Ο γερω–Ἰωακείμ, ἀπό τήν Βατοπεδινή Καλύβη τῆς Ἀναλήψεως
πλησίον τῶν Καρυῶν, ἦταν ἀπό τούς παλαιότερους Ἁγιορεῖτες.
Πλησίασε τά 100 καί ἔζησε πάνω ἀπό 70 χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος.
Διηγήθηκε ὅτι ὅταν ἦταν νέος μοναχός ἐγνώρισε ἕνα λαϊκό
ἀσκητή, πού ἀσκήτευε ἀπέναντι ἀπό τήν ἀρχαία Μονή τοῦ
Ἀλυπίου σέ μία σπηλιά, κοντά στό λεγόμενο Κελλί τοῦ
Πατριάρχου. Ἡ σπηλιά ἦταν σχηματισμένη ἀπό μιά πέτρα πού
προεξεῖχε σάν ὀροφή καί στήν ἄκρη τῆς προεξοχῆς εἶχε
κτισμένο ἕνα τοιχάκι ἀπό ξηρολιθιά. Ὅσες φορές τόν
ἐπεσκέπτετο, μόνον ἡ θέα τοῦ προξενοῦσε μεγάλη κατάνυξη. Ὁ
λαϊκός αὐτός ἀσκητής ἦταν σπουδαῖος ἀγωνιστής. Ἔτρωγε
κάθε δέκα μέρες καί ἀγωνιζόταν νά μιμηθῆ τόν ὅσιο Μάξιμο τόν
Καυσοκαλυβίτη, τόν ὁποῖο εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια. Μέσα στό
σπήλαιο εἶχε μόνο ἕνα Σταυρό, δυό μικρές εἰκόνες καί δυό
δίποδα, πάνω στά ὁποῖα εἶχε βάλει ὁ ἀσκητής δυό σανίδες˙
ἔτσι εἶχε κάνει τό ἀσκητικό του κρεββάτι.
*
Παλαιά στήν Ἱ. Μονή Φιλοθέου ἔζησε ἕνας λαϊκός ἐργάτης πού
τό ὄνομά του δέν διασώθηκε. Ἀφοῦ ἐκοιμήθη καί τόν ἔθαψαν,
μετά ἀπό χρόνια τοῦ ἔκαναν ἀνακομιδή καί τά ὀστᾶ του
εὐωδίαζαν.
Ἐξεπλάγησαν,
ἀποροῦσαν καί προσπαθοῦσαν νά ἐξηγήσουν γιά ποιό λόγο ὁ
Θεός τίμησε μέ εὐωδία τά ὀστᾶ τοῦ λαϊκοῦ. Ἐκεῖνο πού
διαπίστωσαν ἦταν ὅτι κανείς δέν εἶχε τό παραμικρό παράπονο
ἀπ᾽ αὐτόν. Ποτέ κανέναν δέν εἶχε κατακρίνει καί
στενοχωρήσει. Ἦταν εὐλαβής, φιλήσυχος καί εἶχε κρυφή
ἐσωτερική ἐργασία. Στό διάλειμμα πού ἔκαναν οἱ ἄλλοι
ἐργάτες γιά νά ξεκουρασθοῦν, αὐτός πήγαινε λίγο ἀπόμερα καί
καθόταν κάτω ἀπό μία ἐλιά, διάβαζε τό Εὐαγγέλιο καί
ἔκλαιγε.