π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χαρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτιστά δημιουργήματα· δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία τού Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος τού Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιον Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ενώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έθνος» (Εξ. λγ’ 13). Όμως ο Κύριος τού απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο μου˙ γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει το πρόσωπο μου και να ζήσει» (Εξ. λγ’ 20).
Η Ουσία τού Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη· ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία τού Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία τού Θεού (Ματθ. ια’ 27. Ιω. α’ 18. Α’ Κορ. β’ 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χωρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα τού Ενός και Μοναδικού Θεού!
Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος˙ όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε ο Θεός απαντά στην αγάπη τού ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ’ 23)- «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς· εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε “εν αυτώ” και Αυτός “εν ημίν”, γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α’ Ιω. δ’ 12-13).
Η αγαπητική αυτή κίνηση τού Θεού δεν είναι κάτι έξω από την ουσία τού Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία τού ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποια ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο τού Θεού» (Εφεσ. β’ 22. Πρβλ. Α’ Κορ. γ’16-17).
«Η Θεία δύναμη τού Θεού μας δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια δια της επίγνωσης Εκείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι’ αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υποσχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β’ Πέτρ. α’ 3-4).
«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη… Πως είναι δυνατό αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας τού κόσμου “εκ τού μηδενός”. Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία τού ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση”, είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θειο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτιστό· πρόκειται πράγματι για Θεο-κοινωνία, γιατί η χάρη τού Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση τού Θεού- είναι άκτιστη!
Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών τού Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεο-κοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία τού ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία τού Θεού· όμως η χάρη τού Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία τού Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον τού Θεού» (Εφεσ. β’ 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ. α’ 4).
Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θειες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι τού κόσμου. Γι’ αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώνιος η δόξα τού Τριαδικού Θεού.
Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία τού Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες τού Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας τού Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση τού ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή τού ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότητα της σωτηρίας τού ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτίστης μορφής.
1) «Θεοφάνειες»
Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλλαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναι καρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης τού Θεού– όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θειες ενέργειες ο Θεός μένει αναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α’ 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία (Ης. στ’ 3).
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες»· μια άπ’ αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον τού Θεού. Όμως στην παράκληση να τού δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση: «Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομά μου “ο Κύριος είναι ενώπιον σου”. Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ… Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα· όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου· όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή» (Εξοδ. λγ’ 19-23).
Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος τού Θεού (Πρβλ. Έξοδ. ιζ’ 6. Άριθ. κ’ 11. Α’ Κορ. Γ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνωστή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η’ 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικόνες τού ηλίου στην επιφάνεια τού νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όρασή τους, έτσι κι’ εμείς γνωρίζουμε τα νώτα τού Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».
Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» τού θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για το άκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους τού Θεού (Εξοδ. γ’ 2. ιγ’ 21-22. λδ’ 29-30. Ματθ. ιζ’ 2. Πράξ. Β’ 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. θ’9).
Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέπεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας τού Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι «απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί˙ όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πως όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία τού Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος» (Χρυσ.).
Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο πληθαίνει τις «οράσεις» (Ως. ιθ’ 10)· όμως αυτό δεν αποτελεί γνώση της ουσίας τού Θεού, αλλά θεία συγκατάβαση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία τού ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.
2) Νόθες καταστάσεις
Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής τού ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο της πλάνης. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» τού «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπεδο και όχι κοινωνία με τον Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος εφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο τού Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γίνει σκοτάδι» (Λουκ. ια’ 35)· πρόκειται για το «φυσικό φως» τού νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία τού άκτιστου θείου φωτός!
Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές μεθόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαίρα». Σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση τού «κτιστού κάλλους» της εικόνας τού Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες τού Θεού· είναι εμπειρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναι φυσικό ιδίωμα τού ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την καθαρότητα τού νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτιστό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επίδραση ή σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δοκιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αισθανθεί κάτι που μοιάζει με φως· αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα τού νου, που κτίστηκε κατ’ εικόνα τού Πρώτου Νου, δηλαδή τού Θεού», συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλλες «τεχνικές». Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απομονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερική επίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ουσιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή τού άκτιστου Θείου φωτός (πρβλ. Ιακ. α’ 17). Όμως η χάρη τού Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!
3) Οι κίνδυνοι
Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευματικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το Πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β’ Κορ. ια’ 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υπάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή το Πνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ’ 24. Β’ Θεσ. β’ 9-11. Αποκ. ιγ’ 13-14).
4) Διάκριση πνευμάτων
Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα τού Θεού, πως μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχεται από το Πνεύμα της πλάνης;
Η αγία Γραφή μας διδάσκει πως κάθε Πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι Πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α’ Ιω. δ’ 2-3, πρβλ. Ρωμ. Γ 8-13).
Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο Ιστορικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό τού Θεού (Ματθ. ιστ’ 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α’ 1.14. Φιλιπ. β’ 5-8. Κολ. β’ 9. Α’ Τιμ. γ’ 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες· προέρχονται από το Πνεύμα της πλάνης.
Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, σημαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ’ 12. Α’ Κορ. η’ 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας· είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!
Αλλά η ομολογία τού Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από τη διδαχή τού Χριστού (Β’ Ιω. 9. Γ’ Ιω. 11)· γι’ αυτό και η τήρηση της διδαχής τού Χριστού συνοδεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. «Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τους εχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμπειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επιδιώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, άλλ’ όταν η ψυχή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται αληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση. Οι θεωρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν είναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά “κατά το δοκούν”. Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλήθεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή τού ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργήσει η χάρη τού Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ’ 6. Α’ Πέτρ. ε’ 5). Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» εμπειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλλιεργούν ταπεινό φρόνημα.
Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχονται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»· πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ’ 8. Α’ Κορ. β’ 11. Εβρ. β’ 4).
Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομάδων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πιστεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης.
Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό» (Ης. ξστ’ 2. Ματθ. ε’ 3. Γ 3. Α’ Πέτρ. ε’ 5).
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com