Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ σκέψι
μας, ἡ καρδιά μας, ἡ μνήμη μας, ὅλος ὁ ψυχικός μας κόσμος φτερουγίζει
στὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Ἐμεῖς, ποὺ τὸ ζήσαμε καὶ τὸ
αἰσθανθήκαμε, ὡς αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ἐκείνου τοῦ θαύματος
ἔχουμε ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ τὸ μεταδώσουμε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Δὲν πρέπει
νὰ λησμονηθῇ ἡ μνήμη τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς
πεσόντας. Διότι τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ἔκλεισαν τὰ
μάτια τους τὰ καλύτερα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ζῇς σήμερα ἐσύ, παιδί
μου, ἐλεύθερος. Τὰ κόκκαλά τους εἶνε φωτεινὰ ὁρόσημα, ποὺ θὰ φωνάζουν·
Ἄλτ, ἐδῶ Ἑλλάς!
Ἂς ζωντανέψουμε μπροστὰ στὰ μάτια μας αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως λέγοντας λίγα λόγια.
Ἂς ζωντανέψουμε μπροστὰ στὰ μάτια μας αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως λέγοντας λίγα λόγια.
* * *
Σὰν σήμερα τὸ 1940 στὴν Ἀθήνα,
στὴν Ἰταλικὴ πρεσβεία, εἶχε δεξίωσι ὁ Ἰταλὸς πρέσβυς. Ἦταν ἐκεῖ
μαζεμένοι ὅλοι. Κανείς δὲν περίμενε ὅτι θὰ ἐκραγῇ πόλεμος. Ὅπως τὸ
καλοκαίρι, ποὺ ὁ οὐρανὸς εἶνε ὁλοκάθαρος, δὲν περιμένεις κεραυνό, ἔτσι
καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ διασκέδαζαν ἀδελφωμένοι Ἕλληνες μὲ Ἰταλούς, δὲν
φαινόταν τί θ᾿ ἀκολουθήσῃ· ἐν συνεχείᾳ ἐκδηλώθηκε ἡ σύγκρουσις. Ἡ
νύχτα, ἡ ὥρα τοῦ σκότους, εἶνε ὥρα τοῦ σατανᾶ. Σῶσε μας, Κύριε, ἀπὸ
«πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου» (Ψαλμ. 90,6). Τὰ μεσάνυχτα λοιπὸν ὁ
Ἰταλὸς πρέσβυς ἔφυγε ἀπὸ τὴν αθουσα τῆς δεξιώσεως, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ
τότε πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας, χτύπησε καὶ τοῦ ἔδωσε τελεσίγραφο ποὺ
ἔγραφε· «Ἑλλάς, παραδόσου ἐντὸς τριῶν ὡρῶν». Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπήντησε «ΟΧΙ».
Ἀπήντησε ἀμέσως μὲ τὸ στόμα τοῦ πρωθυπουργοῦ· ἀπήντησε κατόπιν μὲ τὸ
στόμα τοῦ βασιλέως· ἀπήντησε μὲ τὸ στόμα του ὅλος ὁ λαός – καὶ τὰ μικρὰ
ἀκόμη παιδιὰ φώναζαν «ΟΧΙ». Καὶ τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖνο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940
ἔγινε ἀστραπή, ποὺ κατέπληξε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ «ὄχι», ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ μοναδικό. Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἶνε ἱστορία συνεχῶν «ὄχι», εἶνε μία συνεχὴς ἀντίστασις ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Μπουκέτο ἀπὸ «ὄχι» μποροῦμε νὰ φτειάξουμε. Ἐὰν ἤμουν ποιητής, θὰ ἔκανα ἕνα ποίημα μὲ ὅλα τὰ «ὄχι» ποὺ εἶπε διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἑλλάς. «Ὄχι» στὸ Μαραθῶνα. «Ὄχι» στὴ Σαλαμῖνα. «Ὄχι» στὶς Θερμοπύλες. «Ὄχι» στὴν Κωνσταντινούπολι πρὸς τὸν Χοσρόη καὶ τοὺς Ἀβάρους. «Ὄχι» στὴν Πύλη τοῦ Ῥωμανοῦ πρὸς τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο. «Ὄχι» κατόπιν στὸ Μεσολόγγι, «ὄχι» στὸ Σούλι, «ὄχι» στὴ Γραβιά, «ὄχι» στὴν Ἀλαμάνα, «ὄχι» στὸ Μανιάκι, «ὄχι» στὴν Κρήτη, «ὄχι» στὴ Μακεδονία, «ὄχι» στὸν Πόντο, «ὄχι» στὴν Κύπρο… Τὸ «ὄχι» ἐπανελήφθη μυριάκις στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, καὶ συνεχίζεται…
Ἂν ἤμουν καθηγητὴς τῆς ἱστορίας, θὰ ἐπλάτυνα τὸν λόγο καὶ ἡ ὁμιλία θὰ στρεφόταν γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ «ὄχι». Ἀλλὰ δὲν ἔχω τέτοιο σκοπό. Ἁπλῶς λαμβάνω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ «ὄχι» ποὺ ἑορτάζουμε, γιὰ νὰ πῶ ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ «ὄχι» αὐτά, ὑπάρχουν καὶ κάποια ἄλλα «ὄχι», ποὺ πρέπει νὰ λέμε καὶ δὲν τὰ λέμε. Ποιά εἶνε αὐτά;
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ «ὄχι», ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τὸ μοναδικό. Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἶνε ἱστορία συνεχῶν «ὄχι», εἶνε μία συνεχὴς ἀντίστασις ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Μπουκέτο ἀπὸ «ὄχι» μποροῦμε νὰ φτειάξουμε. Ἐὰν ἤμουν ποιητής, θὰ ἔκανα ἕνα ποίημα μὲ ὅλα τὰ «ὄχι» ποὺ εἶπε διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἑλλάς. «Ὄχι» στὸ Μαραθῶνα. «Ὄχι» στὴ Σαλαμῖνα. «Ὄχι» στὶς Θερμοπύλες. «Ὄχι» στὴν Κωνσταντινούπολι πρὸς τὸν Χοσρόη καὶ τοὺς Ἀβάρους. «Ὄχι» στὴν Πύλη τοῦ Ῥωμανοῦ πρὸς τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο. «Ὄχι» κατόπιν στὸ Μεσολόγγι, «ὄχι» στὸ Σούλι, «ὄχι» στὴ Γραβιά, «ὄχι» στὴν Ἀλαμάνα, «ὄχι» στὸ Μανιάκι, «ὄχι» στὴν Κρήτη, «ὄχι» στὴ Μακεδονία, «ὄχι» στὸν Πόντο, «ὄχι» στὴν Κύπρο… Τὸ «ὄχι» ἐπανελήφθη μυριάκις στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, καὶ συνεχίζεται…
Ἂν ἤμουν καθηγητὴς τῆς ἱστορίας, θὰ ἐπλάτυνα τὸν λόγο καὶ ἡ ὁμιλία θὰ στρεφόταν γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ «ὄχι». Ἀλλὰ δὲν ἔχω τέτοιο σκοπό. Ἁπλῶς λαμβάνω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ «ὄχι» ποὺ ἑορτάζουμε, γιὰ νὰ πῶ ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ «ὄχι» αὐτά, ὑπάρχουν καὶ κάποια ἄλλα «ὄχι», ποὺ πρέπει νὰ λέμε καὶ δὲν τὰ λέμε. Ποιά εἶνε αὐτά;
* * *
Ἡ Ἑλλάς, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει
μόνο φυσικὰ ὅρια ποὺ βλέπουμε στὸ χάρτη καὶ τὰ ὁποῖα φρουροῦν οἱ ἀκρῖτες
μας. Τὸ ἔθνος μας ἔχει καὶ ἄλλα ὅρια, ὅρια πνευματικά, ὅρια ἠθικά, ὅρια
θρησκευτικά, ὅρια παραδόσεων, γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μᾶς φωνάζει·
«Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου» (Παρ. 22,28). Πρόσεξε
καλὰ νὰ μὴ μετακινήσῃς, νὰ μὴ πειράξῃς τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσαν οἱ πατέρες
σου. Ὅπως στὸν ἐδαφικὸ χῶρο τῆς Ἑλλάδος δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ εἰσβάλουν
ὀρδὲς βαρβάρων, ἔτσι πρέπει ν᾿ ἀντισταθοῦμε καὶ σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς
ἀοράτους καὶ ὁρατοὺς ἐχθροὺς ποὺ ζητοῦν νὰ εἰσβάλουν μέσα στὸν ψυχικό,
τὸν ἠθικό, τὸν θρησκευτικὸ χῶρο μας.
Μὰ ἀφῃρημένα εἶνε αὐτά; Ἔ λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν τακτική μου, θὰ σᾶς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι, ἐνῷ ὡς Ἕλληνες ἀμυνόμεθα καὶ τὰ κορμιά μας γίνονται φράχτης καὶ δὲν περνοῦν οἱ βάρβαροι, στὸν πνευματικό μας βίο ὑποχωροῦμε ἀνάνδρως. Ποῦ; Ἀρχίζω ἀπὸ τὰ μικρά.
Πάρτε λ.χ. τὰ τραγούδια. Εἶσαι ἐναντίον τοῦ τραγουδιοῦ; θὰ μοῦ πῆτε. Ὄχι. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἡ μουσικὴ αὐτὴ ποὺ ἀκοῦμε στοὺς δρόμους, στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ ῥάδιο, στὰ πάρτυ, στοὺς κινηματογράφους, τὰ τραγούδια αὐτὰ εἶνε τραγούδια τῆς Ἑλλάδος; Τὶς παραμονὲς τοῦ 1912, μετὰ τὴν ἐπανάστασι τοῦ 1909, ὅποιος ξένος ἐρχόταν στὴν Ἑλλάδα ἕνα τραγούδι ἄκουγε ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους· τὸ τραγούδι ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴ «σκλαβωμένη γῆ.» Ποιά ἐννοοῦσαν «σκλαβωμένη γῆ»; Τὴ Μακεδονία! Ἐκεῖνο τοὺς ἔθελγε. Καὶ πράγματι· τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ τραγούδια ἐκεῖνα, ξεσηκώθηκαν μὲ μιὰ πνοὴ καὶ μέσα σ᾿ ἕνα μῆνα ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἄντε τώρα μέσα στὸ στρατό νὰ δῇς τί τραγουδοῦν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες· τραγούδια ξένα, ποὺ τ᾿ ἀκοῦς καὶ κοκκινίζεις ἀπὸ ντροπή, κι αὐτοὶ τὰ λένε χωρὶς συστολή.
Ὑποχωρήσαμε στὴ μουσική, ποὺ δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα. Ὑποχωρήσαμε ποῦ ἀλλοῦ; Ἡ Ἑλλὰς διεκρίνετο ἀνέκαθεν γιὰ τὰ σεμνά της ἤθη, γιὰ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισι τῶν γυναικῶν της. Δὲ᾿ λέω, ὅτι ἡ ἐνδυμασία εἶνε κάτι ἀμετάβλητο· θὰ μεταβληθῇ, δὲν εἶνε δόγμα πίστεως. Ἡ ἐνδυμασία ὅμως τῶν γυναικῶν πρέπει νὰ εἶνε πάντοτε σεμνή. Τώρα ξεφύγαμε, ξεπέσαμε, καταντήσαμε νὰ περπατοῦν παντοῦ ἀδιάντροπες. Δὲν εἶνε ἐμφάνισις αὐτή. Ὑποχωρήσαμε καὶ ἐδῶ· φθάσαμε σὲ σημεῖο νὰ βλέπουμε νὰ περιφέρωνται κινητὰ «κρεοπωλεῖα».
Ἀλλὰ καὶ κάπου ἀλλοῦ δὲν επαμε ὄχι. Διεκρίνετο ἡ πατρίδα μας γιὰ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς σεμνὲς τελετές της. Διαβάστε Παπαδιαμάντη, ποὺ περιγράφει τὶς ἑορτὲς τῆς Ἑλλάδος, καὶ θὰ κλάψετε γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα. Τότε σηκώνονταν πρωῒ – πρωῒ κι ἀνέβαιναν μὲ τὰ πόδια ξυπόλητοι στὰ ἐξωκκλήσια· καὶ ἦταν ὄχι μόνο νηστικοί, ἀλλὰ οὔτε τσιγάρο δὲ᾿ βάζανε στὸ στόμα· οὔτε ψωμὶ δὲν τρώγανε, γιὰ νὰ πάρουν τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸν ἱερέα. Καὶ μετὰ κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὰ πλατάνια καὶ τραγουδοῦσαν ὑπέροχα τραγούδια λεβεντιᾶς. Ποῦ ᾿ν᾿ τα τώρα αὐτά; Ποῦ πῆγαν αὐτὲς οἱ σεμνὲς ἑορτές; Ὑποχώρησαν. Ἔχουμε ἑορτὲς κάθε ἄλλο παρὰ χριστιανικὲς καὶ ἐθνικές.
Ὑποχωρήσαμε ἀκόμη καὶ στὸ ζήτημα τῶν χορῶν. Εχαμε χοροὺς ὡραίους, ἑλληνικούς. Χόρευαν τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια χωρὶς νὰ ἔρχωνται σὲ ἐπαφή· χωριζόταν ὁ νέος ἀπὸ τὴ νέα μ᾿ ἕνα μαντήλι. Ἦταν χοροὶ σεμνοὶ – ἂν καὶ ἀκόμη καὶ τοὺς χοροὺς αὐτοὺς τὸ αὐστηρὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων τούς ἀπαγορεύει. Μὰ τί θὰ λένε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς σημερινοὺς χορούς, τοὺς αἰσχρούς, ποὺ κάνουν καὶ τοὺς ξένους νὰ διερωτῶνται, Ἐδῶ κατοικοῦν Ἕλληνες;
Ὑποχωρήσαμε. Δὲν επαμε ὄχι στὰ ξενικὰ τραγούδια, στὴν αἰσχρὰ ἐνδυμασία τῶν γυναικῶν, στὶς δυτικὲς ἑορτές, στοὺς ἀνήθικους χορούς. Ποῦ ἀλλοῦ· ἄλλοτε στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν τρία – τέσσερα χαρτοπαικτικὰ κέντρα, δηλωμένα, καὶ τὸ κακὸ ἦταν περιωρισμένο· σήμερα κάθε σπίτι ἔγινε καζῖνο. Ὑποχώρησις καὶ στὴ χαρτοπαιξία, ὑποχώρησις σὲ ὅλα.
Τέλος ἦρθαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν πατρίδα μας καὶ γυμνισταί. Ἄλλες χῶρες δὲν τοὺς δέχτηκαν. Στὴν Ἑλλάδα μὲ συμβόλαια ἀγοράζουν ἐκτάσεις. Δὲν ὑπάρχει ὑπουργός, δὲν ὑπάρχει κυβέρνησις νὰ τοὺς πῇ τὸ «ὄχι». Ἂν οἱ διοι αὐτοὶ οἱ γυμνισταὶ ἔμπαιναν σ᾿ ἕνα καράβι πολεμικὸ καὶ πήγαιναν νὰ καταλάβουν ἕνα νησί μας, θὰ τοὺς ἀποκρούαμε καὶ θὰ τοὺς πετούσαμε στὴ θάλασσα. Τώρα δὲν ἔρχονται μὲ πολεμικὰ ὅπλα, καὶ δὲν συνειδητοποιήσουμε τὸν κίνδυνο ὥστε νὰ τοὺς διώξουμε· ἔρχονται μὲ ὅπλο τὰ λεφτά, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑποκύπτει!
