Δημήτρη Μαυρόπουλου
Ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, Μ´
Ἁγία Τράπεζα καί Ἱστορία
Εἴκοσι τέσσερις ὧρες κάθε μέρα, λόγῳ τῆς περιστροφῆς τῆς γῆς καί τῶν εἴκοσι τεσσάρων ζωνῶν ὥρας, τριακόσιες ἑξήντα πέντε ἡμέρες κάθε χρόνο, δοξολογεῖται ἡ παρουσία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης μέ τήν εὐχαριστιακή θυσία, εἴτε αὐτή τελεῖται σέ ἕναν μικρό ναό μέ τρεῖς τέσσερις πιστούς, εἴτε σέ ἕναν καθεδρικό ναό μέ μερικές ἑκατοντάδες πιστούς. Τελεῖται ἡ θυσία, σημαίνει ὅτι προσφέρονται τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γήινα στοιχεῖα καί κτιστά, γιά νά μεταβληθοῦν διά τῆς ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ σῶμα καί αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά ξανασυμβεῖ τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τώρα ὄχι ἅπαξ ἐντός τῆς μήτρας τῆς Παρθένου μέ τήν ἐκ τοῦ Πατρός ἐπέλευση («Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ») τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά ἐντός τῆς μήτρας τῆς νύμφης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐκ τοῦ Πατρός κατάπεμψη («κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον») τοῦ ἴδιου Πνεύματος. Αὐτή ἡ ἀέναη «σάρκωση» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ἐντός τῆς ἱστορίας περιέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα:
α) Τά δῶρα πού προσάγουμε γιά τήν ἀναίμακτη θυσία εἶναι καρποί τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, τοῦ σταριοῦ καί τοῦ σταφυλιοῦ, πού ἔχουν διέλθει τά στάδια τῆς σπορᾶς καί τῆς βλάστησης, δηλαδή, κατά τήν ἁγιογραφική ἀντίληψη, τοῦ θανάτου καί τῆς ζωῆς, γιά νά θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ (= σαπίσει), αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» (Ἰωάν 12,24). Ἐπίσης ὡς καρποί (ἄρτος καί οἶνος) προϋποθέτουν τήν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως εἶναι καρποί μόχθου. Ἔτσι δείχνει νά ἀποκαθίσταται ὁ ἀπαρχῆς ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου νά φυλάσσει τή δημιουργία διά τῆς ἐργασίας του: «Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέν 2,15). Ἄς προστεθεῖ, στό σημεῖο αὐτό, καί ἡ «ἀόρατη» ἐνέργεια τῆς ζύμωσης, μιά οἱονεί μυστική διεργασία πού θά δώσει τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, συνθήκη πού μᾶς παιδαγωγεῖ νά ἀντιλαμβανόμαστε τή ζωή μας ὡς συνδυασμό ὁρατοῦ καί ἀοράτου, φαινόμενου καί νοούμενου.
β) Ἀπό τά δῶρα πού προσάγουμε γιά νά ἐνεργηθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας θά διαλέξει ἕνα πρόσφορο καί μιά μικρή δόση οἴνου γιά νά ἑτοιμάσει τήν «ὕλη» τῆς Εὐχαριστίας. Ἔτσι θά ἀναδείξει τόν διασκορπισμό σέ ἑνότητα, ὅπως ἔξοχα διατυπώνεται σέ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο τοῦ 2ου αἰ.: «Ὥσπερ ἦν τοῦτο τὸ κλάσμα διεσκορπισμένον ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν ἐγένετο ἕν, οὕτω συναχθήτω σου ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν» (Διδαχὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων ΙΧ, 4, ΒΕΠ 2,218). Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος δέν εἶναι πλέον τό πρόσφορο καί τό κρασί ἑνός ἀτόμου ἤ μιᾶς κατά κόσμον οἰκογένειας πού τά ἔφεραν στόν ναό, ἀλλά τοῦ συνόλου τοῦ περιεστῶτος λαοῦ πού συγκροτεῖται ὡς σῶμα γύρω ἀπό τό τραπέζι τῆς Εὐχαριστίας. Καί οἱ μερίδες ζώντων καί τεθνεώτων πιστῶν πού μνημονεύονται καί ἐναποτίθενται ὡς ψίχουλα (μαργαρίτες τά λέμε) ἐπί τοῦ ἁγίου δισκαρίου, ἄνω καί κάτω τῆς κυρίως μερίδας τοῦ ἄρτου, πού μετά τόν καθαγιασμό θά γίνει ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», συγκροτοῦν τό ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Ἡ ἀναίμακτη θυσία ἐνεργεῖται μέσῳ δύο δυναμικῶν διαλόγων, πρῶτον τοῦ διαλόγου μεταξύ κλήρου καί λαοῦ, καί δεύτερον μεταξύ τοῦ σώματος τῶν πιστῶν καί τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὁ πρῶτος διάλογος εἶναι περισσότερο ἐμφανής, ὁ λειτουργός θέτει τή θέση καί ὁ λαός ἀποκρίνεται: Ὁ ἱερεύς: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ὁ λαός: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον». Ὁ ἱερεύς: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὁ λαός: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Κυρίως ὅμως αὐτός ὁ πρῶτος διάλογος κορυφώνεται στή λεγόμενη Ἐπίκληση, ὅταν ὁ λαός, διά τοῦ διακόνου, καταθέτει τή συμφωνία του στό αἴτημα τοῦ ἱερέα γιά μεταβολή τῶν δώρων διά τῆς καταπέμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ὁ ἱερεύς: «… κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου»· ὁ λαός: «Ἀμήν»· ὁ ἱερεύς: «τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου»· ὁ λαός: «Ἀμήν»· ὁ ἱερεύς: «μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ»· ὁ λαός: «Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν». Ὁ δεύτερος διάλογος εἶναι ἐμπειρικός, ἐπιβεβαιώνεται ὡς ὁλοκλήρωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας υἱοθεσίας: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». Στή Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου τό συμπέρασμα εἶναι καθολικό, ὅπως βλέπουμε στήν εὐχή πρό τῆς Ἀπολύσεως: «Ἤνυσται καὶ τετέλεσται [= ὁλοκληρώθηκε καί πραγματοποιήθηκε· τό ἤνυσται εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνύω], ὅσον εἰς τὴν ἡμετέραν δύναμιν, Χριστὲ ὁ Θεός ἡμῶν, τὸ τῆς σῆς οἰκονομίας μυστήριον».
δ) Κάθε ἁγία Τράπεζα, ὁπουδήποτε τῆς οἰκουμένης, εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Καί ἡ μερίδα θείας Κοινωνίας πού λαμβάνει ἕκαστος πιστός εἶναι ὁ ὅλος Χριστός, «ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζων». Ἔτσι ἀναδύεται τό μυστήριο τῶν πολλῶν καί τοῦ Ἑνός Χριστοῦ. Μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, οὔτε οἱ πολλοί μποροῦν νά ὑπάρξουν χωρίς τόν Ἕνα, οὔτε ὁ Χριστός χωρίς τούς πολλούς.
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ 28,20) ψηλαφεῖται ὡς πραγματικότητα ἐντός τῆς ἱστορίας κάθε φορά πού τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, καί μάλιστα ὡς διαρκής παρουσία ἀκόμη καί σέ συνθῆκες τοῦ παρόντος βίου ἑνός ἑκάστου. Τό ἐρώτημα εἶναι ἐάν οἱ καρποί αὐτοῦ τοῦ θεογενοῦς γεγονότος περιορίζονται σέ ὅσους μετέχουν σ᾽ αὐτό ἤ ἀφοροῦν ὅλη τή δημιουργία, πού τήν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἱστορία.
