Ἡ ζωή τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ κινδύνευσε ἀπό τήν μοχθηρία τοῦ Ἡρώδη ἀλλά μετά ἀπό θεία μηνυματα ὁ Ἰωσήφ μέ τήν οἰκογένειά του ἔφυγε στήν Αἴγυπτο καί πάλι μέ ἀγγελική προσταγή «καθ’ ὄναρ» ἐπέστρεψε. Ὁ Θεός εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργός τῆς ἱστορίας καί καθοδηγεῖ τήν κτίση πρός τήν τελείωσή της. Αὐτό μικραίνει βαθμηδόν τήν ἐξουσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχή τοῦ νέου αἰώνα, ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ἄρχισε.
Ὁ Θεός θέλει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καί συνδημιουργό. Σέβεται
ἀπολύτως τό πλάσμα του καί ἐργάζεται γιά τήν τελείωσή του. Πῶς ἀλλοιῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἐφόσον ὁ Θεός κατά τήν δημιουργία τοῦ Ἀδάμ «ἐνεφύσησε αὐτῶ πνοήν ζῶσαν». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σημεῖο συνάντησης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου μετέχοντας σέ ἀμφότερους. Ὁ Θεός καί Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, προσέλαβε γιά πάντα τήν φύση μας στήν ὑπόστασή του μέ τήν ἐνανθρώπιση. Ὁ Θεός δέν ἄλλαξε, εἶναι ἄτρεπτος, ἁπλῶς προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό εὐσπλαχνία. Γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, ὅμως, τά ὠφέλη εἶναι τεράστια. Εἴμαστε πλέον μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ θύρα τῆς κατά χάρη θέωσης ἄνοιξε. Ὅ ἄνθρωπος λυτρώθηκε ὑπαρξιακά. Πλέον ἡ ζωή ἔχει ἕνα τεράστιο νόημα: τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό ἀρχέγονο ὄνειρο τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἐφικτό. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός κατά χάρη, σύνθρονος καί συγκάθεδρος τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἐνανθρώπισή του ὁ Χριστός ἄλλαξε τἀ πάντα, ἀναδημιούργησε τόν κόσμο. Τό πλάσμα μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν πλάσαντα. Ὁ Θεός ὁμοιώθηκε μέ τό πλάσμα του.Στήν συγκατάβασή του ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά ἐργασθεῖ γιά τό θεῖο σχέδιο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅπως ὁ Κηρυναῖος ἐσήκωσε τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου, ὅπως οἱ μάρτυρες ἐπότισαν μέ τό αἷμα τους τό δένδρο τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καί ὁ Ἰωσήφ στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἐξυπηρετεῖ τό θεῖο σχέδιο μέ τήν σιωπηλή ὑπακοή του στόν Θεό. Πουθενά στήν Ἁγία Γραφή δέν διασώζονται λόγοι τοῦ Ἰωσήφ, ὅμως μᾶς ἄφησε δείγματα τοῦ χαρακτήρα του. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ Παρθένος ἦταν ἔγκυος δέν θἐλησε νά τήν παραδώσει στούς ἱερεῖς γιά λιθοβολισμό, ἀλλά «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι» αὐτήν. Στήν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζεται σκεπτικός, ἐπειδή ὅμως ἦταν ἄκακος ἔλαβε πληροφορία ὅτι τό κυηθέν εἶναι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Μέ παρόμοιο τρόπο ἔγινε ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο καί ἡ ἐπάνοδος. Ἐπειδή δέν εἶχε τήν ἁγιότητα τῆς Παρθένου Μαρίας δέν εἶδε τόν Ἄγγελο ἐμφανιζόμενο, ἔλαβε ὅμως τήν ἐντολή μέ ἐνύπνιο καί «ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ νυκτός καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον». Ἡ ὑπακοή του στό θεῖο πρόσταγμα, ἡ σιωπή του, ἡ ἁπλότητά του ἐπέτρεψε στόν ἥσυχο μαραγκό νά ἔχει μία θέση ἀνάμεσα στους Ἁγίους.
Ὅπως, κατά τόν Ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο, ὁ Χριστός γεννᾶται καί σχηματίζεται μέσα στήν καρδιά κάθε χριστιανοῦ πού τόν ποθεῖ, ἔτσι καί ἡ ὑπακοή στά θεία προστάγματα ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τῶν πιστῶν. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Στόν βαθμό πού φεύγει τό ἴδιο θέλημα ἀπό τόν πιστό, τοῦ γίνεται γνωστό τό θεῖο. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας: «ἐάν θέλεις νά μάθεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά καταργήσεις τό δικό σου». Ὁ Χριστός, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, εἶχε μέν δύο θελήματα, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο πού πάντοτε ἀκολουθοῦσε τό θεῖο, δέν εἶχε ὅμως γνωμικό θέλημα. Αὐτό τό νόημα καί τόν σκοπό ἔχει ἡ μοναχική ὑπακοή, αὐτό τόν σκοπό ἔχει ἡ ὑπακοή τοῦ πιστοῦ στόν Πνευματικό Πατέρα. Ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος εἶναι ἐπώδυνη ἀρχικά, βαθμιαία ὅμως ὁ ἀσκούμενος μαθαίνει νά περιμένει τήν φανέρωση τοῦ θείου θελήματος. Ἔτσι ἀποκτᾶ τραπείνωση καί ὑπομονή πού εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Αὐτό πού θέλγει στούς Ἁγίους εἶναι ἡ ἁπλότητά τους, ἡ ἀπροσποίητη ταπείνωση καί ἡ καθαρότητα τους. Πῶς μπορεῖ νά γίνει ταπεινός ἐάν δέν μάθει νά ὑπακούει;
«Θεοῦ συνεργοί ἐσμέν». Γιά νά σοῦ ἀποκαλύπτει τό θέλημά του ὁ Θεός πρέπει νά ἔχεις ψυχή δεκτική πρός τοῦτο. Στήν Κυριακή προσευχή προσευχόμαστε «γεννηθήτω τό θέλημά σου» κι αὐτό εἶναι κάτι πού πρέπει νά ἐννοοῦμε. Ἡ ἄσκησή μας σ’ αυτό ξεκινᾶ ἀπό τήν παιδική ἡλικία. Ὁ Χριστός ἦταν «κατά πάντα ὑποτασσόμενος» στό θέλημα τῶν γονέων του στήν παιδική ἡλικία καί αὐτό δέν εἶναι χωρίς σημασία. Ὁ νέος κατά Χριστόν ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νά ἔχει χριστοκεντρική ζωή, μέ σκοπό τήν κάθαρση ἀπό τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία, τό ἴδιον θέλημα. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἄσκησης φαίνεται στούς λόγους τοῦ Ἀπ Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ ἐν ἐμοί Χριστός». Ἡ χριστοποίηση τῆς ζωῆς καί τῆς καρδιᾶς εἶναι τό ζητούμενο. Τό κοσμικό πνεῦμα ὠθεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ὅμως, ὁ Κύριος εἶπε: «ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος...ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωαν. 15,19-16,33).
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια