Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



            Ὃσο ἁπλό φαίνεται τό θέμα μας μέ τίτλο “Τό χάρισμα καί τά γνωρίσματα τῆς ἀγάπης κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσότομο,, τόσο δύσκολο εἶναι. Διότι μιλώντας γιὰ τὰ γνωρίσματα τῆς ἀγάπης εἶναι σὰν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ, διότι “Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί”.

            Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους. Καί ἀφοῦ ὁ “Θεός ἀγάπη ἐστί, ὁ τῆς ἀγάπης ἀλλότριος, τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἀλλότριος”,  θὰ μᾶς πῆ  ὁ ἅγ.  Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.     

       “Κεφάλαιον πάντων τῶν ἀρετῶν ἡ ἀγάπη καὶ μήτηρ καί ρίζα. Πάντας καί πάντα συνέχει”, θὰ μᾶς τονίση ὁ Χρυσορρήμων Διδάσκαλος. Καί ἂν “συνέχῃ” πάντας, πολύ περισσότερο συνέχει – συγκρατεῖ, κρατᾶ ἑνωμένους μεταξύ τους τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο διότι αὐτὴ εἶναι τὸ κοινὸ γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. “Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι μαθηταί μου ἐστε”. Πές μου, μὲ ποιόν τρόπο; Μήπως μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν; μήπως μὲ τὴν κάθαρσι τῶν λεπρῶν καὶ τὴν ἐκδίωξι τῶν δαιμονίων;  μέ τὴν διανομὴ τῆς περιουσίας στοὺς φτωχοὺς καὶ μὲ τὸ μαρτύριο; Ὂχι! Οὒτε μὲ τὸ μαρτύριο  λέγει. Μήπως μὲ κάποιο ἂλλο χάρισμα; Ὂχι! Ἀλλά μὲ ποιὸ τρόπο; “Ἐὰν ἀγάπην ἒχητε ἐν ἀλλήλοις”. Τὰ ἂλλα εἶναι ἀποκλει-στικὰ δῶρα τῆς θείας χάριτος μόνον, ἐνῶ τό ἀποτέλεσμα αὐτό εἶναι δῶρο καὶ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργείας. Γιατὶ τὸν γενναῖο δὲν τὸν χαρακτηρίζουμε τόσο ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ τοῦ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῶν κόπων του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του ἀναγνωρίζονται ὂχι ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ἐπιτελέσεως θαυμάτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Διότι εἶναι “περιεκτικὴ πασῶν τῶν ἀρετῶν” (Περὶ Ἀκαταλήπτου Α΄ ΕΠΕ 35,12-14).

            Ἀλλὰ τὸ χάρισμα αὐτό ὅλοι μποροῦν νὰ τὸ ἀποκτήσουν. Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα: καὶ ἒτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. 12,31). Τὶ σημαίνει καθ’ ὑπερβολήν; Οἱ Κορίνθιοι τότε πολύ ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ χαρίσματα, καὶ ὅσοι εἶχαν τὸ χάρισμα νὰ μιλοῦν διάφορες γλῶσσες ἐφέροντο ἀλαζονικὰ πρὸς τοὺς ἂλλους.

            Λέγει, λοιπόν, «Θέλετε χαρίσματα; Ἐγώ σᾶς δείχνω ἕνα δρόμο χαρισμάτων, ὂχι ἁπλῶς ἀνώτερο, ἀλλὰ πολὺ ἀνώτερο» (Πρὸς Ἑβραίους Γ΄ ΕΠΕ 24,284). Ἐσεῖς ἐπιθυμεῖτε χαρίσματα κι ἐγὼ σᾶς δείχνω πηγὴ χαρι-σμάτων. Δὲν εἶπε χάρισμα, ἀλλὰ ὁδό, διότι δὲν δείχνει ἕνα καὶ δύο ἢ καὶ τρία χαρίσματα, ἀλλὰ μία ὁδὸ πού εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλα τὰ χαρίσματα. Εἶναι δῶρο ποὺ ἀνήκει γενικὰ σὲ ὅλους γι’ αὐτὸ καὶ καλεῖ ὅλους. Ἀφοῦ τὰ πολλὰ χαρίσματα εἶχαν χωρίσει τοὺς Κορινθίους καὶ δὲν μπο-ροῦσαν νὰ τοὺς ἑνώσουν, τοὺς δείχνει τὸ χάρισμα τῆς ἀγά-πης, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἑνώση τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ χαρίσματα.

            Τὶ εἶναι λοιπόν ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Ἡ γλωσσολαλιά, ἠ μεγάλη πίστις ἡ ἀκτημοσύνη, τὸ μαρτύριο;

Ἂς μᾶς δὠση τώρα ἐκτενέστερα τὴν ἀπάντησι, ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν ὑπέροχο ἑρμηνευτὴ του ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ λέγει: «’Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ». Τὶ σημαίνει «ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων»; Ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς Οἰκουμένης. Ἀλλά δὲν ἀρκέσθηκε μόνον σὲ αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴ, ἀλλὰ βάζει πάλι καὶ ἂλλη μεγαλύτερη καὶ λέγει: «Καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἒχω, γέγονα χαλκὸς ἡχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ποῦ ἀνύψωσε τὸ χάρισμα καὶ ποῦ τὸ γκέμισε καὶ το κατέβασε! Δὲν εἶπε ἁπλῶς ὅτι δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλά ἒγινα «χαλκὸς ἠχῶν», κάτι τὸ ἀναίσθητο και ἂψυχο. Χαλκός ἠχῶν ὁ ὁποῖος φωνάζει ἀλλὰ ἂσκοπα καὶ μάταια, χωρὶς νὰ χρησιμεύη σὲ τίποτε. Διότι θὰ φανῶ ὅτι ἀγωνίζομαι γιὰ τὸ τίποτε, ἀλλὰ καὶ ἐνοχλῶ καὶ γίνομαι φορτικὸς καὶ στοὺς ἂλλους. Καὶ ἂν ἀκόμη μιλάω, λέγει, ἒτσι ὅπως ἐπικρατεῖ νὰ μιλοῦν μεταξὺ τους οἱ ἂγγελοι, χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον εἶμαι καὶ φορτικὸς καὶ βαρετός. Βλέπετε ὅτι ὅποιος δεν ἒχει ἀγάπη μοιάζει μὲ ἂψυχο καὶ ἀναίσθητο πράγμα;

Δὲν σταματᾶ ὅμως στὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ κατώτερα καὶ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ἀνεβαίνει ὅμως σιγά σιγά.

Ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, μεταφέρεται στὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ λέγει: «Καὶ ἐάν ἒχω προφητείαν», καὶ ἐδῶ μὲ ὑπερβολὴ ὁμιλεῖ. Ὅπως δηλαδὴ προηγουμένως μιλώντας γιὰ τὶς γλῶσσες, δὲν εἶπε μόνο τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, καὶ τότε ἒδειξε ὅτι τὸ χάρισμα αὺτὸ δὲν εἶναι τίποτε χωρὶς τὴν ἀγάπη, ἒτσι καὶ ἐδῶ: δὲν λέγει μόνο γιὰ τὴν προφητεία, ἀλλά γιὰ τὴν προφητεία στὸν μέγιστο βαθμό. Διότι ἀφοῦ εἶπε «ἐὰν ἒχω προφητείαν», πρόσθεσε «Καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν» καὶ ἒτσι παρουσίασε μὲ ἒμφασι καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα.

Ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὰ ἂλλα χαρίσματα καὶ παρουσιάζει τὴν μητέρα καὶ τὴν πηγὴ τῶν χαρισμάτων καὶ αὐτὴν μὲ ὐπερβολὴ καὶ λέγει: «Καὶ ἐὰν ἒχω πᾶσαν τὴν πίστιν». Δὲν ἀρκέσθηκε οὒτε σὲ αὺτό, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο: «Ὥστε ὂρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἒχω, οὐδὲν εἰμι῾ Σὲ ἕνα σύντομο λόγο συμπεριέλαβε ὅλα τὰ χαρίσματα, μὲ τὸ νὰ πῆ τὸ χάρισμα τῆς πίστεως καὶ τῆς προφητείας. Διότι τὰ θαύματα βρίσκονται στὰ λόγια ἢ στὰ ἒργα. Καὶ ἀναφέρει τὴν μετάθεσι τοῦ ὂρους, ὂχι διότι ἡ πίστις μπορεῖ νὰ κάνη μόνον αὐτό, ἀλλὰ ἐπειδὴ στοὺς πιὸ σαρκικοὺς αὺτὸ φαίνεται ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ μεγάλο.

«Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου῾ Τὶ ὑπερβολὴ ὑπάρχει ἐδῶ! Δὲν εἶπε ἐὰν δώσω στοὺς φτωχοὺς τὴν μισὴ μερίδα τῆς περιουσίας μου, ἢ τὶς δύο μερίδες, ἀλλὰ ὅλη μου τὴν περιουσία. Καὶ ὅχι μόνο λέγει «ἂν δώσω», ἀλλὰ και ἂν θρέψω, γιὰ νὰ προστίθεται στὴν δαπάνη καὶ ἡ ὑπηρεσία μὲ κάθε φροντίδα.

