Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Ὅταν δὲν ἔχωμεν μνήμην Κυρίου, εἴμεθα πλοῖον ἀκυβέρνητον

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Μνημόνευε Ἰησοῦ Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου». (: Ἐνθυμοῦ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ ἔχει ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν καὶ κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβὶδ σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο) (Β΄ Τιμ. β΄, 8).

Τί σημαίνει αὐτό. Νὰ ἔχουμε πάντοτε στὴν μνήμη μας τὸν Κύριο. Διότι πῶς ἀλλοιῶς θὰ ἐπιτύχουμε κάτι στὴν ζωή μας ἄν δὲν καταφεύγουμε στὸν Κύριο.

Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:

«Πρέπει προσφέροντας ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, νὰ ἀναθέτουμε τὸ πᾶν στὸ Θεό, καὶ νὰ εἴμαστε κρεμασμένοι ὡς πρὸς ὅλα ἀπ’ τὴν ἐλπίδα πρὸς Ἐκεῖνον. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι δυνατό, ἄν δὲν βοηθῆ ὁ Θεός, νὰ φέρουμε σὲ πέρας τὶς ὑποθέσεις μας, ἔτσι, ἄν ὁ Θεὸς βοηθῆ, ἐμεῖς ὅμως οἱ ἴδιοι εἴμαστε ἀδρανεῖς κι ἀδιάφοροι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτύχουμε τὸ σκοπό μας».

Πάντα λοιπὸν πρέπει ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε νὰ ἔχουμε στὴν μνήμη μας καὶ στὸ στόμα μας τὸν Κύριο «Πρῶτα ὁ Θεός», «Ἔχει ὁ Θεός».

Πάντα νὰ ἔχουμε μπροστά μας τὸν Κύριο. Αὐτὸ δὲν ἔκανε καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ; Ἔτσι δὲν ἁμάρτησε. Τἰ εἶπε; «Πῶς ποιήσω τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;».

► Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ ἀντιγράφουμε:

«Ἔλεγαν ὅτι κάποτε ἕνας Ἅγιος Γέροντας παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ δῆ τοὺς δαίμονες· ὁ Θεὸς τοῦ ἐφανέρωσε ὅτι δὲν παρίστατο ἀνάγκη νὰ τοὺς δῇ. Ὁ Γέροντας ὅμως παρακαλοῦσε ἐπίμονα τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε· «Κύριέ μου, εἶσαι δυνατὸς νὰ μὲ προφυλάξης μὲ τὸ χέρι σου, ὥστε νὰ μὴ διατρέξω κίνδυνο». Ὁ Θεὸς ἐνέδωσε στὴν παράκλησή του καὶ διὰ νὰ ὠφελήση ψυχικὰ καὶ αὐτὸν καὶ ἄλλους, τὸν κατέστησε ἱκανὸ νὰ δῆ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του τοὺς δαίμονες. Πράγματι λοιπόν εἶδε ὅτι οἱ δαίμονες σὰν μέλισσες περιτριγυρίζουν τὸν ἄνθρωπο, καὶ τρίζουν ἀπὸ φθόνο τὰ δόντια τους γι’ αὐτόν· μάλιστα Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἐπέπληττε».

«Εἶμαι ὅμοιος μὲ ἕνα μικρὸ σπουργίτι -ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας- ποὺ τὸ ἕνα του πόδι τὸ ἔχει δέσει κάποιο παιδί· ἐὰν τὸ παιδὶ λίγο χαλαρώση τὸν σπάγγο, μὲ τὸ ὁποῖο τὸ κρατεῖ δεμένο, ἀμέσως πετᾶ, διότι νομίζει ὅτι ἐξέφυγε· ὅταν πάλι τὸ παιδὶ τραβήξη τὸν σπάγγο τὸ κατεβάζει κάτω. Μ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ σπουργίτι ὁμοιάζω καὶ ἐγώ. Τὸ λέγω αὐτό, διότι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ ξενοιάζη, ἐφ’ ὅσον ζῆ, διότι ὁ ἐχθρός μας ὁ διάβολος εἶναι κακὸς καὶ πολυμήχανος».

Ὅταν δὲν ἔχουμε μνήμη Κυρίου μοιάζουμε σὰν τὸ ἀκυβέρνητο πλοῖο.

► Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ ἀντλοῦμε ἀξιοθαύμαστα παραδείγματα:

 «• Ζήτησε τὸν Θεό, μοναχέ, καὶ θὰ σοῦ φανερωθῆ, συμβούλευε ὁ Μέγας Ἀρσένιος, καὶ κράτησέ Τον καλά, γιὰ νὰ μείνη ὥς τὸ τέλος κοντά σου.

  • Φεύγοντας μιὰ μέρα γιὰ τὴν πόλη, ὁ Ζαχαρίας, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, εἶπε στὸ Γέροντά του νὰ ποτίση τὸ μικρό τους περιβόλι.

Ὁ Ὅσιος σκέπασε καλὰ τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ κουκούλι του, ἔτσι ποὺ νὰ βλέπη μόνο τὶς μύτες τῶν ποδιῶν του, καὶ βγῆκε νὰ ποτίση.

– Γιατί κουκουλώθηκες ἔτσι, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς περαστικός, ποὺ ἔτυχε νὰ τὸν δῆ.

Γιὰ νὰ μὴ πέση τὸ βλέμμα μου στὰ δέντρα κι ἀπασχοληθῆ μ’ αὐτὰ ὁ νοῦς μου, ἀφήνοντας τὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, ἐξήγησε ὁ ἀγαθὸς Γέροντας.

  • Κάποτε ρώτησαν οἱ Ἀδελφοὶ τὸν παραπάνω Γέροντα:

Τί καλὸ ἔχεις κάνει στὴν ζωή σου, Ἀββᾶ, γιὰ νὰ σοῦ χαρίση τόση διάκριση καὶ σοφία ὁ Θεός:

Δὲν ἄφησα ποτὲ στὸ νοῦ μου σκέψη ποὺ νὰ δυσαρεστῆ τὸν Θεό, ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ἐκεῖνος.

  • Κάποτε περπατοῦσαν πολλὲς μέρες συνεχῶς μέσα στὴν ἔρημο ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ κι ὁ ὑποτακτικός του. Κουρασμένος ἀπὸ τὴν μακρινὴ ὁδοιπορία ὁ νέος, εἶπε μὲ κάποια δυσφορία:

– Πότε θὰ μείνουμε κι ἐμεῖς στὴν φτωχή μας καλύβη;

– Ποιὸς μᾶς ἐμποδίζει, παιδί μου, νὰ βλέπουμε κι ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε τὸν Θεό; Καὶ στὴν καλύβα μας κι ἔξω ἀπ’ αὐτὴν Ἐκεῖνος μᾶς περιβάλλει, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος Γέροντας, ποὺ δὲν ἔφευγε ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦ του ἡ ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ».