκαμε ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν
πείθονται μὲ κανένα τρόπο ν’ ἀλλάξουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὶς καινοτομίες
τους. Πῶς λοιπὸν πρόκειται νὰ γίνει ἡ ἕνωση; Σίγουρα δὲν συμβαίνει,
τίποτα ἄλλο, παρὰ οἱ δικοί μας ἀποφάσισαν νὰ δεχτοῦν αὐτὰ πού λένε οἱ
Λατίνοι. Γι΄ αὐτὸ λοιπὸν μᾶς ἔφεραν ἐδῶ; Γιὰ νὰ προδώσουμε τὴν εὐσέβεια,
μᾶς γι’ αὐτὰ τὰ σκεύη τῆς ἀπωλείας; Ἐγώ θὰ ἀπομακρυνθῶ καὶ θὰ τ’
ἀποφύγω αὐτά γιὰ νὰ μὴν ἀπολέσω τὴν ψυχή μου πού ἄκουει ὅτι θὰ γίνει
ἕνωση".
Κι αὐτὸς λοιπὸν ὁ καλὸς ἀρχιερέας, πού ἔδειξε τόσο ζῆλο καὶ κίνησε
μεγάλη ἀναταραχὴ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ στὶς γνωμοδοσίες, πράττοντας σωστὰ
δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, κι αὐτὸς ὅμως στὸ τέλος ὑπέγραψε.
Ὁ Μονεμβασίας, σὲ μία ἀπὸ τὶς προηγούμενες συνελεύσεις, ἐπειδὴ
ἀντιλήφθηκε τὸν σκοπὸ τοῦ βασιλιὰ πού ἔκλινε πρὸς τὸν λατινισμό, ἔδειξε
τόσο ζῆλο, ὥστε τόλμησε νὰ πεῖ στὸν ἴδιο τὸν βασιλιά:
"Ἅγιέ
μου Δέσποτα, πρόσεχε, γιὰ νὰ μὴν πράξεις καὶ σὺ τώρα, ὅπως ἔπραξε κι ὁ
βασιλιὰς Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος ὁ λατινόφρονας". Αὐτός λέω, πού τόσο
τολμηρὸς ὑπῆρξε προηγουμένως καὶ στὶς γνωμοδοσίες δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ
Υἱοῦ κι αὐτός τελικὰ ὑπέγραψε τὸν ὄρο.
Ὁ Τραπεζούντας, πού κι αὐτός ἔδειξε πρωτύτερα ζῆλο καὶ στὶς γνωμοδοσίες
δὲν δέχτηκε τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὑπέγραψε κι αὐτός στὸ τέλος. Καὶ παρόλο πού
δὲν εἶναι φανερὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιον ὑπέγραψαν αὐτοί, οἱ ὅποιοι δὲν
εἶχαν συναινέσει πρωτύτερα, ὥστοσο εἶναι φανερὸ πώς δὲν μπόρεσαν μέχρι
τέλους καί, θέλοντας καὶ μή, ἔγιναν προδότες καὶ δυστυχεῖς, αὐτοὶ πού
ὑπῆρξαν στέρεοι καὶ ζηλωτές.
Λοιπόν, ὅταν κι αὐτοὶ πού πρωτύτερα ἔδειξαν ζῆλο καὶ στὶς γνωμοδοσίες
δὲν δέχτηκαν τὸ λατινικὸ δόγμα ὑπέγραψαν, πώς λοιπὸν ὁ βασιλιὰς κάνει
αὐτή τὴ χάρη στὸν Ἐφέσου, πού ἦταν ὁ ἔξαρχος ὅλων κι ἦταν φανερὰ ἐνάντια
στοὺς σκοπούς του καὶ στὶς ἐπιδιώξεις του;
Ὑπογραφὲς ἀρχόντων λαικῶν
Ἡ ἀπορία μας αὐξάνει ἀκόμα περισσότερο. Αὐτὸς ὁ ἴδιος βασιλιὰς ὅπως εἴπαμε, ἔδιωξε ἀπὸ τὶς γνωμοδοσίες τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν κι ὁ ἱστορικὸς Συρόπουλος. Αὐτοί, ἐφόσον εἶχαν ἀποβληθεῖ, σώπασαν στὸ ἑξῆς καὶ τὸ θεώρησαν μεγάλη χάρη καὶ δοκίμαζαν μεγάλη χαρά, γιατί νόμιζαν πώς διαφύλαξαν τὴ συνείδησή τους καθαρὴ ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦ παπισμοῦ χωρὶς κόπο. Ἀλλὰ δὲν κράτησε γιὰ πολὺ ἡ χαρὰ τῶν δύστυχων. Γιατί ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ ὑπογράφουν κι αὐτοί. Ἐξανέστησαν καὶ ταράχτηκαν οἱ κακόμοιροι μὲ τὸ παράδοξο τῆς προσταγῆς. Καὶ τί δὲν εἶπαν καὶ τί δὲν πρόβαλαν ὡς δικαιολογία, καὶ πόσο δὲν παρακάλεσαν γιὰ νὰ γλιτώσουν. Ἀλλὰ ὁ βασιλικὸς ὑπηρέτης ἀπαντοῦσε πώς ὄχι, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπογράψουν τὴν ἐπόμενη. Στὸ τέλος ζήτησαν νὰ γίνει χάρη σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ πᾶνε μόνο στὴ λειτουργία τῆς ἕνωσης καὶ νὰ μὴν ὑπογράψουν, θεωρώντας τὴν ὑπογραφὴ μεγαλύτερο κακό. Ὁ βασιλιὰς ὅμως ἀπάντησε πώς ὄχι, αὐτὸς ζητᾶ καὶ τὰ δύο, καὶ νὰ ὑπογράφουν καὶ νὰ παρευρεθοῦν ὁπωσδήποτε. Γιατί λοιπὸν δέχτηκαν ὅλοι;
Θρῆνος καὶ ὁμολογία τοῦ ὑπογράφοντος Συρόπουλου
Θὰ χρησιμοποιήσω τὰ ἴδια λόγια τοῦ καλοῦ μας ἱστορικοῦ:
"Ὅταν εἶδα, λέει, τὴν πίεση καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πράγματος κι ὅτι
ἐγκαταλείφθηκα μόνος καὶ ὅτι ἀπὸ τὴ δική μου ἔνσταση δὲν θὰ ὑπῆρχε καμιὰ
βοήθεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἄντιθετα θὰ ἐπακολουθήσει σὲ μένα βλάβη
σωματικῆς, εἶπα κι ἐγώ, ἐπειδὴ ὁρίζει ὁ ἀφέντης μας ὁ βασιλιὰς ὅσα
ὁρίζει, κι ἐπειδὴ ὅλοι θεωροῦν ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον τῆς Πόλης καὶ
τῆς ὁμόνοιας τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ μὴ φανῶ ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὴν πατρίδα
μου καὶ δὲν ἐπιτρέπω τὴν ἀνασύσταση καὶ τὴν αὔξησή της, ἀλλὰ
ἐναντιώνομαι στὸ καλὸ καὶ τὴ βελτίωσή της καὶ στὴν ὠφέλεια τῶν
χριστιανῶν καὶ σ’ ὅλα τ’ ἄλλα πού ἀπαριθμοῦσαν ὑπέρ τῆς Πόλης, ἐξ
ἀνάγκης ἀκολούθησα τοὺς πολλούς, γιὰ νὰ ἐκπληρώσω τὸ βασιλικὸ θέλημα καὶ
τὴ διαταγή, διαμαρτυρόμενος καὶ τώρα, ὅτι οὔτε μὲ τὴ γνώμη μου, οὔτε μὲ
τὴ θέλησή μου θεωρῶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ὑγιῆ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας. Γιατί ὁ Θεὸς μόνο ξέρει τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς μου κι ὅτι οὔτε τὸ
δέχομαι αὐτό, οὔτε ὑπογράφω ἑκούσια. Κι΄ ἐπαφίεμαι στὴν εὐσπλαχνία του.
Τὸ κάνω λοιπὸν αὐτὸ πρὸς τὸ παρὸν καὶ πάλι εἶναι δυνατὸν σὲ μένα νὰ κάνω
αὐτὸ πού θέλω ἀργότερα στὸν ἑαυτό μου. Κι ἔτσι ὑπογράψαμε λέει, κι
ἐμεῖς οἱ δειλοί, ἀλίμονο, παρὰ τὴ θέλησή μας, ὅπως γνωρίζεις Ἰησοῦ
Χριστὲ Βασιλεύ".
Ὑπογραφὲς Ἡγουμένων
Τόση πίεση λοιπὸν δέχθηκαν ἀπὸ τὸ βασιλιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ὅπως εἰπώθηκε ὁ ἴδιος τούς εἶχε πρὶν ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ γνωμοδοτοῦν. Ἀλλὰ εἶναι, κι ἄλλο ἀκόμα σπουδαιότερο. Πρόσταζε νὰ ὑπογράψουν ἀκόμα κι οἱ ἡγούμενοι τῶν μοναστηριῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὅταν ρωτήθηκε ὁ Πατριάρχης πρέπει κι αὐτοὶ νὰ λένε τὴ γνώμη τους στὶς συνελεύσεις, ἀπάντησε ἀρνητικά, γιατί ἰσχυρίστηκε πώς εἶναι ἀχειροτόνητοι καὶ δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζονται οὔτε ἡγούμενοι. Ἀκόμα κι αὐτοὺς λέω, πού ὡς τότε ἦταν ἀπόβλητοι ἀπὸ τὶς γνωμοδοσίες ὡς δῆθεν ἀχειροτόνητοι, τότε τοὺς πρόσταζε κι αὐτοὺς νὰ ὑπογράψουν καί. ὑπέγραψαν.
Ἥττα τοῦ Πάπα νίκη τοῦ Μάρκου
Ὁ
βασιλιὰς λοιπόν, ἐπέφερε μεγάλη πίεση σ’ὅλους γενικὰ κι ἔκανε τὰ πάντα
κι ἐνεργοῦσε ἔτσι, ὥστε νὰ εὐχαριστήσει τὴν καρδιὰ τοῦ Πάπα καὶ νὰ τοῦ
δείξει μὲ κάθε τρόπο, πώς μπόρεσε νὰ πείσει ὅλους τούς Ἀνατολικούς, νὰ
ὑποκλιθοῦν στὴ δική του λατρεία καὶ πώς ὅλοι ἐξίσου μαζὶ μ’ αὐτόν,
δέχονται ὁλόψυχά τό δόγμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς
Λατίνους. Κι ἀποβλέποντας σ’ αὐτό, ἀνάγκασε ὡς καὶ τοὺς ἀχειροτόνητους
νὰ ὑπογράψουν. Πῶς λοιπὸν δέχτηκε ν’ ἀφήσει ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴ στάση
αὐτὸν τὸν ἱερὸ Μάρκο, πού δὲν ἦταν ἕνας ἀφανής, οὔτε ἄσημος ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ὁ πλέον ἐπίσημος καὶ γνωστὸς στὸν Πάπα ὅσο κανένας ἄλλος;
Καὶ γιὰ νὰ δείξω τὴ σημαντικότητα τοῦ προσώπου του, λέω, ὅτι ὁ Πάπας
τὸν εἶχε σὲ τόση ὑπόληψη, ὥστε θεωροῦσε πώς εἶχε τόση ἰσχύ, ὅση δὲν
εἶχαν ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀνατολικοί. Καὶ λίγο εἶπα. Ὅση ἰσχὺ δὲν εἶχε ὅλη
μαζὶ ἡ Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ σύνοδος μαζὶ μὲ τὸν μέγα Πάπα ἐπικεφαλῆς.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς πώς αὐτὸ εἶναι δική μου ὑπερβολή, θὰ σᾶς
φέρω τὸν ἴδιο τὸν Πάπα νὰ τὸ δείξει.
"Δὲν καταφέραμε τίποτα"
«facimus nihil»
Ἀφοῦ
ὑπέγραψαν, λέει ὅλοι οἱ ἀνατολικοὶ στὰ βασιλικὰ δωμάτια, πῆγαν τὸν ὄρο
καὶ στὸν Πάπα, γιὰ νὰ ὑπογράψει κι αὐτὸς κι ἡ δική του σύνοδος. Καὶ ὁ
βασιλιὰς ἔστειλε καὶ πολλοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες
πρὸς τιμὴ τοῦ Πάπα, μεταξύ των ὁποίων ἦταν παρὼν κι ὁ ἴδιος ὁ
Συρόπουλος. Ὅταν ὁ Πάπας, λέει, πῆρε τὸν ὄρο στὰ χέρια του κι εἶδε καὶ
τὶς δικές μας ὑπογραφὲς σ’αὐτόν, ὑπέγραψε κι, αὐτός. Ἔπειτα ρώτησε ἂν
ὑπέγραψε ὁ Ἐφέσου. Κι ὅταν ἀκοῦσε ὅτι δὲν ὑπέγραψε, εἶπε:
"Λοιπόν, ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑΜΕ ΤΙΠΟΤΑ - facimus nihil"
Ἀκοῦς τί ἀποφάσισε; Λοιπὸν λέει, δὲν κάναμε τίποτα, δὲν κατορθώσαμε τίποτα. Ἐπιθυμεῖ ὁ Πάπας νὰ ’χει τὸ ἀναμάρτητο στὶς ἀποφάσεις του; ναὶ αὐτὸ τὸ θυμίαμα οἱ λατρευτές του ἡ ὀρθότερα οἱ δικοί του, τὰ παράσιτά του, τοῦ τὸ δίνουν πλουσιοπάροχα. Αὐταρχικὰ καὶ δογματίζοντας τ’ ἁρπάζουν ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ τοῦ τὸ δίνουν καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι καὶ πρῶτος καὶ ἀλάθητος. Μὰ ἂν σ’ αὐτὸ τοῦ φράζει τὸ στόμα ὁ Δαβίδ, λέγοντας: "κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης", ὡστόσο, σὰν ἄλλος Καϊάφας, δὲν ἔσφαλλε ὅταν εἶπε τὴν φράση "Δὲν καταφέραμε τίποτα". Εἶπε μία ἀλήθεια πού ἀξίζει νὰ γραφτεῖ ὄχι μὲ μελάνη, ἄλλα, μὲ χρυσὰ γράμματα. Ἐπειδὴ ἦταν Πάπας καθισμένος στὴν καθέδρα τοῦ Πέτρου κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μάλιστα, θεωροῦνταν ὡς ἡ κεφαλὴ ἐκείνης τῆς ψευδοοικουμενικῆς συνόδου κι εἶπε μία τέτοια φράση μπροστὰ στ’ αὐτιὰ ὅλης ἐκείνης τῆς συνόδου κι ὅλου τοῦ παρευρισκόμενου λατινικοῦ πλήθους. Λοιπὸν ἀποφάνθηκε ἔτσι ὥστε κύρυξε κι ὁμολόγησε λαμπρὰ τὸν Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ὡς ὑπέρτερο, ὡς τὸν πιὸ κατάλληλο γιὰ ἄξιωμα καὶ πιὸ ἄξιοπιστο, ὄχι μόνο ἀπ’ ὅλους τους ἀνατολικούς, ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸν ἀκόμα τὸν μέγα Πάπα τῆς Ρώμης, τοῦ ὁποίου ἡ ἀπόφαση θέλουν νὰ εἶναι χρησμὸς τοῦ οὐρανοῦ.
"Δὲν καταφέραμε τίποτα λοιπόν".
Μία μαρτυρία στ’ ἀλήθεια, μετὰ τὴν ὁποία δὲν χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο, γιὰ νὰ δείξουμε τὴν μεγάλη ὑπόληψη πού τοῦ εἶχαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί του καὶ μάλιστα ἐχθροὶ θανάσιμοι. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ παπικοῦ στόματος, δὲν παρουσιάζουν καμιὰ δυσκολία, ὥστε νὰ δεχτεῖ ὁ καθένας τὴν ἁπλούστατη κι ἄβιαστη ἕρμηνεια πού τοὺς ἔδωσα.
14. Θεολογικὰ πορίσματα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Πάριου
΄Ὅλα
αὐτὰ δὲν διέφευγαν τῆς προσοχῆς τοῦ βασιλιά. Ἤξερε βέβαια πόσο
ἔπροκειτο νὰ ψυχραθεῖ ὁ Πάπας, μὴν ὑπολογίζοντας καθόλου τὶς ὑπογραφὲς
ὅλων των ἄλλων (δὲν καταφέραμε τίποτα). Ἀλλὰ οὔτε ἀκόμα καὶ τὴ δική του
τὴν ἀποστολικὴ (δὲν καταφέραμε τίποτα), ὅταν ὁ Μάρκος δὲν ἐπισφράγιζε
καὶ δὲν ἐπικύρωνε μὲ τὴν ὑπογραφὴ του τὰ γεγονότα. (Δὲν καταφέραμε
τίποτα) Γιατί λοιπὸν αὐτὴ ἡ ξένη καὶ παράδοξη ἐξαίρεση μόνο σ’ αὐτὸν τὸν
ἄνθρωπο; Γιατί μόνο αὐτὸν ἄφησε ἀπαραβίαστο καὶ μόνο αὐτὸς δὲν
ὑποκλίθηκε στὶς βασιλικὲς καὶ παπικὲς ἐντολὲς καὶ μόνο αὐτὸς ἔστησε πάνω
στὴν παπικὴ τιάρα τὸ φλάμπουρο τῆς νίκης, πατώντας "πάνω σε φίδια καὶ
σκορπιοὺς καὶ σ’ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ;"
Τὸ βλέπει λοιπὸν ξεκάθαρα ὁ καθένας, ὅτι αὐτὸ γεννᾶ μεγάλη ἀπορία.
Ἕπεται λοιπὸν τώρα, ν’ ἀποδώσουμε καὶ τὰ αἴτια, τὰ ὅποια ἐγὼ σκέφτομαι
πώς εἶναι τ’ ἀκόλουθα:
Πρώτον, ὅτι ὁ βασιλιὰς ζύγισε τὸ πράγμα καὶ δὲν τὸ βρῆκε χρήσιμο γιὰ
τὸν σκοπό του. Ἤθελε νὰ πετύχει τὴν ἕνωση καὶ νὰ τὴν διαφυλάξει καὶ στὴ
συνέχεια σταθερή, γιὰ νὰ ἐλκύσει ἔτσι τὴν εὐμένεια τοῦ Πάπα καὶ νὰ ’χει
ἀπ’ αὐτὸν ὅσα φανταζόταν. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἤξερε, ὅτι ἂν ἤθελε νὰ
ἐξαναγκάσει τὸ Μάρκο, δὲν θὰ τὰ κατάφερνε, γιατί καὶ τοῦ τὸ διαμήνυσε,
ὅπως εἴπαμε, μὲ τὸν ἄρχοντα Δημήτριο τὸν ἀδελφό του κι αὐτὸς ἀπὸ μόνος
του ἦταν περισσότερο ἀπὸ βέβαιος. Ἤξερε πολὺ καλὰ ποιὸς ἦταν ὁ Μάρκος
Ἐφέσου κι ὅτι δὲν ἦταν καλαμιὰ πού παρασύρεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Νὰ
χρησιμοποιήσει βία; Θὰ μισοῦνταν καὶ θὰ δυσφημιζόταν ἀπ’ ὅλους καὶ
περισσότερο ἀπὸ τοὺς Κωνσταντινουπολίτες, ὅτι ἐπέδειξε τυραννικὴ
συμπεριφορά. Κι ἔτσι τὸ θεμέλιο τῆς ἕνωσής του, ὡς τυραννικό, ἐπρόκειτο
νὰ εἶναι σαθρὸ καὶ προσωρινὸ καὶ τόσο περισσότερο, ὅσο ἐπρόκειτο νὰ
διακηρυχτεῖ παντοῦ, ὅτι ὁ βασιλιὰς κακοποίησε τὸν σοφότατο κι ἁγιότατο
ἄνθρωπο, τὸν ἔξαρχο τῆς Ἀνατολικῆς Συνόδου, τὸν τοποτηρητὴ τῶν
Ἀνατολικῶν θρόνων, γιατί ὁ Μάρκος δὲν θέλησε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν προδοσία
τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.
Δεύτερον,
ἴσως σκέφτηκε ἀκόμα κι αὐτό, μήπως δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ συνταχθοῦν μαζὶ
μ’ αὐτὸν κι ἄλλοι πολλοὶ καὶ δημιουργηθεῖ μεγάλη ταραχὴ καὶ σύγχυση
(ὅπως συμβαίνει πολλὲς φορὲς) κι ἔτσι ματαιώνονταν ὅλοι οἱ κόποι του.
Τρίτον, ἀληθινὰ τὸν σεβόταν καὶ τὸν εὐλαβείτω ὡς ἅγιο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ
κι ἐνῶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἀρκετὲς φορὲς μίλησε προσβλητικὰ καὶ τοὺς
ἐξευτέλισε πολὺ καὶ τοὺς φοβέρισε ἔντονα ὅπως ἔκανε μὲ τὸν Ἡρακλείας γιὰ
ἕνα τίποτα, σ’ αὐτὸν ποτὲ δὲν εἶπε οὔτε μία λέξη ἀτιμωτικὴ ἡ
περιφρονητική, παρόλο πού ἦταν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος καὶ τοῦ γινόταν
ἐμπόδιο ἄφοβα καὶ μὲ καθαρὰ λόγια.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τώρα πού ζύγιζε τὴν κατάσταση, παρόλο πού ὁ Μάρκος
ἦταν ὁ φανερὸς ἀνατροπέας καὶ κατὰλυσε τὴν πολύμοχθη ἕνωση, ὥστοσο
ἀναγκαζόταν νὰ ἔχει ὑπομονή, γιατί ἦταν βέβαιος πώς τὸ φρόνημα τοῦ
Μάρκου δὲν ἦταν ἀνθρώπινο, ἀλλὰ πράγματι θεῖο καὶ πνευματικό. Γι’ αὐτὸ
καὶ δέχτηκε νὰ τοῦ κάνει ἐκείνη τὴν ἐξαίρετη χάρη, ὄχι τόσο γιὰ τὸ
ἀξίωμα τοῦ προσώπου πού μεσολάβησε δηλαδὴ τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου, ὅσο
γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ὑπόληψη πού εἶχε σ’ αὐτόν. Κι ὅτι αὐτὸ πού λέω εἶναι
ἀλήθεια, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἕξης: Ὅτι ἔφτανε μόνο νὰ μὴν τὸν πιέσει, ὅπως
πίεσε ὅλους τους ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν θὰ θεωροῦνταν μικρὴ χάρη ἀπέναντι
σ’ αὐτόν, τὴν ὅποια ἐπίμονα καὶ μὲ δάκρυα ζήτησαν ἄλλοι, ἄλλα δὲν τὴν
ἀξιώθηκαν. Ἔφτανε λέω, καὶ μόνο αὐτὸ πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ ὁ βασιλιάς, ἔκανε
γι’ αὐτὸν κι ἄλλο περισσότερο, τὸ ὅποιο φανερώνει τὴν καρδιὰ αὐτού τοῦ
βασιλιά, δηλαδὴ τί λογὴς διάθεση καὶ ὑπόληψη ἔτρεφε γιὰ κεῖνον τὸν
σπουδαῖο ἄνθρωπο. Κράτησε λοιπὸν αὐτὸν ἐκεῖ καὶ τὸν ἀνάπαυσε κι ἀκόμα
περισσότερο, τὸν διέσωσε στὸ δρόμο πρὸς τὴ Βενετία. Ἔπειτα, τὸν
ἐπιβίβασε στὸ προσωπικό του πλοῖο, γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἥσυχιά του,
καὶ τὸν ὁδήγησε πίσω στὴν πατρίδα. Ἀλήθεια, ἐξαίρετη τιμή! Ἀγάπη
παράδοξη! Τιμὴ μεγάλη, γιατί αὐτὰ πού ἔγιναν γι’ αὐτὸν τὸν Μάρκο, καθὼς
γίνονταν ἀπ’ ἕναν βασιλιά, ταίριαζαν σ’ ἕνα ἐκλεκτὸ καὶ πολὺ ἀγαπητό του
πρόσωπο. Παράδοξη λοιπὸν ἐκτίμηση, ἐπειδὴ γίνονταν σὲ ποιόν; Στὸν ἔχθρό
των δικῶν τοῦ πράξεων, στὸν πολέμιο τῶν δικῶν τοῦ ἀποφάσεων, στὸν
καταλύτη τῆς τόσο πολύμοχθης καὶ διὰ βίου περισπούδαστης καὶ πολυπόθητης
ἕνωσης, ὅπως ἀληθέστατα προφήτεψε ὁ μέγας Ποντίφικας λέγοντας: «δὲν
καταφέραμε τίποτα»
Λοιπόν,
ἂν καὶ ὁ βασιλιὰς ἄσκησε τόση πίεση σ’ ὅλους τους ἄλλους, ἴοστε δὲν
μπόρεσε οὔτε ἕνας νὰ ξεφύγει, στὸν Μάρκο δὲν τόλμησε νὰ ἐπιβάλλει οὔτε
στὸ παραμικρὸ τὴ βασιλική του ἐξουσία. Κι ὄχι μόνο δὲν μεταχειρίστηκε
καθόλου βία πρὸς αὐτὸν στὸ τέλος, ἀλλὰ καὶ τὸν περιποιοῦνταν καί. τὸν
ξεκούραζε μ’ ὅλη τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὔλαβεια, μέσα στὸ δικό του πλοῖο,
ὥσπου τὸν ἔπανεφερε στὴν πατρίδα μ’ ὅλη τὴν ἀσφάλεια, σὰν ἕνα θεῖο
κειμήλιο, σὰν μία ἱερὴ παρακαταθήκη.
Λέω λοιπόν, πώς ἐμεῖς ἐδῶ, πρέπει νὰ βγάλουμε σὰν ἕνα εἶδος πορίσματος,
τὸ ἄβιαστο καὶ φανερὰ ἐπακόλουθο συμπέρασμα, πώς ὁ Μάρκος δὲν ἦταν
ἄνθρωπος μέτριας ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπόδειγμα τέλειας ἁγιότητας. Σὰν νὰ λέμε,
ἕνας ἄλλος Βασίλειός της τότε ἐποχῆς, ἡ Ἀθανάσιος, ἡ Κύριλλος, ἡ κάποιος
ἄλλος ἀπὸ κείνους τοὺς θεοφόρους ἄντρες. Γιατί ἂν δὲν ἦταν ἔτσι κι ἂν ὁ
βασιλιὰς δὲν τὸν ἀναγνώριζε σὰν ἕναν τέτοιο μεγάλο Πατέρα στὶς μέρες
του, βεβαιότατα, ὄχι μόνο δὲν ἔπροκειτο νὰ τοῦ προσφέρει τόση ἀποδοχὴ κι
ἠρεμία καὶ τέτοια τιμή, ἀλλὰ οὔτε ἔπροκειτο νὰ τὸν ἐξαιρέσει καὶ νὰ
τὸν ἀφήσει χωρὶς πίεση μόνο ἐκεῖνον. Ἔδωσε λοιπὸν ὁ Βασιλιὰς τιμὴ σ’
ἕναν πού ἦταν ἀντίθετος σὲ τόσο σημαντικὸ πράγμα γιὰ τὸ ὅποιοπαλευε
αὐτὸς πάρα πολὺ νὰ τὸ πετύχει, ἐπειδὴ σκεφτόταν πώς ἡ ἕνωση ἦταν ἡ ρίζα,
ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιό της εὐδαιμονίας τόσο τῆς δικῆς του, ὅσο καὶ ὅλων
των Χριστιανῶν.
Τέταρτο αἴτιο, θεωρῶ τὴν ἄνωθεν πρόνοια, ἡ ὁποία προοικονομώντας τὰ
μετέπειτα κατορθώματα μέσω αὐτοῦ, τῆς ἀνόρθωσης καὶ τῆς συγκρότησης τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως θὰ γίνει φανερὸ τὴν κατάλληλη στιγμὴ στὴν ροὴ τῆς
διήγησης, αὐτὴ λέω, ἡ θεία πρόνοια, ἔνευσε στὴν καρδιὰ τοῦ βασιλιά, ὅπως
κάποτε καὶ στὸν Ναβουχοδονόσορα, γιὰ νὰ μὴν ρίξει τὸν προφήτη Δανιὴλ
στὴν κάμινο. Ἔνευσε λέω στὴν καρδιά του, γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει ἀπαραβίαστο,
ὥστε νὰ εἶναι ἔπειτα ἀξιόπιστος κι εὔκολα ἀποδεκτὸς μεσολαβητής, ὡς
ἀνεπίληπτος κι ἄκατηγορητος καὶ νὰ τὸν διαφυλάξει ἄβλαβη ἀπὸ τὴν ἐπήρεια
τῶν ἐχθρῶν, γιὰ νὰ γίνει νέος Βεσελεὴλ καὶ νέος Ζοροβάβελ στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀπειλὴ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης
Καὶ
ναί, ἀλήθεια, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σκεφτῶ αὐτὸ τὸ πράγμα πώς ἔγινε χωρὶς τὴ
θεία Πρόνοια, δηλαδὴ ἡ προστασία πού εἶχε αὐτὸς ἀπὸ τὸν βασιλιά. Γιατί
τί νομίζετε ἄδελφοι; Σὲ πόσο κίνδυνο βρέθηκε ἄραγε, αὐτὸς ὁ νέος ἀλλὰ
τέλειος ὁμολογητής; Βρίσκουμε σὲ κείνη τὴν ἱστορία, ὅτι ὅταν οἱ
Ἀνατολικοὶ ἦταν ἀκόμα στὴ Φερράρα, ἔλεγαν στὸ βασιλιά: "Νὰ πού προστάζει ἡ
ἅγια βασιλεία σου ν’ ἀρχίσουμε τὶς συζητήσεις γιὰ τὸ δόγμα. Ἂν λοιπὸν
οἱ Λατίνοι κηρύξουν, ὅτι ἀπέδειξαν λαμπρὰ καὶ ἱκανοποιητικὰ πώς εἶναι
ὀρθὴ καὶ καλὴ ἡ διδασκαλία τους κι ὕστερα ἀπ’ αὐτό, θελήσουν νὰ βγάλουν
πόρισμα καὶ ζητήσουν νὰ καταθέσουμε τὴ γνώμη μας καὶ νὰ συμφωνήσουμε
μαζί τους κι ἐμεῖς δὲν δεχτοῦμε τὴ δική τους ἀπόφαση, τότε, ἂν ὁ Πάπας
θελήσει νὰ μᾶς ἀποκηρύξει ὡς αἱρετικοὺς καὶ δώσει ἄδεια στοὺς δικούς του
νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσουν καὶ νὰ μᾶς κακοποιήσουν, ἐπειδὴ δὲν ὑπακούσαμε σ’
αὐτὸν καὶ στὴ δική του σύνοδο, ποιὸς ἀπὸ μᾶς πρόκειται νὰ καταφέρει νὰ
ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, παρὰ νὰ
περάσουμε κοντὰ ἀπὸ πλοῖα καί, μέσα ἀπὸ τόπους καὶ γένη λατινικά;"
Βλέπετε ἀκροατές; Ὅλη μαζὶ ἡ Ἀνατολικὴ Σύνοδος κι ὅλο ἐκεῖνο τὸ δικό
μας γένος πού ἀφρονέστατα πῆγαν ἐκεῖ, ὅλοι λέω, βρίσκονταν σ’ ἔσχατο
κίνδυνο. Καί ὅτι σκέφτονταν σωστὰ κι αὐτὰ δὲν ἦταν μάταιοι φόβοι καὶ
σφαλερὲς ὑποψίες, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἐπρόκειτο οἱ Λατίνοι, ὄχι μόνο νὰ τοὺς
σκλαβώσουν, ὡς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς
φονεύσουν, μᾶς τὸ βεβαιώνει σαφέστατα ὁ κίνδυνος τοῦ προαναφερόμενου
Σταυρουπόλεως. Νὰ τί λέει γι’ αὐτό ὁ φιλαληθέστατος ἱστορικός: "Πρὶν ἀπὸ
μᾶς πῆγε σ’αὐτὴ [δηλαδὴ στὴ Βενετία], ὁ φυγὰς Σταυρουπόλεως καὶ
προφυλάχτηκε ἀπὸ τὸν Δεσπότη [τὸν Δημήτριο Παλαιολόγο], Γιατί ἄκουσαν
κάποιοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ὅτι δὲν δέχεται τὴν ἕνωση καὶ ἤθελαν ν’
ἀσχοληθοῦν μαζί του, δηλαδὴ μελετοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν. Καὶ δὲν τὸν
φόνευσαν, ὄχι ἀπὸ φιλανθρωπία, ἀλλὰ γιατί τὸν προφύλαξε ὁ ὀρθοδοξότατος
Δεσπότης". Τώρα λοιπὸν σκεφτεῖτε καὶ συμπεράνετε ἀληθέστατα. ΄Ἂν ὅλο
ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ἐπρόκειτο νὰ εἶναι πρὸς ἀφανισμό κι ἂν ὁ Σταυρουπόλεως,
τοῦ ὁποίου τὴ φωνὴ δὲν ἀκοῦσε κανένας στὴ Σύνοδο, γλίτωσε τὴ σφαγὴ
παραλίγο, δὲν μένει πιὰ καμιὰ ἀμφιβολία, γιὰ τὸν φανερὸ σ’ ὅλους καὶ
μόνο ἀντίπαλο καὶ πολέμιο τῆς ψευδώνυμης ἕνωσης. Καὶ τί χρειάζονται τὰ
περισσότερα λόγια; Δὲν τὸ προεῖπε κι ὁ Καμεράριος τοῦ Πάπα ὅπως εἴπαμε
παραπάνω;
"Νὰ εἶστε βέβαιοι ἀδελφοί, πώς αὐτὸ μάλιστα θεωρεῖται κι ἀρετὴ καὶ χρέος
τῆς ἄγρυπνης ποιμαντικῆς προστασίας τοῦ μακαριότατου Ποντίφικα, δηλαδὴ
τὸ νὰ καθαρίζει μὲ τὴ μάχαιρα καὶ τὴ θηλιὰ καὶ κυρίως μὲ τὸ πῦρ καὶ τὴ
δύναμη τοῦ δηλητηρίου, τὸ σίτο τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν.
Κι αὐτοὺς πού ὑπηρετοῦν αὐτὸ τὸ ἅγιο ἔργο, τοὺς εὐλογεῖ κατὰ τὸν Μωυσή
καὶ κάνει δεήσεις γι’ αὐτούς". Ὤστε δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει καμιὰ
ἀμφιβολία, πώς ὁ πρόμαχος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερότατος Μάρκος,
στάθηκε κι εἶναι μὲ τὴ θέλησή του, μάρτυρας τέλειος, ἀφοῦ διέτρεχε
πικρότατο κίνδυνο θανάτου, πολεμώντας μόνος καὶ ὑπερασπιζόμενος μέχρι
τέλους τὴν πατρικὴ εὐσέβεια κι ἐλέγχοντας καὶ στηλιτεύοντας λαμπρὰ καὶ
μὲ θάρρος, τὰ σοφίσματα τῆς πλάνης ἐν μέσω Λατίνων καί, μὴν ὑποχωρόντας
σὲ τίποτα, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ κι ὁ ἀγέρωχος Πάπας, πού εἶπε: «Δὲν
καταφέραμε τίποτα». Ἀλλὰ δὲν ἀκολούθησε ἔμπρακτα ἐκ μέρους τῶν παπικῶν
ἐκείνων ἡ δολοφονία. Κι αὐτὸ βέβαια, δὲν ἔχει ἄλλη αἰτία, παρὰ τὴ θεία
Πρόνοια, ὅπως προείπαμε κι εἶναι ὁλοφάνερο κι ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα:
Κοινωνία Οὐνίας
Ἀφοῦ μὲ ἄσχημο τρόπο ὁλοκλήρωσαν τὴν ἄθλια ἕνωση κακὴν κακῶς, φορώντας ὅλοι τα ἱερά τους ἄμφια, ἔγινε λατινικὴ λειτουργία μέσα σ’ ἕνα ναὸ καὶ διαβάστηκε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ὁ ψευδώνυμος ὅρος τοὺς [6.7.], ἐνυπόγραφος πιὰ κι ἀπὸ τὰ δύο μέρη, στὴν ἑλληνικὴ καὶ στὴν λατινική. Κι ἀντάλλαξαν μεταξύ τους, ἀλίμονο! καὶ κοινωνικὸ ἀσπασμό, δηλαδὴ ἀδελφικό, οἱ Λατίνοι κι οἱ Λατινόφρονες.
Προσπάθεια καταδίκης του Μάρκου
Ὕστερα
ἀπ’ αὐτό, ὁ Πάπας φρόντισε ἄμεσως νὰ κρίνει καὶ νὰ κατηγορήσει τὸν
ὀρθοδοξότατο κι ἁγιότατο, αὐτὸς ὁ ρυπαρὸς καὶ μιαρότατος κι
ἀναθεματισμένος καὶ κατακριτέος ἀπ’ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Γι’
αὐτὸ κι ἔστειλε μήνυμα στὸ βασιλιά, λέγοντας ὅτι:
"Ἐπειδὴ ὁ Ἐφέσου δὲν πείστηκε μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου, οὔτε ὑπέγραψε
τὸν ὄρο, εἶναι ἀνάγκη νὰ κριθεῖ συνοδικά. Κι ἂν δὲν ὑπακούσει στὴ
σύνοδο, στὴ συνέχεια νὰ καταδικαστεῖ ὅπως πρέπει. Λοιπόν, λέει, στεῖλε
τὸν ἐδῶ σε μᾶς νὰ τὸν κρίνουμε"
Ὁ βασιλιὰς ἀνταπάντησε (ὑποκινούμενος ἀπὸ τὸ Θεὸ βέβαια), ὅτι:
"Ὁ Ἐφέσου εἶναι δικός μας ἀρχιερέας. Κι ἐπειδὴ εἶναι δικός μας, τὰ
σχετικὰ μ’ αὐτὸν ἀνήκουν στὴν κρίση τῆς δικῆς μας συνόδου καὶ δὲν ἔχει
ἁρμοδιότητα ὁ Πάπας νὰ ζητᾶ νὰ κρίνει τὸν Ἐφέσου στὴν ἴδια σύνοδο, ἀλλὰ
ἐμεῖς θὰ φροντίσουμε γι’ αὐτόν". Ἀλλὰ τελικά, ἐπειδὴ ὁ Πάπας ἐπέμενε καὶ
τὸν ζητοῦσε ὁπωσδήποτε, νομίζοντας ἴσως ὁ μάταιος, πώς ὁ Μάρκος
ἐπρόκειτο νὰ φοβηθεῖ τὸ ὕψος τῆς ἀξίας του καὶ νὰ ὑποκλιθεῖ ἀμέσως στὴν
αὐθεντία τῶν λόγων του, γι’ αὐτὸ κι ὁ βασιλιάς, μὴ μπορώντας ὡς τὸ τέλος
ν’ ἀντιστέκεται στὶς ἐπίμονες αἰτήσεις του, ἤ γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα,
στὶς προσταγές του, προσκαλεῖ τὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει τὰ ἕξης:
"Ὁ Πάπας μήνυσε καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορὲς γιὰ σένα, γιὰ νὰ σὲ
στείλω σ’ αὐτὸν κι εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶς. Ἔγω ἔχω προδιαθέσει ἔτσι τὰ
πράγματα, ὥστε νὰ μὴ γίνει τίποτα σκληρὸ ἡ βίαιο ἐναντίον σου (ἄκους τὴν
λέξη βίαιο;). Πήγαινε λοιπὸν καὶ ἄκουσε ὅσα σοῦ πεῖ κι ἀπάντησε ἄφοβα
στὰ λόγια του ὅσα σοῦ φανοῦν κατάλληλα".
Τί σκέφτεστε τώρα χριστιανοί; ΄Ὅτι τάχα δείλιασε ὁ Μάρκος,
συλλογιζόμενος πώς πρόκειται νὰ σταθεῖ μόνος του μπροστὰ σ’ ἕναν Πάπα
τόσο ὑψηλὸ καὶ τόσο μεγάλο, πού κι ἐκεῖνος τὸ θέλει κι οἱ κόλακές του
κηρύττουν, πώς εἶναι ὁ μόνος βασιλιὰς καὶ πατέρας τῶν πριγκίπων καὶ τῶν
βασιλιάδων κι ὁ μόνος ἄρχοντας καὶ κριτὴς ὅλης της οἰκουμένης; Τάχα
φοβήθηκε τὸ ὕψος τοῦ θρόνου του, τὸ ὁποίο εἶναι τόσο, ὥστε τὰ κεφάλια
τῶν καρδινάλιων πού εἶναι γύρω του, φτάνουν ἴσα-ἴσα στὴ σόλα τῶν δικῶν
του ποδιῶν, ὅπως τὸ παρατήρησε ἀκριβέστατα ὁ φιλαληθέστατος ἱστορικός;
Θεώρησε τάχα τὸν ἑαυτὸ του ὑπεύθυνο κι ἔνοιωσε συστολή; ’Ἡ μήπως τοῦ
ἔλειψαν οἱ λόγοι κι ἡ σοφία, σὲ κεῖνο τὸ παπικὸ κριτήριο; Ὄχι, ἀδελφοί,
μὴν τὸ σκεφτεΐτε αὐτὸ μὲ κανένα τρόπο. Τὸ ἄντιθετο μάλιστα ἔγινε.
Μάρκος ὁ Ὁμολογητὴς
Μπῆκε
ἔκεῖ ὁ γενναῖος, μεταφέροντας ὁ ἴδιος τό φρόνημα τῶν Πατέρων του καὶ τὴ
σοφία τοῦ Παύλου. Καὶ λέω τοῦ Παύλου, γιατί στ’ ἀλήθεια βρίσκω μεγάλη
ὁμοιότητα μὲ κεῖνον, σ’ αὐτὸν τὸν εὔστροφο καὶ συνετότατο ἅγιο.
Καθόταν ἐκεῖ σοβαρὸς καὶ σπουδαῖος, στὸν ὑψηλό κι ἐπαρμένο του θρόνο ὁ
γυναικοπρόσωπος δῆθεν διάδοχος τοῦ Πέτρου, μᾶλλον μὲ τρόπο κατὰ τὸν
ὁποίο ὁνομαζεται διάδοχος στὸ φῶς τὸ σκοτάδι κι ἡ ἀρρώστεια διάδοχος τῆς
ὑγείας κι ἡ παράνοια διάδοχος τῆς λογικῆς, κατὰ τὸν μεγάλο θεολόγο
Γρηγόριο. Καὶ γύρω ἀπ’ αὐτὸν βρίσκονταν οἱ δικοί του καρδινάλιοι κι οἱ
πιὸ ἔγκριτοι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους του. Κι ὁ Πάπας σκεφτόταν νὰ τὸν ἀφήσει
ὄρθιο, ὡς δῆθεν ὑπεύθυνο, σύμφωνα μὲ τὴν τάξη τῶν κρινόμενων. Ἀλλὰ
ἐκεῖνος ὁ μέγας νοῦς, ἔχοντας πίστη στὴν ἐλευθερία τῆς συνείδησής του
καὶ μὴ θεωρώντας αὐτὸν ὡς δικό του κριτῆ σ’ ὅλα ἡ ὡς ἐπίσκοπο, ἀλλὰ
βλέποντάς τον ὅπως ἦταν, δηλαδὴ ὡς ἐχθρό τῆς ἀλήθειας καὶ πολέμιο τοῦ
Θεοῦ, βλέποντας αὐτό, εἶπε:
"Ἐγώ ὑποφέρω ἀπὸ τὰ νεφρά μου καὶ τὰ πόδια καὶ δὲν μπορῶ νὰ στέκομαι".
Κι ἀμέσως κάθισε. Ὁ Πάπας λοιπόν, γιὰ νὰ τὰ ποῦμε μὲ συντομία, ὥστε νὰ
μὴν ἐκτείνουμε περιττά το λόγο, τὸν κάλεσε νὰ ἐπιλέξει τό γρηγορότερο,
ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἤ νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου καὶ νὰ δεχτεῖ
καὶ τὴν γενόμενη ἕνωση ἤ, ἂν δὲν τὸ κάνει αὐτό, νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ
καθαιρεθεῖ καὶ ν’ ἀποκηρυχθεῖ ὡς αἱρετικός, ὅπως ἔπαθαν κι ὅσοι ἔδειξαν
ἀπείθεια στὶς παλιὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Δὲν γνωρίζουμε τί ἀπάντησε ὁ
ἅγιος στὸ πρῶτο. Ἀλλὰ αἰσθανόμαστε ὅτι θὰ ἔδωσε ἱκανοποιητικὲς
ἀπαντήσεις στὰ λόγια τοῦ Πάπα. Καὶ βέβαια ποιὸς ἀμφιβάλλει, ὅτι ὁ
περίφημος ἐκεῖνος Ἐφέσου ἀπάντησε καὶ τότε γιὰ ποιὲς αἰτίες, οὔτε στὴν
βδελυρὴ ἀπέναντι στὸ Θεὸ ληστρικὴ σύνοδό του δὲν πείθεται, οὔτε τὴν
κακῶς καὶ παράλογα γενόμενη ψευδοένωσή του δέχεται; Καὶ γιὰ τὴν καταδίκη
μὲ τὴν ὅποια τὸν φοβέρισε, εὐχαριστοῦμε τὰ μέγιστα τὸν ἱστορικό, πού
μᾶς ἄφησε γραμμένη ἐκείνη τὴ σοφότατη κι ἀληθινὰ πληρέστατη ἀπὸ τὸ ΄Ἅγιο
Πνεῦμα ἀπάντηση, τὴν ὁποία πρέπει ν’ ἀναφέρουμε αὐτολεξεί, γιατί
προξενεῖ μεγάλη χαρὰ στοὺς εὐσεβεῖς ἀναγνῶστες ἡ θαυμάσια παρρησία καὶ
σύνεση τῆς ἀξιοθαύμαστης ἐκείνης ψυχῆς:
Οἱ Σύνοδοι (λέει), καταδίκαζαν αὐτοὺς πού δὲν ὑπάκουαν στὴν Ἐκκλησία,
κι ἔπαιρναν θέση ἐνάντια σ’ αὐτήν, ὑπὲρ κάποιας [αἱρετικῆς] διδασκαλίας,
κηρύττοντάς την κι ἀγωνιζόμενοι ὑπὲρ αὐτῆς [τῆς αἵρεσης]. Γι’ αὐτὸ κι
αὐτοὺς τοὺς ὀνόμαζαν αἱρετικοὺς καὶ καταδίκαζαν πρῶτα τὴν αἵρεση κι
ἔπειτα αὐτοὺς πού τὴν ὑποστήριζαν. Ἔγω ὅμως δὲν κηρύσσω δικό μου δόγμα.
Οὔτε καινοτόμησα σὲ κάτι, οὔτε παίρνω θέση ὑπὲρ κάποιου ξένου καὶ νόθου
δόγματος. Ἀλλὰ τηρῶ στὸ ἀκέραιο τό δόγμα πού παρέλαβε καὶ κατέχει
συνεχῶς ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν ἴδιο τό Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ ὁποίο
κατείχε κι ἡ ἁγία Ρωμαῖκὴ Ἐκκλησία πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα, μαζὶ μὲ τὴ δική
μας ἁγία Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Τὴν ὁποία εὐσεβῆ δόξα καὶ πρωτύτερα διαρκῶς
ἐπαινούσατε καὶ στὴν παροῦσα σύνοδο πολλὲς φορὲς τὴν ἐπαινέσατε καὶ
κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴ μεμφθεῖ ἤ νὰ τὴν κατηγορήσει γιὰ κάτι. Ἂν λοιπὸν
αὐτή διεκδικῶ κι ἀπ’ αὕτη δὲν θέλω νὰ παρεκκλίνω, πώς θὰ μποροῦσα νὰ
κριθῶ μὲ δίκη, μὲ τὴν ὅποια καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί; Πῶς κάποιος πού
σκέφτεται ὑγιῶς καὶ μ’ εὐσέβεια, θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο
ἐναντίον μου; Θὰ ἔπρεπε βέβαια πρῶτα νὰ καταδικάσει τὸ δόγμα τὸ ὁποίο
πιστεύω. Ἂν ὅμως αὐτὸ θεωρεῖται, εὐσεβές καὶ Ὀρθόδοξο, πῶς ἐγὼ εἶμαι
ἄξιος καταδίκης;΄
ΕΓΚΩΜΙΑ
15. Ἐγκώμιο γιὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Ἐφέσσου
Στὰ
ἀλήθεια δὲν μπορῶ μὴ φωνάξω ὢ Μάρκε! στόμα κι ὄργανο τοῦ Πνεύματος!
Εὖγε καὶ πάλι εὖγε, γιὰ τὴν λαμπρὴ κι ἀξιοθαύμαστη ἀπάντησή σου! Ποιὸς
τὴν ἀκοῦσε καὶ δὲν χειροκρότησε ἀπὸ χαρά; Ποιανοὺ ἡ καρδιὰ δὲν σκιρτᾶ
ἀπ’ τὸ θαῦμα μ’ εὐχαρίστηση; Τί σκέφτεστε ἀγαπητοὶ ἀδελφοί; Εἶναι τάχα
αὐτὴ μία ἀπάντηση, γιὰ νὰ τὴν προσπεράση κανεὶς χωρὶς θαυμασμὸ κι
ἀπορία;
Στὶς προηγούμενες διαλέξεις, ἦταν πρὸς ἐξέταση καὶ συζήτηση τὸ δόγμα
τῶν Λατίνων. Γι’ αὐτὸ κι ὅπως εἶπε ὁ βασιλιάς, ἦταν ὁ καθένας ἐλεύθερος
νὰ λέει καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴ γνώμη του. Ἀλλὰ ἄφου ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ
δέχτηκαν τὴ λατινικὴ γνώμη ὡς καλὴ κι ὀρθή, ἔγινε συνοδικὸς ὅρος γι’
αὐτὸ καὶ ὑπογράφηκε ἀπ’ ὅλους. Κι ἀφοῦ ἔγινε καθολικὴ σύναξη καὶ
λειτουργία, ὁ ὅρος διαβάστηκε καὶ στὶς δύο γλῶσσες καὶ κηρύχτηκε ὥστε νὰ
τ’ ἀκούσουν ὅλοι ὡς ἁγία τὴν ψεύτικη γνώμη τῶν Λατίνων. Καὶ μ’ ὅλους
τούς ἐπισκόπους ντυμένους μὲ τὰ ἱερὰ ἄμφια, ἔγινε ἡ πολυπόθητη ἕνωση τῶν
Ἐκκλησιῶν, μὲ ὠδὲς καὶ ὕμνους καὶ ψαλμούς. ΄Ὅταν λοιπὸν ἔγιναν ὅλα
αὐτά, κι ἡ ὀνομαζόμενη ὡς οἰκουμενικὴ σύνοδος ἔλαβε ὅλη τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν
ἐξουσία, ποιὸς εἶχε στὸ ἕξης στόμα νὰ μουρμουρίσει τὴν παραμικρὴ λέξη,
εἴτε ὅτι δὲν ἀποφάσισε σωστά, εἴτε ὅτι αὐτὸς φρονοῦσε ὀρθότερα καί.
καλύτερα; ΄Ὅλοι ἐκεῖνοι πού πρωτύτερα ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ φανερὰ καὶ κρυφὰ
στέναζαν καὶ μέμφονταν καὶ δὲν δέχονταν αὐτὰ πού μελετοῦνταν γιὰ τὴν
ψευδοένωση, ὅλοι λέω, ὅσοι. βρίσκονταν ἐκεῖ μετὰ ἀπ’ αὐτά, σώπασαν καὶ
κανεὶς δὲν τόλμησε στὸ ἑξής νὰ πεῖ τὸ παραμικρὸ κατὰ τῆς ἕνωσης.
Μόνο
αὐτὸς ὁ θαυμάσιος καὶ πρὶν καὶ μετά, στερεά θεμελιωμένος στὴν ἀκέραιη
γνώμη τῶν Πατέρων του, πρῶτα στὴν ἀνατροπή τοῦ ψευδώνυμου καὶ κάκιστου
ὄρου, ἐξέθεσε σὰν ὑψηλὴ στήλη τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁμολογία τῆς πίστης
πού παρέλαβε ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Κι ἔπειτα, ὅπως ἀκούσατε, μὲ λαμπρὴ
φωνὴ καὶ ὑψηλὸ φρόνημα, κηρύττει τὴν ἀλήθεια κι ὁμολογεῖ μὲ θάρρος,
πώς μόνο το δικό του δόγμα ἦταν ἀκέραιο κι ὀρθὸ κι ἀληθινό, τ’ ὁποίο
λέει, παρέλαβε καὶ κατέχει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν ἴδιο τό Σωτήρα μας Χριστὸ
καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σ’ ὅλα ἄμεμπτος κι ἀκατηγόρητος, ἀπ’ ὅσους ἔχουν
μυαλό. Κι αὐτὰ λέω, τὰ κηρύσσει μὲ λαμπρότητα, πού τάχα; Καὶ μπροστά σε
ποιόν; Μέσα στὸ ἀνακτορικὸ παλάτι τοῦ Πάπα, ἑνώπιον ἐκείνου τοῦ δῆθεν
ἰσόθεου Πάπα. Μόνος, ἀπομονωμένος, ὁλομόναχος αὐτός, ἀναμέσὰ στοὺς
περήφανους καρδινάλιους καὶ στοὺς ἄλλους πρεσβευτὲς καὶ ὑποστηρικτές τοῦ
Πάπα.
Ἔτσι ντροπιάζοντας ἀντί νὰ ντροπιαστεῖ, κατακρίνοντας ἀντί νὰ
κατακριθεῖ καὶ νικώντας ἀντί νὰ νικηθεῖ, δείχνοντας μάλιστα ὡς ἀνόητο
καὶ δυσσεβὴ τὸν ἀλαζόνα Πάπα, βγῆκε νικητής, θριαμβευτὴς καὶ στολισμένος
μὲ τὸ λαμπρότατο στεφάνι, τῆς ὁμολογίας. Τώρα, ἂν ἡ θεία Πρόνοια δὲν
διαφύλαττε τὴν πανόσια ζωὴ τοῦ Μάρκου, γιὰ τὴν μετέπειτα συγκρότηση τῆς
Ἐκκλησίας, πῶς ἦταν δυνατὸν μία τέτοια καὶ τόσο μεγάλη παρρησία κι
ἀντίσταση, νὰ μὴ γίνει αἰτία νὰ βάψει τὴν ἀρχιερατική του στολὴ μὲ τὸ
ἴδιο του τὸ αἷμα; Βέβαια κανεὶς δὲν πρόκειται, ν’ ἀμφιβάλλει γι’ αὐτό.
Γιατί ἂν ἕναν ἁπλὸ ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ ὅπως εἴπαμε, δὲν
ἀκούστηκε ποτὲ μέσα στὴ Σύνοδο, δόμησαν νὰ τὸν σκοτώσουν, μόνο γιατί
ἄκουσαν ὅτι. δὲν δέχεται τὴν ἕνωση, πῶς ἐπρόκειτο νὰ ὑπομείνουν τὸν μόνο
φανερὸ δικό τους ἐχθρό, ἂν ἐπρόκειτο νὰ καθαιρεθεῖ καὶ ν’ ἀποκηρυχτεῖ
ὡς αἱρετικὸς καὶ πολέμιος τῆς Ἐκκλησίας; Ποιὸς δὲν ξέρει τ’ ἀποτελέσματα
τοῦ δῆθεν τυφλοῦ ψευδοιεροῦ ζήλου τους; Ποιὸς δὲν ξέρει ὅτι ὅποιος
παπικὸς τὸν σκότωνε, θὰ θεωροῦσε πώς προσφέρει λατρεία στὸ Θεό;
16. Ρητορικὰ ἐγκώμια
Πόσα
καὶ ποιὰ λοιπὸν ἐγκώμια, συνθεμένα καὶ δουλεμένα μ’ ὅλη τὴ ρητορικὴ
εὐγλωττία θὰ ἦταν ἀρκετά, γιὰ νὰ στεφανώσουν ἐκείνη τὴν ἁγία κεφαλὴ τοῦ
Μάρκου, τὴν ὁποία αὐτὸς πρόλαβε καὶ στόλισε μὲ τ’ ἀμάραντο στεφάνι τῆς
ὁμολογίας; Μὲ ποιοὺς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἥρωες τῆς εὐσέβειας, ἂν παραβληθεῖ
αὐτὸς βρίσκεται κατώτερος κι ὄχι ἴσος καὶ ἂν δὲν φανεῖ τόλμηρο καὶ
μεγαλύτερος καὶ λαμπρότερος ἀπὸ πολλούς; [28]
Ἄς
μὲ συγχωρήσει ἀμέσως παρακαλῶ ὁ Ἀαρών, ἐκεῖνος ὁ πρῶτος καὶ μέγας
ἱερέας τοῦ παλαιοῦ Νόμου. Αὐτὸς λοιπὸν ὄχι μόνο ὑποχωρεῖ στὶς ἀπαιτήσεις
τοῦ Ἑβραῖκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ φτιάχνει αὐτὸς ὁ ἴδιος τό γλυπτὸ ἄγαλμα καὶ
δείχνοντας στὸ πλῆθος τὸ καλούπι, ἔβγαλε διακήρυξη λέγοντας: "Αὐτοὶ
εἶναι οἱ θεοί σου Ἰσραήλ". Καὶ περισσότερο ἀκόμα, γιατί διέταξε νὰ
τελέσουν καὶ γιορτὴ στὸν νέο ἐκεῖνο εἴδωλο. Ἀλλὰ ὄχι, ποτὲ αὐτὸς ὁ μέγας
ἱερέας τῆς χάριτος ὁ Μάρκος, μὴ γένοιτο νὰ φανταστοῦμε πώς μπορεῖ νὰ
πάθαινε ποτὲ κάτι τέτοιο. Ἀλλ’ ἀντιστάθηκε μ’ ὅλες τὶς δυνάμεις του στὶς
πιέσεις ὅλων. Οὔτε συνέταξε, οὔτε ὑπέγραψε τὸν ὄρο, τὸν στ’ ἀλήθεια
γλυπτὸ καὶ δημιούργημα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Δὲν κήρυξε, ἀλλὰ
ἀποκήρυξε μάλιστα, ὡς ψευδῆ κι ἀλλότρια κι αἱρετικὴ διδασκαλία τὴν
λατινικὴ γνώμη. Κι ἐκείνη τὴν μιαρὴ γιορτὴ τῆς ἕνωσης, ὄχι μόνο δὲν τὴν
τέλεσε ἐκεῖνος, ἀλλὰ θρηνοῦσε μᾶλλον κι ἔκλαιγε, γιὰ τὴν ντροπὴ καὶ τὴν
καθαίρεση τῆς θεοπαράδοτης πίστης, κατ’ ἰδίαν καὶ μακριά, κλεισμένος στὸ
κελί του.
Ὁ
Φινεές, ὁ ἔγγονός του Ἀαρών, φλέγομενος ἀπὸ ζῆλο ὑπὲρ τοῦ θείου Νόμου,
ἐξόντωσε τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν σειρομάστη καὶ τὴ Μαδιανίτιδα, μὲ τὴν ὁποία
πού ἐπόρνευε, κι ἡ πράξη αὐτὴ θεωρήθηκε δίκαια. Καὶ γιὰ ἀνταμοιβὴ τοῦ
ζήλου του, ἔλαβε ὡς αἰώνιο προνόμιο τὸ ἱερατικὸ χάρισμα. Καὶ ὁ δικός μας
Μάρκος, ὄχι ἕναν ἡ δύο, ἀλλὰ πολλοὺς Ἰσραηλίτες, δηλαδὴ ἀνατολικοὺς καὶ
μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους ποιμένες, πού ἄλλαξαν γνώμη, καὶ κατὰ τὴ
Γραφὴ συμπεριφέρθηκαν ἄφρονα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ καταγοητευμένοι ἀπὸ τὴν
πορνικὴ ὄψη τῆς νοητῆς Χασβὶ μοίχευσαν μ’ αὐτὴ καὶ προσέβαλαν τὸ κάλλος
τῆς θείας πίστης, ὄχι ἕναν, λέω, ἡ δύο, ἀλλὰ πολλοὺς τέτοιους κι ὅλους
ἐκείνους τοὺς Λατινὸφρονες, ἐξόντωσε καὶ κατέσφαξε καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς
καὶ τὴ νοητὴ Μαδιανίτιδα κι ἐννοῶ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία. Καὶ μὲ ποιὸν
σειρομάστη, μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, "τὸ ὁποίο εἶναι ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ" κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο. Ἑπομένως, ἂν ὁ Φινεὲς τιμήθηκε τόσο, πόσο
περισσότερο δοξάστηκε αὐτός, πού καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Φινεὲς
ἀνδραγάθησε, ὄχι μόνο γιατί τιμώρησε πολλούς, ἀλλὰ καὶ γιατί εἶναι
ὁμολογουμένως μεγαλύτερη, δηλαδὴ πιὸ σιχαμερὴ καὶ πιὸ ἀποτρόπαιη
πορνεία, ἡ καινοτομία κι ἡ ἀσέβεια κι αἵρεση στὴ θεία πίστη.
Καὶ ὁ Γεδεῶν ὑπῆρξε θαυμάσιος. Γιατί παραδόξως, κατατρόπωσε τὰ πλήθη
τῶν ἀλλοφύλων, πού σκέπαζαν σὰν ἄκριδες τὶς κοιλάδες κι ἦταν
συσσωρευμένοι ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας. Ἀλλά τουλάχιστον εἶχε μαζί του
τριακόσιους ἐκλεκτοὺς ἄντρες, πού μὲ τριακόσιες σάλπιγγες στὴ δεξιὰ
πλευρὰ κι ἄλλες τριακόσιες λαμπάδες στὴν ἀριστερή, ὄρμησαν νύχτα
φωνάζοντας: "Ρομφαία τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεῶν". Καὶ σαλπίζοντας
ταυτόχρονα καὶ δυνατὰ μὲ τί,ς σάλπιγγες, αἰφνιδίασαν, πανικόβαλαν καὶ
τελικὰ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ὅλο ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο στρατόπεδο. Πόσο ὅμως πιὸ
θαυμαστός, θὰ πρέπει δίκαια νὰ θεωρεῖται αὐτὸς ὁ θεῖος ἀρχιστράτηγος ὁ
Ἐφέσου. Μόνος του, μὲ μόνη τὴ δική του σάλπιγγα, τὴ σάλπιγγα ἐννοῶ τῆς
ὑψηλῆς του Θεολογίας, τὴν ὁποία ὡς δεξιὰ τὴν εἶχε στὰ δεξιά του καὶ μὲ
μόνη τὴ δική του λαμπάδα, τὸ φῶς τῆς κοσμικῆς σοφίας του ἐννοῶ, τὴν
ὁποία εἶχε στ’ ἀριστερά ὡς ἀριστερὴ κι ὄχι πέφτοντας ξαφνικὰ μέσα στὴ
νύχτα, ἀλλὰ φανερὰ κι ἀπὸ κοντὰ κι ἀντιπαρατασσόμενος πολλὲς φορὲς σὲ
πολλὰ καὶ διάφορα πεδία μάχης, πότε σὲ κεῖνον τοῦ καθαρτηρίου, πότε σὲ
κεῖνον τῆς προσθήκης καὶ τελευταῖο ἐκεῖνο τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ
λατινικοῦ δόγματος, μὲ πολλὲς κι ἀλλεπάλληλες συμπλοκές, ἀπὸ τὴ μία
σαλπίζοντας τὰ ὑψηλὰ δόγματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη διατρανώνοντας καὶ
διασαφηνίζοντας τὰ θεία νοήματα μὲ τὸ φῶς τῆς ἐπιστήμης του, ἔπληξε
καίρια, κατατρόπωσε καὶ κατέβαλε ὁλοκληρωτικά τους ἐχθρούς της πίστης,
πού ὁμολογοῦσαν κι ἔλεγαν φανερά:
"Δὲν καταφέραμε τίποτα!"
Ὁ Ἰεφθάε πάλι, νίκησε τοὺς Ἀμμωνίτες καὶ ξεπλήρωσε τὸ τάξιμο πού ἔκανε
στὸ Θεό, πώς ἂν γυρίσει νικητής, θὰ τοῦ προσφέρει θὐσία ὅποιον
συναντήσει πρώτον νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Καὶ βρῆκε πρώτη τὴ
μοναχοκόρη του νὰ βγαίνει νὰ τὸν προϋπαντήσει, καὶ πιστὸς στὴν ὑπόσχεσή
του πρὸς τὸ Θεό, σταθερὰ πρόσφερε ἐκείνη ὁλοκαύτωμα πνευματικὸ στὸν
Κύριό του. Κι ὁ θεῖος Μάρκος, θυσίασε ὄχι θυγατέρα, ἀλλὰ τὴν ἴδια του
τὴν ψυχὴ μὲ τὴ θέλησή του, ἀληθινά ζωντανὴ θυσία, Οὐσία ἁγία κι
εὐάρεστη. Κι ὄχι γιατί νίκησε, ἀλλὰ γιὰ νὰ νικήσει καὶ νὰ κατακτήσει
ὀχυρώματα καὶ ὑψώματα πού σηκώνονταν κατὰ τῆς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου γνώσης
τοῦ Θεοῦ, ἀντιπαρατασσόμενος σ’ ἀρχὲς κι ἐξουσίες. Κι ἐγὼ βέβαια, βρίσκω
καὶ σ’ ἄλλο τὸν Μάρκο λαμπρότερο καὶ τιμιότερο ἀπὸ τὸν Ἰεφθάε. Ἐκεῖνος,
ἀφοῦ νίκησε, πρόσφερε τὴν θυγατέρα του. Αὐτός, ἀφοῦ ἐπέστρεψε νικητής,
ἀναζωογόνησε (ὅπως πρόκειται νὰ τὸ δείξει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου), τὴ
Νύμφη καὶ μητέρα του τὴν Ἐκκλησία, πού νεκρώθηκε ψυχικὰ στὴν Ἰταλία ἀπὸ
τὸ φαρμάκι τοῦ λατινισμοῦ καὶ τὴν ἀποκατέστησε ἀπὸ τὴν ἀρχή, κατὰ τὸν
θεῖο Παῦλο, στὸν νυμφίο της Χριστὸ ἔνδοξη, ἁγία καὶ ἄμωμη, μὴν ἔχοντας
οὔτε σπίλωμα, οὔτε ρυτίδα, ἡ κάποιο ἀπὸ τὰ μιάσματα καὶ βδελύγματα τοῦ
αἱρετικοῦ παπισμοῦ.
Καὶ τοῦ Δαβὶδ τὸ λαμπρὸ κατόρθωμα ποιὸ ἦταν; Μονομάχησε μὲ τὸν ἀλλόφυλο
Γολιὰθ πού φαινόταν ἀπίστευτος στὸ μέγεθος. Ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια
ἦταν καλυμμένος μὲ σίδηρο καὶ χαλκό. Τ’ ἅρματά του, ἀκόμα κι ὅταν
φαίνονταν ἀπὸ μακριά, προξενοῦσαν τρόμο κι ἡ φωνὴ του πάγωνε τὸ αἷμα
στὶς φλέβες, γιατί ἀποφάσιζε νὰ κριθεῖ ἡ συνολικὴ νίκη μὲ μία μονομαχία,
στὴν ὁποία αὐτὸς παρουσίαζε ἕτοιμο τὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγοντας ὁ
ἀπερίτμητος πολλὰ βλάσφημα λόγια, χλεύαζε τὴν παράταξη τοῦ Ἰσραήλ. Κι
ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ Δαβίδ, ἔρχεται σὲ κείνη τὴ φοβερὴ μονομαχία, νέος
στὴν ἡλικία, μὲ γυμνό τό σῶμα ἀπ’ ἅρματα πολέμου, μόνο μ’ ἕνα ραβδὶ στὸ
χέρι καὶ μὲ πέντε πέτρες λεῖες (δηλαδὴ ἴσες καὶ ὁμαλὲς) ἀπὸ τὸ κοντινὸ
ποτάμι, τὶς ὅποιες ἔβαλε στὸν ποιμενικό του σάκο. Βάζει μία ἀπὸ τὶς
πέντε πέτρες στὴ σφεντόνα καὶ τὴν ἐκσφενδονίζει ἐναντίον τοῦ βάρβαρου μ’
ὅλη του τὴ δύναμη. Κι ἡ πέτρα φεύγει καὶ τρύπα τὴν περικεφαλαία, δηλαδὴ
τὸ σίδηρο πού σκέπαζε τὸ κεφάλι καὶ ταυτόχρονα ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ
περήφανο κεφάλι τοῦ γίγαντα. Καὶ πέφτει ὁ ἀπερίτμητος κάτω στὴ γῆ σὰν
δρῦς. Ἀλήθεια, ἀξιοθαύμαστη ἀνδραγαθία. Ποιὸς δὲν τὸ ὁμολογεῖ; Μὰ τί μ’
αὐτό; Στὰ ἀλήθεια, τὸ κατόρθωμα αὐτοῦ τοῦ νέου Δαβίδ, δὲν εἶναι σὲ
τίποτα κατώτερο, γιὰ νὰ μὴ φανῶ τολμηρὸς ὁνομάζοντάς το κι ἀνώτερο.
Γιατί, προσέξτε παρακαλῶ, ὁ Δαβὶδ μονομαχεῖ μὲ τὸ δικό του γίγαντα ἕνας
πρὸς ἕναν καὶ μία μόνο φορὰ καὶ νικᾶ. Ἔδω ὅμως μὲ τρεῖς, μὲ
περισσότερους, μ’ ὅλους, μὲ ψευδοσύνοδο πού θέλει νὰ λέγεται οἰκουμενικὴ
κι ὄχι μία φορά, ἀλλὰ πάμπολλες, μόνος του ὁ Μάρκος καὶ πάντοτε νικᾶ.
’Ἡ τάχα δὲν εἶναι νίκη καὶ μάλιστα λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη νίκη, ἡ
ἀντίσταση κι ἡ καρτερία μέχρι τέλους, στοὺς ἀγῶνες τῆς Ὀρθόδοξης
πίστης; ΄Ὅπου, γιὰ νὰ πῶ καὶ πάλι τὰ λόγια τοῦ σοφότατου Σχολάριου,
"Ὑπεράσπιζε
τὸ πατρικὸ δόγμα μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους, γιατί σὲ μᾶς, πού
ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοί του, ἀντὶ γιὰ τέτοιους, ἀλίμονο, ἔβρισκε
ἐχθρούς, κι ἀντιστεκόταν μόνος του σὲ κείνη τὴν ἀνάξια λόγου [παπικὴ]
διδασκαλία στὴν ὁποία οἱ ἄλλοι ὑποχώρισαν καὶ ἀποδέχθηκαν μὲ κάθε
τρόπο".
Ἀλλὰ καὶ ὡς ἀληθινὸ μονομάχο θέλω νὰ δοῦμε τὸν Μάρκο, μὲ τὸν δικό του
Γολιάθ, τὸν φοβερὸ καὶ ὑπέρτατο γιὰ τοὺς δυτικοὺς Πάπα. Ὁ Δαβὶδ
τουλάχιστον, εἶχε μαζί του ἕνα ραβδί, μία σφεντόνα καὶ πέντε λεῖες
πέτρες ἀπὸ τὸν παρακείμενο ποταμὸ μέσα στὸν ποιμενικό του σάκο καὶ
χρησιμοποιώντας αὐτὰ καὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας δύναμης, νίκησε. Ὁ
Μάρκος δὲν εἶχε τίποτα ἀπ’ αὐτά, γιατί δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ φανοῦν
χρήσιμα στὸ δικό του πόλεμο. Αὐτός, εἶχε γιὰ ραβδὶ τὸ δικό του σταυρὸ
τῆς κατὰ Χριστὸν ἄσκησης, τὸν ὁποίο εἶχε σηκώσει ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ σ’
αὐτὸν πάντοτε στήριζε τὶς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας του. Γιὰ σφεντόνα εἶχε
τὴν ἱερή του γλώσσα, ἰκανότατο ὄργανο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἀλλὰ καὶ
λίθους εἶχε αὐτὸς ὁ νέος Δαβίδ, ἀπὸ τὸν κρυφὸ ποταμὸ τῆς Αὐτοσοφίας, πού
ἦταν πρὸ πολλού ἀποταμιευμένοι, στὴν ποιμενική του ψυχή. Ἀπὸ πού ἦταν
αὐτοί; Ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη, ἀπὸ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς
τῶν θεοσοφῶν Ἀποστόλων, ἀπὸ τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους κι ἀπὸ τὶς
ἱερὲς Θεολογίες τῶν ἁγίων κι ἐγκρίτων Δασκάλιον. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ
νοητοὶ πέντε λίθοι τοῦ νέου Δαβίδ, οἱ στ’ ἀλήθεια λεῖοι καὶ ὁμαλοί.
Γιατί δὲν ὑπῆρχε σ’ αὐτοὺς τίποτα στρεβλὸ ἡ παραμορφωμένο κατὰ τὴ Σοφία
τοῦ Θεοῦ. Καὶ παρόλο πού ἦταν πέντε, ὡστόσο μία ἦταν ἡ δύναμη, ἕνας ὁ
νοῦς, ἕνα τό πνεῦμα πού μιλᾶ γιὰ ὅλα κι ἀρκεῖ πολλὲς φορὲς κι ὁ ἕνας
ἀντὶ γιὰ ὅλους. Κι ἔτσι πέφτει καὶ μ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά ὁ νοητὸς Γολιάθ. Αὐτά
ἦταν τὰ ὅπλα τοῦ δικοῦ μας μονομάχου. Καὶ τὰ ὅπλα τῆς δικῆς μας
στρατιᾶς, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, δὲν εἶναι θεαματικά, ἀλλὰ ἱκανὰ γιὰ νὰ
γκρεμίζουν ὀχυρώματα. Ὁ δικός του Γολιάθ, ὁ πάπας, δὲν ἦταν βέβαια
τετράπηχυς ἡ πεντὰ-πηχυς σὲ ὕψος, ὅπως ἦταν ἐκεῖνος τοῦ Δαβίδ. Ἀλλὰ ἡ
διπλὴ ἐξουσία του (θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ) τὸν ὕψωνε στὴ φαντασία του
ὡς τοὺς οὐρανούς, ἐκεῖ πού ἐπιθύμησε νὰ τοποθετήσει κάποτε τὸ θρόνο του ὁ
δικός του συναποστάτης, ὁ ἑωσφόρος.[29]
Καὶ δὲν εἶχε περικεφαλαία χάλκινη, ἀλλὰ τιάρα μὲ τρεῖς κορῶνες, πού
προκαλοῦσε θάμπος καὶ κατάπληξη. Δὲν ἦταν θωρακισμένος μ’ διπλά, ἀλλὰ
εἶχε στρατεύματα περιφρούρησης γύρω του καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἰταλία. Δὲν
ἔσειε κοντάρι, οὔτε ξεγύμνωνε σπαθί. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, μπροστὰ στὴν
ἀθεότατη βλασφημία τῆς αἵρεσης τοῦ παπισμοῦ; Ποιὸ κοντάρι μπορεῖ νὰ
καρφώσει βαθύτερα καὶ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση μέσα στὴν καρδιά; Ποιὸ
σπαθὶ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ πιὸ κοφτερό, ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς εὐσεβοῦς πίστης;
Κι ἂν αὐτὰ τὰ θέλεις καὶ αἰσθητά, ποιὰ ἀμφιβολία ὑπάρχει, ὅλα τα
θανάσιμα καὶ ἰδιαίτερα τό πῦρ καὶ τὸ δηλητήριο, μποροῦσαν νὰ
χρησιμοποιηθοῦν μὲ ἕνα παπικὸ νεῦμα, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς ἐξάλειψης
τῶν πολέμιων τῆς παπικῆς κοσμικῆς του ὑπεροχῆς; Ἀλλὰ παρόλο πού ὁ Πάπας
ἦταν γίγας γιὰ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία στὴν Δύση καὶ φοβερὸς σ’ ὅλα, παρόλο
πού ὁ θάνατος ἔρεε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ κράτους του, ὁ Μάρκος παρουσιάστηκε
μπροστά του θαρραλέα κι ἐκσφενδόνισε ἀπὸ τὸ θεοκίνητο στόμα του, τὸν
λεῖο λίθο τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ ὁ λίθος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου τὴν
τιάρα, διαπέρασε ὡς μέσα στὸ μυελὸ τῆς παπικῆς κεφαλῆς καὶ πέφτει σὰν
νεκρός, ἀκίνητος, ἄφωνος καὶ χωρὶς ἐνέργεια ὁ ἀπερίτμητος στ’ αὐτιὰ καὶ
τὴν καρδιά, ἐκεῖνος πού σὰν ἄλλος Γολιάθ, μὲ τὴν ἑωσφορική του ἔπαρση,
χλεύαζε ὄχι κάποια στρατιωτικὴ παράταξη, ἀλλὰ τόσες πολλὲς καὶ μεγάλες
παρατάξεις τοῦ Θεοῦ κι ἐννοῶ τὶς ἅγιες κι Οἰκουμενικὲς Συνόδους,
ἀθετώντας καὶ διαστρέβλόντας τὰ θεοδίδακτα δόγματα καὶ νομοθετήματά
τους.
Καὶ γιατί τάχα θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι αὐτὸ τὸ μέγα κατόρθωμα τοῦ ἥρωά
μας, εἶναι ἐλλιπέστερο ἀπὸ κεῖνο τοῦ Δαβὶδ κι ὄχι μάλιστα λαμπρότερο,
ἄφου ἐκεῖ ὁ κίνδυνος, τότε τόσο ὁ κοινός, ὅσο κι ὁ προσωπικός, ἦταν
σωματικὸς κι ἐνῶ ἐδῶ ἦταν ψυχικός; Ἐκεῖ προσωρινὸς κι ἔδω αἰώνιος, ὅπως
ἦταν καὶ ὅλων των ἄλλων ἁγίων ἀγωνιστῶν; Ναί, βεβαιότατα ἔτσι εἶναι. Καὶ
γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος, ὁ μέγας Ἀπόστολος, ἔλεγε: ΄Δὲν διεξάγουμε πάλη μὲ
σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀρχές, τὶς ἐξουσίες, τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ
σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα στοὺς οὐρανούς΄.
Θέλοντας νὰ δείξει μ’ αὐτὰ ὁ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὅτι ἡ νίκη καὶ ὁ
πόλεμος τῶν ἁγίων, ξεπερνᾶ κατὰ πολύ τό μέτρο. Τέτοιον πόλεμο λοιπὸν
διεξῆγε αὐτὸς ὁ μακάριος καὶ σύντριψε λαμπρὰ τὸν Πάπα, τὸν κοσμοκράτορα
τοῦ σκότους αὐτοῦ τοῦ αἰώνα, κι ἐννοῶ αὐτῆς τῆς νοητῆς καὶ αἰσθητὴς
δύσης.
Ἀλλὰ
θὰ ’ρθω καὶ σὲ κείνους τοὺς μεγάλους καὶ φημισμένους σ’ ὅλη τὴν
οἰκουμένη ἥρωες. Σ’ αὐτοὺς ἐννοῶ τοὺς λαμπροὺς ἀγωνιστές ὑπὲρ τῆς
εὐσέβειας. Ἄπειρο εἶναι βέβαια τό πλῆθος, τόσο τῶν μαρτύρων, ὅσο καὶ τῶν
ὁμολογητῶν καὶ σχεδὸν ὑπερβαίνουν κι αὐτὰ τὰ ἄστρα στὸν ἀριθμό, οἱ
γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ μου. Ἀλλὰ ἐγὼ πρὸς τὸ παρόν, δὲν θὰ
προβάλλω, οὔτε τὰ στρατεύματα τῶν ἅγιων μαρτύρων, οὔτε τὰ πλήθη τῶν
ὁμολογητῶν, πού κατὰ καιροὺς βασανίστηκαν σκληρὰ ἀπὸ τοὺς ἄθεους
αἱρετικοὺς καὶ πὲθαναν λαμβάνοντας τὸ στεφάνι τοῦ ἀγώνα καὶ τῶν ὁποίων
καὶ ὁ Μάρκος, ὅπως λαμπρὰ ἀποδείχτηκε παραπάνω, στάθηκε ὑπεράξιος
μιμητὴς καὶ σήμερα χορεύει στοὺς οὐρανοὺς στεφανωμένος, δόξα καὶ καύχημα
καὶ ἄξιο συμπλήρωμα τῶν θείων ὁμολογητῶν. Ἀλλὰ θέλω νὰ παρουσιάσω,
ἐκείνους πού ἔλαιιψαν στὰ οἰκουμενικὰ κριτήρια, ἐκεῖ δηλαδὴ πού ἡ πίστη
κρινόταν καὶ δοκιμαζόταν οἰκουμενικὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἰδιαίτερα
ἀνακηρύσσονται ὑπέρμαχοι τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μιλῶ γιὰ
Ταράσιους, Εὐτύχιους καὶ Κύριλλους, πού δὲν εἶναι ἴσως γνωστοὶ στὸ πολὺ
κόσμο, μοῦ ἀρκεῖ ἕνας, ὁ ὅποιος δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ διαφεύγει τῆς
προσοχῆς κανενὸς χριστιανοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ μέγα θαῦμα τοῦ κόσμου, ὁ
περιώνυμος καὶ περιλάλητος Ἀθανάσιος. Γιατί ὅλη σχεδὸν ἡ ζωή του, ὑπῆρξε
ἕνας συνεχὴς ἀγώνας, μ’ ἐξορίες, μὲ φυγές, μὲ διωγμοὺς ὑπὲρ τῆς πίστης.
Ὁ ἱερὸς Μάρκος αὐτὰ ὅλα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπιλογή του καὶ τὴν γνώμη του,
εἶχε τὸν διακαῆ ζῆλο καὶ τὴν ἀξιοθαύμαστη ἐκείνη σταθερότητα στὴν
πατροπαράδοτη εὐσέβεια, τὰ δέχτηκε, ὅπως ἀποδείχτηκε ἀπὸ τὰ προηγούμενα
καὶ δὲν μένει καμιὰ ἀμφιβολία. Σὲ τί λοιπὸν ἐγώ, πρόκειται νὰ θεωρήσω
ὅτι ὑπάρχει κάποια ὑπεροχὴ τοῦ Μάρκου ἀπέναντι στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο; Ἴσως
κάποιος πρόκειται νὰ κατηγορήσει τὸ λόγο μου γιὰ αὐθάδεια, πού τολμᾶ νὰ
κάνει μία τέτοια σύγκριση. Ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἐκεῖνος ὁ μέγας
φωστήρας τῆς οἰκουμένης, ὄχι μόνο δὲν πρόκειται νὰ ὀργιστεῖ, ἀλλὰ θὰ
χαρεῖ μάλιστα, σὰν καλὸς πατέρας πού δοξάζεται ἀπὸ τὸν γιό του.
Τί θέλω νὰ πῶ δηλαδή; Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἀπόκτησε φήμη, γιατί ὅταν ἦταν
ἀκόμα διάκονος τοῦ Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας, Ἀλέξανδρου, σὲ κείνη τὴν
πρώτη ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συγκλήθηκε ἐνάντια στὴ λύσσα τοῦ
ἀθεώτατου Ἄρειου, στάθηκε μέγας ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἔκανε ἐκεῖ
διάλεξη μὲ τὸν ἀσεβέστατο Ἄρειο καὶ τὸν καταντρόπιασε μὲ τὰ δόγματα τῆς
εὐσέβειας κι ὄχι μόνο ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ τοὺς δικούς του ὁμόφρονες. Τώρα,
ἂν ὁ μέγας Ἀθανάσιος πρὶν ἀκόμα ἀνέβει στὸ θρόνο κάνει ἐκείνους τοὺς
φοβεροὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κατοπινοὺς πολέμους κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἄν,
λέω, ἀπὸ τότε ἤδη ὀνομάστηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ πρόμαχος
τῆς Ἔκκλησιας καὶ παντοῦ διαδίδεται, ὅπως εἶπα, ἐκεῖνο τὸ κατόρθωμα τοῦ
ἁγίου, πόσο περισσότερο εἶναι δίκαιο, νὰ διαδίδεται παντοῦ ἡ φήμη τοῦ
θείου Μάρκου, πού τόσο ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια; Σὲ κείνη τὴν ἁγία
πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ σύνολο τῶν Πατέρων ἦταν ὄχι μόνο ὀρθόδοξοι,
ἀλλὰ κι ἁγιότατοι καὶ θαυματουργοί. Κι οἱ αἱρετικοί, ἦταν γενικὰ λίγοι,
δέκα, ἴσως καὶ λίγο περισσότεροι. Ἐνώ σ’ αὐτὴ τὴ μιαρὴ σύνοδο τῆς
Φλωρεντίας, τὸ μεγαλύτερο μέρος ἦταν κακὸφρονες, πονηροὶ καὶ σατανικοὶ
καὶ λίγοι ἦταν οἱ Ὄρθοδοξοι καὶ στὸ τέλος ὅλοι ἀπέκλιναν κι
ἐξαχρειώθηκαν. Ἑπομένως, ἐκεῖ πού ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὑπερασπιζόταν τὴν
εὐσέβεια μαζὶ μ’ ὅλους, ὁ Μάρκος ἀγωνιζόταν μόνος του καὶ πολεμοῦσε
μόνος ἐναντίον ὅλων. Ἐκεῖνος ἦταν ἀνάμεσά σε φίλους καὶ πατέρες κι
ἀδελφούς, ἐνώ αὐτός, ἀνάμεσα σ’ ἐχθρούς, πολέμιους κι ἐπίβουλους. Ποιὸς
λοιπὸν δὲν βλέπει, ὅτι διαφέρει σχεδὸν σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις αὐτὸ τὸ
κατόρθωμα καὶ ξεπερνᾶ κατὰ πολύ το μέτρο, ἐφόσον δὲν εἶναι τὸ ἵδιο, νὰ
σηκώσουν ἕνα βάρος οἱ πολλοὶ καὶ τὸ ἴδιο νὰ τὸ σηκώσει. ἕνας καὶ μόνος
του;
Γιατί ὑπεράσπιζε, λέει, τὸ πατρικὸ δόγμα, μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους
Ἀλλά, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ συγκριθεῖ ὁ λόγος τοῦ ἐπαινετοῦ σ’ ὅλα Μάρκου
μὲ τὸν μέγα δάσκαλο τῆς οἰκουμένης καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ τὸ κατόρθωσε, ἤδη
μοῦ ἦρθε στὴ μνήμη καὶ τὸ μέγα ἐγκώμιο, τὸ ὁποίο πλέκει ἐξαίρετα ὁ
μέγας στὴ θεολογία Γρηγόριος, πρὸς δόξα ἐκείνου τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου.
Κι ἐπειδὴ δὲν εἶναι γνωστό, θὰ τὸ διηγηθῶ μὲ συντομία, γιατί ὁ δικός μας
Μάρκος, δὲν φαίνεται ἐλλιπὴς οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ μέγιστο κατόρθωμα.
Ὁ μέγας Ἀθανάσιος βρισκόταν ἐξόριστος στὴν Ἰταλία ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν
ἀρειανῶν. Κι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἔγινε ἐκεῖ Σύνοδος Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων
καὶ δυτικῶν κι ἀνατολικῶν. Σὲ κείνη τὴ Σύνοδο, ὁπού, ὅπως εἶπα, ἦταν
ὅλοι Ὀρθόδοξοι καὶ ὁμόφρονες, ἐπακολούθησε μεγάλη σύγχυση κι ἀπ’ αὐτὴ
προέκυψε καὶ σχίσμα μεταξύ των δυτικῶν καὶ τῶν ἀνατολικῶν. Ἡ αἰτία ἦταν,
ὅτι οἱ δυτικοὶ ἔλεγαν κάποιες λέξεις πού δὲν τὶς δέχονταν οἱ
ἀνατολικοί. Καὶ τὸ ἴδιο οἱ ἀνατολικοὶ ἔλεγαν κάποιες ἄλλες λέξεις, τὶς
ὅποιες ἡ γλώσσα τῶν δυτικῶν, ἡ λατι νική, δὲν τὶς ἔχει, ἀφοῦ εἶναι
περιορισμένη καὶ φτωχὴ στὰ νοήματα. Γι’ αὐτὸ οἱ δυτικοί, ἐπειδὴ δὲν
καταλάβαιναν τὸ νόημα τῶν λέξεων, δὲν τὶς δέχονταν. Ἐπομένω κι οἱ
ἀνατολικοί, φαίνονταν στοὺς δυτικοὺς αἱρετικοί, δηλαδὴ Ἀρειανοί κι οἱ
δυτικοὶ ἀντίστοιχα φαίνονταν αἱρετικοὶ στοὺς Ἀνατολικούς, δηλαδὴ
Σαβελλιανοί. Καὶ γι’ αὐτό, ὅπως εἶπα, ἔγινε καὶ μεγάλη ταραχὴ καὶ λίγο
ἔλειψε ν’ ἀποσχιστοῦν οἱ Ἐκκλησίες, παρόλο πού στ’ ἀλήθεια καὶ τὸ ἕνα
μέρος καὶ τὸ ἄλλο, ὀρθὰ καὶ σωστὰ φρονοῦσαν ὡς πρὸς τὰ λεγόμενα. Τότε
λοιπὸν κι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, πού ἦταν παρὼν ἐκεῖ, ἔδωσε προσοχὴ καὶ στὸ
ἕνα μέρος καὶ στὸ ἄλλο. Ἐξέτασε δηλαδὴ μὲ ἠρεμία κι ἐπιμέλεια τὰ
φρονήματα καὶ τῶν δύο πλευρῶν κι ἐπειδὴ κατάλαβε πώς ὀρθὰ φρονοῦν καὶ τὰ
δύο μέρη, τοὺς ἄφησε νὰ λένε τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα πού ἔχει ἡ κάθε γλώσσα,
βεβαιώνοντας καὶ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ ἄλλο, πώς ὀρθὰ καὶ σωστὰ φρονοῦν.
Κι ἔτσι σταμάτησαν τὰ σκάνδαλα κι ἔγινε εἰρήνη στὶς Ἐκκλησίες καὶ
διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα ὅπως καὶ πρίν.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα ἔργο τοῦ μεγάλου Ἀθανάσιου, τὸ ὁποίο πάνω ἀπὸ τ’
ἄλλα θαυμάζει κι ἐπαινεῖ ὁ μέγας Γρηγόριος καὶ γιὰ νὰ πῶ τὰ ἴδια του τὰ
λόγια: "Αὐτό, λέει, εἶναι πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τοὺς μεγάλους κόπους καὶ τοὺς
λόγους καὶ αὐτὸ εἶναι, προτιμότερο ἀπὸ πολλὲς ἀγρυπνίες καὶ
χαμαικοιτίες…".
Λοιπόν, ἂν αὐτὸ τὸ κατόρθωμα τὸ ἐπαινεῖ τόσο πολὺ ὁ Θεολόγος, πώς δὲν
εἶναι κι ὁ Μάρκος, ἕνας ἄλλος Ἀθανάσιος, ποῦ, ἂν καὶ δὲν κατόρθωσε
περισσότερα, ὡστόσο ἐνέργησε κι αὐτὸς ὁπωσδήποτε τὸ ἴδιο θαυμάσια;
Θέλετε ν’ ἄκουσετε κι αὐτό; Ὀφείλω νὰ τὸ προσθέσω, γιατί τὸ ἀπαιτεῖ κι ἡ
συνέχεια τῆς ἱερῆς διήγησης γιὰ τὸ πρόσωπό του, τὴν ὁποία τὴν διέκοψε
πρὸ πολλοῦ το θαῦμα τῶν ἡρωικῶν του ἀγώνων κι ἐμεῖς πρέπει ἀναγκαστικὰ
νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ φτάσουμε καὶ στὸ πανίερο τέλος τῆς ἁγίας
του ζωῆς.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ [1.2.1440]
17. Σχίσμα κλήρου καὶ λαοῦ
Γιὰ νὰ συντομεύσω λοιπὸν τὰ ἐνδιάμεσα τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἐπιστροφῆς, ἔφτασαν καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Κι ἐπειδὴ ἡ φήμη εἶχε προλάβει νὰ φτάσει καὶ νὰ διακηρύξει τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἁγίου καὶ τὴν τέλεια ἀντίσταση καὶ παραμονή του στὴν πατρογονικὴ εὐσέβεια, δὲν ἔτρεξε τόσος λαὸς νὰ προϋπαντήσει τό βασιλιὰ (μάλιστα οἱ περισσότεροι, ἐπειδὴ τὸν μισοῦσαν τὸν ἀπέφευγαν), ὅσος συνέρευσε στὴν ὑποδοχὴ αὐτοῦ του ἱεροῦ ἥρωα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λαμπροῦ καὶ ἄριστου. Ἄλλοι τὸν ὀνόμαζαν ἀκλόνητο στύλο τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοι ἀσύλητο ταμεῖο τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἄλλοι τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἀθανάσιο, ἄλλοι Κύριλλο, ἄλλοι νέο Ἰωάννη Θεολόγο, τοῦ ὁποίου εἶχε κληρωθεῖ καὶ τὸν ἱερότατο θρόνο, δηλαδὴ τὴν Ἔφεσο. Καὶ γιὰ τὸ πώς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο φέρονταν πρὸς τοὺς ἄλλους, πού κακῶς ὁλοκλήρωσαν ἐκείνη τὴν κακὴ ἕνωση, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ παραστήσει ἱκανοποιητικὰ τὴν σύγχυση, τὴν ἀνακατωσούρα καὶ τὴν ἀθλιότητα ἐκείνης τῆς πόλης. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ μόνο, ὅτι ἔγινε μεγάλο σχίσμα καὶ χάσμα. μεταξύ τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ καὶ τῶν Λατινισθέντων. Οἱ ἀρχιερεῖς ἀπέφευγαν τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς τοὺς ἱερεῖς, οἱ μοναχοί, τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλοι ὅλους μ’ ἄκρατο μίσος καὶ τοὺς ἀποστρέφονταν ὡς μιάσματα καὶ βδελύγματα. Καὶ δὲν ἀκούγοταν τίποτα ἄλλο, παρὰ: «Οἱ προδότες τῆς πίστης, οἱ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πολέμιοι τῆς Ὀρθοδοξίας». Τόσο ἦταν τὸ μίσος καὶ ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν αἵρεση ἐκείνου τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ, ὥστε καὶ μόνο ἐπειδὴ ἕνας ἱερέας πῆγε νὰ δεῖ τὴν ἐνθρόνηση τοῦ νέου Πατριάρχη, πού ἦταν ἀπὸ τοὺς λατινόφρονες, οἱ ἐνορίτες του δὲν πάτησαν στὴν ἐκκλησία οὔτε τὸ βράδυ, οὔτε τὸ πρωί, πού ἔτυχε νὰ εἶναι καὶ Δεσποτικὴ γιορτή, δηλαδὴ τῆς Ἀναλήψεως. Τόσο μεγάλο ἔγινε λοιπὸν τὸ σχίσμα κι ἡ διαίρεση μεταξύ των οὐνιτῶν καὶ τῶν εὐσεβῶν. Μόνος λοιπὸν ὁ μέγας Μάρκος, ἀνάμεσά σέ κείνους τοὺς ζοφεροὺς πλανῆτες, τοὺς σκοτεινοὺς ταξιδευτὲς πού σκοτείνιασαν μέσα στὴν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ Δύση, μόνος φαινόταν κι ἄστραφτε σᾶν ἄλλος ἥλιος, μὲ τὶς ἀκτίνες ὁ ἥλιος τῆς στερεῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ ἀγώνα, ὁ Εὐγενικός.
Θάνατος τοῦ Ἰωσὴφ
Ἐπειδὴ
ἄνεφερα ἐδῶ τὴν ἐνθρόνηση τοῦ νέου Πατριάρχη, ἀναγκαστικά θὰ βρεθεῖ σὲ
ἀπορία ὁ φιλαναγνώστης σχετικὰ μὲ τὸ τί ἔγινε ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ποὺ
ἦταν στὴν Σύνοδο.
Γι’ αὐτό, πρὸς πληροφόρηση, σημειώνω ἐδῶ το φοβερό του τέλος. Ἀφοῦ
λοιπὸν εἶπε προφορικὰ τὴ γνώμη του, νὰ δεχτοῦν τὸ ΄ἐκ τοῦ Υἱοῦ΄ καὶ νὰ
ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Λατίνους, φεύγοντας ἀπὸ κεΐ, γευμάτισε. Καὶ μπαίνοντας
στὸν οἴκισκο πού κοιμόταν γιὰ ν’ ἀναπαυθεῖ, πῆρε χαρτὶ καὶ μολύβι κι
ἔγραφε. Κι ἐκεῖ ἔπαθε τρόμο καὶ κλονισμὸ κι ἀμέσως ξεψύχησε.
Κι ὅταν ἀκούστηκε αὐτό, ὅλοι ταράχτηκαν. Καὶ τρέχοντας, τὸν βρῆκαν
νεκρὸ καὶ παίρνοντας τὸ χαρτὶ γιὰ νὰ δοῦν τί ἔγραψε, βρῆκαν γραμμένη τὴ
γνώμη του, τῆς ὁποίας τὰ λόγια, παρόλο πού εἶναι λίγα, τὰ παραβλέπω ὡς
περιττά. Κι γι’ αὐτὰ πού ἔγραψα νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανείς, γιατί εἶναι
παρμένα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ ἐκείνης τῆς συνόδου, τὰ ὁποία τά ἔγραψε καὶ
λατινόφρονας καὶ τυπώνονται στὴ Ρώμη κι εἶναι ἀληθέστατα, ἀφοῦ εἶναι
γραμμένα κι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ βασιλιάς, διέταξε κι ἐξέλεξαν ἄλλον ὅταν γύρισαν.
Δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς κι αὐτὸς ἦταν ὁ Κυζίκου Μητροφάνης (Β’,
(4. 5.1440 -1.8.1443). Ὁ ὁποίος, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης, φρόντισε τόσο
πολὺ νὰ διαφυλάξει τὴν κάκιστη ἕνωση, ὥστε ἐνοχλοῦσε ἐπίμονα καὶ τὸν
βασιλιά, ν’ ἀσκήσει βία σὲ κείνους πού τὴν ἀπέφευγαν.
Διωγμὸς καὶ φυγὴ
Γι΄
αὐτὸ ὁ θεῖος Μάρκος, ἀπὸ τὴ μία γιὰ νὰ δώσει τόπο στὴν ὀργὴ πρὸς τὸ
παρὸν κι ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ καὶ τὸ ἀγαπητό του ποίμνιο,
ἐπειδή δέν εἶχε προλάβει στὴν ἀρχὴ ὅταν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἐφέσου
ἀφοῦ εἶχε φύγει ἀμέσως γιὰ τὴν Ἰταλία. Τώρα λοιπὸν ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν
Πόλη γιὰ τὴν Προῦσα κι ἀπὸ κεῖ πέρασε γρήγορα στὴν ἀγαπημένη του
ἐπαρχία. Καὶ γιὰ τὸ πώς τὸν δέχτηκαν ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ καὶ ποιὰ
κατορθώματα ἔκανε ὅσο ἔμεινε ἐκεῖ, τὸ εἶπα καὶ πρίν, πώς ἡ κοινή μας
δυστυχία μᾶς ἀποστέρησε ἀπὸ πολλὰ καλά.
Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, μὴν ἔχοντας τί νὰ γράψω ἐκτός ἀπὸ κεῖνα πού ὁ καθένας
μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ ἀπὸ μόνος του. Δηλαδὴ μὲ πόση χαρὰ κι εὐφροσύνη
δέχτηκαν ἐκεῖνοι ἕναν τέτοιο ποιμένα καί, τί λογὴς διδαχὲς τοὺς ἔκανε
ἐκεῖνος ὁ ποιμένας τους καὶ πώς τοὺς νουθετοῦσε γιά νὰ κρατοῦν στερεὴ
τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ κυριεύονταν ἀπὸ τότε ἀκόμα ἀπὸ τοὺς ἄθεους
Ἀγαρηνούς. Μὴν ἔχοντας λέω νὰ γράψω κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπ’ αὐτά, ἔρχομαι
τώρα σὲ κεῖνο τὸ μέγα ἔργο πού ὑποσχέθηκα νὰ διηγηθῶ. [30]
ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ Η ΟΜΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ ἅγιος ἦταν στὴν ΄Ἐφεσο καὶ δίδασκε τὸ λαὸ του σύμφωνα μὲ τὸ χρέος ἑνὸς τέτοιου ποιμένα, προσκαλεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ διορθώσει τὴν κακῶς ἔχουσα Ἐκκλησία. Γιατί ὁ λατινόφρονας βασιλιὰς Ἰωάννης, πέρασε στὸν ἄλλο κόσμο γιὰ νὰ λογοδοτήσει ὁ ἄθλιος, γιὰ τὴν ἀθέτηση καὶ τὴν προδοσία τοῦ πατρικοῦ δόγματος καὶ κάθισε στὸ θρόνο ὁ ἀδερφὸς τοῦ Κωνσταντῖνος,[31] ὁ ὁποίος καὶ κατὰ τὸ ὄνομα καὶ κατὰ τὴν βασιλεία, ὀνομάστηκε ἔσχατος. Καὶ θεωρώντας ὁ Μάρκος πώς ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, εἶναι ἡ κεφαλὴ κι ἡ καρδιὰ ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης οἰκουμένης κι ὅταν ἐκείνη βαίνει καλῶς, ἀναγκαστικὰ εἶναι καλὰ καὶ τὰ ἔξω ἀπ’ αὐτὴ καὶ πάλι, ἂν αὐτὴ βαίνει κακῶς καὶ τὰ ἔξω κακῶς ἔχουν, ἔτρεξε τάχιστα στὴν Πόλη. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι γι’ αὐτὸ καὶ μόνο ἔκανε στὴν Ἰταλία ἐκείνους τοῦς αἰώνιους ἀγῶνες κι ἀντιστάθηκε μέχρι αἵματος στὴν κακῶς γενόμενη ἕνωση. Γι΄ αὐτὸν καὶ μόνο τό σκοπὸ λέω, γιὰ νὰ διαφυλάξει ἐκείνη τὴν εὐσέβεια πού παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του. Γιὶ΄ αὐτὸ κι ἔπρεπε κι ὁ ἴδιος νὰ τὴν ἀνασυστήσει καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσει κατὰ κάποιο τρόπο, ἀφοῦ φθάρηκε κι ἀπωλέστηκε ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἑνωτικούς.
Σύνοδος Ὀρθόδοξη κατὰ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας [32]
Γι΄αὐτὸ
ἀρπάζοντας τὴν εὐκαιρία, δηλαδὴ τοῦ νέου βασιλιὰ γιὰ τὴν διόρθωση τῆς
Ἐκκλησίας, ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὶν μεταστρέφουν τὸν
Κωνσταντῖνο οἱ πολέμιοι τῆς εὐσέβειας. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, πώς οἱ
πολίτες δέχτηκαν τὸν δάσκαλο τῆς πίστης καὶ τὸν γενναῖο πρόμαχο τῆς
Ἐκκλησίας, μ’ ἄκρατη χαρά, τόσο ὅλος ὁ ἱερὸς κλῆρος, ὅσο κι ὁ βασιλιὰς
μὲ τὴ σύγκλητο καὶ ἰδιαίτερα ὁ φιλοχριστὸς λαός. Μόνο οἱ ἐχθροί τῆς
πίστης στενοχωρήθηκαν καὶ ταράχτηκαν μὲ τὸν ἐρχομό του, ὅπως κάποτε κι
οἱ θεομίσητοι ἀρειανοι ὅταν γύριζε στὸ θρόνο του ὁ μέγας Ἀθανάσιος.
Καὶ Πατριάρχης τότε, ἦταν ἐκεῖνος ὁ παγκάκιστος Γρηγόριος, πού πολλὲς
φορὲς ἀναφέρθηκε ὡς πρωτοσύγκελλος. Ὁ μέγας Μάρκος λοιπόν, ἀμέσως
σκέφτηκε ὡς ἀναγκαία μία γενικὴ Σύνοδο, γιὰ ν’ ἀνατρέφει καὶ νὰ
καταδικάσει συνοδικά τα κακὰ κι ὀλέθρια πού ἔγιναν στὴν Φλωρεντία. Ἡ
ὅποια καὶ συγκροτήθηκε μὲ βασιλικὴ διαταγὴ στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Σοφίας,
μετὰ ἀπ’ ἕνα χρόνο καὶ ἕξι μῆνες ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ βασιλιὰ Ἰωάννη καὶ μὲ
παρόντες καὶ τοὺς τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ τὸν
Ἀλεξάνδρειας, τὸν Ἀντιόχειας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλῶν μητροπολιτῶν
καὶ δασκάλων κι ἄλλων πολλῶν. Αὐτὴ πρῶτα, καθαιρεῖ ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς
βασιλεύουσας τὸν ἀσεβή καὶ μιαρότατο Γρηγόριο, ὁ ὁποίος καὶ μὴν
ἀντέχοντας τὴν ντροπή, ἐπειδὴ ἔμεινε πιστὸς στὴν ἕνωση, γύρισε στὴ Ρώμη,
τὴν πηγὴ τῆς ἀποστασίας.
Κι ἀντὶ αὐτοῦ, χειροτονεῖται ὁ Ἀθανάσιος [33], ἄνδρας κόσμιος κι
εὐσεβέστατος, κατὰ τοῦ ὁποίου τὴν πατριαρχικὴ θητεία, ὅπως θέλουν
κάποιοι, ἔγινε κι ἡ ἅλωση τῆς Πόλης. Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτό, καταδικάζει κι
ἀνατρέπει ὅσα ἔγιναν στὴν Ἰταλία, κάνοντας σὲ διάφορα σημεῖα λαμπρὰ κι
ἐξαίρετα ἐγκώμια τοῦ θείου Μάρκου καὶ ὑποδεικνύοντας, ὅτι αὐτὸς δὲν
διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τοὺς παλιοὺς καὶ περιβόητους Πατέρες καὶ
δασκάλους, στὴ σοφία καὶ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων.
Ἐπιστροφὴ τῶν μετανοούντων
Σὲ αὐτὴ λοιπὸν τὴν περίσταση, αὐτὸς ὁ μέγας προστάτης τῆς Ἐκκλησίας, ἔδειξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν συνηθισμένο του ζῆλο, ἐπιστράτευσε ὅλη του τὴν ἐπιμέλεια, μεταχειρίστηκε κάθε ἀγώνα, γιὰ νὰ συμφιλιώσει τ’ ἀντιμαχόμενα μέρη, πού ὡς τότε ἦταν κακὰ καὶ ἄθλια μεταξύ τους, ἀπὸ τότε δηλαδὴ πού γύρισαν ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Ἰταλίας. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ ὅσους ἔκλαιγαν γιά τὴν ὑπογραφὴ τοῦ λατινισμοῦ, ἔδωσε θάρρος μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς θείας συμπόνιας γιὰ τὴν μετάνοιά τους. Γιὰ ὅσους δὲν εἶχαν ἀντιληφθεῖ καὶ στοχάζονταν αὐτὸ πού εἶχε γίνει ὡς ἀδιάφορο ἤ κι ὡς καλό, τοὺς ὁδήγησε σὲ μετάνοια δίνοντάς τους νὰ καταλάβουν τί μεγάλο κακὸ διέπραξαν. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, δίδασκε ἀκόμα κι αὐτοὺς πού ἦταν στὴν Πόλη καὶ δὲν εἶχαν πάει στὴ σύνοδο τῆς Ἰταλίας, νὰ μὴν φέρονται μὲ σκληρότητα κι ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς μετανοοῦντες ἀδελφοὺς οἱ ὁποίοι καταφεύγουν στὸ ἔλεος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πρατοντὰς ἔτσι, ἐπανέφερε τοῦς πλανημένους, ἀνόρθωσε αὐτοὺς πού εἶχαν πέσει, ἕνωσε τ’ ἀντιμαχόμενα μέρη κι ἠρέμησαν οἱ ταραχὲς μεταξύ τῶν ὁμοφύλων, γνώρισαν οἱ ὁμογενεῖς τοῦς ὁμογενεῖς τους κι ἐπανήλθε ἡ εἰρήνη. Κι ἐκτὸς ἀπὸ δύο ἡ τρεῖς, πού προτίμησαν ἑκούσια τὴν ἀπώλεια τῶν ψυχῶν τους, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, διέγραψαν μὲ τὴν μετάνοιά τους τὰ κακῶς γενόμενα ἀπ’ αὐτοὺς στὴν Ἰταλία. Ἔτσι ἔγιναν ὅλοι ἕνα ποίμνιο καὶ ἕνα σῶμα, ὑπὸ ἕναν ποιμένα καὶ μία κεφαλή, ὄχι τοῦ βρωμεροῦ κι ἀποστάτη κι ἀξιοκατάκριτου γυναικοπρόσωπου Πάπα, ἀλλὰ τῆς ἀθάνατης κεφαλῆς ὅλων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐγκώμιο τοῦ Γενναδίου Σχολάριου
Καὶ
γιὰ τὸ ὅτι αὐτὸ ὑπήρξε δικό του ἔργο κι ἐπιμέλεια, καὶ μέγιστο
κατόρθωμα, εἶναι ἀξιόπιστος μάρτυρας καὶ πάλι ὁ σοφότατος Γεννάδιος ὁ
Σχολάριος, τοῦ ὅποιου τὸν ἔπαινο πρὸς τὸν μέγα αὐτὸν ἅγιο, πρόκειται
τώρα νὰ τὸν παραθέσω ὁλόκληρο, ὅπως τὸν βρίσκω στὸ σημείωμα πού ἔκανε
γιὰ τὴν ἁγία Σύνοδο κατὰ τοῦ Βέκκου τοῦ λατινόφρονα, ἡ ὁποία ἔγινε πρὶν
ἀπ’ ἀρκετὰ χρόνια καὶ γιὰ τὴν ὁποία εἴπαμε καὶ πρωτύτερα. Ἀφοῦ λοιπὸν
ἀπαρίθμησε πολλοὺς δασκάλους καὶ ἅγιους θεολόγους σὲ κεῖνο τὸ σημείωμα ὁ
Σχολάριος, στὸ τέλος, γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο, λέει κατὰ λέξη τὰ ἕξης:
"Ὅπως
ἀκριβῶς κι ὁ ἱερότατος Μάρκος Ἐφέσου, πού ἔχαιρε νὰ μιλᾶ ἐνάντια στοὺς
κακοὺς συκοφάντες τῶν γραφῶν, ἀκολουθώντας κατὰ πόδας τὸν χορὸ ἐκείνων
τῶν καλῶν δασκάλων κι εὑρισκόμενος ἀναπόσπαστα στὴ χρυσὴ ἐκείνη σειρά.
Ὑπεράσπιζε τὰ πατρικὰ δόγματα μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους, γιατί σὲ
μᾶς, πού ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοί του, ἀντὶ γιὰ τέτοιους, ἀλλίμονο,
ἔβρισκε ἐχθρούς. Κι ἀντιστεκόταν μόνος του σὲ κείνη τὴν ἀνάξια λόγου
Λατινικὴ διδασκαλία, ἔνω οἱ ἄλλοι ἐνέδωσαν μὲ κάθε τρόπο. Καὶ μόνος
πάλι, ὅταν ἐπέστρεψαν, ἐπανέφερε τούς ἀποστάτες ἐκτὸς ἀπὸ λίγους κι ὅλοι
μετανόησαν εἰλικρινά καὶ ὑπέστεψαν, ἐπειδὴ κακῶς ἀποσχίστηκαν. Καὶ
μόνος του ἔπεισε ἔμπρακτά τοῦς ἄλλους νὰ πιστεύουν στὸ πατρικὸ δόγμα, μὲ
τὴν μεγάλη του καρτερία κι ἐλέγχοντας τὴν ἀποστασία τῶν ἄλλων. Καὶ
διορθώνοντας ὅσα ἀκόμη χειρότερα ἀκολούθησαν μετὰ τὴν πονηρὴ ἀποστασία.
Γι’ αὐτὸ κι αὐτός, προστίθεται σὲ κείνους τοὺς μακάριους, χωρὶς νὰ
ὑπολείπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄριστους, στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ σοφία καὶ στὴ
δύναμη τοῦ λόγου. Ἀλλά καὶ στὸν πόλεμο ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μὲ ζωντανοὺς
ἀγῶνες, ἐφ’ ὄρου ζωῆς μὲ ὑπερβάλοντα ζῆλο καὶ μ’ ἀμετάβλητη γνώμη, νὰ
ἐναντιώνεται σὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους, ὅταν χρειαζόταν νὰ λέει καὶ
προβάλλει τὴν ἀλήθεια".
Σχεδὸν τὰ ἴδια λέει κι ἐκεῖ πού γράφει κατὰ τῶν ὀπαδῶν τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀκίνδυνου: "Μ’ αὐτοὺς (δηλαδὴ μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας), συμφώνησε καὶ ὁ μακάριος Μάρκος, ὁ ποιμένας τῆς Ἐφέσου, ἔξαρχος τῶν δικῶν μας στὴ συνέλευσης τῆς Φλωρεντίας καὶ μόνος ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τοῦ δόγματος τῶν Πατέρων καὶ μόνος παρέμεινε σταθερὸς στὴν καλὴ διδασκαλία κι ἔγινε αἴτιος τῆς ἐπαινετῆς μεταστροφῆς αὐτῶν πού εἶχαν ὑποκύψει".
18. Συνοδικὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων
Δὲν
εἶναι δυνατὸν κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀποδώσουμε σὲ ἕνα ἥρωα μεγαλύτερα
ἱεροπρέπεια ὑψηλότερα ἐγκώμια ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἐκεῖνα πού διηγηθήκαμε ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ ὡς τώρα, γιὰ νὰ παραστήσουμε τὴν τόσο μεγάλη τιμὴ καὶ ὑπόληψη
τῆς ὁποίας εἶναι ἄξιος αὐτὸς ὁ μέγας δάσκαλος, ὅλα περιέχονται
πληρέστατα καὶ μ’ ὅλη τὴν ἔμφαση τῆς ὑπεροχῆς, μέσα σ’ αὐτὲς τὶς λίγες
γραμμές. Καὶ παρόλο πού νομίζω πώς κανεὶς δὲν πρόκειται ν’ ἀμφιβάλλει
γιὰ τὴν ἀληθέστατη μαρτυρία αὐτοῦ τοῦ σοφότατου ἄντρα, τοῦ Σχολαρίου,
ὡστόσο, ἡ Συνοδικὴ ψῆφος πρέπει νὰ προτιμᾶται πάνω ἀπ’ ὅλα. Καὶ ποιὰ
ἐννοῶ Συνοδικὴ ψῆφο; Ὅταν ζοῦσε ἀκόμα ὁ βασιλιὰς Ἰωάννης, πολλοὶ ἀπ’
αὐτοὺς πού εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ἀρχιερεῖς κι ἡγούμενοι καὶ
πνευματικοί, δὲν δέχονταν αὐτὰ πού εἶχαν γίνει στὴν Φλωρεντία κι
ἐπικρατούσε μεγάλη ταραχὴ καὶ σύγχυση. Ὁ βασιλιὰς τότε, πρόσταζε νὰ
συνέλθουν ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ τοῦ στείλουν γραπτὰ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία
δὲν θέλουν νὰ τηροῦν τὴν ἕνωση πού ἔγινε ἐκεῖ. Οἱ ἀρχιερεῖς λοιπὸν κι οἱ
ὑπόλοιποι, δηλαδὴ ἡγούμενοι καὶ πνευματικοί, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν καὶ
συνδιασκέφτηκαν, ἔγραψαν κατὰ συνείδηση ἐκτενῆ ἀπάντηση, πού ἀνέλυε τὰ
αἴτια. Κοντὰ στὰ ἄλλα τοὺς θαυμαστὰ καὶ σοφὰ ἐπιχειρήματα, πρόσθεσαν κι
αὐτά, λέγοντας:
Ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ ἐμεῖς μόνοι, οὔτε ἄφοβα, ἐνῶ ὅλοι
οἱ ἄλλοι εἶναι ἀπόντες ἀπ’ αὐτὴ τὴ συζήτηση, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ
ἱερομόναχοι τῆς ἐπαρχίας καὶ μάλιστα ὁ Ἐφέσου, ὁ ὅποιος ἦταν καὶ
πρόμαχος τοῦ ἀληθινοῦ δόγματος στὴν Ἰταλία καὶ στόμα ὅλων ἐμᾶς κι
ἀγωνιζόταν ὑπὲρ αὐτῶν.
Νὰ
πού συμφωνεῖ κι ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου μέ τή μαρτυρία τοῦ σοφότατου
Σχολαρίου. Μάλιστα, ἐγὼ λέω, ὅτι κι ἂν ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης δὲν ἔλεγε
τίποτα γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο, ἂν δηλαδὴ ὁ Σχολάριος δὲν μᾶς ἔκανε ἐκεῖνον
τὸν ὑπερφυὴ ἔπαινο, λέγοντας πολλὲς φορές, ὅτι μόνος καὶ πάλι μόνος
ἔπραξε αὐτὸ κι ἐκεῖνο, δηλαδὴ τὰ ὑπεράνθρωπα ἐκεῖνα ἀνδραγαθήματα τῆς
παράδοξης καρτερίας του, ἂν οὔτε ἱερομνήμονας, οὔτε νομοφύλακας, οὔτε
κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς τότε παρόντες, δὲν ἐπρόκειτο νὰ σημειώσει κάτι
γι’ αὐτόν, βεβαιότατα, λέω, ἡ μαρτυρία μίας ἁγιότατης Συνόδου πού
συνῆλθε ΄ἐν Χριστῷ΄, εἶναι μία ἀπαράγραπτη ἀπόδειξη καὶ μία ἀναντίρρητη
ἐπιβεβαίωση, τῶν ὅσων ἐπαινετῶν λόγων ἔγραψαν οἱ ἄλλοι γιὰ τὸν λαμπρὸ
αὐτὸ ἥρωα.
Λοιπόν,
ἀφοῦ ἐκείνη ἡ Σύνοδος τῶν ἀρχιερέων παραδέχτηκε πώς, χωρὶς τὸν Ἐφέσου,
δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτα, ἐφόσον αὐτὸς ἦταν ὁ πρόμαχος τοῦ
ἀληθινοῦ δόγματος καὶ τὸ στόμα ὅλης τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι κι
ἔγινε. Ἦρθε, ὅπως διηγηθήκαμε παραπάνω στὴν Πόλη κι ἔπραξε ὅλα ἐκεῖνα
πού ἀκούσαμε μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Σχολαρίου. Σὲ τί λοιπὸν χρειάζεται νὰ
ξέρουμε τὶς νηστεῖες του καὶ τὶς κακοπάθειες, τὶς χαμαικοιτίες, τὶς
ἀγρυπνίες καὶ τὰ ὑπόλοιπα παρόμοια κατορθώματα; Τὰ ὅποια καὶ τὰ εἶχε
ἀναμφίβολα μ’ ὅλη τὴν τελειότητα καὶ γι’ αὐτὸ μπόρεσε καὶ μόνος νὰ
φυλαχτεῖ ἀπὸ κεῖνον τὸν μέγα κίνδυνο τῆς πτώσης ἀπὸ τὴν πίστη. Τὰ εἶχε
ἀναμφίβολα ὅλα, λέω, ἀλλά, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, "ὅλη
τους ἡ ὠφέλεια συνίσταται. στὰ κατορθώματα". Νὰ τὸ ἔργο, τοῦ ὁποίου ἡ
ὠφέλεια ἐξαπλώνεται βεβαιότατα σ’ ὅλη τὴν καθολικὴ Ἑκκλησία, ἔργο, πού
σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ θείου Γρηγόριου γιὰ τὸν μέγα Ἀθανάσιο, αὐτὸ
μπορεῖ νὰ μᾶς τὸν δεῖξει ἰσάξιο καὶ μ’ ἐκεῖνο τὸν μέγιστο Ἀθανάσιο καὶ
μ’ ὅλους ἐκείνους τοὺς Πατέρες πού ἀγωνίστηκαν μέχρι αἵματος, γιὰ τὴν
συγκρότηση καὶ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐγκύκλιες ἐπιστολὲς καὶ παραινέσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου
Καὶ
ἐδῶ τώρα μοῦ ἔρχεται νὰ πῶ γιὰ ἕνα πράγμα βέβαιο, ὅτι ἐκεῖνο πού καθ’
αὐτὸ καὶ κυρίως ὁ προφήτης Ἡσαῒας προεΐπε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ κατὰ
καιροὺς ὑπονοοῦσε καὶ ἁγίους, τοὺς ὁποίους φύλαξε ἡ θεία πρόνοια καὶ γιὰ
τὴν σωτηρία ὕστερα πολλῶν ἄλλων, αὐτὸ λέω λοιπόν, βεβαιότατα βρίσκω ὅτι
ἔγινε καὶ σ’ αὐτὸν τὸν μέγα ἅγιο. Ἀναμφίβολα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη
λογική, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο μέσα στὴν Ἰταλία. Κι
ἀναμφίβολα, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρέθηκε στὸν ἔσχατο κίνδυνο. Γιατί,
ἀφοῦ ἔκλιναν ὅλοι μὲ κάθε τρόπο στὸν Λατινισμό, μὲ τὶς ὑπογραφές τους
καὶ μὲ τὴν κάκιστη ἕνωση, τί ἔπροκειτο νὰ κάνουν ὅλη ἡ Ἀνατολὴ κι οἱ
ἁπανταχοῦ Χριστιανοί; Βεβαιότατα ἔπρεπε νὰ ὑπερι-σχύσει ἡ ἀπόφαση
ἐκείνης τῆς ψευτοσυνόδου, καὶ στὴ συνέχεια ἔπρεπε ὅλοι νὰ δέχονται, τὴν
ἀντίθετη στὴν ἀληθινὴ πίστη ἀπόφασή της. Κι ἔπειτα ἐπρόκειτο ὁ Χριστὸς
ν’ ἀπολύσει τὴ μεγάλη του κληρονομιά, πού θὰ τὴν ἅρπαξε ληστρικὰ ὁ
ἀντίχριστος Πάπας. Ἀλλὰ ἄς δοξάζουμε τὴν ἄφατη πρόνοια. Νὰ πού
παραδόξως, ὁ θεῖος Μάρκος διαφυλάχτηκε ἀβλαβής. Νά, πού σὲ κείνη τὴν
παγκόσμια μεταβολὴ καὶ μεταστροφὴ στὸ χειρότερο, αὐτὸς ὁ ἐπίγειος
Μιχαήλ, σηκώθηκε καὶ φώναξε:
"Στῶμεν καλῶς, ἀδελφοί.
Στῶμεν καλῶς στὴν ὁμολογία τοῦ Μονογενῆ.
Στῶμεν καλῶς στὴ διδασκαλία τῶν προγόνων μας.
Στῶμεν καλῶς στὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Νὰ μὴν ἀκούσουμε φωνὴ ἀλλότρια,
Νὰ μὴν ὑποταχθοῦμε στὸν ἀποστάτη κι ἀντίχριστο,
Στῶμεν καλῶς".
Ἀλλά,
ὄχι μόνο μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπανέφερε τούς πλανημένους,
ἀνόρθωσε αὐτούς πού εἶχαν πέσει καὶ στήριξε αὐτούς πού στάθηκαν σωστὰ
καὶ γενικὰ ἕνωσε κι ἀνασύστησε τὴν Ἐκκλησία, ὡς νέος Βεσελεὴλ καὶ νέος
Ζοροβάβελ, ἀλλά μιμούμενος τὸν ζῆλο τοῦ Ἀθανασίου καὶ τοῦ Κυρίλλου κι
ἄλλων τέτοιων ἀειμνήστων δασκάλων, αὐτός ὁ μακάριος, ἔγραφε καὶ στοὺς
ἁπανταχοῦ βρισκόμενους Χριστιανούς, σὲ στεριὰ καὶ σὲ νησιά, νὰ
φυλάγονται ἀπὸ τὸν Παπισμό, στηλιτεύοντας καὶ ὑποδεικνύοντας τὸν ὡς τὸν
ὁλοκληρωτικὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὸς τὸ τέλος τῶν
ἐγκυκλίων παραινέσεών του, λέει:
"Ἀποφεύγετε λοιπὸν αὐτούς ἀδελφοί καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνία. Μείνετε
σταθεροὶ καὶ κρατᾶτε τὶς παραδόσεις πού παραλάβατε, γραπτὲς καὶ
ἄγραφες, γιὰ νὰ μὴν ἐκπέσετε ἀπὸ τὸ στήριγμά σας, συντασσόμενοι μὲ τὴν
πλάνη τῶν ἀνόμων".
Θαυματουργὴ Σωτηρία τοῦ Ἁγίου Μάρκου
Ποιὸς
τώρα δὲν θὰ ὁμολογήσει μαζὶ μὲ μένα, ἐκεῖνο πού εἶπα παραπάνω, ὅτι,
ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαῒας, "ἂν ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, δὲν μᾶς εἶχε
ἀφήσει σπέρμα σωτηρίας" αὐτόν τὸν μέγα ἄνθρωπο, "θὰ εἴχαμε γίνει σὰν τὰ
Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμε ἐξομοιωθεῖ μὲ τὰ Γόμορρα". Τώρα βεβαιότατα ὁ
καθένας πληροφορεῖται ἀπὸ τὰ ἔργα, ὅτι ἡ σωτηρία αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα, ὑπῆρξε
ἀναμφίβολα ἔργο τῆς ἀνώτατης πρόνοιας. Κι ὅτι αὐτὴ ἡ θεία πρόνοια τὸν
γλίτωσε "ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν θηρευτῶν καὶ τὰ ταραχοποιὸ λόγια".
Ταραχοποιὸς λόγος εἶναι μάλιστα ἡ λατινικὴ προσθήκη καὶ βλασφημία, πού
ἔφερε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ταραχὴ κι ἀθεράπευτο σκάνδαλο. Καὶ γι’
αὐτὸν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ταραχοποιὸς λόγος κι ἡ δῆθεν συνοδικὴ ἕνωση
καὶ καθαίρεση ἀπὸ τὴν ὁποία στάθηκε ἀνώτερος. Ὄχι βέβαια πώς ἐπρόκειτο
νὰ ψηφίσει τὴν παράλογη ἀπόφαση τῆς παράνομης συνόδου. Ἀλλὰ οἱ ἐχθροί
τῆς εὐσέβειας ἴσως ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀνακηρύξουν καθαιρεμένο καὶ
καταδικασμένο δῆθεν ἀπὸ οἰκουμενικὴ σύνοδο. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο,
βλάπτουν πολὺ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀποστολικοῦ του λόγου, ὅπως
ἀκριβῶς ἔβλαψαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Ὑμέναιος, οἱ
ἄγγελοι τοῦ Σατανᾶ. Γι’ αὐτὸ καὶ "ὁ Κύριος πού κάνει θαύματα ἔνδοξα κι
ἐξαίσια καὶ θαυμαστά, πού λέει στὴν ἄβυσσο νὰ ἐρημώσει καὶ στὰ ποτάμια
νὰ ξεραθοῦν, αὐτὸς ὁ ἴδιος διαφύλαξε καὶ τὸν δοῦλο του ἀπὸ βέλος
ἐκτοξευμένο ἐνάντια στὸ καθαρὸ φῶς τῆς ἡμέρας κι ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτο
πράγμα πού προχωρεῖ στὰ σκοτεινά", τὸ ὁποίο στ’ἀλήθεια εἶναι ἀπὸ κάθε
πλευρὰ παράδοξο.
Γιατί παρόλο πού ἦταν ἐνάντιος καὶ φανερὸς πολέμιος σ’ αὐτὰ πού
γίνονταν τότε στὴν Ἰταλία, δὲν κατακρίθηκε οὔτε ἀπὸ τὸν ἀγέρωχο κι
ἀλαζόνα Πάπα, οὔτε ἀπὸ τὸ βασιλιά, οὔτε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο καὶ παρόλο
πού ἦταν περικυκλωμένος ἀπὸ παντοῦ ἀπὸ τόσα κακὰ θηρία πού μὲ τὴν ἄκρατη
μανία τους ἐπιβουλεύονταν κάθε στιγμὴ καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν τιμή του. ιὶ΄
αὐτὸ κι ἔμεινε καὶ προφυλαγμένος ὅσον ἀφορᾶ τὴ ζωή του κι ἀνεπηρέαστος
ὅσον ἀφορᾶ τὸ θρόνο του στὴν ἱεραρχία, γιὰ νὰ ἐνεργεῖ κατόπιν μ’
αὐθεντία ἀρχιερατικὴ καὶ μὲ διδασκαλὶα καὶ μὲ σεβαστῆ ὑπόληψη, ἐκεῖνο
πού μὲ ζῆλο ἐνέργησε καὶ πέτυχε ὕστερα στὴν Πόλη.
Ὁ διάδοχος τοῦ Μάρκου
Δὲν σταμάτησε ὅμως ἐδῶ Χριστιανοί, ὁ ζῆλος τοῦ θεόφρονα αὐτοῦ ἄνδρα. Ἀλλά, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸν καιρὸ πού πήγαινε στήν Ἰερουσαλὴμ τὴ δεύτερη φορά, προβλέποντας ὅτι τὸν περίμεναν δεσμὰ καὶ φυλακὲς κι ὅτι τέλος πάντων ἐπρόκειτο νὰ σταλεῖ στὴ Ρώμη κι ἐκεῖ νὰ λάβει καὶ τὸ ποθούμενο τέλος του, προβλέποντας αὐτά, λέω τὴν κοίμησή του δηλαδή, ἔστειλε ἀπὸ τὴν Μίλητο στὴν Ἔφεσο καὶ φώναξε ἀπὸ κεῖ τοὺς πρεσβύτερους τῆς Ἐκκλησίας κι ἀφοῦ ἦρθαν, τοὺς παράγγειλε νὰ προσέχουν καλὰ καὶ τοὺς ἑαυτούς τους κι ὅλο το ποίμνιο καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς ἀποστολικῆς παραίνεσης πού τοὺς ἔκανε, γιὰ νὰ σταθοῦν ὅσο μποροῦν μ’ ἐπιμέλεια στὴ φύλαξη τῶν πιστῶν. Κι ὅπως ὁ θεῖος Ἀπόστολος, παρέδωσε τὴν ἐποπτεία καὶ τὴ φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς πρεσβύτερούς τῆς Ἐφέσου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι αὐτὸς ὁ ἀείμνηστος Μάρκος, μ’ ἀπαράλλακτο ζῆλο μ’ ἐκεῖνα τ’ ἀποστολικὰ σπλάχνα, φροντίζοντας, ὄχι μόνο γιὰ τὸ δικό του ποίμνιο, ἀλλὰ γιὰ ὅλη γενικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶδε τὸν ἑαυτὸ του πώς ἐξασθένησε καὶ ἤδη ἔφτασε στὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς του κι ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο, στὸν ἀληθινὸ κι ἀμόλυντο ἐκεῖνο βίο, γύρισε μὲ μεγάλη του λύπη τοὺς λογισμοὺς του ἔδω κι ἐκεῖ. Σκέφτηκε πῶς νὰ βρεῖ ἄτομο ἱκανὸ γιὰ νὰ τὸν ἀντικαταστήσει. Ἄτομο ἰκανὸ ν’ ἀναλάβει τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς πίστης καὶ νὰ πολεμᾶ, ὅσο μπορεῖ πιὸ γενναία ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκεῖνος, ἐναντὶον τῆς ἤδη συντελεσμένης ψυχοφθόρας καὶ θεομίσητης ἕνωσης (οὐνίας). Γιατί ἦταν ἀκόμα ἐπίκαιρη καὶ πρόσφατη κι εἶχε καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κάποτε δικούς μας τώρα ὅμως βοηθοὺς τῆς αἵρεσης πού ἀκολουθοῦσαν τὴν ἕνωση. Ἔτσι δὲν ἦταν εὔκολο ἀμέσως νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ σβήσει διά μιᾶς τὸ κακό. Γιατί, ἐκεῖνοι πού ὀνομάστηκαν ὅπως τοὺς ταίριαζε, "λατινόφρονες", μιμούμενοι τὴν ἀλεποῦ τοῦ Αἰσώπειου μύθου, φρόντιζαν μὲ κάθε τρόπο νὰ προσελκύσουν ὅσο πιὸ πολλοὺς μποροῦσαν στὴ δική τους ἀπώλεια.
19. Ἐπιστολὴ πρὸς Γεννάδιο Σχολάριο
Γὶ
αὐτὸ κι αὐτὸς ὁ μακάριος κι ἀποστολικὸς δάσκαλος, βλέποντας τὴν μεγάλη
ἔξαρση τοῦ λατινισμοῦ καὶ τοῦ παπισμοῦ καὶ τὴ ζάλη τοῦ καιροῦ του, πώς
ἦταν μεγάλη κι ἐπικίνδυνη, γράφει μὲ φλογερὴ καρδιὰ μία ἐπιστολὴ πρὸς
τὸν Γεώργιο τὸν Σχολάριο. Γιατί σὲ κείνους τοὺς ἄθλιους καιρούς, στοὺς
ὁποίους ὑπῆρχε κι ἑκκλησιαστικός χειμώνας καὶ πολιτικός, ἀφοῦ ἡ πόλη
ἔπνεε τὰ λοίσθια τῆς ἐλευθερίας της καὶ βρισκόταν στὰ ὅρια τῆς
ἀπελπισίας καὶ τοῦ παντελοῦς ἀποκλεισμοῦ, μόνο αὐτὸν μπόρεσε νὰ βρεῖ
ἄξιο, γιὰ νὰ τοῦ ἐμπιστευτεῖ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ θαυμαστὴ παρακαταθήκη,
δηλαδὴ τὴν ὑπεράσπιση καὶ φροντίδα τῆς ἀληθινῆς καὶ Ὀρθόδοξης πίστης.
Σὲ κείνη τὴν ἐπιστολή, τοῦ λέει λοιπόν, πώς τὸν ξέρει ἀπὸ νέο ἀκόμα.
Τοῦ φανερώνει πώς δὲν τοῦ διαφεύγει, οὔτε ἡ δύναμη τοῦ λόγου του κι ἡ
μεγάλη του σύνεση, οὔτε ἡ ἀρετὴ κι ἡ εὐσέβειά του, γιὰ τὰ ὅποια αὐτὰ
προτερήματα, τοῦ λέει πώς τὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν σκέφτεται σὰν γιό του. Τοῦ
λέει ἔπειτα, πώς γι’ αὐτὰ τὰ χαρίσματα, ὀφείλει νὰ δώσει χείρα βοήθειας
στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού κλονίζεται ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ
λατινισμοῦ.
Κι ὅτι ἂν δὲν τὸ ἔκανε ὡς τώρα, ἐπειδὴ τάχα ἀναπαύτηκε λόγω τῆς φιλίας
μαζί του, τώρα λέει πού ἐγὼ ἐγκαταλείπω τὴν παροῦσα ζωή, δὲν ἀμφιβάλλω,
πώς τὸ δίχως ἄλλο. Θά ἄναλαβεις τὸν ἀγώνα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ θὰ
βοηθήσεις τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού κινδυνεύει νὰ καταστραφεῖ
ἐντελῶς. Ἀλλὰ αὐτό, λέει, πού ἴσως πρόκειται νὰ κάνεις μὲ τὴ δική σου
θέληση, γιὰ τὸ χρέος πού ἔχεις στὴν Ἐκκλησία σου, αὐτὸ τὸ ἴδιο κι ἐγώ
σοῦ ἀναθέτω καὶ τὸ ἀφήνω στὴ δική σου φροντίδα, δηλαδὴ νὰ πάρεις πάνω
σου τὸν ἄγωνα ὑπὲρ τῆς πίστης καὶ νὰ σταθεῖς ἀντὶ γιὰ μένα, πρόμαχος τῆς
Ἐκκλησίας κι ἑρμηνευτῆς τῆς ὑγιοῦς διδασκαλίας καὶ ὑπέρμαχός τῶν ὀρθῶν
δογμάτων καὶ τῆς ἀλήθειας. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ εἶπε κι ὅτι θὰ δώσει γι’
αὐτὰ λόγο τὴ μέρα τῆς κρίσεως καὶ στὸ Θεὸ καὶ σ’ αὐτόν, πού τοῦ
ἐμπιστεύεται αὐτὸ τὸ χρέος. Καὶ πρὸς τὸ τέλος, τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ
στείλει ἀπάντηση, ἂν συγκατατίθεται στὸ ζήτημά του. Γιὰ νὰ μὴν τελειώσω
τὴν ἐπίγεια ζωή, λέει, μὲ λύπη, καὶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἔγκατελειψα τὴ
διόρθωση τῆς Ἐκκλησίας:
Γιὰ
ὅλα αὐτά, λέει, ἀπάντησέ μου, γιὰ νὰ λάβω ἀκριβῆ πληροφόρηση φεύγοντας
ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ νὰ μὴν ἀποβιώσω δυσάρεστα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι
ἐγκατέλειψα τὴ διόρθωση τῆς Ἐκκλησίας΄.
”Ω! καρδιά, ὢ ψυχὴ στ’ ἀλήθεια θεία κι ἀποστολική! Ὢ μέριμνα, κατὰ
Παῦλο, ὅλων των Ἐκκλησιῶν! Στ’ ἀλήθεια, ποτὲ ἄνθρωπος δὲν δείχνει τόση
φροντίδα καὶ σπουδὴ κι ἐπιμέλεια γιὰ τὸ πώς θὰ ἀφήσει τὰ γνήσια τέκνα
του κι ὅλη του τὴν οἰκία σὲ καλὴ κι εἰρηνικὴ κατάσταση, ὅση αὐτὸς ὁ
τρισμακάριστος κι ἀοίδιμος ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ πῶς
καὶ πότε θὰ λάβει τὴ μυριοπόθητη εἰρήνη καὶ διόρθωση:
Καὶ νὰ μὴν ἀποβιώσω δυσάρεστα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἔγκατελειψα τὴ διόρθωση τῆς Ἐκκλησίας΄.
Καὶ πότε τὰ λέει αὐτὰ καὶ λυπᾶται; ΄Ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους καὶ τόσους
φημισμένους ἀγῶνες, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀξιοθαύμαστη ἐκείνη σταθερότητα καὶ
καρτερία, ὕστερα ἀπὸ τὴ μακρὰ ἐκείνη ἄθληση καὶ τὴν μέχρι τέλους
γενναιότατη ὁμολογία, ὕστερα ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα πού τοῦ μαρτύρησαν, ὄχι μόνο
Συρόπουλοι καὶ Σχολάριοι, Ἱερομνήμονες καὶ Σύνοδοι, ἄνδρες Ὀρθόδοξοι
καὶ φίλοι, ἀλλὰ κι οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί του ἀκόμα. Κι ἀφοῦ τελικὰ
συμφιλίωσε καὶ τ’ ἀντιμαχόμενα μέρη τῶν ἀνατολικῶν καὶ κατὰ τὸν Θεολόγο
Γρηγόριο, ἔθεσε σὰν κορωνίδα καὶ ὑπέρτιμο στέφανο τῶν κατορθωμάτων του
ἀκόμα καὶ τὴν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας [34] κι ἔστειλε ἐκείνη τὴν ἀποστολικὴ
κι ἐγκύκλιο διδασκαλία καὶ παραίνεση στοὺς ἁπανταχοῦ Χριστιανούς. Ὕστερα
λέω, ἀπ’ ὅλα αὐτά, πού κι ἕνα μόνο ἀπ’ αὐτὰ στοὺς ἄλλους ἦταν ἀρκετὸ
γιὰ νὰ τοὺς ὑψώσει, αὐτὸς ὁ ἀληθινὰ μέγας Πατέρας καὶ Δάσκαλος κι
ἀθλητὴς καὶ Ὁμολογητὴς καὶ μὲ τὴ θέλησή του τέλειος μάρτυρας, σὰν νὰ μὴν
εἶχε κατορθώσει τίποτα, ἔτσι φρόντιζε καὶ θλιβόταν γιὰ τὴν ἁπανταχοῦ
ἅγια Ἐκκλησία, μὴν τύχει καὶ καταποντιστεῖ ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ
Λατινισμοῦ.
Γι’ αὐτό, ἂν ὁ Μωυσῆς βρῆκε ὡς ἄξιο διάδοχό του, γιὰ ν’ ἄφησει τὴν
ἐποπτεία τοῦ ἑβραῖκοῦ λαοῦ, τὸν Ἰησοῦ τὸ γιὸ τοῦ Ναυῆ κι ἂν ὁ Ἤλιας
ἔχρισε προφήτη στὸν δικό του τόπο τὸν Ἐλισσαῖο γιὸ τοῦ Σαφάτ. ἔτσι κι ἡ
ἁγία ἐκείνη ψυχὴ κινούμενη ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα, πάντως δὲν ἔσφαλλε πού
χειροτόνησε στὴ δική του θέση ὡς θεολόγο καὶ δάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν
θαυμάσιο Σχολάριο [35] Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀργότερα ἔγραφε τόσα καί
ὑπερασπίστηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τόσο ἄριστα καὶ σοφότατα, ὥστε
βεβαιότατα, ἂν τὰ ἔβλεπε ὁ θεῖος Πατέρας, θὰ ἔμενε ἀρκετὰ
ἱκανοποιημένος, ἀλλὰ αὐτὰ ἔγιναν μετά.
Ἀπάντηση Σχολάριου
Τότε
τοῦ ἀπάντησε ὁ Σχολαριος μὲ βαθύτατη μετριοφροσύνη κι εὐλάβεια. Ἀλλὰ
γιὰ νὰ μὴν γράφουμε αὐτολεξεὶ ὅλη τὴν ἐπιστολή, ἀρκεῖ νὰ γράψουμε μόνο
τὴν ὑπόσχεση, ἡ ὁποία ἐπί λέξει ἔχει ὡς ἕξης:
Ὅμως ἂν καὶ βέβαια, λέει, κατὰ τὶς ἀνεξερεύνητες βουλὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ
ἀποδημήσεις ἀπ’ ἐδῶ πρὸς τὸν τόπο τῆς ἀνάπαυσης πού ἑτοίμασες γιὰ τὸν
ἑαυτό σου, κι ἐξαιτίας ἴσως τῆς δικῆς μας ἀναξιότητας, ἐκεῖ ὅπου εἶσαι ὁ
ἴδιος ἄξιος βρίσκεσαι, σὲ πληροφορῶ, λέγοντάς σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ
τῶν ἅγιων ἀγγέλων πού παρίστανται ἀόρατα γύρω μας κι ἐνώπιον αὐτῶν πού
παρευρίσκονται. ἐδῶ, πολλῶν κι ἀξιόλογων ἄνδρων, ὅτι ἐγὼ θὰ εἶμαι αὐτὸς
σ’ αὐτὰ ἀντὶ γιὰ σένα κι ἀντὶ γιὰ τὸ δικό σου στόμα, ὅσα ὁ ἴδιος
φρόντισες καὶ παρέδωσες, φροντίζοντας κι ὁ ἴδιος καὶ ὑπερασπίζοντας καὶ
συμβουλεύοντας ὅλους (δηλαδὴ διδάσκοντας), καὶ χωρὶς καθόλου νὰ τ’ ἄφησω
αὐτὰ (δηλαδὴ νὰ τὰ παραβῶ), ἀλλὰ ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ αὐτῶν ὡς τὸν ἔσχατο
κίνδυνο καὶ μέχρι, θανάτου. Κι ἂν πάλι τυχαίνει νὰ εἶναι μικρὴ ἡ δική
μου πείρα καὶ δύναμη σχετικὰ μ΄ αὐτά, ὡστόσο, εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι ἡ
μεγάλη σου ἁγιοσύνη θὰ ἀναπληρώσει τὰ δικά μου μειονεκτήματα καὶ θὰ
εἶναι, παρὼν σὲ μᾶς ἐδῶ μὲ τὴ δική σου τελειότητα τοῦ νοῦ ὅσον ἀφορᾶ
αὐτὰ καὶ θὰ ὑψώσουμε πρὸς τὸ Θεό, τὶς δικές σου γεμάτες παρρησία εὐχές΄.
Βλέπετε πόση ἦταν ἡ φροντίδα κι ἡ μέριμνα αὐτοῦ τοῦ ἄνδρα, ὑπὲρ τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς πίστης; Ποιὰ διαφορὰ λοιπὸν μπορεῖ
νὰ ὑπάρχει, μεταξὺ αὐτοῦ κι ἐκείνων τῶν ἀρχαίων δασκάλων τῆς Ἐκκλησίας,
λόγου χάρη τοῦ Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου, τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ Κυρίλλου καὶ
τῶν ὅμοιών τους, πού τόσο ὑμνοῦνται στὸν κόσμο, γιὰ τὸν ζῆλο πού εἶχαν
ὑπὲρ τῆς θείας πίστης, ὅπως τὸν βλέπουμε στὶς ἐπιστολές τους καὶ στοὺς
λόγους τους; Βεβαιότατα ἐγὼ λέω, πώς δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κάποιος καμιὰ
διαφορά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο, ἀφοῦ ἐκεῖνοι εἶναι παλαιοὶ κι αὐτὸς νέος
καὶ πρόσφατος. Κι ἂν θελήσουμε νὰ βροῦμε καὶ κάτι περισσότερο σ’ αὐτόν,
χωρὶς ν’ ἀμαυρωθεῖ στὸ παραμικρό το φέγγος ἐκείνων τῶν μεγάλων παλαιῶν
φωστήρων, βρίσκουμε τὸ ἑξῆς, τ’ ὁποίιο ὁμολογεῖται ἀπ’ ὅλους. Δηλαδή,
ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν καὶ ταυτόχρονα καὶ ὅλοι μαζὶ πλῆθος, ἐνῶ αὐτός, μόνος
σὰν μονοφυὴς φοίνικας, μόνος δάσκαλος, μόνος ἀγωνιστής, μόνος ἀθλητής,
μόνος νικητής, μόνος μεσολαβητὴς καὶ συμφιλιωτικὸς καὶ μόνος ὡς
φιλόστοργος Πατέρας καὶ φροντιστὴς τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν εἴδατε μὲ πόσο σεβασμὸ κι εὐλάβεια τὸν τιμᾶ αὐτὸν καὶ ὁ σοφὸς Σχολάριος, ὥστε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὑπόσχεσης, ἔλπιζε νὰ τὰ κατορθώσει αὐτά, μὲ τὶς γεμάτες παρρησία προσευχὲς ἐκείνου πρὸς τὸ Θεό; Καὶ ναί, βέβαια, τέτοιος ἦταν καὶ ὡς τέτοιον τὸν σέβονταν, ὄχι μόνο ὁ Σχολάριος, ἄλλα ὅλοι, ὡς κι ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε κι ἀποδείξαμε καὶ παρόλο πού αὐτὸς καὶ πρὶν καὶ μετὰ ὑπῆρξε ὁ μόνος ἀνατροπέας καὶ καταλύτης τῶν βουλευμάτων του καὶ τῶν κινημάτων του. Ἑπομένως, λέει ἀλήθεια καὶ δὲν ψεύδεται, οὔτε ὁ Νομοφύλακας Ἰωάννης, ὁ ἀδερφός του, ὁ ὅποιος στὴ σοφότατη ἀντίρρηση πού κάνει κατὰ τοῦ ψευδώνυμου ὄρου τῆς ἀσύστατης καὶ θεοκατάλυτης ἕνωσης, τὸν ὀνομάζει συχνὰ θεόσοφο κήρυκα καὶ κοινὸ ὁδηγὸ καὶ φωστήρα καὶ πρόμαχο. Καθώς, ἀκόμα καὶ στὴ Φλωρεντία, κάποιος διάκονος Φίλιππος, ἀπάντησε στὸν στ’ ἀλήθεια δαιμονισμένο μέγα πρωτοσύγκελλο, πού ἐπιτιθέμενος βρίζοντας ὀνόμαζε δαιμονισμένο τὸν ἅγιο, τὰ ἕξης: ΄Ὁ Ἐφέσου εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἄριστος δάσκαλος κι ἄνωτατος θεολόγος. Καὶ ὅσα λέει, δὲν τὰ καταλαβαίνετε ἐσεῖς, οὔτε εἶστε ἱκανοὶ καν νὰ εἴσαστε μαθητές του. Καὶ λέτε ὅτι αὐτὸς ἔχει κυριευτεῖ ἀπὸ δαίμονα, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τοῦ Σωτήρα, τοῦ ὁποίου μιμητὴς εἶναι κι αὐτός΄. Αὐτὰ εἶπε γιὰ τὸν μεγάλο ἅγιο ὁ καλὸς Φίλιππος καὶ τέτοια ὑπόληψη ἔτρεφαν γι’ αὐτὸν ὅλοι καὶ πρὶν καὶ μετὰ καὶ μάλιστα ὅταν ἀναγνωρίστηκε ὡς κοινὸς εὐεργέτης ἀπὸ τὰ ὑπερφυσικά του κατορθώματα.
20. Κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
Ἀλλὰ ἔφτασε τέλος καὶ γι΄αὐτὸν ν’ ἀφήσει αὐτὴ ΄τὴν κοιλάδα τῶν δακρύων΄ καὶ ν’ ἀνεβεῖ στὴν οὐράνια κληρουχία, γιὰ νὰ λάβει ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Χριστό, τὶς ἐπάξιες ἀμοιβὲς τῶν μυρίων του ἀγώνων. Ἔτσι καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσης, ἀσθένησε λίγο καὶ κείτονταν στὴν πατρική του κατοικία, στὸ Γαλατά. Καὶ πλησιάζοντας στὸ τέλος, δίδασκε τοὺς παρόντες Χριστιανοὺς τὰ πρέποντα κι ἰδιαίτερα τούς δίδασκε ν’ ἀποφεύγουν μ’ ὅλες τὶς δυνάμεις τους τὴν ψυχοφθόρα ἕνωση, πού εἶναι ἀνατροπὴ ὅλης της Ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ παράγγειλε αὐτὰ καὶ παραινοῦσε καὶ δίδασκε τοὺς πάντες, νὰ ἐμμένουν στὴν καλὴ ὁμολογία τῶν Πατέρων τους καὶ νὰ μὴν ἔξαπατουνται ἀπὸ τὰ χρηστὰ καὶ γλυκὰ λόγια τῶν ἀπατεώνων παπιστῶν, παρέδωσε ἐν εἰρήνη τὸ πνεῦμα του στὸν Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦ, αὐτὸς ὁ καλὸς ποιμὴν καὶ γνήσιος μαθητὴς αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιποίμενα, ὁ μιμητὴς τοῦ θείου Παύλου, τὸ στόμα τῶν θεολόγων, τὸ μέγα ἀμόνι τῆς πίστης, ὁ ἀπερίγραπτος πύργος τῆς γενναιότητας, ὁ ἀσφαλέστατος ὁδηγὸς τῶν πλανεμένων.
Πόσα
καὶ ποιὰ εὔφημα ὀνόματα νὰ πῶ, γιὰ νὰ πλέξω τὸ ἄξιο ἐγκώμιο αὐτοῦ, ἀφοῦ
ὅσα κι ἂν παραθέσω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσω τὴν ἀξία του οὔτε
στὸ ἐλάχιστο;
Τελείωσε λοιπὸν τὴ ζωὴ του ὁ μέγας Μάρκος, ὁ εὐγενέστατος ἀπόγονος τῶν
Εὐγενικῶν καὶ λαμπρὸς πρόεδρος τῶν Ἐφεσίων καὶ κοινὸς Δάσκαλος ὅλης τῆς
οἰκουμένης. Καὶ τελείωσε τὴ ζωὴ του θαυμάσια, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ κι ἡ
ἐπικήδεια μονωδία τοῦ σοφότατου Σχολαρίου, τὴν ὁποία ἐκφώνησε στὴν ἱερή
του ταφή, θρηνώντας κι ὀδυρόμενος γιὰ τὴν ἀπώλειά του πού τὸ γένος
δέχθηκε ἀπὸ τὴν κοίμηση ἑνὸς τέτοιου μεγάλου προστάτη καί, πρόμαχου. Καί
στὴν ἱερή του ταφὴ συνέρευσε ὅλη ἡ πόλη, οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ
παρευρίσκονταν τότε ἐκεῖ, ὅλοι οἱ ἱερεῖς, τὰ πλήθη τῶν μοναχῶν, ἄνδρες
καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ παρθένες, πρεσβύτεροι καὶ νεότεροι. Ὅλοι
συνέρευσαν ἀπὸ παντοῦ, ὄχι τόσο γιὰ νὰ τιμήσουν αὐτὸν πού τίμησε τοὺς
πάντες, ὅσο γιὰ ν’ ἀξιωθοῦν τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη πού ἐξέπεμπε ἐκεῖνο
τὸ πανίερο καὶ θεῖο σῶμα, ἄλλοι μὲ τὸν ἀσπασμό του κι ἄλλοι μόνο μὲ τὴ
θέα του, μὴ μπορώντας νὰ πλησιάσουν ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ πλήθους. Καὶ τὸ
ἱερότατο σῶμα του, μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν πανκοινὴ ἐκφορὰ ἀπ’ ὅλους τούς
ὁμίλους πού προπορευόταν καὶ τὸ συνόδευε μὲ τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους
ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, παραδόθηκε στὴ γῆ, σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ νόμο τῶν
σωμάτων, κι ἡ μακάρια ψυχή του, ἐγκαταλείποντας τό χῶμα, μεταφέρθηκε
στὸν Δεσπότη πού ποθοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποίο τέλεσε ἐκείνους τοὺς
μακροχρόνιους καὶ συνεχεῖς ἀγῶνες καὶ τὰ παλέματα. Καὶ προσμετρήθηκε μὲ
τοὺς ὅσιους αὐτὸς ὁ ὅσιος, μὲ τοὺς ἱεράρχες ὁ ἱεράρχης, μὲ τοὺς
θεολόγους ὁ θεολόγος, μὲ τοὺς ἀθλητὲς ὁ ἀθλητής, μὲ τοὺς ὁμολογητὲς ὁ
ὁμολογητὴς καὶ μὲ τοὺς μάρτυρες ὁ ἀναίμακτος μὲ τὴ θέλησή του μάρτυρας.
Κι ὅτι στ’ ἀλήθεια ὑπῆρξε τέλειο τό μαρτύριο σ’ αὐτὸν μὲ τὴ δική του
ἐπιθυμία, τὸ ἀποδείξαμε ἱκανοποιητικὰ κι εἶναι εὔκολο νὰ τὸ καταλάβει ὁ
καθένας.
Ἀνακεφαλαίωση τῶν γεγονότων καὶ ἡ ἀποτίμηση τῶν ἔργων τοῦ Μάρκου
Ὁ
βασιλιὰς Ἰωάννης ἀπελπισμένος, χωρὶς καμία βοήθεια καὶ δύναμη, ἐλπίζει
νὰ βρεῖ βοήθεια ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ἂν δεχτεῖ νὰ ἑνωθεῖ μ’ αὐτοὺς κατὰ
τὴν πίστη. Καὶ γι’ αὐτὸ καὶ μόνο το λόγο, συγκαλεῖ τὴν Ἀνατολικὴ Σύνοδο.
Πολλὰ πλοῖα στέλνονται ἀπὸ τὸν Πάπα μὲ βαρύτατα δικά του ἔξοδα, μόνο
καὶ μόνο γιὰ τὴν ἕνωση. Ἀδειάζει τὰ θησαυροφυλάκιά του καὶ δανείζεται
ὅσα τοῦ λείπουν, γιὰ νὰ τρέφει ὅλους τους Ἀνατολικούς, ἀπὸ τὸ βασιλιὰ ὡς
καὶ τὸν παραμικρὸ δουλευτή, μὲ πολλὲς χιλιάδες φλουριά, σχεδὸν τρία
χρόνια. Καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Μόνο γιὰ τὴν ἕνωση. Συγκροτεῖται ἡ σύνοδος
στὴ Φερράρα καὶ τὴ Φλωρεντία καὶ γίνονται πολλὲς συνελεύσεις κι ἔντονες
συζητήσεις, ὄχι γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἕνωση. Τείνει κι ὁ
βασιλιὰς κι ὁ Πατριάρχης καὶ ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς, μὲ κάθε τρόπο, νὰ
δεχτοῦν τὸ λατινικὸ δόγμα καὶ νὰ κάνουν τὴν ἕνωση. Κι αὐτὸς ὁ Μάρκος
βρίσκεται ὁ μόνος ἐνάντιος. Ἐνάντιος σὲ πόσους; Γιά νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά,
σ’ ὅλους, σὲ Βασιλιάδες, Πατριάρχες, σ’ ἀρχιερεΐς, ἔγκριτους καὶ
λόγιους, στὸν ἴδιο τὸν Πάπα. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω τοὺς καρδινάλιους, τοὺς
Λατίνους ἐπισκόπους κι ὅλο τό λατινικὸ γένος, πού ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν αὐτὸν
τὸ σκοπό. Φοβεριζόταν ἀλλὰ δὲν δίσταζε, κολακευόταν ἀλλὰ δὲν πειθόταν,
παρακαλοῦνταν ἀλλὰ δὲν καμπτόταν. Τὴν ἐλευθερία τοῦ γένους, τὸ καλό τῆς
πατρίδας, ὅλη τὴν εὐδαιμονία πού τοῦ πρόβαλαν γιὰ νὰ τὸν ἐλκύσουν, τὰ
θεωροῦσε ὀνειροπολήματα καὶ φλυαρίες μπροστὰ στὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς
καὶ τὴν εὐδαιμονία τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ὁποῖο μόνο ἀναγνώριζε ἐκεῖνος ὡς
ἀληθινὴ πατρίδα, ὅπως λέει ὁ Παῦλος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐξορία, τὴν
καταδίκη, τὸ βάραθρο, τὴν ἐπαπειλουμένη κρεμάλα, ὅλα τ’ ἀψηφοῦσε
ἐντελῶς. Καὶ τὸν λιμό, ὁ ὅποιος, ὡς ἐπί το πλείστόν, ἀνάγκασε τοὺς
ἄλλους νὰ δεχτοῦν τὸν παπισμό, αὐτὸς τὸν εἶχε ὡς τρυφὴ ἀπὸ τὴ νεότητά
του. Τὴ φυλακή, τὰ δεσμά, τὸ ξίφος, τὸ πῦρ, τὰ θεωροῦσε ὑπέρτατη
εὐεργεσία. Πῶς λοιπὸν αὐτός, πού ἦταν ὁ μόνος ἀήττητος ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ
μόνος ἐνάντιος στὶς γνῶμες ὅλων, ὁ μόνος καταλύτης τῆς περισπούδαστης
ἕνωσης,
«Δὲν καταφέραμε τίποτα» «Facimus nihil»
Δὲν εἶναι καὶ ὁλοκληρωμένος μάρτυρας μὲ τὴ θέλησή του καὶ μάλιστα ὅταν
στάθηκε μπροστὰ στὸν περήφανο καὶ ἑωσφορικὸ ποντίφικα; Ναί, λέω στ’
ἀλήθεια ἐγὼ ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ θείου Χρυσόστομου σὲ
πολλὰ σημεῖα, αὐτὴ τὴ γνώμη ἔχω γιὰ τὸ δικό μας λαμπρὸ καί, πανένδοξο
ἥρωα.
Ἀλλὰ
ὅμως, ὅπως γράφει ὁ σοφότατος Γεώργιος ὁ Κορέσσιος στὸ ἐγχειρίδιό του,
τὸ ἐπονομαζόμενο κατὰ τῆς Φλωρεντινῆς συνόδου, κεφάλαιο ιβ’, ιέ’, δὲν
τοῦ ἔλειψαν οὔτε τὰ σημάδια τοῦ μαρτυρίου. Γιατί ἀναφέρει ἔτσι:
Κατὰ τὸν Μεθώνης, χτύπησαν ἀμείλικτα τὸν Ἐφέσου ἐκεῖνοι οἱ σφοδροὶ
διῶκτες, γιὰ νὰ ὑπογράψει ὅπως φαίνεται στὰ τυπωμένα κείμενα μετὰ τὴν
Φλωρεντινὴ Σύνοδο.
Νὰ λοιπὸν πού κι ἔμπρακτα κοσμήθηκε καὶ μὲ τὰ μαρτυρικὰ σημάδια.
Χτύπησαν λέει τὸν Ἐφέσου. Κι ὄχι ἁπλὰ τὸν χτύπησαν ὅπως ἔτυχε, λίγο κι
ἐλαφρά, ἀλλὰ σφόδρα, δηλαδὴ ἀμείλικτα καὶ μὲ θυμὸ καὶ μεγάλη ἀγριότητα.
Γι αὐτὸ καὶ τοὺς ὀνομάζει ΄σφοδροὶ διῶκτες΄, δηλαδὴ ἀπάνθρωπους καὶ
σκληρούς. Ἑπομένως, αὐτὸς ὁ Μάρκος πού ὑπεμείνετω σφοδρὸ δαρμὸ γενναία,
γιά νὰ μὴν ἀθετήσει τὸ πατρικὸ δόγμα, ἦταν ἀναμφίβολα ἕτοιμος νὰ
ὑπομείνει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι ἄλλα περισσότερα, ὡς καὶ τὸν ἴδιο τό
θάνατο, τὸν ὁποίο βέβαια, ἂν δὲν τὸν ἔπραξαν ἐκεῖνοι οἱ Λατινόφρονες,
αὐτὸ ὑπῆρξε ἔργο ὄχι τῆς δικῆς τους φιλανθρωπίας, ὅπως πολλὲς φορὲς τὸ
εἴπαμε, ἀλλὰ τῆς θείας Πρόνοιας, γιὰ τὴν μετέπειτα ἀνασύσταση καὶ
διόρθωση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ μέγας Θεός, πού ὅπως λέγεται
ἀνατρέπει τὶς βουλὲς τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἄφησε οὔτε νὰ τὸν καθαιρέσουν
ἐκεῖνοι οἱ μιαρότατοι, γιὰ νὰ μὴν ἀτιμαστεῖ κατὰ κάποιον τρόπο ἡ ὑπόληψή
του καὶ γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ θέση του κανένας Ἰούδας, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται
στὴν ἀξία τοῦ δοξασμένος καὶ τιμημένος, νὰ ὑπάρχει σ’ ὅλους ὠφέλεια ἀπὸ
τὰ θεόσοφα λόγια του.
«Δόξα στὸν ἅγιο Θεό, πού σοφὰ διεξάγει τὰ πάντα, γιὰ τὴ δική μας σωτηρία»
Ἐπίλογος, παραινέσεις
Αὐτὴ
εἶναι ἀδελφοί, ἡ ζωὴ κι οἱ ἀγῶνες καὶ τὸ τέλος τοῦ θεοσοφοῦ κήρυκα καὶ
γενναίου, πού μαστίγωσε τὸν παπισμό. Τοῦ ἱεροῦ καὶ δοξασμένου ἀνάμεσα
στοὺς ἁγίους, Μάρκου τοῦ στ’ ἀλήθεια Εὐγενικοῦ καὶ λαμπροῦ ποιμένα τῆς
Ἐφέσου καὶ κοινοῦ εὐεργέτη καὶ φωστήρα ὅλου τοῦ Ὀρθόδοξου πληρώματος.
Αὐτὸν πρέπει κι ἐμεῖς νὰ μιμούμαστε καὶ νὰ ὑπακοῦμε στὶς ἅγιες συμβουλές
του καὶ παραινέσεις καὶ ν’ ἀποφεύγουμε, ὅσο μποροῦμε, ὡς πραγματικὸ κι
ἀληθινὸ θάνατο, τὴν ὀλέθρια κοινωνία τῶν βδελυρῶν καὶ θεομίσητων
Φράγκων, στὰ ζητήματα τῆς πίστης. Κι ἂν οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς, μᾶς
ἀναγκάζουν νὰ συναναστρεφόμαστε μ’ αὐτούς, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Ἐπειδὴ
συναναστρεφόμαστε καθημερινὰ καὶ μὲ ἄλλους αἱρετικοὺς κι ἀσεβεῖς
ἀδιακρίτως, γιατί σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο χωράφι, τοῦ κόσμου, ἔτσι, ἔχουν τὰ
πράγματα. Τὰ ζιζάνια πρὸς τὸ παρὸν εἶναι ἀναμεμειγμένα μὲ τὸ σιτάρι. Καὶ
θὰ ἔρθει ἡ μέρα, πού οἱ θεριστὲς θὰ τὰ ξεδιαλέξουν. Καὶ τὸ σιτάρι θὰ
κατατεθεῖ στὴν αἱωνία ἀποθήκη καὶ τὰ ζιζάνια θὰ παραδοθουν στὸ ἄσβεστο
πῦρ. Ἃς προσέχουμε καλὰ λοιπόν, γιὰ νὰ μένουμε σὰν τὸ καλὸ σιτάρι καὶ νὰ
μὴν ὑποκύψουμε στὰ νοήματα καὶ τὴ δύναμη πού ἔχουν τὰ αἱρετικὰ ζιζάνια
τοῦ παπισμοῦ κι ὕστερα, πράγμα πού μακάρι νὰ μὴ γίνει, βρεθοῦμε ἀντὶ γιὰ
σίτος, ζιζάνια.
Ἃς
κρατοῦμε λοιπὸν στερεὴ τὴν πατρική μας εὐσέβεια. Ἃς μένουμε στὰ ἔθιμα
καὶ τὰ ὅρια τῆς ἁγίας μας Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία γεννηθήκαμε
κι ἀναγεννηθήκαμε κι ἀνατραφήκαμε, μὲ τὸν θεῖκό της λόγο καὶ μὲ τ’
ἄχραντα μυστήριά της. Ἄς ἀποφεύγουμε τοὺς παπιστὲς ὡς μιάσματα καί, γιὰ
νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά, ὡς στ’ ἀλήθεια αἱρετικούς, γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς,
ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς πίστης μας, νὰ ἔχουμε μερίδιο, μ’ αὐτὸν τὸν θεῖο
δάσκαλο καὶ Πατέρα μας καὶ μέσω αὐτοῦ καὶ μαζὶ μ’ αὐτόν, μὲ τὸν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί πλούτισε πολὺ κι ἔχει παρρησία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ
μπορεῖ καὶ θέλει νὰ μεσολαβεῖ γιὰ μᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπέμεινε μύριους
πόνους, ἄπειρους ἰδρῶτες κι ἀγωνίστηκε μέχρι αἵματος, αὐτὸς ὁ
φημισμένος κι ἀείμνηστος ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ὁ Ἀντίπαπας..
21. Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
Ἀλλά, ξέρω τί ζητᾶ ἐδῶ ὡς κάτι ἀπολειπόμενο ἀναγκαῖο, ὁ φιλαναγνώστης Χριστιανός. Ζητᾶ καὶ διήγηση θαυμάτων καὶ σωστὰ μιλᾶ καὶ τὸ αἴτημά του εἶναι δίκαιο κι εὔλογο. Ὅμως, ἐκεῖνο πού εἶπα ἐξ ἀρχῆς, γιὰ ὅσα ἄλλα καλά μᾶς λείπουν ἀπὸ τὴν παροῦσα διήγηση, ἐξαιτίας τῆς δεινῆς ἄλωσης, τὸ ἴδιο λέω καὶ γιὰ τὰ θαύματα, ὅτι ἂν εἴχαμε τὸν βίο του ἐξαρχής, σίγουρα θὰ τὰ βλέπαμε κι αὐτά. Ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν ἀμφιβάλλω καθόλου, πώς ὁ μέγας Θεός, δοξάζει αὐτούς πού τὸν δοξάζουν, δόξασε καὶ τὸν πιστό του δοῦλο Μάρκο καὶ μ’ αὐτὸ τὸ χάρισμα, τ’ ὁποίο τό ἀξιώθηκαν κι ἄλλοι πολλοὶ μὲ πολὺ λιγότερη ἐργασία. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔχουμε πληροφορίες ἀπὸ τότε λόγω τῶν γεγονότων τῆς ἅλωσης τῆς Πόλης. Ἔχουμε ὅμως πρώτον τὴν ὑπεράνθρωπη ζωή του, πού μᾶς παραδίδεται ὡς μαρτυρία, ὄχι μόνο ἀπ’ ἕναν ἡ δύο, ἀλλὰ ἀπ’ ἕνα καθόλου εὐκαταφρόνητο πλῆθος γραπτῶν μαρτυριῶν. Καὶ δεύτερον ἔχουμε τὴν αὐθεντία τοῦ συνοδικοῦ θεσπίσματος, πού ἀποφασίζει μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς μέγα ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας κι ἔχουμε χρέος νὰ τελοῦμε γι’ αὐτόν, κάθε ἔτος τὴν σεβάσμια γιορτή.
Ἀλλά,
γιὰ νὰ μὴν ἄφησουμε ἐντελῶς στερημένους κι ἀμέτοχους ἀπ’ αὐτὴ τὴν
οὐράνια πνευματικὴ νοστιμάδα, τὶς ψυχὲς πού ἀγαποῦν τὰ θαύματα, θὰ
περιγράφω ἐδῶ, ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτοῦ τοῦ ἅγιου, τὸ ὁποίο, πράγματι
παραδόξως, τέλεσε στὸ Μεσολόγγι, ὄχι πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Κι αὐτό τό
θαῦμα εἶναι ἔτσι, ὅπως ἐγὼ ὁ ἴδιος τό ἄκουσα, ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ μεγάλη
εὐλάβεια καὶ τὸν πόθο πού ἔχω σ’ αὐτὸν τὸν θεῖο ἱεράρχη, τὸν ἐνάντοό τῶν
ἀσεβῶν παπιστῶν. Ἐνώ λοιπὸν βρισκόμουν στὸ Μεσολόγγι, ἐπιτελώντας,
ἀνάξια, τὸ ἔργο τοῦ ἱεροκήρυκα, θέλησα νὰ κηρύξω στὴν Ἐκκλησία, στοὺς
παρευρισκόμενους χριστιανοὺς γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο, τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς
τῆς ἱερῆς του μνήμης στὶς 19 Ἰανουάριου, ὅπως ὁρίζει ἡ συνοδικὴ ἀπόφαση
νὰ τελεῖται ἡ σεβάσμια γιορτή του. Εἶπα λοιπὸν μὲ συντομία, ποιὸς ὑπῆρξε
ὁ Μάρκος τῆς Ἐφέσου, πόσο ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ πώς ἔχουμε
ὅλοι μας χρέος μεγάλο νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ τὸν τιμοῦμε ὡς εὐεργετή
μας, γιατί μόνος διαφύλαξε τὴν πίστη, τὴν ὁποία ὅλοι οἱ ἄλλοι τὴν
πρόδωσαν. Κι ὅτι τὴν ἑπομένη πού εἶναι ἡ μνήμη του, ὅποιος θέλει, νὰ τὸν
γιορτάζει ἀνεμπόδιστα, ὅπως πρόσταζε ἡ ἅγια Σύνοδος. Ἑπομένως λέω, δὲν
σᾶς ἀναγκάζω ν’ ἀργήσετε αὔριο, ἀφοῦ ἔτυχαν καὶ πολλὲς συνεχόμενες
ἀργίες. Σᾶς παρακινῶ ὅμως, νὰ ἔλθετε νὰ λειτουργηθεῖτε γιὰ τὴ δόξα τοῦ
ἁγίου καὶ νὰ τὸν ἔχετε μεσίτη στὸ Θεὸ καὶ βοηθὸ στὶς ἀνάγκες σας. Κι ἂν
κάποιος θέλει νὰ τὸν γιορτάσει, ἄς τὸ κάνει. Ἔχει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν
ἄδεια. Καὶ στὴν συνέχεια ἄς ἐξακολουθήσει εἰρηνικὰ ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὶς
δουλιές του. Ἡ Ἐκκλησία μάλιστα μᾶς προτρέπει σ’ αὐτό, γιὰ ν’ ἀποβαίνει ἡ
δόξα του, σὲ ντροπὴ τῶν δικῶν του καὶ τῶν δικῶν μᾶς ἐχθρῶν, σὲ ντροπὴ
τῶν παπικῶν.
Αὐτὰ εἶπα. Κι ὅταν ἔγινε ἡ ἀπόλυση τοῦ ἕσπερινου, βγήκαμε καὶ καθίσαμε
ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ γιὰ λίγο, ὅπως συνηθίζεται ἐκεῖ. Ἦταν ἐκεῖ κάποιος
γέροντας, ἔντιμος στὸ γένος, Δημητράκης στὸ ὄνομα, Ζουρμπαῖος στὸ
ἐπώνυμο. Ὁ ὁποίος, ἀπὸ τὰ βαθιὰ γηρατειά, μόλις πού ἄκουγε τὰ λεγάμενα.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρος, μόλις καθίσαμε, μὲ ρώτησε μὲ χαμηλὴ φωνὴ καὶ
τρεμάμενη προφορά, λέγοντας τὰ ἑξῆς:
Δάσκαλε, γιὰ ποιὸν ἔλεγες αὐτὰ πού ’λεγες; Γιὰ τὸν Μάρκο τῆς Ἐφέσου;
Ναί΄, τοῦ ἀπάντησα. ΄Γιατί ρωτᾶς;
Ρωτῶ, εἶπε, ΄γιατί ἔχω νὰ σοῦ πῶ ἐγῶ γι’ αὐτὸν τὸν Μάρκο. Ἐγώ, εἶχα μία
ἀδερφή, νά, τὴν ξέρουν κι αὐτοὶ ἐδῶ, εἶπε, δείχνοντας τοὺς
παρευρισκόμενους. Αὐτὴ ἕναν καιρὸ ἀρρώστησε βαριά. Εἴχαμε ὅλους τούς
γιατροὺς τοῦ τόπου μας πού τὴν κοίταζαν καὶ μὴν μπορώντας νὰ τὴν
γιατρέψουν στὸ τέλος ἀπελπισμένοι ἀποφάσισαν πώς τὸ δίχως ἄλλο θὰ
πεθάνει. Κι ἀλήθεια, τρεῖς μέρες ἔμενε κι ἄλαλη κι ἀναίσθητη κι ἐντελῶς
ἀκίνητη. Γι΄ αὐτὸ κι μεῖς, μὴ βλέποντας καμιὰ ἐλπίδα, ἀρχίσαμε νὰ
φτιάχνουμε τὰ χρειαζούμενα γιὰ τὴν κηδεία της καὶ τὴν κλαίγαμε σὰ
πεθαμένη. Στὸ μεταξύ, ἐκεῖ πού μεῖς περιμέναμε νὰ πεθάνει, ξαφνικὰ
ἀκούσαμε νὰ βγάζει ἕνα μεγάλο ἀναστεναγμὸ καὶ μαζὶ καὶ φωνή. Κι
ἀνασηκώθηκε λέγοντας: Ὤχ, δὲν μ’ ἀλλάζετε πού πνίγηκα στὸ νερό; Τότε
ἐμεῖς, ἀμέσως τρέξαμε κοντά της καὶ μ’ ἀνέλπιστη χαρὰ πού τὴν ἀκούσαμε
νὰ μιλᾶ, τὴν ρωτήσαμε τί ἔχει καὶ γιατί εἶναι τόσο βρεγμένη. Κι αὐτή μᾶς
ἀπάντησε, ὅτι λίγο πρίν, ἦρθε ἕνας σὰ δεσπότης καὶ τὴν πῆρε καὶ τὴν
πῆγε σὲ μία βρύση. Κι τὴν ἔβαλε μέσα στὴ γούρνα καὶ τὴν ἔπλυνε. Κι ἀφοῦ
τὴν ἔπλυνε, τῆς εἶπε: Σύρε τώρα. Δὲν ἔχεις πλέον τίποτα. Κι τώρα μᾶς
εἶπε, εἶμαι βρεγμένη καὶ αἰσθάνομαι πώς εἶμαι καλύτερα. Κι ἐμεῖς τῆς
εἴπαμε, Δὲν τὸν ρωτοῦσες ποιὸς ἦταν; Τὸν ρώτησα, μᾶς ἀπάντησε, ποιὸς
εἶσαι ἡ ἁγιοσύνη σου; Καὶ μοῦ ἀπάντησε, ἐγώ εἶμαι ὁ Μάρκος τῆς Ἐφέσου, ὁ
Εὐγενικός. Τότε κι ἐμεῖς πιάσαμε νὰ τὴν ἀλλάξουμε κι εἴδαμε ὅτι ἦταν
στ’ ἀλήθεια βρεγμένα, ὄχι μόνο τα ροῦχα πού φοροῦσε, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὰ
στρώματα πού κείτονταν. Κι ἀπὸ τότε ἔγινε καλὰ κι ἔζησε ἄλλα δεκαπέντε
χρόνια κι ὑστέρα πέθανε. Αὐτὸ ξέρω νὰ πῶ γῶ γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο, πού τὸ
εἶδα ὁ ἴδιος στὴν ἀδερφή μου΄.
Κι
ἐγὼ χάρηκα ὑπερβολικά, γιατί ἀνέλπιστα κι ἀνεπιτήδευτα ὁ καλὸς ἐκεῖνος
γέροντας ἐπιβεβαίωσε τὰ λόγια μου. Καὶ γιὰ περισσότερη βεβαιότητα, ἐγὼ
ρώτησα πάλι αὐτὸν λέγοντας:
Κι εἴχατε πρωτύτερα κὺρ Δημητράκη, καμιὰ εἴδηση γι’ αὐτὸν τὸν ἅγιο;΄.
Ὄχι΄, μοῦ ἀπάντησε, ΄οὔτε τὸν εἴχαμε ἀκούσει ποτέ μας. Μόνο ἀπὸ κείνη
τὴν αἰτία τὸν μάθαμε΄. Τότε ἐγὼ στράφηκα πάλι στοὺς παρόντες Χριστιανοὺς
κι εἶπα:
Βλέπετε ἄδελφοι, πώς ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν σφάλλει στὴν ἀπόφασή της;
Νὰ πού ξαφνικὰ μόνοι σας ἀκούσατε πώς τὸν δόξασε ὁ Θεὸς κι εἶναι θεῖος
Ἱεράρχης κι ἔχει θάρρος στὸ Θεὸ νὰ μεσολαβεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας΄. Αὐτὰ
εἶπα τὸ βράδυ καὶ τὸ πρωὶ πῆγα σ’ ἄλλη ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴν ἁγία
Παρασκευή, γιὰ νὰ λειτουργηθῶ. Κι ἐκεῖ βλέπω κι εἰκόνα αὐτοῦ του ἅγιου,
τὴν ὁποία ἔφεραν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνης τῆς γυναίκας, μὲ τὴν ἐπιγραφή: ὁ
ἅγιος Μάρκος, ὁ εὐγενικὸς ἀρχιερεύς, δηλαδὴ ἔτσι ὅπως φάνηκε στὴν
ἁπλοῖκὴ ἀπαιδευσιὰ τοῦ ζωγράφου.
Νὰ λοιπὸν Χριστιανοί, καὶ θαῦμα αὐτοῦ του ἁγίου. Θαῦμα ἀληθινό, ὄντως
θαῦμα. Ὄχι τόσο, γιατί τάχα παραδόξως ἅρπαξε ἀπὸ τὶς πύλες τοῦ Ἅδη τὴν
ἀπ’ ὅλους ξεγραμμένη γυναίκα, ἀλλὰ γιατί εἶναι ἀπὸ κάθε ἄποψη
ἀνεπιτήδευτο κι ὄχι κατασκευασμένο ἡ πλαστό, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι,
δὲν ἤξεραν, οὔτε εἶχαν ἀκούσει ποτὲ ἄλλοτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ Πατέρα.
Ἀλλὰ ὁ ποιητὴς τῶν παραδόξων, ὁ Θεός, θέλοντας νὰ φανερώσει καὶ νὰ
δοξάσει τὸν πιστό του δοῦλο, γιὰ νὰ μιμούμαστε κι ἐμεῖς τὸ ζῆλο του καὶ
τὴν καρτερία τῆς ψυχῆς του στὴν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας, γι’ αὐτό,
ἐνέργησε ἀπὸ κάθε ἄποψη παράδοξα, μὲ τὴν μέσω αὐτοὶ ἐποπτεία κι ἐπίβλεψη
τῆς ἀνέλπιστης θεραπείας ἐκείνης τῆς γυναίκας.
’Ώ, θεῖο στολίδι τῶν Πατέρων, τέμενος τῶν θείων χαρίτων, στόμα τῶν
ἱερῶν θεολόγων, πρόμαχε τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ὑπέρμαχε τῆς ἁγίας
Ἐκκλησίας τοῦ Χρίστου, θερμότατε ζηλωτῆ τῆς πατροπαράδοτης ὁμολογίας τοῦ
ἁγίου Συμβόλου, ἀνατροπέα τῆς παπικῆς ἀλαζονείας, κι ἀνορθωτὴ τοῦ
ἀνατολικοῦ φρονήματος, δόξα, καύχημα καὶ στύλε καὶ στήριγμα τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, δεῖξε εὐσπλαχνία στὴ δική μου ἀναξιότητα καὶ δέξου
ἀπὸ μένα αὐτὸν τὸν ταπεινὸ κι εὐτελῆ λόγο.
Ἀντάμειψε τὴν προαίρεση τῆς ἁμαρτωλῆς μου ψυχῆς μὲ τὶς πνευματικὲς κι οὐράνιες εὐλογίες σου.
Γιατί γνωρίζεις καλά το ζῆλο καὶ τὸν πόθο καὶ τὴν εὐλάβεια πού ἔχω στὴ
δική σου ἁγιότητα, γιὰ τοὺς μεγίστους καὶ μύριους καὶ ὑπερβολικοὺς
ἀγῶνες σου, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἀντάμειψε μὲ τὶς πλούσιες δωρεές σου καὶ τὰ χαρίσματα, ὄχι μόνο
ἐμένα τὸν ταπεινό, ἀλλὰ καὶ κάθε εὐλαβῆ σου Χριστιανό. Κι ἀξίωσέ μας, νὰ
εὐαρεστήσουμε σ’ ὅλα μὲ τὴν μετάνοια, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Στὸν
ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καί. τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ TON ΑΠΟ ΜΑΡΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ
Γεννήθηκε
περίπου τὸ 1391. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Μανουήλ. Οἱ γονεῖς του
λεγόταν Γεώργιος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν διευθυντὴς τῆς
Πατριαρχικῆς ἀλληλογραφίας καὶ τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ
μητέρα τοῦ ἦταν κόρη γιατροῦ ὀνόματι Λουκᾶ. Μέχρι 13 ἐτῶν μαθήτευσε στὸν
πατέρα του πού εἶχε φροντιστήριο (σχολεῖο ἰδιωτικό). Στὰ 13 ἔμεινε
ὀρφανός. Σπούδασε σὲ δύο ὀνομαστούς δασκάλους τῆς ἐποχῆς του τὸν
Μητροπολίτη Σηλυβρίας Ἰγνάτιο καὶ τὸν Γεώργιο Γεμιστὸ ἡ Πλήθωνα. Ἦταν
συμμαθητὴς μὲ τὸν Βησσαρίωνα μετέπειτα Νίκαιας τὸν τελικὰ ἀρνητὴ τῆς
πίστης καὶ παπικὸ Καρδινάλιο. Ἔγινε μετὰ τὴν πάροδο χρόνου ὁ Μανουὴλ
προῖστάμενος τοῦ Πατριαρχικοῦ σχολείου.
Ὅταν ἔγινε 26 ἐτῶν, μοίρασε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν
κόσμο. Ἔγινε μοναχὸς σὲ μιὰ μονὴ τῶν Πριγκιποννήσων στὴν νῆσο τὴν
Ἀντιγόνη μὲ τὸ ὄνομα Μάρκος. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια το 1420 ἐξαιτίας τῶν
ὀθωμανικῶν ἐπιδρομῶν, ὁ ἱεροδιάκονος Μάρκος ἐγκαταλείπει τὴν μονὴ τῆς
νήσου Ἀντιγόνη καὶ ἐγκαθίσταται στὴν μονὴ ἁγίου Γεωργίου Μαγγάνων μέσα
στὴν Πόλη μέχρι τὴν κοίμησή του. Ἔλειψε ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Μαγγάνων του
ὅταν πῆγε στὴν Ἰταλία χωρὶς τὴν θέλησή του καὶ ὅταν ἐπέστρεψε λόγο τῶν
δύσκολων συνθηκῶν ἐξ αἰτίας τοῦ Λατινόφρονα Πατριάρχου|. Ἡ μόρφωσή του
καὶ ἡ πνευματική του ἄσκηση τὸν ἔφεραν παρὰ τὴν θέλησή του νὰ γίνει
σύμβουλος ὁδηγὸς σὲ δύο Αὐτοκράτορες, τὸν Μανουὴλ Β’ καὶ τὸν Ἰωάννη Η’
Παλαιολόγο. Τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς λύσει θεολογικὲς ἀπορίες καὶ νὰ γράψει
ἀκολουθίες καὶ ὕμνους. Ὡς μοναχὸς στὴν μονὴ τῶν Μαγγάνων πιθανὸν νὰ εἶχε
πνευματικὲς σχέσεις μὲ τὸν μοναχὸ Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιο τὸν Στουδίτη, ὁ
ὅποιος μάλιστα ὑπῆρξε διάδοχος τὼν ἡσυχαστῶν τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΜΟΝΟ ΘΕΟ ΜΑΣ
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ
ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
ΑΜΗΝ
22. Παραπομπὲς
Οἱ ἀξιοθαύμαστοι ἀγώνες, ἡ ἡρωικὴ πάλη καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα
τοῦ ἐν ἅγιοις πατρὸς ἠμῶν Μάρκου, Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐφέσου, τοῦ
ἐπονομαζόμενου Εὐγενικοῦ.
Τοῦ ἐξαίρετου καὶ σχεδὸν μοναδικοῦ ὑπέρμαχου καὶ φύλακα τῆς ἀμέμπτου κι ἁγιοτάτης κι ἀποστολικῆς καὶ πατροπαράδοτης ὀρθόδοξης πίστης, συγκεντρωμένα σ’ ἕνα βιβλίο καὶ γραμμένο σὲ μορφὴ βιογραφίας
ἀπὸ τὸν ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΠΑΡΙΟ
Πρὸς ἀπόκτηση γνώσεως καὶ ψυχικῆς ὠφέλειας τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]
Ἐμεῖς στὴν ἐποχή μας δὲν χρησιμοποιοῦμε τέτοιου εἴδους προσδιορισμοὺς
γιὰ τὶς αἱρέσεις, εἴμαστε ἐμποτισμένοι μὲ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τῆς
παγκοσμιοποίησης ἡ τὸν ὑπέρμετρο ἀνθρωπισμὸ ἡ καὶ κάποιοι ἄλλοι εἶναι
φιλικοὶ πρὸς κάθε αἵρεση δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο ἀλλὰ
ἐχθρικοὶ στὴν ὀρθὴ πίστη. Υπάρχει καὶ ἄλλος λόγος πού γίνεται αἰτία νὰ
ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη, ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς ζωῆς πού
συνεπάγεται τὴν ἔλλειψη τῆς κάθαρσης τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀντίστοιχη
ἔλλειψη τῆς θεωρίας τοῦ Ἄκτιστου. Ἡ ἔλλειψη ἐμπειριῶν κάνει τὴν πίστη
μᾶς χαλαρή. Ἡ χαλαρότητα αὐτὴ μας ὁδηγεῖ νὰ σχετικοποιήσουμε τὴν
ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ νὰ τὴν δοῦμε σὰ μιὰ θρησκευτικὴ πολιτιστικὴ
ἔκφραση, ἔτσι μᾶς κυριεύει ὁ οἰκουμενικὸς οἶστρος. Ἡ πίστη μας δὲν εἶναι
ζωηρή, καθάρια, ἀγωνιστική, ἀσκητική, ἐμπειρικὴ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν
ἄντιπαραβαλουμε μὲ τὴν σκοτεινότητα τῆς αἵρεσης. Οἱ φράσεις λοιπὸν
αὐτὲς πού συχνὰ θὰ τὶς συναντοῦμε μέσα στὸ κείμενο τοῦ ἅγιου Ἀθανασίου,
μᾶς προσδιορίζουν μιὰ κατάσταση τὴν ὅποια αἰσθάνεται ὁ μέτοχός της
Ἄκτιστου Χάρης ὅταν συνειδητοποιεῖ πώς ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν θέα τοῦ
Τριαδικοῦ Θεοῦ ἂν ἀκολουθήσει τὴν λανθασμένη πίστη. ’Ἴσως ἂν ἔχουμε
πνευματικὲς προυποθέσεις θὰ καταλάβουμε ὅτι οἱ βαρεῖς φαίνομενικα
χαρακτηρισμοὶ πού προσάπτει γιὰ τοὺς παπικοὺς καὶ τοὺς συνοδοιπόρους
τοὺς ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πὰριος εἶναι εἰρηνικὰ κι ἀληθινὰ συμπεράσματα
πού περιγράφουν τὴν πραγματικὴ πνευματικὴ κατάσταση τῆς αἱρετικῆς
διδασκαλίας καὶ ὄχι κραυγὲς συνθήματα ἡ συκοφαντίες ὅπως τ’
ἀντιλαμβάνονται οἱ ἀδιάφοροι καὶ οἱ φιλοαιρετικοί. Αὐτοὶ τρομάζουν ἀπὸ
τὶς λέξεις ὅταν τοὺς φανερώνουν τὴν πνευματικὴ ἄρρωστεια κι ὄχι ἀπὸ τὴν
ἄρρωστειά της αἵρεσης.
[2] Παράδειγμα ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γιὰ τοὺς ἄρειανοφρονες, ὁ ἅγιος
Ἰωάννης Δαμασκηνὸς γιὰ τοὺς εἴκονομαχους, ὁ ἅγιος Φώτιος γιὰ τοὺς
Λατινοφράγκους τοῦ φιλιόκβε (filioque), ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμας γιὰ
τοὺς ἄγνωστικιστές του Βαρλαὰμ καὶ τοὺς σχολαστικούς του Κυόωνη.
[3] Καύχημα τῆς Ἀσίας ὡς μητροπολίτης Ἐφέσου καὶ ΄Μάστιγα τῆς Εὐρώπης΄
ὡς κήρυκας τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ) παπισμοῦ στὴν
κεντρικὴ Ἰταλία, σὲ μιὰ ληστρικὴ ψευδοσύνοδο γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ
οἰκουμενικὴ γιὰ τοὺς κακοδόξους παπικοὺς καὶ οὐνίτες.
[4] Ἐννοεῖται στὰ Μηνολόγια καὶ Ὡρολόγια τῆς ἐποχῆς τοῦ 1780 περίπου
καὶ πρίν. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὰ τυπογραφεῖα τῆς Δύσης ἡ Παπικὴ
ἐκκλησία εἶχε ἐντεταλμένους Ἰησουίτες, ἀπόφοιτούς του ἕλληνογλωσσου
οὐνιτικοῦ Ἄθανασιανου σχολείου τῆς Ρώμης. Οἱ Ἰησουίτες αὖτοι λογόκριναν
τὰ ’Ὀρθόδοξα βιβλία πού ἦταν στὰ τυπογραφεῖα. Υπάρχουν σὲ πολλὰ βιβλία
τῆς ὀθωμανικῆς ἐποχῆς διορθώσεις πρὸς τὸ φιλοπαπικό, σφῆνες φιλοδυτικῶν
ἀπόι|ἰεων ἡ διαγραφὲς παραγράφων πού ἐξέφραζαν ὀρθόδοξη διδασκαλία
ὑπῆρξε ἐπίσης ἀπαγόρευση νὰ τυπωθοῦν συγκεκριμένα βιβλία καὶ ἄλλες
λογοκριτικὲς ἐνέργειες πού ἔπραξαν οἱ παπικοί. Ἔτσι ἂν ἤθελε κάποιος νὰ
τυπώσει ἕνα βιβλίο πού πιθανὸν νὰ ἔνοχλουσέ τους Παπικούς, ἔπρεπε νὰ
πάει πιὸ βόρεια στὶς ΙΊροτεσταντικές χῶρες. Αὐτὸ σήμαινε μεγαλύτερο
κόστος καὶ προσοχὴ νὰ μὴν ἐνοχλήσει τότε τὶς προτεσταντικὲς θέσεις.
[5] Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος χρησιμοποιεῖ τὴν πραγματικὴ ἱστορικὴ ὀνομασία,
΄βασιλεία τῶν Ρωμαίων΄ καὶ δχὶ ὅπως ἐμεῖς τὴν ἀποκαλοῦμε Βυζαντινὴ
αὐτοκρατορία, μιμούμενοι τὴν Δυτικὴ ἀκαδημαῖκὴ ἐπιστήμη. ΄Ὅταν ἀναφέρει
τὴν λέξη Βυζάντιο ἐννοεῖ τὴν ΄Πόλη΄ ἡ Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιεῖ
δηλαδὴ τὴν λέξη Βυζάντιο΄ πού εἶναι τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἡ ἕλληνιστικο ἡ
πρωτορωμαῖκὸ ὄνομα τῆς Πόλης.
[6 ] Ἔχοντας τὸν σύντομο βίου του καὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μάρκου
γνωρίζουμε μερικὰ πράγματα γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὶς σπουδὲς τῶν
Εὐγενικῶν. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος ἂν καὶ δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τότε τὶς
χειρόγραφες αὐτὲς πληροφορίες, τὰ συμπεράσματα τοῦ δμῶς εἶναι πράγματι
εὔστοχα. Στὸ τέλος τοῦ βιβλίου σελίδα 199 παραθέτουμε τῆς πληροφορίες
πού μᾶς δίνει τὸ μικρὸ συναξάρι γιὰ τὸν ἅγιο Μάρκο.
[7.]
Ἀξίζει, νὰ ἀναφέρουμε δτὶ ὁ ἅγιος Μακάριος Κόρινθου ὁ Νοταρᾶς καὶ ὁ
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συμπεριέλαβαν στὴν συλλογὴ τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν κειμένων καὶ κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ «Περὶ τῶν
λόγων τῆς Θείας προσευχῆς»
[8]. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο Φράντζα καὶ στὰ ἄλλα
ἔργα του. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔτσι ὀνομαζόταν ἡ σημερινὴ Γαλλία καὶ ἀπὸ
τοὺς ΄Ἕλληνες. Ἐπειδὴ ἡ φράση ΄Φράγκοι΄ δήλωνε καὶ ἦταν ἀντεθνικὸς καὶ
ἄντιχριστιανικος ὅρος γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ΄Ἕλληνες, οἱ φιλοφράγκοι ἡ
φιλογάλοι ΄Ἕλληνες, δηλαδὴ ὁ Κοραὴς καὶ οἱ ἀκόλουθοί του, οἱ ὅποιοι
ἐξυπηρετοῦσαν τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ συμφέροντα τοῦ
Γαλλικοῦ-Φραγκικοῦ κράτος δημιούργησαν τὴν καθαρεύουσα καὶ καθάρισαν τὴν
ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ κάθε τί πού θὰ θυμίζει τὴν ἀρνητικὴ εἰκόνα τῶν
Δυτικῶν. ΄Ἔτσι μέσω τοῦ πολιτιστικοῦ διαφωτισμοῦ προσπάθησαν καὶ
κατάφεραν νὰ δημιουργήσουν ἕνα καταξιωμένο φιλοδυτικὸ καὶ φιλιφραγκικὸ
κόμμα πού νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἕκαστοτε πολιτικὴ τῆς Φραγκικῆς-Γαλλικῆς
Δημοκρατίας ἡ καὶ τῆς Φραγκικῆς-Γαλλικῆς Αὐτοκρατορίας εἰς βάρος τῆς
ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ μετέπειτα εἰς βάρος τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους.
[9] Κατὰ τὰ Δυτικὰ ἐγχειρίδια ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὰ ὅποια
δυστυχῶς ἀντιγράφουν καὶ οἱ δικοί μας ὀρθόδοξοι στὶς σύγχρονες
ἔκκλησιαστικες ἱστορίες τους, περιγράφουν καὶ λύνε γιὰ τὸ ΄σχίσμα τοῦ
Φωτίου΄. Ὁ ἅγιος Φώτιος δὲν ἔκανε κανένα σχίσμα, εἶναι πλαστογραφία καὶ
συκοφαντία τῆς δυτικῆς παπικῆς ἱστοριογραφίας. Κανονικὰ εἶναι ΄σχίσμα
τοῦ πάπα Νικολάου΄, ἡ ΄σχίσμα περὶ Πρωτείου τοῦ ἔπισκοπου Ρώμης
Νικολάου΄.
[10] Εἶναι ἡ 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπὶ πατριάρχου Φωτίου στὴν ὅποια καταδικάστηκε τὸ Φιλιόκβε.
[11] Εἶναι ἡ Φράγκικη-Γαλικὴ ψευδοσύνοδος στὸ Aix la Chapelle ἡ
Ἄκυῖσγρανου-’Ἄαχεν τὸ 809 καὶ τοποθέτησε τὸ δόγμα τοῦ «Φιλιόκβε» μέσα
στὸ Σύμβολο τῆς Πίστης. Πρωτεργάτης αὐτῆς τῆς πράξης εἶναι ὁ Καρλομάγνος
καὶ οἱ σύμβουλοί του. Εἶναι ἡ γέννηση τοῦ σημερινοῦ παπισμοῦ καὶ εἶχε
ἰσχὺ τότε μέσα στὰ ὅρια τοῦ Φραγκικοῦ κράτους ἥ της Ἁγίας Ρωμαῖκῆς
Αὐτοκρατορίας μετέπειτα ὅπως αὐτοεπικαλοῦνταν τότε ἡ σημερινὴ Γαλλία καὶ
Γερμανία.
[12]. Τὰ δόγματα τὰ ὅποια ἄναφερονται στὸ πρόσωπο τοῦ ἕκαστοτε Πάπα
εἶναι ΄πρωτεῖο ἐξουσίας΄, ΄ἀλάθητο΄, ὑπέρτατη ἱεροσύνη ,κοσμικὸς ἀρχῶν.
Ἀπὸ αὐτὲς τί ς ἄντιχριστιανικες δογματικὲς θέσεις τῶν δυτικῶν ἀπορρέουν
ὅλοι οἵ. χαρακτηρισμοὶ πού ἀναφέρουν οἱ Πατέρες γιὰ τοὺς Παπικούς.
[13] Εἶναι θλιβερὸ ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα αὐτὸ δείχνει. Στὴν
ἐποχὴ τὴν Ρωμαῖκὴ-Βυζαντινὴ γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ στρατιωτικοὶ
ἐχθροί, ἔμπαινε πάντα στὴν ἀτζέντα τῶν διπλωματικῶν ἔπαφων Δύσης-
Ἀνατολῆς τὸ θέμα γιὰ ἕνωση θρησκευτική. Οἱ μὲν Δυτικοὶ γιὰ νὰ
κυβερνήσουν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἡ γιὰ νὰ ἔπιδειξουν τὴν παπικὴ ἰσχὺ
τοὺς ὅταν μιὰ δυτικὴ σύνοδος ἡ ἕνα δυτικὸ κράτος τοὺς τὸ ἀμφισβητοῦσε.
Οἱ δὲ Ἀνατολικοὶ γιὰ ν’ ἀποτρέψουν Δυτικὴ στρατιωτικὴ ἐπίθεση ἡ νὰ
ζητήσουν στρατιωτικὴ βοήθεια γιὰ τὸν κίνδυνο στ’ ἄνατο-λικὰ τοὺς σύνορα.
Φυσικὰ κάτι ἀντίστοιχο ὑποφαίνεται καὶ σήμερα καὶ μὲ πολιτικὴ
παρότρυνση μάλιστα. Ἃς συνεργαστοῦμε σὲ κοινὴ πορεία γιὰ ν’
ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἔκκοσμικευση ἡ τὸν φονταμενταλισμὸ ἡ γιὰ νὰ δείξουμε
δτὶ ἔχουμε ἰσχὺ στὴν κοινωνία.
[14]. Σύνοδοι πού καταδίκασαν τὸ Φιλιόκβε εἶναι ἡ 8η Οἰκουμενική, ἡ
Σύνοδος τοῦ 1054 ἐπὶ Κηρουλαρίου, ἡ σύνοδος τοῦ Νυμφαίου, ἡ Β’ Σύνοδος
Βλαχερνῶν (1285), καὶ οἱ Σύνοδοι Ἱεροσολύμων, Κωνσταντινουπόλεως, Μόσχας
πού καταδικάζουν τὴν ψευδὸ-σύνοδο τῆς Φερράρα- Φλωρεντίας. Ἐπίσης
ἔχουμε πολλὲς συνόδους καὶ ἔγκυκλιούς των ὀρθοδόξων πατριαρχείων πού
καταδικάζουν ἡ στηλιτεύουν διδασκαλίες καὶ ἐνέργειες προπαγανδιστικές
του παπισμοῦ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
[15]. Ὁ Ἀθανάσιος Πάριος μιλᾶ σὲ μιὰ ἐποχὴ πρὶν τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση
καὶ τὴν ἵδρυση τὸν Νεοελληνικοῦ κράτους, γι’ αὐτὸ καὶ συχνὰ ἀναψέρεται
ἀρνητικὰ γιὰ τὴν ἴσλαμικη καὶ ὀθωμανικὴ κυριαρχία εἴτε φανερὰ εἴτε μὲ
πλάγιους τρόπους καὶ ὑπονοούμενα.
[16]. Η πρώτη ἱστορικὰ Οὔνια ἔγινε στὴν παπικὴ σύνοδο τῆς Λυὼν τὸ 1274.
Αὐτὴ ἡ ἕνωση καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Β’ Σύνοδο Βλαχερνῶν τὸ 1285. Πολλοὶ
μετέπειτα Πατέρες θεωροῦν τὴν Β’ Σύνοδο Βλαχερνῶν ὡς Οἰκουμενική, ὅπως
καὶ ὁ ἅγιος’Ἀθανάσιος Πάριος. Σ’ αὐτὴν ἔγραψε ὑπόμνημα ὁ Γεννάδιος
Σχολάριος.
[17]. Τώρα ἔχει ἄλλο νούμερο γιὰ τοὺς Παπικοὺς στὴ σειρὰ τῶν οἰκουμενικῶν τους συνόδων.
[18.] Ἡ χρόνια πρακτικὴ ἐφαρμογὴ γιὰ ἔξευρεση χρημάτων μέσω αὐτῆς τῆς
διδασκαλίας τοῦ πουργατόριου, ἦταν ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ λεγάμενη
διαμαρτύρηση τὸ 1517 στὴν περιοχὴ τῆς Γερμανίας. Ἀποτέλεσμα ἦταν
ὁλόκληρες ὁμάδες παπικῶν ν’ ἀποσχιστοῦν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ νὰ
δημιουργήσουν τὶς προτε-σταντικὲς ὁμολογίες. Ἐπίσης ξεκίνησαν μιὰ σειρὰ
ἀπὸ καταστροφικοὺς θρησκευτικοὺς πολέμους στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Κατάλοιπο
τέτοιου εἴδους πολέμου, παπικῶν καὶ προτεσταντῶν, ὑπάρχει μέχρι σήμερα
στὴν βόρεια Ἰρλανδία.
[19]. Ἰωάννης Πρωτονοτάριος ἡ Ἰσπανὸς ἡ Τορκουεμάδας, εἶναι ὁ θεῖος τοῦ περίφημου Ἱεροεξεταστῆ τῆς Ἰσπανίας Θωμὰ Τορκουεμάδα.
[20]. Τὸ ἲδιο γίνεται καὶ στὴν ἐποχή μας. Ἂν πεῖς τὴν γνώμη σου γιὰ τὶς
οἴκουμενιστικες συνελεύσεις, ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν πίστη
στὸν Τή σου Χριστό. ” Ἂν ἐπίσης ἀναφερθεῖς στὶς φίλο-παπικὲς πέρα δώθε
συναντήσεις ἡ στὶς φιλοπροτεστάντικες συνεδριάσεις μὲ θεολογικὰ ΄λάιφ
στὺλ΄ θέματα, ἄμεσος σὲ βγάζουν ἀγράμματο, ἀπάνθρωπο ἡ ὅτι τοὺς κατέβει
στὸ οἴκουμενι-στικὸ παγκοσμιοποιημένο κεφάλι τους. Ἔτσι ἐξυψώνουν τὴν
ἀγάπη τους γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἔργο δῆθεν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
συκοφαντοῦν τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ τὴν ὀρθὴ πράξη καὶ τὴν ὀρθὴ πίστη τὴν
ὁποία οἱ θεόπνευστοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν μὲ τὴν δράση τους καὶ τὰ
συγγράμματά τους. Τελικὰ μᾶλλον ἐφαρμόζουν οἱ οἴκουμενιστές το
εὐαγγελικὸ ρητό τους: ΄ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν ἀγάπη τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴν
δικαιοσύνην αὐτῶν, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὕμιν΄, μοντέρνα
σύγχρονη πρωτοποριακὴ πίστη.
[21]. Δὲν ὑπάρχει τὸ Φιλιόκβε στὴν Ἑλληνικὴ ἡ Λατινικὴ Χριστιανικὴ
Γραμματεία παρὰ μόνο στοὺς Λατινόφωνους Φράγκουςτης ἐποχῆς τοῦ
Καρλομάγνου καὶ τοὺς διαδόχους τους. Η νοθεία τῶν ἑλληνικῶν πηγῶν μὲ τὸ
φιλιόκβε ἔγινε τὴν ἐποχὴ τοῦ πρώτου Οὐνίτη πατριάρχη Βέκου. Στὶς 6έ
Λατινικὲς πηγὲς εἶναι ἀποδεδειγμένα οἱ πολλὲς παπικὲς προσθῆκες καί,
νοθεῖες μὲ αἱρετικὲς δοξασίες.
[22] Πρόσφατα στὸ διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν ἀποδείχθηκε καὶ
ὅμολογηθηκε ὅτι : προηγήθηκε ἡ ἱερὰ παράδοση καὶ μέρος αὐτῆς καταγράφηκε
στὸν κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅμως οἱ προτεστάντες ὁμολόγησαν ὅτι
παραμένουν πιστοὶ στὸ δόγμα τοῦ Λουθήρου μόνο ἡ Ἁγία Γραφή΄.
[23]. Τελικὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅτι καμιὰ σταυροφορία τῶν
παπικῶν δὲν πέτυχε τίποτα ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων, ὅλες κατέληξαν σὲ
καταστροφὴ τῶν παπικῶν στρατευμάτων.
[24]. διὰ σημαίνει διαμέσου, τὸ πέρασμα ἀπὸ κάπου. ἐκ ἡ ἕξ΄: ἀπὸ μέσα
πρὸς τὰ ἔξω, καὶ μὲ γενική του σημαίνει τὴν καταγωγή, τὴν αἰτία ἀπ’ δποὺ
προέρχεται, τὴν προέλευση. Μᾶλλον οἱ Λατινόψρονες ἀποσιωποῦν τοὺς
γραμματικοὺς καὶ συντακτικοὺς κανόνες καὶ μὲ τὴν ψιλοπαπικὴ μανία τοὺς
ἀλλάζουν καὶ τὴν γλώσσα.
[25] Ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου, λόγω ἰῶν ἄθλιων συνθηκῶν διαβίωσης
θὰ ἔδωσε λαβὴ γιὰ τὴν διατύπωση αὐτῆς τῆς συκοφαντίας. Ἐπίσης πρέπει νὰ
τοῦ εἶχαν ἐπιβάλει νὰ εἶναι σὲ ἀπομόνωση.
[26].
Ἡ φράση αὐτὴ δείχνει, ὅτι ἤδη κάποιοι εἶχαν προδώσει εἶχαν προσκηνύσει
καὶ εἶχαν συνεννοηθεῖ ὀὲ παρασυναγωγὲς μὲ τοὺς καρδιναλίους τοῦ πάπα.
Καὶ ἐπίσης εἶχαν εἴσπραξει χρηματικὰ ποσὰ ὅπως τὸ ἐπιβεβαιώνουν οἱ
ἱστορικὲς πηγές.
[27.] Ὁ Νεῖλος Καβάσιλας εἶναι ἅγιος της ἐκκλησίας. Σχισματικὸ τὸν
ἀποκαλοῦν οἱ Οὐνίτες καὶ οἱ Παπικοὶ ἐπειδὴ μὲ τὰ ἔργα τοῦ ἀναιρεῖ τὶς
αἱρετικές τους διδασκαλίες.
[28.] Εἶναι πραγματικότητα ὅτι οἱ αἱρετικοί, παπικοὶ ἀντιμάχονται
μόνιμα τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, φυσικὰ αὐτὸ ἄλλοτε τὸ κάνουν μὲ βάρβαρο τρόπο
καὶ ἀπάνθρωπο (σταυροφορίες, ἱερὰ ἐξέταση) καὶ ἄλλοτε μὲ ἤπιο καὶ
πλάγιο τρόπο. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὕπουλα ὅπλα τοὺς εἶναι ἡ προπαγάνδα. Αὐτὴ
γίνεται μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία τοὺς τὰ σχολεῖα τους καὶ τὰ κυρήγματα πού
ἐξαπέλυαν τότε ἀλλὰ καὶ τώρα πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους. Ἔτσι μὲ βάση τὶς
ἐπιστημονικὲς δῆθεν μελέτες τους πού ἔχουν κάνει στὶς σχολὲς τοὺς
μέμψονται μὲ πλάγιο τρόπο τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν
ὀρθοδόξων ἂγίων ποὺ ξεσκέπασαν καὶ ξεσκεπάζουν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὶς
πράξεις τοὺς τὴν αἵρεσή τους. Στὸ στόχαστρό τους ἔχουν βρεθεῖ ὁ ἅγιος
Φώτιος, ὁ ἅγι ὃς Καβάσι.λᾶς, ὁ ἅγιος Γρὴγόριος ΙΙαλαμάς, καὶ φυσικέ/,
καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος. Γὶ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος
καταφεύγει συχνὰ σὲ ἐγκώμια πρὸς τὸν ἅγιο Μάρκο. Συγκεκριμένα σ’ αὐτὸ τὸ
ἐγκώμιο συγκρίνει τὶς πράξεις τοῦ ἅγιου Μάρκου μὲ τοὺς παλαιότερους
ἅγιους γιὰ νὰ μὴν μείνει στοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καμιὰ ἀμφιβολία
γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐπίσης παραθέτει καὶ τὴν
ἐμπειρία καὶ ἄλλων μελῶν τῆς ἔκκλησιας συχνὰ γι’ αὐτὸ τὸν σκοπό, γιὰ νὰ
χτυπήσει τὴν συκοφαντία, τὴν ὑποτίμηση, τὴν συσκότιση, τὴν στρέβλωση πού
παρατηρεῖται. μόνιμα νὰ διοχετεύεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς πρὸς τοὺς
ὀρθοδόξους καὶ πολλὲς φορὲς κάποιοι ὄυτικυπληκτοι σπουδασμένοι γίνονται
καλοθελητὲς τῶν παπικῶν καὶ μᾶς τὰ φέρνουν καὶ στὴν ἐκκλησία μας
[29.] Αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ εἶναι κοινοὶ στὶς γνῶμες τῶν ἅγιων γιὰ τὸν
Πάπα. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἴτωλος καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς τὸ ἴδιο
λένε γιὰ τὸν Πάπα. Στηρίζουν αὖτά τα συμπε-ράσματά τους καὶ στὸ πλῆθος
τῶν αἱρετικῶν δογμάτων τοῦ παπισμοῦ ἀλλὰ κατὰ κύριο λόγο στὰ βασικὰ δύο
δόγματα τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλάθητου καὶ στὴν διδασκαλία ὅτι ὁ πάπας
εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Ἴησου Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ Θεανθρώπου. Ἔνω ὁ
Ἴησους εἶναι παρὼν καὶ κεφαλὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ πάντα καὶ παντοτινά.
[30.] Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔχει τὸ θάρρος νὰ κυκλοφορεῖ τὸ βιβλίο
τοῦ μέσα στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία καὶ νὰ μπορεῖ νὰ στηλιτεύει τὴν
Ἴσλαμικη πίστη. Αὐτὸ τὸ κάνει καὶ σ’ ἄλλες ἔντυπες δικές του ἐκδόσεις
πού κυκλοφόρησαν τότε στὴν Ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια, μάλιστα σὲ κάποια ἔργα
τοῦ στηλιτεύει καὶ τὴν πολιτικὴ τῶν Σουλτάνων χωρὶς φόβο. Ἀξίζει ν’
ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Πάριος συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Διαφωτιστὲς (ὅπως ὁ
Κοραὴς) οἱ ὅποιοι τότε, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς στὸ Παρίσι, ἔγραφαν πατριωτικὰ
φυλάδια ὅταν τοὺς τὸ ζητοῦσε ἡ Γαλλικὴ ἰμπεριαλιστικὴ προπαγάνδα καὶ
σιωποῦσαν ὅταν ἡ Γαλλικὴ Δημοκρατία συμμαχοῦσε μὲ τὸν Σουλτάνο. Ἔνω ὁ
ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος παρέμεινε σταθερὰ ἐντός της ὀθωμανικῆς
ἐπικράτειας καὶ σταθερὰ στηλίτευε τὴν ἴσλαμικη πίστη καὶ ὑποστήριξε καὶ
ἔγραφε καὶ τοὺς βὶους τῶν Νεομαρτύρων στὰ κείμενα. Δὲν φοβόταν νὰ
γράψει ἔναντια στὴν ἴσλαμικη πίστη καὶ τὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία καὶ νὰ
δημοσιεύσει τὰ ἔργα του.
[31] Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Παλαιολόγος (6. 1.1449 -29. 5. 1453). Στὴν ἀρχὴ
τῆς βασιλείας τοῦ εἶχε φιλορΟόδοξη πολιτική, ἀλλὰ ἀργότερα γιὰ λόγους
στρατιωτικοὺς ἔδειξε ἀνοχὴ καὶ ἀτοὺς Λατινὸ-φρονες.
[32.] Μᾶλλον ἐδῶ ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πάριος ὑποσημειώνει δὲν τοῦ
φαινόταν ἡ τοποθέτηση τῶν γεγονότων σὲ σωστὴ σειρά, ἐπειδὴ δὲν εἶχε
πηγὲς γιὰ νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος λοιπὸν συνχέεται μὲ κάποια
ἄλλη ἡ ὅποια ἔγινε μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἅγιου Μάρκου. ΄Ὅμως θεολογικὰ
εἶναι τοῦ ἴδιου πνεύματος, ἀντιλατι,νικὲς καὶ ἐνοχικὲς πρὸς τοὺς
μετανούντας ὑπογράψαντες ὀρθοδόξους
[33.] Ἀθανάσιος Β’ (1450-3;) Γιὰ τὸν ΄Ἀθανάσιο πατριάρχη δὲν ὑπάρχουν
πληροφορίες καὶ αὐτὸ ἔξαιτιάς της ἅλωσης τῆς Πόλης πατᾶ τὴν ὁποία
χάθηκαν πολλά.
[34]. Ἐννοεῖ ΄μετανοοῦντες΄ αὐτοὺς πού εἶχαν ὑπογράψει στὴν Φλωρεντία,
τὴν Οὔνια καὶ μετὰ ἔπεστρεψαν στὴν Ἐκκλησία. Αὐτοὶ λοιπὸν ἑνώνονται μὲ
τοὺς σταθερὰ παραμένοντες στὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀντιλατὶ νοῦς στὸ σῶμα τῆς
Μίας, Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
[35] Ὁ Σχολάριος συκοφαντήθηκε ἀπὸ τὴν πανεπιστημιακὴ σχολαστικὴ
κοινότητα τοῦ Παπισμοῦ Ἦταν σταθερὰ Ὀρθόδοξος καί. δὲν εἶχε ὑπογράψει
ὀτὴν Φλωρεντία. Εἶχε ἀποχωρήσει μαζί, μὲ τὸν Δημήτριο Παλαιολόγο καὶ τὸν
Πλήθωνα ὀτὴν Βενετία πρὶν ὑποχρεωθοῦν νὰ ὑπογράψουν.
ΤΕΛΟΣ