Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

πρωτομάρτυρας Στέφανος

Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι. Ἕνας τρόπος γιὰ νὰ τοὺς φέρουμε κοντὰ στὸ Θεό, εἶνε νὰ τοὺς δείξουμε τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς ρωτήσουμε· Ποιός ἔφτειαξε τὰ ἀν­αρίθμητα αὐ­τὰ ἄστρα; Μία ἡ λογικὴ ἀπάντησι· ὁ Θεός. Καταπληκτικὸ φαινόμενο ὁ οὐρανός.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος οὐρανὸς πιὸ κα­τα­πληκτικός· ἡ Ἐκκλησία. Κι ὅταν λέμε Ἐκκλησία ἐννοοῦ­με ὄχι τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ, μολον­ότι κι αὐτὸ μὲ τὸν τροῦλλο τὸν οὐρανὸ εἰκονί­ζει· ἐν­νοοῦμε τὴν πίστι μας, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύ­ριος Ἰησοῦς Χριστός. Κι ὅπως στὸν οὐρανὸ ὑ­πάρχει ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, ἔτσι καὶ στὸν οὐ­ρα­νὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἥλιος εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως ψάλλουμε τὶς ἡ­μέρες αὐτές (ἀπολυτ. Χριστουγ.). Σελήνη καὶ πανσέ­ληνος εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ ἄστρα εἶνε οἱ ἅ­γιοι.

Σήμερα, τρίτη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, λάμπει στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἄ­στρο· ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Ἡ ὑμνολο­γία λέει· «Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συν­­εξέ­λαμψε τῇ Γεννήσει Χριστοῦ ὁ πρωτομάρ­τυς Στέφανος» (οἶκ.), δηλαδή· λάμπει σήμερα σὰν ἀ­στέρι μαζὶ μὲ τὸν ἀνατείλαντα ἥλιο, τὸν γεννη­θέντα Χριστόν, ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος.

* * *

Ὁ ἅγιος Στέφανος λάμπει καὶ φωτίζει κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου» (Ματθ. 5,14). Ἔλαμψε μὲ τὴ φλο­γε­ρὴ πίστι του, ποὺ ἔκανε καὶ θαύματα ὅ­πως λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (Πράξ. 6,8). Ἐξ­εδήλωνε δὲ τὴν πίστι του μὲ ἔργα ἀγάπης.
Ἐξ­ε­λέγη γιὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλη­σίας. Ἡ μικρὴ ἐκείνη πρώτη χριστιανικὴ κοινότης ζοῦσε κοινοβιακῶς, μὲ κοινοκτημοσύ­νη· «εἶ­χαν τὰ πάντα κοινά» (ἔ.ἀ. 2,44· 4,32). Δὲν ἔ­λεγε καν­είς, Αὐτὸ εἶνε δικό μου – αὐτὸ δικό σου. Εἶχαν μία κοινὴ τράπεζα, τὸ ἴδιο συσ­σίτιο ὅλοι.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγ­κες ὁ ἅγι­ος Στέφανος ὑπηρετοῦσε καὶ στὶς πνευματικές, στὸ πνευματικὸ συσσίτιο. «Δὲ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μονάχα μὲ ψωμὶ (ὑλικό), ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ» (Δευτ. 8,3. Ματθ. 4,4). Δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος μό­νο στομάχι καὶ κοιλιά. Ὁ Στέφανος κήρυττε. Καὶ ὁ λόγος του δυνατός, μὲ ἐπιχειρήματα, νικοῦσε καὶ θριάμβευε.
Αὐτὴ ἡ δρᾶσι ὅμως προκάλεσε τὸ φθόνο. Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ἦταν ἡ ἴδια σύνθε­σι (τὰ 71 μέλη, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας) ποὺ πρὶν λίγα χρόνια εἶχαν δικάσει τὸ Χριστό. Αὐτοὶ δίκαζαν τώρα καὶ τὸν ἅγιο Στέφανο.
Ἐνῷ τοῦ ἀπήγγελλαν συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες, ἐκεῖνος ἦταν ἤρεμος. Εἶδαν ὅλοι τους «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου» (Πράξ. 6,15). Μίλησε κ᾽ ἐκεῖ μπροστά τους κά­νοντας μιὰ ἀνασκόπησι τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ἡ ἀπολογία του εἶνε μία μεγάλη δημηγορία ἀ­νώ­τερη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ διέσωσε ὁ Θουκυδί­δης. Δὲν σᾶς λέω, εἶπε, ν᾽ ἀκούσε­τε ἐμένα· ἀκοῦ­στε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸ Μωϋσῆ, τὸν Ἠσαΐα, τὸν Ἰερεμία, αὐτοὺς ποὺ σέβεστε καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσία.
Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἔκφρασί τους καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ δυσφοροῦν. Βλέπον­τας λοιπὸν τὴ σκληροκαρδία τους σκλήρυνε καὶ αὐτὸς τὸν λόγο· ἔκανε ἔλεγχο. Οἱ πέτρινες καρδιὲς θέλουν σφυρὶ νὰ θρυμμα­τί­σῃ τὸν λίθο. «Σκληρο­τράχηλοι καὶ ἀπερίτμη­τοι τῇ καρδίᾳ», τοὺς φώναξε· ὅταν ὁ Μεσσίας ἦλθε, ἐσεῖς τὸν προδώσατε καὶ τὸν θανατώσατε!… (ἔ.ἀ. 7,51-52).
Αὐτὸ ἦταν. Ἔγιναν θηρία. Χωρὶς ἄλλη διαδικασία, τρίζοντας τὰ δόντια ὥρμησαν πάνω του νὰ τὸν ξεκάνουν. (Ἐμεῖς, ποὺ βρεθήκα­με σὲ πα­­ρόμοιες περιπτώσεις, ἀνατριχιάζουμε. Κάπως ἔτσι δικάστησαν πολλοὶ Ἑλληνες σὲ χρόνια ἀ­νομίας καὶ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Δίχως μάρτυρες καὶ ἀπολογία, φώ­ναζε ἀπὸ κάτω ὁ ὄχλος «Θάνατος!» καὶ ἐκτελεῖτο ὁ ἄνθρωπος). Χω­ρὶς ἄλλο σκεπτικὸ λοιπόν, ὡδήγησαν ἀμέ­σως τὸν ἅγιο Στέφανο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἅρπαξαν λιθάρια καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν.
Κ᾽ ἐκεῖνος; καταριόταν, βλαστημοῦσε; Ὄχι. Ὑπέμενε καρτερικά. Κι ὅταν πιὰ ἦρθε τὸ τέλος, τότε ἡ ἁγιότητά του ἔλαμψε ἀκόμη πιὸ πολύ. Τί ἔκανε· μιμήθηκε τὸν Κύριό του. Ὅ­πως ὁ Χριστὸς στὸ σταυρὸ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), συγχώρησε τοὺς δημίους του ―κ᾽ εἶνε ὁ ὡραι­ότερος λόγος τοῦ Χριστοῦ―, ἔτσι κι αὐτὸς ἐκ­πνέοντας εἶπε· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»· μὴν τοὺς λογαριάσῃς, Κύριε, τὴν ἁμαρτία αὐτή. Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸν «ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60), τὸ ἀστέρι ἔδυσε.