«Καὶ ἂν παραδù τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι Δὲν εἶπε ἂν πεθάνω, ἀλλὰ κι αὐτὸ μὲ ὑπερβολή. Ἀφοῦ ἒλαβε γιὰ παράδειγμα τὸν χειρότερο θάνατο ἀπὸ ὅλους, τὸ νὰ καῆ ζωντανός, κι αὐτὸς ὁ θάνατος, λέγει, χωρὶς ἀγάπη, δὲν ὠφελεῖ καθόλου. Πρόσθεσε, λοιπόν, «οὐδέν ὠφε-λοῦμαι».

Τὸ νὰ λέμε λοιπόν γιὰ τὰ χαρίσματα ὅτι δὲν ὠφε-λοῦν καθόλου ὅταν λείπῃ ἡ ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸ κάτι τὸ ἂξιο θαυμασμοῦ. Διότι καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ ἒρχονται δεύτερα τὰ χαρίσματα. Πολλοὶ βέβαια πού παρουσίασαν χαρίσματα καὶ ἒγιναν κακοὶ κολάσθηκαν, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ στὸ ὂνομα τοῦ Χριστοῦ προφήτεψαν και ἒβγαλαν καὶ δαιμόνια καὶ ἒναναν πολλὰ θαύματα, ὅπως ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Ἂλλοι ὅμως πιστοὶ, ποὺ ἒζησαν καθαρὴ ζωὴ, δὲ χρειάσθηκαν τίποτε ἂλλο γιὰ νὰ σωθοῦν. Τὸ ὅτι λοιπὸν τὰ χαρίσματα ἒχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, δὲν εἶναικαθόλου ἂξιο ἀπορίας: ἀλλὰ τὸ ὅτι καὶ ἡ ἂμεμπτη καὶ τέλεια ζωὴ, δὲν ὠφελεῖ καθόλου χωρὶς τὴν ἀγάπη, αύτὸ εἶναι ἂξιο ἀπορίας καὶ μάλιστα ὅταν ὁ ἲδιος ὁ Χριστὸς δείχνῃ ὅτι ἐκτιμᾷ πολὺ καὶ τὰ δύο αὐτὰ, δηλαδή, καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τοὺς πόνους τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἂξιο θαυμασμοῦ, λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος, δὲν ὠφελεῖ πολὺ χωρὶς τὴν ἀγάπη, ἀκόμη κι ἂν ἒχη συνενωμένη τὴν ἀκτημοσύνη.

Αὐτὸς λοιπόν πού ἒχει τὰ χαρίσματα καὶ εἶναι ἕτοιμος ἀκόμη καὶ νὰ καῆ, πιθανόν να μὴν ἒχη ἀγάπη. Πῶς εἶναι δυνατόν ὅμως νὰ μὴν ἒχη ἀγάπη ἕνας ποὺ πουλάει την περιουσία του γιὰ νὰ θρέψη τους ἂλλους; Πῶς δὲν ἀγαπᾶ;

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θέλει αὐτοί πού δίνουν να συνδέωνται μὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται καί ὂχι ἁπλῶς νὰ δίνουν χωρὶς νὰ συμπάσχουν, ἀλλὰ ὅταν ἐλεοῦν νὰ συμπονοῦν μὲ αὐτοὺς πού ἒχουν ἀνάγκη.

Γι’ αὐτό τὸ λόγο δόθηκε καὶ ἡ ἐλεημοσύνη σὰν νόμος ἀπὸ τὸν Θεό. Μποροῦσε ὁ Θεὸς καὶ μἐ ἂλλο τρόπο νὰ τρέφη τοὺς φτωχοὺς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς συνδέση μὲ τήν ἀγάπη νομοθέτησε νά τρέφωνται ἀπό ἐμᾶς οἱ φτωχοί.

Τὸ ζητούμενο εἶναι τὸ ἑξῆς: ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι αὐτὰ εἶναι γνωρίσματα τελειότητος, πῶς ὁ Παῦλος λέγει ὅτι αὐτὰ χωρὶς τὴν ἀγάπη εἶναι γνωρίσματα ἀτελείας; Δὲν ἀντιλέγει στὸ Χριστό, ἀλλὰ συμφωνεῖ ἀπόλυτα μαζὶ του. Διότι καὶ στὸν πλούσιο ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε πούλησέ τα καὶ μοίρασέ τα ὅλα στοὺς φτωχοὺς ἁπλῶς, ἀλλὰ πρόσθεσε «καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Στὸ νὰ ἀκολουθοῦμε ὅμως τὸ Χριστὸ καὶ νὰ εἲμαστε μαθητὲς Του, τίποτε ἂλλο δὲ συντελεῖ τόσο πολύ ὅσο ἡ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, «ἐὰν ἀγάπην ἒχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13,35).

Ὅσο γιὰ τὸ μαρτύριο; Ζητᾶ τόση μεγάλη ἀγάπη, ὥστε καὶ νὰ σφαζώμαστε γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶμε. Καὶ κυρίως αὐτὸ δείχνει ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Θεό.

Καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουμε πόσο μεγάλο εἶναι τὸ κατόρθωμα αὐτό, μὲ τὸ λόγο, - διότι στὴν πραγμα-τικότητα πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ - ἂς σκεφθοῦμε ὅτι ἂν ὑπῆρχε πλούσια ἡ ἀγάπη παντοῦ, πόσα ἀγαθὰ θὰ ἐγίνοντο! Οὒτε νόμοι θὰ ἐχρειάζοντο, οὒτε δικαστήρια, οὒτε τιμωρίες, οὒτε τίποτε ἂλλο ἀπὸ αὐτὰ. Διότι ἂν ὅλοι ἀγαποῦσαν και ἠγαπῶντο κανένας δὲν θὰ ἀδικοῦσε. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν φόνοι, μοιχεῖες, ἒχθρες, ἐπαναστάσεις, κλοπές, ἀκόμη καὶ τὸ ὂνομα τῆς κακίας θὰ ἦταν ἂγνωστο.

Τὰ χαρίσματα ὅμως δὲν πετυχαίνουν αὐτὰ, ἀλλ’ ἐπί πλέον ὅσους δὲν προσέχουν τοῦς ὁδηγοῦν σὲ κενοδοξία και ἀνοησία.

Καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο στὴν ἀγάπη εἶναι τὸ ἑξῆς: Τὰ ἂλλα ἀγαθὰ εἶνι συνδεδεμένα μὲ τὰ ἀντίσοτιχα καά. Δηλαδή πολλές φορές ὁ ἀκτήμων ὑπερηφανεέυτεια γιἀ την ἀκτημοσύνη του, αὐτὸς ποὺ ἒχει γνῶσι πάσχει ἀπὸ δοξομανία, ὁ ταπεινόφρων ὑπερηφανεύεται γιὰ την ταπείνωσί του. Ἡ ἀγάπη ὅμως εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὅλη τὴν ἀκαθαρσία αὐτή. Διότι κανείς ποτέ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθῆ σὲ βάρος ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ.

Καὶ ἂς μὴν ποῦμε για ἕναν ποὺ ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης θὰ τὴν δοῦμε ἂν ἀγαπᾶμε ὅλοι. Ἂς πάρουμε ὅμως γιὰ παράδειγμα ἕναν ποὺ ἀγαπᾶ και ἕναν ποὺ ἀγαπᾶται, ἀλλά ποὺ νὰ ἀγαπᾶ, ὅπως πρέπει ν’ ἀγαπᾶ. Αὐτὸς θὰ κατοικήση τὴν γῆ σὰν τὸν οὐρανό, ἀφοῦ πάντα θὰ βρίσκεται σὲ γαλήνη. Θὰ κρατήση τὴν ψυχὴ του καθαρὴ ἀπό φθόνο καὶ ὀργὴ καὶ μνησικακία και ἀπὸ κάθε ἂτοπο ἒρωτα. Διότι ὅπως δὲν θὰ ἒκαμνε κανείς κάποιο κακὸ στὸν ἑαυτὸ του, ἒστι καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἒκαμνε κανένα κακὸ στὸν πλησίον του. Καὶ ἀφοῦ θὰ εἶναι τέτοιος, ἐνῶ θὰ ζῆ στὴ γῆ, θὰ βαδίζη στὸν οὐρανό.

Αὐτὸς λοιπόν ποὺ ἒχει ἀγάπη, φθάνει μέχρις τὸ σημεῖο αὐτό. Ἐνῶ αὐτὸς πού κάνει θαύματα και ἒχει την τέλεια γνῶσι, κι ἂν ἀναστήση χιλιάδες νεκρούς, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀποκομμένος ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν θὰ θέλη νὰ ἐπικοινωνῆ με κανένα, δὲν θὰ ἒχη σχεδόν καμμία ὠφέλεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε ὅτι σημεῖο τῆς τέλειας ἀγάπης πρὸς Αὐτόν εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανείς τον πλησίον του.

