Βρέθηκα – διηγήθηκε η Γερασιμούλα – κάποτε στην Θεσσαλονίκη. Ήταν Δεκαπενταύγουστος και εκείνες τις ημέρες νήστευα και ενώ ήμουν τελείως-τελείως νηστική ήπια μολυσμένο νερό, χωρίς να γνωρίζω ότι εκείνες τις ημέρες το νερό της Θεσσαλονίκης είχε σοβαρό πρόβλημα. Φυσικά με θέρισε και αρχίζοντας από το τραίνο – στην επιστροφή μου για Αθήνα – να έχω προβλήματα, φτάνοντας στην Αθήνα λέω σε μια φίλη μου που ήταν εκεί κοντά, να καλέση ένα ασθενοφόρο γιατί δεν θα άντεχα να φτάσω μέχρι το σπίτι. Είχα γίνει κουρέλι.
Όταν ήρθε το ασθενοφόρο άρχισα να νοιώθω έντονο ρίγος, κρύωνα και ο πυρετός ανέβαινε. Κινδύνευε πλέον η ζωή μου και με πήγαν στο εφημερεύον Νοσοκομείο, στο “Σωτηρία”. Ο γιατρός προσπαθούσε να με συνεφέρη με χαστούκια και με οτιδήποτε άλλο, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα ούτε τον άκουγα, ούτε έβλεπα τίποτα γύρω μου και την ώρα που “έφευγα” το μόνο που παρακάλεσα είναι: «Γέροντα, είπες μέχρι τελευταίας στιγμής θα είσαι δίπλα μου, κάνε με καλά ή πάρε με για να μην μου συμβή κάτι χειρότερο».
Εκείνη την ώρα έρχεται μια νοσοκόμα και της λέει ο γιατρός να μου κάνη μία ένεση, γιατί ο πυρετός είχε ανέβη 42ο C και είχα έντονο ρίγος και προσπαθώντας η νοσοκόμα να μου κάνη την ένεση από την βία της μου έβαλε την ένεση με πολλή δύναμη και πόνεσα, ενώ πριν δεν καταλάβαινα τίποτα. Την ώρα εκείνη ήρθαν οι αισθήσεις μου και είπα στην νοσοκόμα «πιο σιγά, πονάω!».
Η νοσοκόμα φωνάζει τον γιατρό και του λέει ότι πριν μου κάνη την ένεση άρχισε να τρέχη ιδρώτας. Έρχεται ο γιατρός με βλέπει και μου λέει: «Ποιον Άγιο έχεις και πριν σου κάνουμε την ένεση άρχισε να πέφτη ο πυρετός και να τρέχη ιδρώτας;». Μου βάζουν θερμόμετρο, 36,6ο C!
Όταν συνήλθα, καταλαβαίνω ότι είμαι σε ένα Λοιμωδών Νοσοκομείο με αρρώστους γύρω μου, όλοι με λοιμώξεις και λέω στον γέροντα Ιάκωβο: «Γέροντα, κάνε μου μια χάρη, στείλε με στην Παναγία το απόγευμα που είναι ο Εσπερινός της – ήταν παραμονή 15 Αυγούστου –, να την χαρώ, μη μείνω εδώ και κολλήσω κανένα μικρόβιο. Σε παρακαλώ, φώτισε τον γιατρό να μου βάλη ένα μικρό ορό και να σηκωθώ να φύγω». Ο γιατρός λες και με άκουσε, λέει στην νοσοκόμα «έναν μικρό ορό και μην μείνη μέσα και πάθει λοίμωξη που είναι αδύνατη και να την στείλης το συντομώτερο σπίτι της. Αυτή έχει Άγιο».
– Μα, ποιον Άγιο έχεις;
– Εγώ επικαλέστηκα τον όσιο Δαβίδ, τον γέροντα Ιάκωβο και την Παναγία της Τήνου.
– Α! εγώ έχω βαφτίσει παιδιά στον Όσιο Δαβίδ με τον π. Ιάκωβο. Είμαστε γνωστοί. Τώρα όμως που θα πας στο σπίτι σου θα σε παρακαλούσα να φας κάτι, γιατί έχεις εξαντληθή πάρα πολύ. Βέβαια εσύ δεν έχεις ανάγκη από εμάς, έχεις τους Αγίους και την Παναγία.
Πηγαίνοντας στο σπίτι φυσικά δεν έφαγα τίποτα, γιατί θεώρησα ότι έπρεπε να πάω κατευθείαν στον Εσπερινό να χαρώ την Παναγία και να ακούσω τον Εσπερινό της. Αφού τελείωσε ο Εσπερινός πάω στο σπίτι, πίνω ένα ποτήρι νερό κρύο και πέφτω για ύπνο. Όμως αυτό ήταν η αιτία το βράδυ να ξυπνήσω με 39,5ο C. Κατάλαβα ότι έφταιγε που δεν έφαγα, όπως μου είπε ο γιατρός, για να βοηθήσω λίγο τον εαυτό μου.
Κάθομαι και λέω: «Όσιε Δαβίδ και π. Ιάκωβε, εγώ δεν μπορώ να ξαναπάω στο νοσοκομείο, μην ξεχνάτε ότι εφημερεύει ο κ. Δημήτρης, άμα ξαναπάω θα πη, αφού την έκαναν καλά ο όσιος Δαβίδ και ο γέροντας Ιάκωβος, πάλι άρρωστη είναι, δεν υπάρχει πίστη, δεν μπορώ να σκανδαλίσωμε τον άνθρωπο. Γι’ αυτό, γέροντα Ιάκωβε, έλα να με κάνης καλά όπως είχε έρθη και σε σένα ο άγιος Χαράλαμπος όταν ήσουν 10 ετών άρρωστος με πνευμονία και ένοιωσες το χέρι του να σε ακουμπάη. Έλα να με κάνης καλά αλλά να έρθης εσύ, να σε γνωρίσω, μην στείλης τον όσιο Δαβίδ που δεν τον ξέρω. Εγώ στον όσιο Δαβίδ θα κάνω την Παράκληση, αλλά σε παρακαλώ να έρθης εσύ».
Φυσικά δεν γίνεται άνθρωπος με πυρετό 39,5ο C να λέη απ’ έξω την Παράκληση κι όμως την έλεγα λέξη προς λέξη και όταν τελείωσα με το καντηλάκι μου μόνο αναμμένο χωρίς άλλο φως, ξαφνικά ένα υπέρλαμπρο φως εμφανίζεται μπροστά μου και μέσα σ’ αυτό το φως εμφανίζεται ο γέροντας Ιάκωβος, και ένοιωσα το χέρι του να με χαϊδεύη στο κεφάλι και να με σταυρώνη για να μην τρομάξω όπως και ο άγιος Χαράλαμπος σταύρωνε το κεφάλι του γέροντα Ιακώβου όταν ήταν παιδάκι.
Αμέσως ίδρωσα, κατευθείαν ο πυρετός πέφτει, στους 36,6ο C, και σηκώθηκα. Στο δωμάτιο υπήρχε μια ευωδία, κατάλαβα ότι ήταν η παρουσία του, έγινα καλά και δεν χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 306. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.