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο παράδειγμα. Ἂν πᾷς στὶς ξένες χῶρες, θὰ δῇς οἱ ὁδοδεῖκται, οἱ ταμπέλλες ποὺ δείχνουν τοὺς δρόμους, νὰ εἶνε γραμμένες στὴ γλῶσσα τοῦ κράτους· στὴ Γαλλία μὲ γαλλικά, ὄχι μὲ ἑλληνικά· στὴ Γερμανία μὲ γερμανικά, στὴν Αὐστρία μὲ αὐστριακά, σὲ κάθε χώρα μὲ τὴ γλῶσσα της. Στὴν Ἑλλάδα πάρε τὸ αὐτοκίνητο καὶ πήγαινε μέχρι τὴν Πρέσπα· θὰ δῇς παντοῦ σὲ ὅλες τὶς πινακίδες νὰ εἶνε γραμμένα ὅλα ὄχι στὰ ἑλληνικὰ ἀλλὰ στὰ ξένα. Τὸ Σύνταγμα, ὅτι ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ κράτους εἶνε τὰ ἑλληνικά· καὶ τὰ ἑλληνικὰ εἶνε σβησμένα. Θεωρεῖτε μικρὴ αὐτὴ τὴν ὑποχώρησι;
Μὰ ἀφῃρημένα εἶνε αὐτά; Ἔ λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν τακτική μου, θὰ σᾶς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι, ἐνῷ ὡς Ἕλληνες ἀμυνόμεθα καὶ τὰ κορμιά μας γίνονται φράχτης καὶ δὲν περνοῦν οἱ βάρβαροι, στὸν πνευματικό μας βίο ὑποχωροῦμε ἀνάνδρως. Ποῦ; Ἀρχίζω ἀπὸ τὰ μικρά.
Πάρτε λ.χ. τὰ τραγούδια. Εἶσαι ἐναντίον τοῦ τραγουδιοῦ; θὰ μοῦ πῆτε. Ὄχι. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἡ μουσικὴ αὐτὴ ποὺ ἀκοῦμε στοὺς δρόμους, στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ ῥάδιο, στὰ πάρτυ, στοὺς κινηματογράφους, τὰ τραγούδια αὐτὰ εἶνε τραγούδια τῆς Ἑλλάδος; Τὶς παραμονὲς τοῦ 1912, μετὰ τὴν ἐπανάστασι τοῦ 1909, ὅποιος ξένος ἐρχόταν στὴν Ἑλλάδα ἕνα τραγούδι ἄκουγε ἀπὸ μικροὺς καὶ μεγάλους· τὸ τραγούδι ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴ «σκλαβωμένη γῆ.» Ποιά ἐννοοῦσαν «σκλαβωμένη γῆ»; Τὴ Μακεδονία! Ἐκεῖνο τοὺς ἔθελγε. Καὶ πράγματι· τὰ παιδιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ τραγούδια ἐκεῖνα, ξεσηκώθηκαν μὲ μιὰ πνοὴ καὶ μέσα σ᾿ ἕνα μῆνα ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἄντε τώρα μέσα στὸ στρατό νὰ δῇς τί τραγουδοῦν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες· τραγούδια ξένα, ποὺ τ᾿ ἀκοῦς καὶ κοκκινίζεις ἀπὸ ντροπή, κι αὐτοὶ τὰ λένε χωρὶς συστολή.
Ὑποχωρήσαμε στὴ μουσική, ποὺ δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα. Ὑποχωρήσαμε ποῦ ἀλλοῦ; Ἡ Ἑλλὰς διεκρίνετο ἀνέκαθεν γιὰ τὰ σεμνά της ἤθη, γιὰ τὴν εὐπρεπῆ ἐμφάνισι τῶν γυναικῶν της. Δὲ᾿ λέω, ὅτι ἡ ἐνδυμασία εἶνε κάτι ἀμετάβλητο· θὰ μεταβληθῇ, δὲν εἶνε δόγμα πίστεως. Ἡ ἐνδυμασία ὅμως τῶν γυναικῶν πρέπει νὰ εἶνε πάντοτε σεμνή. Τώρα ξεφύγαμε, ξεπέσαμε, καταντήσαμε νὰ περπατοῦν παντοῦ ἀδιάντροπες. Δὲν εἶνε ἐμφάνισις αὐτή. Ὑποχωρήσαμε καὶ ἐδῶ· φθάσαμε σὲ σημεῖο νὰ βλέπουμε νὰ περιφέρωνται κινητὰ «κρεοπωλεῖα».
Ἀλλὰ καὶ κάπου ἀλλοῦ δὲν επαμε ὄχι. Διεκρίνετο ἡ πατρίδα μας γιὰ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς σεμνὲς τελετές της. Διαβάστε Παπαδιαμάντη, ποὺ περιγράφει τὶς ἑορτὲς τῆς Ἑλλάδος, καὶ θὰ κλάψετε γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα. Τότε σηκώνονταν πρωῒ – πρωῒ κι ἀνέβαιναν μὲ τὰ πόδια ξυπόλητοι στὰ ἐξωκκλήσια· καὶ ἦταν ὄχι μόνο νηστικοί, ἀλλὰ οὔτε τσιγάρο δὲ᾿ βάζανε στὸ στόμα· οὔτε ψωμὶ δὲν τρώγανε, γιὰ νὰ πάρουν τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸν ἱερέα. Καὶ μετὰ κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὰ πλατάνια καὶ τραγουδοῦσαν ὑπέροχα τραγούδια λεβεντιᾶς. Ποῦ ᾿ν᾿ τα τώρα αὐτά; Ποῦ πῆγαν αὐτὲς οἱ σεμνὲς ἑορτές; Ὑποχώρησαν. Ἔχουμε ἑορτὲς κάθε ἄλλο παρὰ χριστιανικὲς καὶ ἐθνικές.
Ὑποχωρήσαμε ἀκόμη καὶ στὸ ζήτημα τῶν χορῶν. Εχαμε χοροὺς ὡραίους, ἑλληνικούς. Χόρευαν τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια χωρὶς νὰ ἔρχωνται σὲ ἐπαφή· χωριζόταν ὁ νέος ἀπὸ τὴ νέα μ᾿ ἕνα μαντήλι. Ἦταν χοροὶ σεμνοὶ – ἂν καὶ ἀκόμη καὶ τοὺς χοροὺς αὐτοὺς τὸ αὐστηρὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων τούς ἀπαγορεύει. Μὰ τί θὰ λένε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς σημερινοὺς χορούς, τοὺς αἰσχρούς, ποὺ κάνουν καὶ τοὺς ξένους νὰ διερωτῶνται, Ἐδῶ κατοικοῦν Ἕλληνες;
Ὑποχωρήσαμε. Δὲν επαμε ὄχι στὰ ξενικὰ τραγούδια, στὴν αἰσχρὰ ἐνδυμασία τῶν γυναικῶν, στὶς δυτικὲς ἑορτές, στοὺς ἀνήθικους χορούς. Ποῦ ἀλλοῦ· ἄλλοτε στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν τρία – τέσσερα χαρτοπαικτικὰ κέντρα, δηλωμένα, καὶ τὸ κακὸ ἦταν περιωρισμένο· σήμερα κάθε σπίτι ἔγινε καζῖνο. Ὑποχώρησις καὶ στὴ χαρτοπαιξία, ὑποχώρησις σὲ ὅλα.
Τέλος ἦρθαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν πατρίδα μας καὶ γυμνισταί. Ἄλλες χῶρες δὲν τοὺς δέχτηκαν. Στὴν Ἑλλάδα μὲ συμβόλαια ἀγοράζουν ἐκτάσεις. Δὲν ὑπάρχει ὑπουργός, δὲν ὑπάρχει κυβέρνησις νὰ τοὺς πῇ τὸ «ὄχι». Ἂν οἱ διοι αὐτοὶ οἱ γυμνισταὶ ἔμπαιναν σ᾿ ἕνα καράβι πολεμικὸ καὶ πήγαιναν νὰ καταλάβουν ἕνα νησί μας, θὰ τοὺς ἀποκρούαμε καὶ θὰ τοὺς πετούσαμε στὴ θάλασσα. Τώρα δὲν ἔρχονται μὲ πολεμικὰ ὅπλα, καὶ δὲν συνειδητοποιήσουμε τὸν κίνδυνο ὥστε νὰ τοὺς διώξουμε· ἔρχονται μὲ ὅπλο τὰ λεφτά, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑποκύπτει!
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο παράδειγμα. Ἂν πᾷς στὶς ξένες χῶρες, θὰ δῇς οἱ ὁδοδεῖκται, οἱ ταμπέλλες ποὺ δείχνουν τοὺς δρόμους, νὰ εἶνε γραμμένες στὴ γλῶσσα τοῦ κράτους· στὴ Γαλλία μὲ γαλλικά, ὄχι μὲ ἑλληνικά· στὴ Γερμανία μὲ γερμανικά, στὴν Αὐστρία μὲ αὐστριακά, σὲ κάθε χώρα μὲ τὴ γλῶσσα της. Στὴν Ἑλλάδα πάρε τὸ αὐτοκίνητο καὶ πήγαινε μέχρι τὴν Πρέσπα· θὰ δῇς παντοῦ σὲ ὅλες τὶς πινακίδες νὰ εἶνε γραμμένα ὅλα ὄχι στὰ ἑλληνικὰ ἀλλὰ στὰ ξένα. Τὸ Σύνταγμα, ὅτι ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ κράτους εἶνε τὰ ἑλληνικά· καὶ τὰ ἑλληνικὰ εἶνε σβησμένα. Θεωρεῖτε μικρὴ αὐτὴ τὴν ὑποχώρησι;
* * *
Τὰ παραδείγματα αὐτὰ τί
δείχνουν, ἀγαπητοί μου; Δείχνουν, ὅτι τὸ ἡρωϊκὸ «ὄχι» τῶν ἁγίων προγόνων
μας ἐμεῖς δυστυχῶς τὸ προδώσαμε. Κ᾿ ἐκεῖνοι μᾶς φωνάζουν ἀπὸ τοὺς
τάφους· Γι᾿ αὐτὸ θυσιαστήκαμε ἐμεῖς;…
Ποῦ θὰ πάῃ, ἀδέρφια μου, αὐτὴ ἠ κατάστασι; Ἡ πνευματικὴ σκλαβιὰ εἶνε χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐθνική. Ἕως πότε θὰ ὑποχωροῦμε;
Τέρμα πλέον οἱ ὑποχωρήσεις! Ἂς ξυπνήσῃ τὸ φιλότιμο. Ἂς θυμηθοῦμε τὶς θυσίες ἐκείνων ποὺ μᾶς χάρισαν τὴν ἐλευθερία. Ἂς τιμήσουμε τὴ μνήμη τους συνεχίζοντας καὶ σήμερα τὸ γενναῖο φρόνημά τους.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ποῦ θὰ πάῃ, ἀδέρφια μου, αὐτὴ ἠ κατάστασι; Ἡ πνευματικὴ σκλαβιὰ εἶνε χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐθνική. Ἕως πότε θὰ ὑποχωροῦμε;
Τέρμα πλέον οἱ ὑποχωρήσεις! Ἂς ξυπνήσῃ τὸ φιλότιμο. Ἂς θυμηθοῦμε τὶς θυσίες ἐκείνων ποὺ μᾶς χάρισαν τὴν ἐλευθερία. Ἂς τιμήσουμε τὴ μνήμη τους συνεχίζοντας καὶ σήμερα τὸ γενναῖο φρόνημά τους.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος