Η Εκκλησία μας δε το αναγινώσκει δύο φορές το χρόνο. Μια το καλοκαίρι, που διαβάζεται το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, και μία τη σαρακοστή του Πάσχα -στην Δ΄ Κυριακή των νηστειών- από το κατά Μάρκο ευαγγέλιο. Το επεισόδιο αυτό τοποθετείται χρονικά αμέσως μετά την μεταμόρφωση του Χριστού μας.
Ενώ ο Χριστός απουσίαζε στο όρος Θαβώρ, μαζύ με τους μαθητές Πέτρο και Ιάκωβο και Ιωάννη, κάτω στους πρόποδες του βουνού συνέβη το εξής γεγονός. Ένας πατέρας, που ο υιός του ο μονογενής σεληνιαζόταν και έπεφτε κάτω και κυλιόταν αφρίζοντας, κι άλλοτε έπεφτε στη φωτιά κι άλλοτε στο νερό, έφερε το παιδί στους υπολοίπους μαθητές για να το θεραπεύσουν. Δυστυχώς όμως, οι μαθητές δεν μπόρεσαν· και γι’ αυτό μόλις κατέβηκε ο Χριστός, ο πατέρας έφερε το παιδί του σ’ εκείνον, παραπονούμενος συγχρόνως για την αδυναμία των μαθητών του.
Όπως ερμηνεύει, ο ι. Χρυσόστομος, ο πατέρας αυτός είχε πολύ αδύνατη πίστη. Κι αυτό φαίνεται στο κατά Μάρκο ευαγγέλιο, όπου ο ευαγγελιστής, μας διηγείται το περιστατικό με πολλές λεπτομέρειες. Εκεί, παρουσιάζεται ο πατέρας να λέγει στον Χριστό· «ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν». Δηλαδή δεν πιστεύει ότι ο Χριστός μπορεί να θεραπεύσει 100%. Έχει αμφιβολίες. Γι’ αυτό και ο Χριστός του απαντά· «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Δηλαδή, βλέποντάς τον κλονισμένο, προσπαθεί ν’ αυξήσει την πίστη του. Θέλει να του πει· από σένα εξαρτάται αν θα γίνει θαύμα όχι από μένα. Δεν τίθεται θέμα, αν έχω δύναμη να θαυματουργήσω· αλλά αν εσύ μπορείς να πιστεύσεις. Και, όταν ο πατέρας κραυγάζοντας και κλαίγοντας είπε «πιστεύω κύριε· βοήθει μου τη απιστία», τότε ο Χριστός έκανε το θαύμα του.
Αλλά εκτός από τον πατέρα άπιστοι φάνηκαν και οι μαθητές· αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στο κείμενο. Μόλις θεράπευσε ο Χριστός τον νέο, ήρθαν οι μαθητές στον Χριστό «κατ’ ιδίαν», διότι ντροπιάσθηκαν από την αποτυχία τους και δεν τολμούν να φανερώσουν το πάθημά τους, και ρώτησαν «διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;». Ο Ματθαίος γράφει· «δια την απιστία ημών». Ο Μάρκος αναφέρει· «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και οι δύο απαντήσεις είναι σωστές· για το θέμα που εξετάζουμε όμως, κρατάμε την πρώτη. Βεβαίως, και ο Ματθαίος αναφέρεται στην προσευχή και την νηστεία (Ματθ. 17,21) και αφήνει να εννοηθεί, ότι μ’ αυτά τα πνευματικά αγωνίσματα, αποκτούμε την πίστη που χρειάζεται για να εκδιώξουμε τους δαίμονες.
* * *
Ας σταθούμε, στα δύο αυτά σημεία, της ευαγγελικής ιστορίας την οποία παρουσιάσαμε. Στην απιστία του πατέρα και στην απιστία των μαθητών.
Βλέπουμε τον πατέρα, που η πίστη του ήταν αδύνατη, και μάλιστα ήταν και αγενής, διότι μπροστά στο πλήθος εκθέτει τους μαθητές του Κυρίου ως αχρήστους, αφού δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί του. Κι όμως αυτός ο αγενής και ατελής Ιουδαίος, αν και δεν είναι 100% πιστός, αν και τον ταράζουν οι αμφιβολίες, και μάλιστα αφού είδε ότι και οι μαθητές δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν, εν τούτοις πηγαίνει στον Χριστό και ζητά την βοήθεια του. Και ο Χριστός, ενώ βλέπει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει την πίστη της Χαναναίας, ούτε την πίστη του εκατοντάρχου, ούτε του λεπρού, και εκτός τούτου είναι και γκρινιάρης και παραπονιάρης και μίζερος και το βάρος το ρίχνει στους μαθητές -κάνοντας αθώο περιστεράκι τον εαυτό του- δεν τον διώχνει, δεν τον εγκαταλείπει· τον μαλώνει πλαγίως και αορίστως λέγοντας· «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» και προσπαθεί να του ανεβάσει την πίστη λέγοντας· «ει δύνασαι πιστεύσαι πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και, όταν ο πατέρας πιεζόμενος από τον πόνο του παιδιού του φωνάζει το περίφημο· «πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία», διώχνει το δαιμόνιο και θεραπεύει το παιδί του.
Μεγάλο δίδαγμα βγαίνει απ’ αυτό το επεισόδιο. Ότι ο Θεός δέχεται τον άνθρωπο και με κλονισμένη πίστη· και με κλονισμένη αρετή· αρκεί να έχει διάθεση και ελάχιστη θέληση. Αρκεί να έλθει κοντά στον Χριστό και να του πει· «Χριστέ μου δεν πολυπιστεύω, δεν έχω ατράνταχτη πίστη, με κλονίζουν οι αμφιβολίες. Με περικυκλώνουν οι μέριμνες, με τυφλώνουν τα πάθη, με ζαλίζουν οι κοσμικές επιδιώξεις. Αλλά Χριστέ μου έρχομαι κοντά σου. Μ’ αυτήν την κλονισμένη διάθεση· μ’ αυτήν την σαλεμένη ψυχή· μ’ αυτήν την άνευ προηγουμένου ακηδία. Χριστέ μου βοήθησε με να συνέλθω». Και ο Χριστός, για τον οποίον ο Ησαίας προφήτεψε στο 61ο κεφ. της προφητείας του, ότι ήλθε να θεραπεύσει τους συντετριμμένους τη καρδία και ότι δεν θα σβήσει το λυχνάρι που τρεμοσβήνει, ούτε θα σπάσει το εύθραυστο καλάμι, σίγουρα- σιγουρότατα, θα βοηθήσει τον «άπιστο» να βρει την πίστη του.
* * *
Αλλά ας δούμε λίγο και τους μαθητές του Κυρίου. Πολύ πριν γίνει αυτό το επεισόδιο, όπως μας διηγείται ο Ματθαίος στο 10ο κεφ. του ευαγγελίου του, οι απόστολοι είχαν λάβει από τον Χριστό το χάρισμα να διώχνουν ακάθαρτα πνεύματα και να θεραπεύουν κάθε νόσο και ασθένεια. Κι όμως αυτοί οι απόστολοι, οι θαυματουργοί, οι μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου, ήρθε στιγμή, που επειδή ο Κύριος ήταν μακριά τους στο Θαβώρ και αυτοί ήταν περικυκλωμένοι από τους γραμματείς και φαρισαίους, τόσο κλονίσθηκαν, τόσο δείλιασαν, που έχασαν το χάρισμα της θαυματουργίας. Πόσο μεγάλη η δύναμη της απιστίας και της ακηδίας! Εμποδίζει να ενεργήσει η θεία χάρις, η δύναμη του Θεού. Και το χειρότερο· αχρηστεύει τα χαρίσματα του Θεού. Άνθρωποι που ήταν άγιοι και κάνανε θαύματα αλλά δεν πρόσεξαν στην ζωή τους, εν τέλει χάνουν την αγιότητα, χάνουν το χάρισμα και στο τέλος χάνονται και αυτοί. Μη ξεχνάμε την περίπτωση του Ιούδα, που ενώ ήταν απόστολος χαρισματούχος, κατάντησε προδότης και χαμένος μια για πάντα. Γι’ αυτό ο απ. Παύλος γράφει· «μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου» (Α΄ Τιμ. 4,14-15). Δηλαδή· μη αδιαφορείς, θα το χάσεις, θα μείνει ανενέργητο το χάρισμά σου. Και στην Β΄ Τιμ. 1,6 γράφει· «Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του θεού ο έστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου». Και σχολιάζει ο Χρυσόστομος σχετικά· «όπως ακριβώς η φωτιά χρειάζεται ξύλα για να διατηρηθεί, έτσι και η χάρη χρειάζεται την δική μας προθυμία για να διατηρείται. Διότι με την ακηδία και την ραθυμία καταργείται, με την νήψη και την προσευχή αναθάλλει και αυξάνεται». Συνεπώς και οι απόστολοι δεν είχαν συνεχώς την ίδια πίστη. Η πίστη τους είχε διακυμάνσεις και αυξομειώσεις· μάλιστα όταν συναντούσαν δυσκολίες και πειρασμούς. Το ίδιο συμβαίνει και σε όλους τους αγίους. Τα συναξάρια βρίθουν από περιπτώσεις απιστίας των αγίων. Πολύ παρήγορο αυτό, για μας τους ταπεινούς και τιποτένιους, αλλά όχι και καθησυχαστικό. Γιατί τα ίδια τα συναξάρια μας πληροφορούν, για τους σκληρούς και υπεράνθρωπους και μαρτυρικούς αγώνες των αγίων, για την ισάγγελο νηστεία και την προσευχή τους, προς διατήρηση των χαρισμάτων τους και της πνευματικής τους φόρμας. Ας μη απελπιζόμαστε λοιπόν ούτε όμως και να εφησυχάζουμε.