* * *

Ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τὸν ἅγιο Στέφανο. Σὲ τί; στὰ θαύματα καὶ στὴ διδασκαλία; Δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Μποροῦμε ὅμως νὰ τὸν μιμηθοῦμε κάπου ἀλλοῦ. Σᾶς δίνω νὰ σηκώσετε ὄχι ἕνα βουνὸ ἀλλὰ ἕνα χαλικάκι. Καὶ τὸ χαλικάκι εἶνε ὁ λόγος ποὺ εἶπε «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Ν᾽ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ κ᾽ ἐμεῖς συγχωρητικότη­τα, νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Σήμερα, ὅπως εἶπε ἕνας σοφός, δυὸ πράγμα­τα ἔχουν σβήσει· τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγ­χωρῶ». Σκληροὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲ συγχωροῦν.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ πέθαινε ἕνας γέρος ἐνενήντα χρονῶν. Ὁ παπᾶς, καλὸς ἱερεύς, πῆγε καὶ τὸν ἐξωμολόγησε. Τὰ δέχτηκε ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. ―Ἀπ᾽ ἔξω, τοῦ λέει ὁ παπᾶς, εἶνε ὁ τάδε καὶ πε­ριμένει νὰ συγχωρηθῆτε. ―Ὄχι! ―Μὰ πεθαίνεις· ἂν συγχωρήσῃς, θὰ συγχωρηθῇς, θὰ ἔχῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ―Τίποτα! μοῦ ᾽κανε κακό, δὲ θέλω νὰ τὸν δῶ στὰ μάτια μου… Παρὰ τὶς προσπά­θειες, πέθανε χωρὶς συγχώρησι.
Ἡ φυλή μας δὲν εἶχε τέτοια συμπεριφορά. Ἀναφέρω τρία παραδείγματα καὶ τελειώνω.
⃝ Τὸ 1942 εἴχαμε ἐμφύλιο πόλεμο – ἐμεῖς τὰ ζήσαμε σὲ ὅλη τὴ φρικαλεότητά τους· ἔσφαζαν Ἕλληνες τοὺς Ἕλληνες ὑποκινούμενοι ἀπὸ δυνάμεις τοῦ σκότους. Τότε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἠπείρου οἱ ἀντάρτες σκότωσαν μιὰ γυναῖ­­κα ποὺ εἶχε τρία παιδιά. Τὸ μικρότερο ἔφυγε ἐννιὰ χρονῶν στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ σπούδασε, ἔγινε μεγάλος δημοσιογράφος (εἶνε ὁ Νίκος Γκατζογιάννης), ἀλλὰ μέσα του ζητοῦ­σε ἐκδίκησι. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἦρθε εἰκοσιπέντε ἐτῶν στὴν Ἑλλάδα μὲ πιστόλι. Ψάχνοντας βρῆκε τὸν φονέα τῆς μάνας του· εἶχε στὰ Γιάννενα ξενοδοχεῖο. Ὅταν βεβαιώθηκε ἀπ᾽ τὸ στόμα του ὅτι αὐτὸς σκότωσε τὴ μητέρα του, τοῦ ἦρθε νὰ τραβήξῃ τὸ πιστόλι, ἀλλὰ μιὰ δύναμι τοῦ ὑπαγόρευσε· Ὄχι, μὴ σκοτώσῃς! Δὲ σκότωσε. Καὶ ἔγραψε ἕνα σπουδαῖο βιβλίο, ποὺ συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε· λέγεται Ἑλένη, μετα­φράστηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἐπηρέασε τὴν κοινὴ γνώμη. Ὅταν τὸ 1985 συναντήθηκαν Γκορμπατσὸφ καὶ Ρήγκαν καὶ πολλοὶ εἶπαν στὸ Ρήγκαν ὅτι συμβιβάστηκε, αὐτὸς ἀπήν­τησε· Διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ Ἕλληνα Γκατζογιάννη καὶ εἶδα πῶς συγχώρησε ἀπ᾽ τὴν καρδιά του τὸ δολοφόνο τῆς μάνας του.
⃝ Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ᾽40. Συνέβη Ἕλληνες στρατιῶτες νὰ συλλάβουν Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους καί, ἀντὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν τοὺς ἔδιναν νὰ φᾶνε ἀπ᾽ τὸ συσσίτιό τους καὶ τὴν κουραμάνα τους· κ᾽ οἱ Ἰταλοὶ δάκρυσαν. Ἔρχονται ἀκόμα τώρα ἀπὸ τὴν Ἄνω Ἰταλία καὶ βρίσκουν τοὺς Ἕλλη­νες ἐ­κείνους ποὺ τοὺς ἔδειξαν συμπάθεια. Τέ­τοια εἶνε ἡ πατρίδα μας. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἕλληνος δὲν ἀναπαύεται στὴν ἐκδίκησι. Γεννηθήκα­με ὄχι νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ ν᾽ ἀγαποῦμε· αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἔλεγαν καὶ ἀρχαῖοι τραγικοὶ ποιηταί μας (βλ. Σοφ. Ἀντιγ. 523).
⃝ Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Θὰ ἤμασταν τὸ ἰσχυρότερο κράτος, ἂν δὲν εἴχαμε διχόνοια. Αὐτὴ μᾶς κατέστρεψε. Ἐξ αἰτίας της κον­τέψα­με νὰ χάσουμε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21. Τσακώ­θηκαν μεταξύ τους οἱ Ἕλληνες καὶ χαί­ρονταν οἱ Τοῦρκοι. Τότε κάποια σφαῖρα χτύπησε στὸ κεφάλι τὸν Πᾶνο Κολοκοτρώνη, ἀ­δελφὸ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, καὶ τὸν σκότωσε (σῴζεται στὸ ἐθνικὸ μουσεῖο τὸ κρανίο του μὲ τὴν τρῦπα). Ὁ Κολοκοτρώνης μποροῦσε νὰ σκοτώσῃ τὸ φονιᾶ· δὲν τὸ ἔ­κανε. Ὕστερα ἀ­πὸ καιρό, διδα­γμένος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε. Ἐκεῖνος φοβήθη­κε καὶ πῆγε νὰ κρυφτῇ. Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ λέει· ἔλα κοντά μου. Τὸν πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τοῦ ἔστρωσε τραπέ­ζι. Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶπε· ―Παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου θὰ φιλοξενήσῃς; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Μάνα, λέει, αὐτὸ εἶ­νε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ μου.

* * *

Ὁ ἅγιος Στέφανος, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ συγχωροῦμε.
Ξέρω, ὅτι καὶ μεταξύ σας κάποιοι εἶνε ἀκόμη ἀσυγχώρητοι καὶ ἀσυμφιλίωτοι. Σήμερα, ἡ­μέρα τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πεθερὲς συγχωρῆ­στε νύφες, νύφες συγχωρῆστε πεθερές, παιδιὰ συγχωρῆστε γονεῖς, γονεῖς συγχωρῆστε παιδιά, Ἕλληνες συγχωρῆστε Ἕλληνες!
Ἂς ζήσουμε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, πρὸς δό­ξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Στεφάνου Πτολεμαΐδος 27-12-1987