Ἂν μποροῦσε νὰ τηρηθῆ αὐτὸ μὲ ἀκρίβεια δὲν θὰ ὑπῆρχε οὒτε δοῦλος, οὒτε ἐλεύθερος, οὒτε φτωχός, οὒτε πλούσιος, οὒτε και ὁ διάβολος θὰ ἦταν πολύ γνωσός. Καὶ ὂχι μόνον αὐτό, ἀλλά καὶ ἂν ἀκόμη ὑπῆρχαν χιλιάδες δαίμονες, τίποτε δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν ἂν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη. Περισσότερο θα μποροῦσε τὸ ξερὸ χορτάρι νὰ ἀντέξη τὴν δύναμι τῆς φωτιᾶς, παρὰ ὁ διάβολος τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης.

Ἂν ὑπῆρχε ἀγάπη, δὲν θὲ ὑπῆρχε οὒτε πλοῦτος, οὒτε φτώχεια, ἀλλὰ μόνον τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας. Διότι θὰ μπορούσαμε νὰ ἒχουμε καὶ τὴν ἀφθονία τοῦ πλούτου καὶ τὴν ἀμεριμνησία τῆς ἀγάπης. Καὶ οὒτε τὶς φροντίδες τοῦ πλούτου οὒτε τὴν στέρησι τῆς φτώχειας θὰ ὑποφέραμε.

Καὶ τὶ λέγω γιὰ τὰ κέρδη; Ἂν σκεφθῆ κανείς μόνον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδή τὸ νὰ ἀγαπᾶ, θὰ δῆ πόση χαρὰ προξενεῖ, πόση χάρι δίνει στὴν ψυχή, πράγμα ποὺ εἶναι μοναδικό γνώρισμα ταῆς ἀγάπης. Οἱ ἂλλες ἀρετές ἒχουν συνδεδεμένο τόν κόπο. Ἡ ἀγάπη ὅμως μαζὶ μὲ τὸ κέρδος ἒχει καὶ μεγάλη τὴν ἡδονή, καὶ κανένα κόπο. Καὶ σὰν καλή μέλισσα ἀφοῦ συγκεντρώνει ἀπὸ παντοῦ τὰ ἀγαθά, τὰ ἀποταμιεύει στὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ.

Καὶ ἂν εἶναι κανείς δοῦλος, κάνει τὴν δουλεία γλυκύτερη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δεν χαίρεται τόσο ὅταν διατάζη, ὅσο ὅταν ἐκτελῆ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ. Μολονότι τὸ νὰ διατάζη κανεὶς εἶναι εὐχάριστο, ἡ ἀγάπη ὅμως μεταβάλλει τὴν φὐσι τῶν πραγμάτων καὶ ἒρχεται ἒχοντας στὰ χἐρια ὅλα τὰ ἀγαθὰ, πιὸ ἥρεμη ἀπὸ κάθε μητέρα, πιὸ πλούσια ἀπὸ κάθε θάλασσα καὶ κάνει τὰ κοπιαστικὰ ἐλαφριά καὶ πολὺ εὒκολα καὶ μᾶς δείχνει πολὺ εὒκολη τὴν ἀρετή καὶ πολὺ πικρὴ τὴν κακία.

Προσέξετε: Τὸ νὰ ξοδεύη κανεὶς γιὰ ἂλλους φαίνεται λυπηρό, ἡ ἀγάπη τὸ κάνει εὐχάριστο: τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τὰ τῶν ἂλλων φαίνεται εὐχάριστο. Ἡ ἀγάπη κάνει αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ νὰ τὸ ἀποφεύγη ὡς κακό. Πάλι τὸ νὰ κακολογῆ κανείς φαίνεται σὲ πολλοὺς καλό. Ἡ ἀγάπη ὅμως δείχνει ὅτι αὐτὸ εἶναι πικρό, ἐνῶ τὸ νὰ λέγη κανεὶς κάποιο καλὸ λόγο, εἶναι καλό. Καὶ ἂν δῆ κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, πενθεῖ καὶ πονάει. Ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος αὐτὸς προκαλεῖ ἡδονή. Γιατὶ τὰ δάκρυα καὶ ἡ λύπη τῆς ἀγάπης εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ κάθε γέλοιο καὶ χαρά. Δεν εὐχαριστοῦνται λοιπόν, τόσο πολὺ αὐτοὶ ποὺ γελοῦν, ὅσο αὐτοὶ πού κλαῖνε γιὰ τοὺς φίλους. Καὶ ἂν σταματήση κανεὶς τὰ δάκρυά τους, θὰ τοὺς δῆ νὰ στενοχωροῦνται σὰν νὰ ἒπαθαν κάποιο ἀνεπανόρθωτο κακό.

Ἀλλὰ τὸ νὰ ἀγαπᾶς, θὰ πῆ κάποιος, περιέχει κάποια ἂτοπη ἡδονή. Μεγάλο λάθος εἶναι αὐτό. Τίποτε δὲν καθαρίζει ἀπὸ τέτοια ἡδονή, ὅσο ἡ γνήσια ἀγάπη..

Πῶς λοιπόν, ἡ Αἱγυπτία, ἀφοῦ ἀγαποῦσε τὸν Ἰωσήφ, ἢθελε νὰ τὸ βλάψῃ; Διότι ἀγαποῦσε μὲ τὴν διαβολικὴ ἀγάπη. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως δὲν ἢθελε τὴν ἀγάπη αὐτήν, ἀλλὰ ἐκείνην ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πόσης ἀγάπης ἀπόδειξις ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα του! Ἐκείνη ἒλεγε: ἀτίμασέ με και κάνε με μοιχαλίδα, βλάψε ταὸν ἂνδρα μου καὶ κατάστρεψε τὸ σπίτι μου καὶ ἀπομάκρυνε τὸν ἑαυτὸ σου ἀπὸ τοῦ νὰ ἒχη θάρρος μπροστὰ στὸ Θεό, γιὰ ταὴν τήρησι τοῦ θελήματός του, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀπόδειξιις ὅτι ὂχι μόνο ἐκεῖνον, ἀλλὰ οὒτε τὸν ἑαυτὸ της ἀγαποῦσε, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀγαποῦσε γνήσια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτά.

 

ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Ἀφοῦ εἶπε ὅτι ὄταν ἀπουσιάζῃ ἡ ἀγάπη, τότε καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ γνῶσις καὶ οἱ γλῶσσες καὶ τὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεραπεῖες καὶ ὁ τέλειος βίος, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτύριο ἀκόμη δὲν δίνουν κανένα μεγάλο ὂφελος, ἀναγκαστικά λοιπόν, ζωγραφίζει τὴν ἀκαταμάχητη ὀμορφιὰ της, σὰν νὰ στολίζη τὴν εἰκόνα μὲ τὰ χρώματα τῶν μεμονωμένων ἀρετῶν καὶ συνέθεσε ὅλα τὰ μέλη της μὲ κάθε ὡραιότητα.

Ἂς ἐξετάσουμε τὸ καθένα χωριστὰ γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν τέχνη τοῦ ζωγράφου.

Καὶ ἂς προσέξουμε ἀπὸ ποῦ ἂρχισε καὶ τοποθέτησε τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Ἀπὸ ποῦ ἂρχισε; Ἀπὸ τὴν μακροθυμία.

Α) «Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, πρῶτα ἀπὸ ὅλα μακροθυμεῖ».  Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα ὅλης τῆς εὐσεβείας. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος σοφός ἒλεγε: «Μακρόθυμος ἀνὴρ πολύς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἂφρων» (Παρ. 14,29). Καὶ ἀφοῦ τὴν σύγκρινε μὲ ἰσχυρὴ  πόλι, εἶπε ὅτι αὐτὴ εἶναι πιὸ ἀσφαλὴς ἀπό ἐκείνην. Γιατὶ εἶναι καὶ ἀκαταμάχητο ὅπλο καὶ πύργος ἀκλόνητος, ποὺ ἀπομα-κρύνει εὒκολα ὅλα τὰ λυπηρά. Καὶ ὅπως ὅταν κάποιος σπινθήρας πέση μέσα στὴν θάλασσα, ὁ μὲν σπινθήρας ἀμέσως σβήνει, ἐνῶ ἡ θάλασσα δὲν παθαίνει ἀπολύτως τίποτε, ἒτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν μακρόθυμη ψυχή. Ὅ,τι ἀπροσδόκητο κι ἂν πέση, εὒκολα ἐξαφανίζεται, χωρὶς νὰ τὴν ταράξη καθόλου. Γιατὶ ἡ μακροθυμία εἶναι πιὸ στα-θερὴ ἀπό ὅλα. Τίποτε δὲν εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὴν μακρο-θυμία. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει ὅλα αὐτά, πολλές φορὲς μὲ μιὰ ἀπότομη κίνησι τοῦ θυμοῦ, σὰν κάποιο μικρό παιδί, ὅλα τἀ ἀνατρέπει καὶ τὰ γεμίζει μὲ ταραχὴ καὶ άλη, ἐνὼ ὁ μακρόθυμος κάθεται σὲ λιμάνι καὶ χαίρεται την βαθειὰ γαλήνη. Κι ἂν τὸν περιφρονήσης, δὲν ἒσεισες τὸν πύργο, κι ἂν τὸν πληγώσης, δὲν πλήγωσες τὸ διαμάντι. Μακρόθυμος γι’ αὐτὸ λέγεται, ἐπειδὴ ἒχει μακρὰ καὶ μεγάλη ψυχή.

Αὐτό τὸ καλὸ ὅμως φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ ὅσους τὸ ἒχουν καὶ τὸ ἀπολαμβάνουν, δίνει μεγάλη ὠφέλεια. Λέμε γιὰ τοὺς δικαιότερους ποὺ κερδίζουν πολὺ ἀπὸ τἠν μακροθυμία. Διότι ὅταν ἐνῶ κάνουν κακό, δεν πάθουν κακό, ἀφοῦ θαυμάσουν τὴν πραότητα ἐκείνου ποὺ ἒπαθε τὴν δυστυχία, ὠφελοῦνται καὶ κερδίζουν τὴν πιό μεγάλη διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας.

Β) «Χρηστεύεται». Ὁ Παῦλος ὅμως προσθέτει καί τά ἂλλα της κατορθώματα λέγοντας. «Χρηστεύεται».  Ἐπειδή δηλαδή, ὑπάρχουν μερικοί, πού δὲν χρησιμοποιοῦν τὴν μαρκοθυμία στὸν ὀρθό τρόπο ζωῆς ποὺ ἁρμόζει σ’ αὐτήν, ἀλλά τὴν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς παρώργισαν, μὲ τὸ νὰ τοὺς κάνουν κα-κό, λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν ἒχει οὒτε τὸ ἐλάττωμα αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε «χρηστεύεται». Διότι δὲν τὴν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἀνάψουν πιὸ ἒντονα τὴν φλόγα αὐτῶν ποῦ φλέγονται ἀπὸ ὀργή, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν καταπραΰνουν καὶ γιὰ νὰ τὴν σβήσουν τελείως. Καὶ ὂχι μόνον μὲ τὸ νὰ ὑπομένουν καρτερικά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τιμοῦν καὶ νὰ ἐγκαρδιώνουν, γιατρεύουν τὴν πληγὴ καὶ θεραπέουν τὸ τραῦμα τοῦ θυμοῦ.

Γ) «Οὐ ζηλοῖ». Διότι μπορεῖ κανεἰς νὰ εἶναι καὶ μακρόθυμος καὶ ζηλότυπος και τὸ κατόρθωμα ἐκεῖνο καταστρέφεται ἀπὸ τὸ ἐλάττωμα αὐτό. Ἀλλὰ ἡ μακροθυμία εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ αὐτά.

Δ) «Οὐ περπερεύεται». Δηλαδή, δὲν εἶναι αὐθάδης: διότι κάνει συνετὸ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ καὶ σοβαρὸ καὶ ἀνώτερο ἄνθρωπο. Διότι αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα εἶναι γνώρισμα ἐκείνων που ἀγαποῦν, μὲ αἰ­σχρὴ ἀγάπη: ἐνῶ αὐτός ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἀ­παλλαγμένος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ὅταν δὲν ὑπάρχῃ θυ­μὸς στὴν ψυχή, ἔχει ξερριζωθῆ κάθε αὐθάδεια καὶ ἀλαζο­νεία. Διότι καὶ σὰν ἄριστος γεωργός ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ ἡ ἀγάπη, δὲν ἀφήνει νὰ βλαστήση κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀγκάθια.

 

«οὐ φυσιοῦται»

 

Διότι βλέπομε πολλοὺς οἱ ὁποῖοι ὑψηλοφρονοῦν ὅ­ταν κατορθώσουν αὐτά, ὅπως τὸ νὰ μὴν εἶναι ζηλότυποι, οὔτε πονηροί, οὔτε μικρόψυχοι, οὔτε αὐθάδεις. Διότι αὐ­τὰ τὰ κακὰ δὲ συνυπάρχουν μόνο μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν φτώχεια, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτά που ἀπὸ τὴν φύσι τους εἶναι καλά. Ἡ ἀγάπη ὅμως τὰ καθαρίζει ὅλα τελείως. Πρόσεχε. Ὁ μακρόθυμος δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ εὐμενὴς στοὺς ἄλλους: ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι, τότε τὸ πρᾶγμα καταντὰ πονηρία καὶ κινδυνεύει νὰ πέση σὲ μνησικακία: γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη ἀφοῦ δίνει τὸ φάρμακο, δηλαδὴ τὴν καλωσύνη, διατηρεῖ τὴν ἀρετὴ καθαρή.

Δὲν εἶπε, εἶναι ζηλότυπη, ἀλλὰ γίνεται κυρίαρχη τοῦ φθόνου, οὔτε ὅτι εἶναι ἀλαζόνας καὶ αὐθάδης, τιμωρεῖ τὸ πάθος ὅμως, ἀλλ’ ὅτι, «οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται»: πρᾶγμα ποὺ εἶναι πολὺ περισσότερο ἀξιοθαύμαστο, τὸ ὅτι δηλαδὴ καὶ χωρὶς κόπους κατορθώνει τὰ ἀ­γαθά, καὶ χωρὶς πόλεμο καὶ μάχη στήνει τὸ τρόπαιο τῆς νίκης. Διότι δὲν ἀφήνει αὐτόν ποὺ τὴν ἔχει νὰ ἱδρώση γιὰ νὰ λάβῃ ἔτσι τὸ στεφάνι, ἀλλὰ δίνει σ’ αὐτὸν τὸ βραβεῖο ἄκοπα. Διότι ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀντίπαλο πάθος στὸν κα­θαρὸ λογισμό, ποῖος κόπος χρειάζεται;

 

«οὐκ ἀσχημονεῖ»

 

Ἀλλά ταὶ λέγω, λέγει, ὅτι δὲν εἶναι ὑπερήφανη, ἀφοῦ τόσο ἀπέχει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ποὺ ἀκόμη καὶ ὅταν ὑφι­σταται τὰ πιὸ ἀτιμωτικὰ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀγαπᾷ, δὲν θε­ωρεὶ τὸ πρᾶγμα οὔτε κἂν ἁπλῆ ἀσχήμια. Δὲν εἶπε πάλι ὅτι, κάνει ἀσχήμιες, ἀλλ’ ὑπομένει μὲ γενναιότητα τὴν ντροπή, ἀλλ’ ὅτι οὔτε κἂν αἰσθάνεται τὴν ντροπή. Διότι ἐ­ὰν οἱ φιλοχρήματοι, ὅταν ὑπομένουν ὅλη τὴν κατηγορία καὶ τὴν ντροπὴ τῆς ἀπάτης γιὰ  τὴ φιλαργυρίαν, ὄχι μόνο δὲν κρύβονται ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστιοῦνται, πολὺ περισσότερο αὐτός που ἔχει τὴν ἄξια κάθε ἐπαίνου ἀγάπη, ἀπὸ τίποτε παρόμοιο δὲν θὰ δειλιάση καὶ δὲν θὰ παραιτηθῇ γιὰ τὸ καλὸ ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾷ, καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ παραιτηθῇ, ἀλλ’ οὔτε ὅταν πάσχῃ ντρέπεται.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πιὸ σοφοὶ καὶ πιὸ εὔγλωτοι ἀπὸ ὅλους, δὲν ντρέπονται ὅταν συλλαβί­ζουν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τους: καὶ κανεὶς ἀπὸ ὅσους τοὺς βλέπουν δὲν τοὺς κατηγορεῖ, ἀλλὰ τόσο ὡραῖο φαίνεται τὸ πρᾶγμα, ὥστε εἶναι ἄξιο καὶ νὰ τὸ εὐχηθῆ κανείς. Καὶ ἂν ἀκόμη αὐτοί ποὺ ἀγαπιοῦνται γίνουν κακοί, αὐτοὶ ὑπο­μένουν καὶ τοὺς διορθώνουν, τοὺς φροντίζουν, κρύβουν τὶς ντροπὲς τους καὶ δὲν ντρέπονται. Διότι ἡ ἀγάπη δὲν κάνει ἀσχήμιες, ἀλλὰ κρύβει ὅπως τὰ χρυσᾶ φτερά, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾷ.

Διότι ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει τὶ εἶναι ντροπή. Γι’ αὐ­τὸ καὶ καυχιέται γι’ αὐτὰ γιὰ  τὰ ὁποῖα ἄλλος ντρέπεται. Διότι ντροπὴ εἶναι τὸ νὰ μὴ γνωρίζῃ κανεὶς ν’ ἀγαπᾷ, ὄχι τὸ νὰ κινδυνεύῃ ὅταν ἀγαπᾷ καὶ νὰ ὑπομένῃ τὰ πάντα γιὰ  ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ.

Ὅταν λέγω τὰ πάντα, μὴ νομίσῃς ὅτι ἐννοῶ καὶ τὰ ἐ­πιζήμια, ὅπως δηλαδὴ ὅταν κάποιος ζητάη ἀ­πὸ κάποιο νὰ κάνη κάτι ἄλλο ἐπιζήμιο. Διότι ὅποιος εἶναι τέτοιος δὲν ἀγαπᾷ: καὶ αὐτὸ σᾶς τὸ ἔδειξα προηγουμένως ἀπὸ τὴν Αἰγυπτία ποὺ ἤθελε νὰ παρασύρη τὸν Ἰωσήφ. Διότι μόνο ἐκεῖνος ἀγαπᾷ ἀληθινά, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει αὐτά ποὺ συμφέρουν σ’ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ: διότι ἐάν, κάποιος, δὲν ἐπιδιώκη αὐτὸ τὸ καλό, ἀκόμη καὶ ἂν λέγῃ χιλιάδες φορὲς ὅτι ἀγαπᾷ, εἶναι περισσότερο ἐχθρὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς. Ἔτσι κάποτε καὶ ἡ Ῥεβέκκα, ἐ­πειδὴ ἦταν πολὺ ἀφωσιωμένη στὸν υἱὸ της, καὶ ἔκλεβε καὶ δὲν ντρεπόταν, οὔτε φοβόταν μήπως συλληφθῇ: διότι ὑπῆρχε καὶ κίνδυνος καὶ ὄχι μικρός: ἀλλὰ καὶ μολονότι ὁ υἱὸς τῆς ἐξέταζε μὲ ἀκρίβεια τὴν συμβουλὴ της, «Ἐπ’ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον», ἔλεγε. Εἶδες ὅτι, ἂν καὶ γυναῖκα, εἶχε ψυχὴ ἀποστολική; Διότι ὅπως ὁ Παῦλος προτιμοῦσε, γιὰ νὰ συγκρίνουμε μικρὸ μὲ μεγάλο, νὰ γίνη ἀνάθεμα χάρι τῶν Ἰουδαίων, ἔτσι καὶ αὐτή, προκειμένου νὰ λάβῃ τὴν εὐλογία ὁ υἱὸς της, προτιμοῦσε καὶ κατάρα νὰ δεχθῇ.

Ὁ ἴδιος πάλι ὁ Ἰακὼβ δὲν ὑπηρετοῦσε σὰν μισθωτὸς ποιμένας δεκατέσσαρα χρόνια στον συγγενῆ του; δὲν πλήρωσε μαζὶ μὲ τὴν δουλεία καὶ τὸ νὰ γελασθῆ γιὰ  ἐκεί­νη τὴν ἀπάτη; Τὶ λοιπόν; ἄραγε, αἰσθάνθηκε ὅτι περιπαίχθηκε, ἄραγε εἶχε τὴν αἴσθησι ὅτι ὑποτιμόταν, διότι, ἂν καὶ ἦταν ἐλεύθερος καὶ ἀνατράφηκε μὲ εὐγένεια ἀπὸ ἐ­λεύθερους γονεῖς, ὑπέμενε ὅσα ἀρμόζουν σὲ δούλους καὶ ὄχι σ’ ἐκεῖνον; Καθόλου δὲν αἰσθάνθηκε ἔτσι: διότι αἰτία ἦταν ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία καὶ τὸν χρόνο, ἐνῶ ἦταν πολύς, ἔκανε νὰ φαίνεται λίγος. Διότι «ἦσαν γὰρ ἐνώπιον αὐτοῦ ὡσεὶ ὀλίγαι ἡμέραι» (Γεν. 29,30) λέγει. Τόσο μακρυὰ ἦταν ἀπὸ τὸ νὰ πληγώνεται καὶ νὰ ντρέπεται γιὰ  τὴν δουλεία αὐτή. Ἄρα σωστὰ ἔλεγε ὁ μακάριος Παῦλος, «ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ».

 

«οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται»

 

Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶπε ὅτι δὲν κάνει ἀσχήμιες, λέγει καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πετυχαίνει αὐτό. Ποῖος εἶναι ὁ τρόπος; Ὅτι δὲν ζητεῖ τὸ συμφέρον της. Διότι αἰσθάνεται ὅτι αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἀγαπᾷ εἶναι τὰ πάντα καὶ τότε δια­πράττει ἀσχήμια, ὅταν δὲν μπορέση νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ πράξεις ἀσχήμιας ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ: διότι ἐὰν εἶναι δυ­νατὸ νὰ πέση ὁ ἴδιος στὴν περιφρόνησι καὶ ἀσχήμια γιὰ  νὰ ὠφελήσῃ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ, δὲν θεωρεῖ τὸ πρᾶγμα ἀσχήμια: αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ λοιπὸν τέτοιος εἶναι. Διότι αὐτὸ εἶναι φιλία, τὸ νὰ μὴ εἶναι δηλαδὴ αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ καὶ αὐ­τός ποὺ ἀγαπιοῦνται δύο, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος: πρᾶγμα ποὺ μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη γίνεται. Μὴ ζητᾶς λοιπὸν τὸ συμφέρον σου, γιὰ νὰ βρῆς τὸ συμφέρον σοῦ. Διότι αὐτός ποὺ ζητάει τὸ συμφέρον του, δὲν τὸ βρί­σκει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε, «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. 10,24). Διό­τι τὸ συμφέρον τοῦ καθενὸς βρίσκεται στὸ συμφέρον τοῦ πλησίον καὶ τὸ συμφέρον ἐκείνου ἐπίσης. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἐὰν κάποιος ἔχῃ δικὸ του χρυσὸ παραχωμένο στήν οἰκία τοῦ πλησίον, ἐὰν δὲν ἔλθῃ ποτὲ ἐκεῖ γιὰ  νὰ τὸν ζητήσῃ καὶ νὰ σκάψῃ δὲ θὰ τὸν ἴδη ποτέ, ἔτσι καὶ ἐδῶ αὐ­τός ποὺ δὲν θέλει νὰ ζητήσῃ τὸ δικὸ τοῦ συμφέρον στήν ὠφέλεια καὶ τοῦ πλησίον, δὲν θὰ πετύχη τοὺς στεφάνους γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Διότι καὶ ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ ἔθεσε αὐτὸ τὸ νόμο, γιὰ νὰ εἴμαστε συνδεδεμένοι μεταξὺ μας. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ποὺ θέλει νὰ ξυπνίση παιδί ποὺ νυστάζει γιὰ  ν’ ἀκολουθήσῃ τὸν ἀδελφὸ του, ὅταν ἀπὸ μόνο του δὲν θέλῃ, δίνει στὸν ἀδελφὸ αὐτό ποὺ ἀγαπᾷ καὶ ἐπιθυμεῖ, τὸ δίνει σ’ ἐκεῖνο, γιὰ  νὰ ἀκολουθῇ αὐτόν ποὺ τὸ ἔχει μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸ πάρη, ὅπως βέβαια καὶ γίνεται, ἔτσι καὶ ἐδῶ ὁ Θεός, ἔδωσε τὸ συμφέρον τοῦ καθενὸς στὸν πλησίον, γιὰ  νὰ τρέχουμε ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ νὰ μὴν εἴμαστε διαιρεμένοι.

Καὶ ἐὰν θέλῃς δὲς αὐτὸ καὶ σ’ ἐμᾶς ποὺ τὸ λέμε τὸ δι­κό μου συμφέρον δηλαδὴ βρίσκεται σὲ σένα, καὶ τὸ ὠφε­λιμο γιὰ σένα, σὲ μένα. Διότι καὶ σὲ σένα συμφέρει νὰ δι­δάσκεσαι αὐτά ποὺ εἶναι ἀρεστὰ στὸν Θεό, ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι ἐμπιστευμένο σ’ ἐμένα, γιὰ νὰ λάβῃς αὐτὸ ἀπὸ μένα, καὶ γι' αὐτὸ ν’ ἀναγκασθῇς νὰ τρέχῃς σ’ ἐμένα: καὶ σ’ ἐ­μένα συμφέρει τὸ νὰ γίνεσαι καλύτερος: διότι θὰ λάβω πολὺ μισθὸ γι’ αὐτό: ἀλλ’ αὐτὸ πάλι βρίσκεται σ’ ἐσένα, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζομαι νὰ σὲ καταδιώκω, γιὰ νὰ γίνης καλύτερος, καὶ ἔτσι δέχομαι αὐτό πού εἶναι συμφέρον μου ἀπὸ ἐσένα.

Θέλεις νὰ δῆς αὐτὸ καὶ στοὺς ἀρχον­τες; Αὐτός ποὺ δικάζει δὲν κάθεται γιὰ  νὰ κρίνῃ γιὰ  τὸν ἐ­αυτὸ του, ἀλλ’ ἐπειδὴ θέλει τὸ συμφέρον τοῦ πλησίον. Οἱ ὑπήκοοι πάλι τὸ συμφέρον τῶν ἀρχόντων ἐπιζητοῦν μὲ τὴν περιποίησι, τὴν ὑπηρεσία, μὲ ὅλα τὰ ἄλλα. Οἱ στρα­τιῶτες γιὰ  μᾶς ὁπλίζονται, διότι γιὰ  μᾶς κινδυνεύουν: ἐ­μεῖς γιὰ  ἐκείνους κάνουμε θυσίες: γιατὶ ἀπὸ ἐμᾶς δίνονται γι’ αὐτοὺς οἱ τροφές. Ἐὰν πάλι ἰσχυρίζεσαι ὅτι ὁ καθένας κάνει αὐτὸ γιὰ  τὸ δικὸ του συμφέρον, αὐτὸ λέγω καὶ ἐγώ, μὲ τήν διαφορὰ ὅτι μὲ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου βρίσκει κα­νεὶς τὸ δικὸ του. Διότι καὶ ὁ στρατιώτης, ἐὰν δὲν πολεμήσῃ γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν τρέφουν, δὲν θὰ ἔχῃ αὐτόν ποὺ θὰ τὸν ἐξυπηρετῆ σ’ αὐτό: καὶ πάλι ἐὰν αὐτὸς δὲν θρέψῃ τὸν στρατιώτῃ, δὲν θὰ ἔχῃ κανένα νὰ τὸν ὑπερασπίζη.

Εἶδες πῶς ἡ ἀγάπη ἀπλώνεται παντοῦ καὶ οἰκονομεῖ τὰ πάντα; Ἀλλὰ μὴν κουρασθῆς μέχρις ὅτου γνωρίσῃς καλὰ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴν χρυσῆ σειρά. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε, «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», λέγει στήν συνέχεια τὰ ἀγαθά πού γεννιῶνται ἀπὸ αὐτό. Ποιὰ εἶναι αὐτά;

 

«οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν»

 

Κοίταξε πάλι ὄχι μόνο νὰ ἐπικρατῆ τῆς κακίας, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἀφήνει οὔτε ἀρχὴ νὰ βάλῃ. Διότι δὲν εἶπε, ὀρ­γίζεται, ἀλλὰ κυριαρχεῖ, ἀλλ’ οὔτε κἀν σκέπτεται. Διότι κανένα κακό ὄχι μόνο δὲν σχεδιάζει, ἀλλ’ οὔτε ὑποπτευ­εται ἐναντίον ἐκείνου που ἀγαπᾷ. Πῶς λοιπὸν θὰ τὸ ἔκαμνε ἢ πῶς θὰ ὀργιζόταν αὐτὴ ποὺ δὲν ἀνέχεται οὔτε νὰ σκεφθῇ τὸ κακό; διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θυμοῦ.

 

«Οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ: πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα ὑπομένει.  Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει».

 

Δηλαδὴ δὲν εὐχαριστιέται γι’ αὐτούς που ὑποφέρουν: καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐ­τό, «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ». Συνευχαριστεῖται, λέγει, μὲ αὐτούς ποὺ εὐημεροῦν: αὐτό ποὺ λέγει ὁ Παῦλος: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Γι’ αὐτὸ δὲν φθονεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν γίνεται ὑπερήφανη: διότι τὰ καλὰ τοῦ ἄλλου τὰ νομίζει ἰδικὰ τῆς. Εἶδες πῶς ἡ ἀγάπη κάνει ἄγγελο σὲ σμικρογραφία ἐκεῖνον ποὺ τρέφε­ται ἀπὸ αὐτή; Διότι, ὅταν δὲν εἶναι θυμώδης καὶ εἶναι κα­θαρὸς ἀπὸ φθόνο καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τυραννικὸ πά­θος, νὰ σκέπτεσαι ὅτι αὐτὸς ἀπαλλάχτηκε, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι καὶ ἔχει ὀρμήσει καὶ σ’ αὐτὴν ἀ­κόμη τὴν ἀπάθεια τῶν ἀγγέλων. Δὲν ἀρκεῖται σ’ αὐτά, ἀλλ’ ἔχει νὰ πῇ κάτι μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ αὐτά: Γιατὶ τὰ μεγαλύτερα τελευταῖα τὰ ἐκθέτει. Γι’ αὐτὸ λέγει, «πάντα στέγει». Ἀπὸ τὴν μακροθυμία, ἀπὸ τὴν καλὴ διάθεσι, εἴ­τε σκληρὰ εἶναι, εἴτε βαρετά, εἴτε ἀτιμώσεις, εἴτε πληγές, εἴτε θάνατος, εἴτε ὅ,τι δήποτε. Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε πάλι ἀπὸ τὸν μακάριο Δαυίδ. Διότι τὶ σκληρότερο ἤταν ἀπὸ τὸ νὰ δῆ τὸν υἱὸ τοῦ νὰ ἐπαναστα­τῆ καὶ νὰ ἐπιθυμῇ τὴν βασιλεία καὶ νὰ διψᾷ γιὰ  πατρικὸ αἷμα; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ὑπέμενε ἐκεῖνος ὁ μακάριος Δαυὶδ καὶ οὔτε τότε ἤθελε νὰ πῇ πικρὸ λόγο κατὰ τοῦ πατροκτόνου, ἀλλὰ καὶ στοὺς στρατηγοὺς ἀφοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ κανοῦν ὅ,τι δήποτε ἄλλο, τοὺς διέταξε νὰ φροντί­σουν γιὰ  τὴ σωτηρία του. Διότι ἦταν ἰσχυρὸ τὸ θεμέλιο τῆς ἀγάπης: γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀνέχεται ὅλα.

Καὶ τὴν δύναμι τῆς ἀγάπης ἐδῶ τὴν ὑπαινίσσεται, ἐ­νῶ τὴν ἀγαθότητα της μὲ τὰ ἑξῆς: «Πάντα ἐλπίζει», λέ­γει, «πάντα πιστεύει, πάντα ὑπομένει». Τὶ σημαίνει, «πάν­τα ἐλπίζει»; Ὅλα τὰ ἀγαθά, ἐννοεῖ. Δὲν ἀπελπίζεται γι’ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι κακός, ἐπιμέ­νει στὸ νὰ τὸν διορθώνη, νὰ προνοῆ καὶ νὰ φροντίζῃ γι’ αὐτόν. «Πάντα πιστεύει». Δηλαδὴ ὄχι μόνον ἐλπίζει, λέ­γει, ἀλλὰ καὶ πιστεύει ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη. Καὶ ἂν ἀκό­μη αὐτὰ τὰ ἀγαθά ποὺ ἐλπίζει δὲν γίνονται ὅπως ἐλπίζει, ἀλλ’ ἀκόμη σκληρότερος γίνεται ἐκεῖνος, καὶ αὐτὸ τὸ ὑ­πομένει. Διότι, «πάντα», λέγει, «ὑπομένει».

«Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Εἶδες πότε ἔθεσε τὸ ἀποκορύφωμα καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἐξαίρετο πρᾶγμα σ’ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης; Διότι τὶ σημαίνει «δὲν θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ»; Δὲν καταλύεται, δὲν καταργεῖται ἀ­πὸ τὸ ὅτι ὑπομένει: διότι ὑπομένει τὰ πάντα. Διότι αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ μισήσῃ ὅ,τι καὶ ἂν γίνη. Αὐ­τὸ λοιπὸν εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀγαθὸ τῆς ἀγάπης.

 

Ἀγάπη πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες

 

Ἀλλά τὶ λέγει ἐδῶ, ἂν εἶναι ἐχθροὶ οἱ εἰδωλολάτρες, δὲν πρέπει νὰ τοὺς μισοῦμε; Ναί, νὰ μισοῦμε, ὅμως ὄχι ἐ­κείνους, ἀλλὰ τὴν πίστι, ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὴν κα­κὴ πρᾶξι, τὴν διεφθαρμένη προαίρεσι. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἡ πλάνη ὅμως ἔργο τοῦ διαβόλου. Μὴ κάνης σύγχυσι λοιπὸν μεταξὺ τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ διαβόλου. Διότι καί οἰ Ἰουδαῖοι καὶ βλάσφημοι ἦ­ταν καὶ διῶκτες καὶ ὑβριστὲς καὶ ἄπειρα κακὰ κατελόγιζαν στο Χριστό: Ἂρα γε λοιπὸν τοὺς μισοῦσε αὐτοὺς ὁ Παῦλος ποῦ ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ ὅ­λους; Καθόλου, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον καὶ τοὺς ἀγαποῦσε καὶ ἔκαμνε τὰ πάντα γι’ αὐτούς.

Τὶ λέγει λοιπόν; δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε; Ὄχι νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐλεοῦμε. Διότι ἐὰν τὸν μισήσῃς, πῶς θὰ βοηθήσῃς νὰ ἐπιστρέψῃ εὔκολα αὐτὸς ποὺ πλανᾶται; Πῶς θὰ προσευχηθῆς γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει πιστέψει; Διότι ἂκου­σε τὶ λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς. «Παρακαλῶ οὖν, πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχα-ριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. 2,1). Ἀλλὰ τὸ ὅτι τότε δὲν ἦταν ὅλοι πιστοὶ ἀπὸ παντοῦ εἶναι φανερό. Καὶ πάλι, «ὑπὲρ βασιλέ­ων καὶ τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων» (Α΄ Τιμ. 2,1-4). Τὸ ὅτι ὅμως αὐτοὶ ἦταν ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι, καὶ αὐτὸ ἐπίσης εἶναι φανερό.

Στὴν συνέχεια λέγοντας καὶ τὸν λόγο γιὰ  τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προσευχώμαστε, προσθέτει: «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀποδε-κτὸν ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,3-4). Ἐὰν ὅμως πρόκειται νὰ μισοῦμε ἀσεβεῖς καὶ παρανόμους, δὲν θὰ σταματήσουμε ἐδῶ, ἀλλ’ ἀφοῦ προχωρήσουμε θὰ μισήσουμε καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς καὶ καθὼς θὰ προοδεύης ἔτσι θ’ ἀποσχισθῇς καὶ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀδελφούς, μᾶλλον καὶ ἀπὸ ὅλους. Διότι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει κανένας χωρὶς ἁ­μαρτία. Ἐὰν λοιπὸν πρέπει νὰ μισοῦμε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε μόνο τοὺς ἀσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς: καὶ ἔτσι θὰ καταντήσουμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ θηρία μὲ τὸ νὰ ἀποστρεφώμαστε ὅλους τους ἀν­θρώπους καὶ νὰ ὑπερηφανευώμαστε μὲ ἀνοησία ὅπως ἔκεῖνος ὁ Φαρισαῖος.

Βλέπεις πὼς παράγγειλε νὰ μισοῦμε τὸ κακὸ ἔργο καὶ ὄχι τὸν ἄνθρωπο; Διότι ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς διασπᾶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ μὲ πολὺ ζῆλο προσπαθεῖ νὰ ξεριζώση τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴν ὁδὸ τῆς διορθώσεως καὶ νὰ κυρίευση ἐκεῖνον στὴν πλάνη καὶ ἐσένα στὴν ἔχθρα, ὥστε ἔτσι νὰ γκρεμίση τὰ τείχη τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας ἐκείνου. Διότι ὅταν καὶ ὁ γιατρὸς μισῆ καὶ ἀποφεύγη τὸν ἄρρωστο καὶ ὁ ἀσθενὴς ἀποφεύγει τὸν γιατρό, πότε θὰ ἀναλάβη αὐτὸς ποῦ νοσεῖ, ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς καλεῖ τὸν γιατρό, οὔτε ἐκεῖνος ἔρχεται στὸν ἀσθενῆ; Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο, πές μου, τὸν ἀποστρέ­φεσαι καὶ τὸν ἀποφεύγεις; διότι εἶναι ἀσεβής; Λοιπὸν γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ τὸν πλησιάζης καὶ νὰ τὸν περί-ποιῆσαι, γιὰ νὰ τὸν σώσης ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἐὰν ἡ ἀ­σθένεια ἀ­σθένεια τοῦ εἶναι ἀθεράπευτη, σὺ ὅμως ἔχεις ἐντολὴ νὰ κάνης τὸ καθῆκον σου. Διότι καὶ ὁ Ἰούδας ἦταν ἀθεράπευτα ἀσθενὴς καὶ ὅμως δὲν ἐγκατέλειψε τὴν θεραπεία τοῦ ὁ Θεός.

Λοιπὸν οὔτε σὺ νὰ κουρασθῆς καὶ νὰ παραιτηθῆς. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη, ἀφοῦ προσπαθήσης πολύ, δὲν τὸν ἀπαλλάξης ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, σὺ θὰ πάρης τὸν μισθὸ ποὺ θὰ ἔπαιρνες ἐὰν τὸν ἁπάλλασες, καὶ θὰ κάνης αὐτὸν νὰ θαυμάζη τὴν ἡμερότητά σου, καὶ ἔτσι ὅλη ἢ δόξα θὰ ἀπό-δοθῆ στὸ Θεό. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη κάνης θαύματα, καὶ ἂν ἀναστήσης νεκρούς, καὶ ἐὰν κάνης ὅ,τι δῆποτε, ποτὲ δὲν θὰ σὲ θαυμάσουν ἔτσι οἱ εἰδωλολάτρες, ὅσο ὅταν σὲ δοῦν νὰ συμπεριφέρεσαι μὲ πράο καὶ ἥμερο καὶ γλυκὺ τρόπο. Δὲν εἶναι μικρὸ κατόρθωμα καὶ αὐτό: διότι πολ­λοὶ θ’ἁπαλλα-γοῦν ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ μάλιστα τελείως. Διότι τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ τοὺς προσέλκυση τόσο, ὅσο ἡ ἀγάπη. Γιὰ ἐκεῖνα ὅμως, τὰ θαύματα δήλ. καὶ τὰ σημεῖα, θὰ σὲ φθονήσουν, γι’ αὐτὸ ὅμως καὶ θὰ σὲ θαυμάσουν καὶ θὰ σὲ ἀγαπήσουν, καὶ ἀφοῦ θὰ σ’ ἀγαπή-σοῦν, θὰ προχω­ρήσουν καὶ θὰ δεχθοῦν καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίσ-τέως. Ἐὰν ὅμως δὲν γίνεται ἀμέσως πιστός, μὴ ἀπορῆς, οὔτε νὰ βιά­ζεσαι, οὔτε νὰ ζητᾶς ὅλα μαζί, ἂλλ' ἄφησε τὸν στὸ μετα­ξὺ νὰ ἐπαινῆ, ν’ ἀγαπᾶ καὶ προχωρώντας αὐτὴ τὴν ὁδὸ θὰ φθάση καὶ σ' αὐτά.

(Πρὸς Κορινθίους Α' ΑΓ' ΕΠΕ, 18Α,370-402. Ρ.Ο. 61,275-284).

«Μεγάλη διδάσκαλος, ἱκανὴ καὶ πλάνης ἀπαγαγεὶν καὶ τρόπον μεταρρυθμίσαι...»

Ἔτσι λοιπὸν καὶ μεῖς ἃς φερώμαστε καὶ στὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, μὲ συγκατάβασι, μὲ ἀγάπη. Διότι αὐ­τὴ εἶναι μεγάλη διδάσκαλος καὶ ἱκανὴ καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη ν' ἀπελευθέρωση καὶ στὴ πίστι καὶ στὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς νὰ ὁδηγήση καὶ ἀπὸ λίθους νὰ κάνη ἀνθρώπους. Καὶ τὸ πε­ρισσότερο ἀξιοθαύμαστο, ὅτι αὐτὰ γίνονται χωρὶς νὰ ἇλ-λάξη ἢ φύσις του, ἀλλὰ μέσα στὴν ἴδια δειλὴ ψυχὴ δείχνει τὴν δύναμί της ἡ ἀγάπη: καὶ γίνεται τὸ ἴδιο ποὺ γίνεται ἐ­ᾶν κάποιος κατασκευάση μαχαίρι ἀπὸ μολύβι ποὺ νὰ κα­τεργάζεται τὸν σίδηρο καὶ τὸν κατερ-γάζεται, χωρὶς ν’ ἄλλαξη φύσι, παρ’ ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ μολύβι.

  Πρόσεχε: Ὁ Ἰακὼβ ἦταν ἄψητος καὶ δὲν εἶχε γνωρί­σει κόπους καὶ κινδύνους. Τί ἔγινε λοιπόν; Ἐπειδὴ ἄνα­ψε μέσα του ὁ πυρσὸς τῆς ἀγάπης, αὐτὸν τὸν ἄψητο καὶ κλεισμένο στὴν οἰκία του, κοίταξε πὼς τὸν ἔκανε καρτε­ρικὸ καὶ ἀκούραστο. Καὶ αὐτὰ ὄχι ἀπὸ ἐμένα, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατριάρχη ἄκουσε τά. Ὅταν λοιπὸν κατηγορῆ τὸν πεθερὸ λέγει: «Ταῦτα μοὶ εἴκοσιν ἔτη ἐγὼ εἰμὶ με­τά σου» (Γέν. 31, 38). Καὶ πῶς ἔγινες σ’ αὐτὰ τὰ εἴκοσι ἔτη; διότι καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπολογίσης. «Συγκαιόμενος τῷ καύματι τῆς ἡμέρας, καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὃ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου» (Γέν. 31,38). Αὐτὰ ὑπέμενε ὃ ἄψητος καὶ αὐτὸς ποὺ ἦταν κλεισμέ­νος στὴν οἰκία καὶ ζοῦσε βίο ἄνετο. Ὅτι ἦταν καὶ δειλὸς εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ δὴ τὸν Ἠσαὺ πέθαινε ἀπὸ τὸν φόβο. Ἄλλα κοίταξε πὼς πάλι αὐτὸς ὁ δειλός, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἔγινε τολμηρότερος ἀπὸ λεοντάρι. Διότι, ἀφοῦ ἔβαλε τὸν ἑαυτὸ τοῦ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλ­λους σὰν προπύργιο, ἦταν ἕτοιμος νὰ ὑποδεχθῆ πρῶτος ἐκεῖνο τὸν ἄγριο καὶ κακοῦργο, ὅπως νόμιζε, καὶ στὸ δι­κὸ τοῦ σῶμα νὰ θεμελίωση τὴν ἀσφάλεια τῶν γυναικῶν: καὶ αὐτὸν ποὺ φοβόταν καὶ ἔτρεμε, πρῶτος στὴν παράτα-ξῖ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἰδῆ. Διότι ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβο ἦταν ἰ­σχυρότερη ἡ ἀγάπη τῶν γυναικῶν.

Εἶδες πῶς, ἐνῶ ἦταν δειλός, ἔγινε ἀμέσως τολμηρός διότι κρα­τήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Ἀλλὰ κανεὶς ἂς μὴ νομίση ὅτι αὐτὰ ποὺ λέχθη­καν εἶναι κατηγορία κατὰ τοῦ δικαίου. Τί ἔκα­νε ἐπίσης καὶ ὁ Μωϋσῆς; δὲν ἔφυγε ἐπειδὴ φοβήθηκε ἕνα Αἰγύπτιο καὶ πῆγε σὲ μακρυνὴ χώρα; Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φυγάς, ὁ ὁποῖος δὲν ὕπεμεινε τὴν ἀπειλὴ ἐνὸς ἀνδρός, ὅταν γεύθηκε τὸ μέλι τῆς ἀγάπης, μὲ εὐχαρίστησι καὶ χω­ρὶς νὰ τὸν ἀναγκάζη κανεὶς ἐπιθυμοῦσε νὰ χαθῆ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦσε. Διότι «Εἰ μὲν ἁφῆς αὐτοὶς τὴν ἁμαρτίαν ἅφες», λέγει, «εἰ δὲ μὴ καμὲ ἐξάλειψον, ἐκ τῆς βίβλου ἧς ἔγραψας» (Ἐξ. 32,32). Γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀγάπη κά­νει καὶ τὸν αὐθάδη μετριόφρονα καὶ τὸν ἀσελγῆ σώφρο­να, δὲν μᾶς χρειάζονται πολλὰ παραδείγματα: διότι εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους: καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς εἶναι πιὸ ἄγριος ἀ­πὸ κάθε θηρίο, γίνεται πιὸ ἥμερος καὶ ἀπὸ πρόβατο ἐξ αἰ­τίας τῆς ἀγάπης. Διότι ποιὸς ἦταν πιὸ ἄγριος καὶ λυσσα­σμένος ἀπὸ τὸν Σαούλ; Ὅταν ὅμως ἡ κόρη τοῦ ἄφησε ἐ­λεύθερο τὸν ἐχθρὸ οὔτε πικρὸ λόγο δὲν τῆς εἶπε. Καὶ αὖ τὸς ποὺ κατάσφαξε ἐξ αἰτίας τοῦ Δαυὶδ ὅλους τους ἴε-ρεῖς, ὅταν εἶδε τὴν θυγατέρα του νὰ τὸν ἔχη ἀφήσει ἀπὸ τὴν οἰκία, δὲν ἀγανάκτησε μὲ αὐτὴν οὔτε τόσο ὅσο γιὰ νὰ πῆ ἕνα γεμάτο ἀπὸ ὀργὴν λόγο, καὶ αὐτὸ παρ’ ὅ,τι ἐξαπα­τῆθηκε σὲ τέτοιο βαθμό: διότι κρατιόταν ἀπὸ τὸ χαλινάρι τῆς ἀγάπης ποὺ ἦταν δυνατώτερο.

Ὅπως ἀκριβῶς κάνει μετριόφρονες. Ἔτσι γνωρίζει νὰ κάνη καὶ σώφρονες ἡ ἀγάπη. Καὶ ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὴν γυναίκα τοῦ ἔτσι ὅπως πρέπει νὰ τὴν ἀγαπᾶ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πάρα πολὺ ἀσελγῆς, δὲν θ’ ἀνεχθῆ νὰ δὴ ἄλ­λη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς ἐκείνη. Διότι λέγει, «κραταιὰ ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη» (ᾎσμ. ᾎσμ. 8, 6). Ὥστε ἀπὸ που­θενὰ ἀλλοῦ δὲν προέρχεται ἡ ἀσέλγεια, παρὰ ἀπὸ τὴν ἀ­πουσία τῆς ἀγάπης. Ἐπειδὴ λοιπὸν δημιουργὸς κάθε ἀρε­τῆς εἶναι ἡ ἀγάπη, μὲ κάθε φροντίδα ἃς τὴν φυτέψουμε στὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ μᾶς φέρη πολλὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ ἔ­χουμε τὸν καρπό της νὰ ἀναβλύζη παντοτεινά, ποὺ ἀνθεῖ πάντοτε καὶ ποτὲ δὲν μαραίνεται. (Πρὸς Κορινθίους Α ΛΓ, ΕΠΕ, 18Α, 406-410. Ρ.Ο. 61, 284-285).

Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα αὐτὰ τῆς ἀγάπης εἶναι δυνατὸ φάρμακο γιὰνὰ ἐπουλώση τὰ τραύματά μας. Γι’ αὐτὸ και ἒλεγε: «μακροθυμεῖ»,  γι’ αὐτοὺς ποὺ φιλονεικοῦν μεταξὺ τους. «Χρηστεύεται» σὲ ὅσους ἒχουν διχόνοια καὶ στοὺς κακούς. «Οὐ ζηλοῖ, οὐ φυσιοῦται», σὲ ὅσους ὑπερηφανεύονται εἰς άρος ταῶν ἂλλων. «Οὐκ ἀσχημονεῖ», σὲ ὅσους πρέπει νὰ δείχνουν συγκατάβασι. «Οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», σ’ ἐκείνους πού παραβλέπουν τοὺς ἂλλους. «Οὐκ ἀσχημονεῖ», σε ὅσους πρέπει νὰ δείχνουν συγκατάβασι. «Οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», σὲ ὅσους παρα-βλέπουν τοὺς ἂλλους. «Οὐ λογίζεται τὸ κακόν», σε ὅσους κακομεταχειρίζονται τοὺς ἂλλους. «Οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», σὲ ὅσους φθονοῦν. «Πάντα στέγει», σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιβουλεύονται τοὺς συνανθρώπους. «Πάντα ἐλπίζει» σὲ ὅσους ἀπελπίζονται. Πάντα ὑπομένει, οὐδέποτε ἐκπίπτει», σ’ ἐκείνους ποὺ ἀποχωρίζονται εὒκολα.

Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν θὰ καταργηθῆ ὅπως οἱ προφητεῖες καὶ τὰ ἂλλα χαρίσματα, ἀλλὰ θὰ μείνη ἐπ’ ἂπειρον. Καὶ μάλσιτα τότε περισσοτερο ἀπὸ τώρα.

Ἀφοῦ λοιπὸν περιέγραψε τὴν μεγάλη της δύναμι, στὴ συνέχεια τοὺς παροτρύνει γιὰ νὰ εἶναι πρόθυμα ἀφοσιωμένοι σ’ αὐτήν: Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε, «διώκετε», γιἀ νάμᾶς δώση θάρρος ὥστε νὰ ἀγωνσιθοῦμε γιὰ νὰ την κερδίσουμε. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐπιδιώκει βλέπει μόνο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκεται καὶ σ’ ἐκεῖνο μόνο ἀποβλέπει καὶ δὲν ἀπομακρύνεται μέχρις ὅτου τὸ ἀποκτήση. Ἐκεῖνος ποὺ καταδιώκει κάποιον, ὅταν δὲν μπορέση μόνος του, συλλαμβάνει τὸν καταδιωκόμενο μὲ τὴν βοήθεια ἐκείνων ποὺ βρίσκονται μπροστὰ ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ παρακαλεῖ πο­λὺ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν κρατήσουν μέχρις ὅτου φθάση ἐκεῖ.

Αὐτὸ λοιπὸν ἂς κάνουμε καὶ ἐμεῖς: ὅταν οἱ ἴ­διοι δὲν φθάνουμε τὴν ἀγάπη, ἂς παρακαλοῦμε αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται κοντὰ τῆς νὰ τὴν κρατᾶν ἕως ὅτου τὴν φθάσουμε: ὕστερα, ἀφοῦ τὴν ἀποκτήσουμε, ἃς μὴ τὴν ἀ­φήσουμε ποτέ, γιὰ νὰ μή μας ξεφύγη πάλι. Διότι συνέχεια φεύγει ἀπό μας, ἐπειδὴ δὲν τὴν χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλὰ προτιμᾶμε ὅλα τὰ ἄλλα ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν κερδίσουμε ἐν­τελῶς. Διότι ἐὰν γίνη αὐτό, δὲν χρειάζεται πλέον νὰ κο­πιάσουμε πολύ, μᾶλλον οὔτε ἐλάχιστα, ἀλλὰ μὲ ἄνεσι καὶ ἀπόλαυσι καὶ πανηγυρισμοὺς θὰ βαδίσουμε τὴν στενὴ ὀ­δὸ τῆς ἀρετῆς (Πρὸς Κοριν­θίους Α΄ ΑΕ΄, ΕΠΕ, 18Α,450. Ρ.G. 61, 295) καὶ θὰ φθάσουμε στὴν Οὐράνια βασιλεία ἂδοντες τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης πού συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ: ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ κάθισε τὸν ἄνθρωπο στὸ βασιλικὸ θρόνο: ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανέρωσε τὸν Θεὸ πάνω στὴ γῆ: ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὸν Κύριο δοῦλο: ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔ­κανε νὰ σταυρωθῆ γιὰ χάρι τῶν ἐχθρῶν ὁ ἀγαπητός, γιὰ χάρι τῶν μισούντων ὁ Υἱός, γιὰ χάρι τῶν δούλων ὁ δεσπότης γιὰ χάρι τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός, γιὰ χάρι τῶν δούλων ὁ ἐλεύθερος. Καὶ οὔτε μέχρι ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλὰ καὶ σὲ μεγαλύτερα μᾶς κάλεσε. Διότι δὲν μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ προηγούμενα κακὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ ὑπο-σχέθηκε ὅτι θὰ μᾶς δωρήση ἄλλα, πολὺ μεγαλύτερα. Γιὰ ὅλα αὐτά, λοι­πὸν ἀφοῦ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, κάθε ἀρετὴ ἂς ἀπο­κτήσουμε, γιὰ νὰ καταξιωθοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ἀγαθὰ πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ μὲ τὴν χάρι καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμις, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Πρὸς Ἐφεσίους Θ΄ ΕΠΕ 20, 658-666. P.G.  62,73-74).

ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