Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΥΠΑΡΧΟΥΝ,
ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι. Ἕνας τρόπος γιὰ νὰ τοὺς φέρουμε κοντὰ στὸ Θεό,
εἶνε νὰ τοὺς δείξουμε τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς ρωτήσουμε· Ποιός ἔφτειαξε
τὰ ἀναρίθμητα αὐτὰ ἄστρα; Μία ἡ λογικὴ ἀπάντησι· ὁ Θεός. Καταπληκτικὸ
φαινόμενο ὁ οὐρανός.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος οὐρανὸς πιὸ καταπληκτικός· ἡ
Ἐκκλησία. Κι ὅταν λέμε Ἐκκλησία ἐννοοῦμε ὄχι τὸ κτήριο τοῦ ναοῦ,
μολονότι κι αὐτὸ μὲ τὸν τροῦλλο τὸν οὐρανὸ εἰκονίζει· ἐννοοῦμε τὴν
πίστι μας, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Κι ὅπως στὸν οὐρανὸ
ὑπάρχει ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, ἔτσι καὶ στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἥλιος εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως ψάλλουμε τὶς
ἡμέρες αὐτές (ἀπολυτ. Χριστουγ.). Σελήνη καὶ πανσέληνος εἶνε ἡ
Παναγία. Καὶ ἄστρα εἶνε οἱ ἅγιοι.
* * *
Ὁ ἅγιος Στέφανος λάμπει καὶ
φωτίζει κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ.
5,14). Ἔλαμψε μὲ τὴ φλογερὴ πίστι του, ποὺ ἔκανε καὶ θαύματα ὅπως
λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (Πράξ. 6,8). Ἐξεδήλωνε δὲ τὴν πίστι του μὲ
ἔργα ἀγάπης.
Ἐξελέγη γιὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μικρὴ
ἐκείνη πρώτη χριστιανικὴ κοινότης ζοῦσε κοινοβιακῶς, μὲ κοινοκτημοσύνη·
«εἶχαν τὰ πάντα κοινά» (ἔ.ἀ. 2,44· 4,32). Δὲν ἔλεγε κανείς, Αὐτὸ
εἶνε δικό μου – αὐτὸ δικό σου. Εἶχαν μία κοινὴ τράπεζα, τὸ ἴδιο
συσσίτιο ὅλοι.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες ὁ ἅγιος Στέφανος ὑπηρετοῦσε καὶ
στὶς πνευματικές, στὸ πνευματικὸ συσσίτιο. «Δὲ ζῇ ὁ ἄνθρωπος μονάχα μὲ
ψωμὶ (ὑλικό), ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ»
(Δευτ. 8,3. Ματθ. 4,4). Δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος μόνο στομάχι καὶ κοιλιά. Ὁ
Στέφανος κήρυττε. Καὶ ὁ λόγος του δυνατός, μὲ ἐπιχειρήματα, νικοῦσε καὶ
θριάμβευε.
Αὐτὴ ἡ δρᾶσι ὅμως προκάλεσε τὸ φθόνο. Οἱ γραμματεῖς καὶ
φαρισαῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ἦταν ἡ ἴδια
σύνθεσι (τὰ 71 μέλη, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας) ποὺ πρὶν λίγα χρόνια εἶχαν
δικάσει τὸ Χριστό. Αὐτοὶ δίκαζαν τώρα καὶ τὸν ἅγιο Στέφανο.
Ἐνῷ τοῦ ἀπήγγελλαν συκοφαντικὲς κατηγορίες, ἐκεῖνος ἦταν
ἤρεμος. Εἶδαν ὅλοι τους «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου» (Πράξ.
6,15). Μίλησε κ᾽ ἐκεῖ μπροστά τους κάνοντας μιὰ ἀνασκόπησι τῆς ἱερᾶς
ἱστορίας. Ἡ ἀπολογία του εἶνε μία μεγάλη δημηγορία ἀνώτερη ἀπὸ ἐκεῖνες
ποὺ διέσωσε ὁ Θουκυδίδης. Δὲν σᾶς λέω, εἶπε, ν᾽ ἀκούσετε ἐμένα·
ἀκοῦστε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸ Μωϋσῆ, τὸν Ἠσαΐα, τὸν
Ἰερεμία, αὐτοὺς ποὺ σέβεστε καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσσία.
Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἔκφρασί τους καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ δυσφοροῦν.
Βλέποντας λοιπὸν τὴ σκληροκαρδία τους σκλήρυνε καὶ αὐτὸς τὸν λόγο·
ἔκανε ἔλεγχο. Οἱ πέτρινες καρδιὲς θέλουν σφυρὶ νὰ θρυμματίσῃ τὸν λίθο.
«Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ», τοὺς φώναξε· ὅταν ὁ
Μεσσίας ἦλθε, ἐσεῖς τὸν προδώσατε καὶ τὸν θανατώσατε!… (ἔ.ἀ. 7,51-52).
Αὐτὸ ἦταν. Ἔγιναν θηρία. Χωρὶς ἄλλη διαδικασία, τρίζοντας τὰ
δόντια ὥρμησαν πάνω του νὰ τὸν ξεκάνουν. (Ἐμεῖς, ποὺ βρεθήκαμε σὲ
παρόμοιες περιπτώσεις, ἀνατριχιάζουμε. Κάπως ἔτσι δικάστησαν πολλοὶ
Ἑλληνες σὲ χρόνια ἀνομίας καὶ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Δίχως μάρτυρες καὶ
ἀπολογία, φώναζε ἀπὸ κάτω ὁ ὄχλος «Θάνατος!» καὶ ἐκτελεῖτο ὁ ἄνθρωπος).
Χωρὶς ἄλλο σκεπτικὸ λοιπόν, ὡδήγησαν ἀμέσως τὸν ἅγιο Στέφανο ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλι, ἅρπαξαν λιθάρια καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν.
Κ᾽ ἐκεῖνος; καταριόταν, βλαστημοῦσε; Ὄχι. Ὑπέμενε καρτερικά. Κι
ὅταν πιὰ ἦρθε τὸ τέλος, τότε ἡ ἁγιότητά του ἔλαμψε ἀκόμη πιὸ πολύ. Τί
ἔκανε· μιμήθηκε τὸν Κύριό του. Ὅπως ὁ Χριστὸς στὸ σταυρὸ εἶπε «Πάτερ,
ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), συγχώρησε τοὺς
δημίους του ―κ᾽ εἶνε ὁ ὡραιότερος λόγος τοῦ Χριστοῦ―, ἔτσι κι αὐτὸς
ἐκπνέοντας εἶπε· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»· μὴν
τοὺς λογαριάσῃς, Κύριε, τὴν ἁμαρτία αὐτή. Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸν
«ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60), τὸ ἀστέρι ἔδυσε.
* * *
Ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί
μου, τὸν ἅγιο Στέφανο. Σὲ τί; στὰ θαύματα καὶ στὴ διδασκαλία; Δὲν
εἴμαστε ἄξιοι. Μποροῦμε ὅμως νὰ τὸν μιμηθοῦμε κάπου ἀλλοῦ. Σᾶς δίνω νὰ
σηκώσετε ὄχι ἕνα βουνὸ ἀλλὰ ἕνα χαλικάκι. Καὶ τὸ χαλικάκι εἶνε ὁ λόγος
ποὺ εἶπε «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Ν᾽ ἀποκτήσουμε
δηλαδὴ κ᾽ ἐμεῖς συγχωρητικότητα, νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Σήμερα, ὅπως εἶπε ἕνας σοφός, δυὸ πράγματα ἔχουν σβήσει· τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγχωρῶ». Σκληροὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲ συγχωροῦν.
Σ᾽ ἕνα χωριὸ πέθαινε ἕνας γέρος ἐνενήντα χρονῶν. Ὁ παπᾶς, καλὸς
ἱερεύς, πῆγε καὶ τὸν ἐξωμολόγησε. Τὰ δέχτηκε ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. ―Ἀπ᾽
ἔξω, τοῦ λέει ὁ παπᾶς, εἶνε ὁ τάδε καὶ περιμένει νὰ συγχωρηθῆτε. ―Ὄχι!
―Μὰ πεθαίνεις· ἂν συγχωρήσῃς, θὰ συγχωρηθῇς, θὰ ἔχῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
―Τίποτα! μοῦ ᾽κανε κακό, δὲ θέλω νὰ τὸν δῶ στὰ μάτια μου… Παρὰ τὶς
προσπάθειες, πέθανε χωρὶς συγχώρησι.
Ἡ φυλή μας δὲν εἶχε τέτοια συμπεριφορά. Ἀναφέρω τρία παραδείγματα καὶ τελειώνω.
⃝ Τὸ 1942 εἴχαμε ἐμφύλιο πόλεμο – ἐμεῖς τὰ ζήσαμε σὲ ὅλη τὴ
φρικαλεότητά τους· ἔσφαζαν Ἕλληνες τοὺς Ἕλληνες ὑποκινούμενοι ἀπὸ
δυνάμεις τοῦ σκότους. Τότε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Ἠπείρου οἱ ἀντάρτες σκότωσαν
μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε τρία παιδιά. Τὸ μικρότερο ἔφυγε ἐννιὰ χρονῶν
στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ σπούδασε, ἔγινε μεγάλος δημοσιογράφος (εἶνε ὁ Νίκος
Γκατζογιάννης), ἀλλὰ μέσα του ζητοῦσε ἐκδίκησι. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἦρθε
εἰκοσιπέντε ἐτῶν στὴν Ἑλλάδα μὲ πιστόλι. Ψάχνοντας βρῆκε τὸν φονέα τῆς
μάνας του· εἶχε στὰ Γιάννενα ξενοδοχεῖο. Ὅταν βεβαιώθηκε ἀπ᾽ τὸ στόμα
του ὅτι αὐτὸς σκότωσε τὴ μητέρα του, τοῦ ἦρθε νὰ τραβήξῃ τὸ πιστόλι,
ἀλλὰ μιὰ δύναμι τοῦ ὑπαγόρευσε· Ὄχι, μὴ σκοτώσῃς! Δὲ σκότωσε. Καὶ ἔγραψε
ἕνα σπουδαῖο βιβλίο, ποὺ συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε· λέγεται Ἑλένη,
μεταφράστηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἐπηρέασε τὴν κοινὴ γνώμη. Ὅταν τὸ
1985 συναντήθηκαν Γκορμπατσὸφ καὶ Ρήγκαν καὶ πολλοὶ εἶπαν στὸ Ρήγκαν ὅτι
συμβιβάστηκε, αὐτὸς ἀπήντησε· Διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ Ἕλληνα
Γκατζογιάννη καὶ εἶδα πῶς συγχώρησε ἀπ᾽ τὴν καρδιά του τὸ δολοφόνο τῆς
μάνας του.
⃝ Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ᾽40. Συνέβη
Ἕλληνες στρατιῶτες νὰ συλλάβουν Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους καί, ἀντὶ νὰ τοὺς
σκοτώσουν τοὺς ἔδιναν νὰ φᾶνε ἀπ᾽ τὸ συσσίτιό τους καὶ τὴν κουραμάνα
τους· κ᾽ οἱ Ἰταλοὶ δάκρυσαν. Ἔρχονται ἀκόμα τώρα ἀπὸ τὴν Ἄνω Ἰταλία καὶ
βρίσκουν τοὺς Ἕλληνες ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔδειξαν συμπάθεια. Τέτοια
εἶνε ἡ πατρίδα μας. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἕλληνος δὲν ἀναπαύεται στὴν ἐκδίκησι.
Γεννηθήκαμε ὄχι νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ ν᾽ ἀγαποῦμε· αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ ἔλεγαν καὶ ἀρχαῖοι τραγικοὶ ποιηταί μας (βλ. Σοφ.
Ἀντιγ. 523).
⃝ Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Θὰ ἤμασταν τὸ ἰσχυρότερο κράτος,
ἂν δὲν εἴχαμε διχόνοια. Αὐτὴ μᾶς κατέστρεψε. Ἐξ αἰτίας της κοντέψαμε
νὰ χάσουμε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21. Τσακώθηκαν μεταξύ τους οἱ Ἕλληνες
καὶ χαίρονταν οἱ Τοῦρκοι. Τότε κάποια σφαῖρα χτύπησε στὸ κεφάλι τὸν
Πᾶνο Κολοκοτρώνη, ἀδελφὸ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, καὶ τὸν σκότωσε (σῴζεται
στὸ ἐθνικὸ μουσεῖο τὸ κρανίο του μὲ τὴν τρῦπα). Ὁ Κολοκοτρώνης μποροῦσε
νὰ σκοτώσῃ τὸ φονιᾶ· δὲν τὸ ἔκανε. Ὕστερα ἀπὸ καιρό, διδαγμένος ἀπὸ
τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε. Ἐκεῖνος φοβήθηκε καὶ πῆγε νὰ κρυφτῇ.
Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ λέει· ἔλα κοντά μου. Τὸν πῆρε στὸ σπίτι του
καὶ τοῦ ἔστρωσε τραπέζι. Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶπε· ―Παιδί μου, τὸ
φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου θὰ φιλοξενήσῃς; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ
δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. ―Μάνα, λέει, αὐτὸ εἶνε τὸ καλύτερο
μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ μου.
* * *
Ὁ ἅγιος Στέφανος, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ συγχωροῦμε.
Ξέρω, ὅτι καὶ μεταξύ σας κάποιοι εἶνε ἀκόμη ἀσυγχώρητοι καὶ
ἀσυμφιλίωτοι. Σήμερα, ἡμέρα τοῦ ἁγίου Στεφάνου, πεθερὲς συγχωρῆστε
νύφες, νύφες συγχωρῆστε πεθερές, παιδιὰ συγχωρῆστε γονεῖς, γονεῖς
συγχωρῆστε παιδιά, Ἕλληνες συγχωρῆστε Ἕλληνες!
Ἂς ζήσουμε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν,
παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Στεφάνου Πτολεμαΐδος 27-12-1987