Μιά προσεκτική προσέγγιση τῶν κειμένων τῶν δύο Λειτουργιῶν, Μ. Βασιλείου καί Χρυσοστόμου, θά μᾶς δείξει ὅτι στό πρῶτο μέρος τῆς θείας Λειτουργίας (λειτουργία τοῦ Λόγου) οἱ προσευχές μας ἀφοροῦν ὅλον τόν κόσμο, τή γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς («Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου»), εἰδικότερα μάλιστα τά ἐνεργούμενα ἐντός τῆς κτίσεως (εὐκρασία ἀέρων, εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς, εἰρηνικῶν καιρῶν), ἐνῶ στό δεύτερο μέρος (λειτουργία τοῦ μυστηρίου), ἄν καί φαίνεται νά ἐλλείπουν ἐπί μέρους αἰτήματα, ὑπάρχει ἡ ἐπισήμανση, στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς, ὅτι ὁ Χριστός ἐνεργεῖ τά πάντα «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Καί ναί μέν ἡ ἀναίμακτη θυσία ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης δείχνει νά ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν ὡς ἀνάμνηση («μεμνημένοι») τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ἐρχόμενος ὅμως Χριστός ἐπί τῶν μεταβαλλόμενων σέ σῶμα του καί αἷμα του στοιχείων εἶναι ὁ δοξασμένος Χριστός πού ἔχει ἐνθρονίσει τήν ἀνθρώπινη φύση «εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός». Γι᾽ αὐτό καί στά γεγονότα τῆς ἀνάμνησης, πέραν «τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας», μνημονεύουμε καί «τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας». Σύζευξη, λοιπόν, ἤ συσχέτιση παρελθόντος, παρόντος καί μέλλοντος. Ἡ δεύτερη παρουσία παρούσα ἀλλά καί ἀναμενόμενη. Αὐτή ἡ συνθήκη θά ὁδηγήσει τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη νά μᾶς περιγράψει διά τῶν ὁραμάτων του μιά «οὐράνια θεία Λειτουργία» (στά κεφάλαια 4ο καί 5ο τῆς Ἀποκάλυψης), ἡ ὁποία καθρεφτίζεται στή γῆ, ἀφοῦ, ὅπως γνωρίζουμε, κατά τήν πατερική θεολογία ὅ,τι γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι καθρέφτισμα οὐράνιας κατάστασης. Ἔτσι ἡ ἱστορία ἀνάγεται καί φωτίζεται ἀπό τή θεία Βασιλεία, μετέχει στή θεία δόξα καί ἐπιστρέφει ὡς ἱερή ἱστορία.
Ὅταν στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου ἀναφέρθηκα σέ μιά εἰκοτετράωρη δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἔργων του πού τά γνωρίζουμε ὡς θεία Οἰκονομία, δέν ἐννοοῦσα τόν εἰκοσιτετράωρο κύκλο τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλά τήν ἀέναη τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας, τή θεία Εὐχαριστία, πού ἐνεργεῖται συνεχῶς λόγῳ τῆς περιστροφῆς τῆς γῆς. Κάθε ὥρα σέ κάποιο σημεῖο τῆς γῆς τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Μιλᾶμε ἑπομένως γιά μιά συνεχή δοξολογία, πού ἀποτελεῖ τήν προσευχή τῶν ἁγίων, τῶν ἀγγέλων, ἀλλά καί ὅλης τῆς δημιουργίας, ἡμῶν περιλαμβανομένων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔχει χαρακτηρίσει στήν Α´ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του τή συνθήκη αὐτή «ἀδιάλειπτη προσευχή» («εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως», Α´ Θεσ 2,23· καί «πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», ib. 5,17). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀποκαλυπτής Ἰωάννης θά μᾶς ἐξηγήσει ὅτι «πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμή καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ 5,13).
Τελικά, τό γίγνεσθαι τῆς ἱστορίας ἐνεργεῖται ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης, εἴτε τό γνωρίζουμε εἴτε δέν τό γνωρίζουμε, εἴτε τό ἀποδεχόμαστε εἴτε δέν τό ἀποδεχόμαστε.
Εφημέριος Ἰανουάριος – Φεβρουάριος 2022