Εἶναι γνωστὴ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ παντοειδὴς
προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς Ὀρθοδόξους
Χριστιανούς, ἀλλὰ ἰδιαίτερα πρὸς τὸ Ἑλληνικὸ γένος, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ
εὐγνωμοσύνη ὅλων τῶν πιστῶν εἶναι ἄπειρη.
Τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς 28ης Ὀκτωβρίου αὐτὰ μᾶς λέγει:
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀνυμνοῦμεν τάς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Ποιὸς πιστὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν προστρέχει καὶ δὲν στηρίζεται στὴν Παναγία μας. Ἡ Ἑλλάδα μας ὀφείλει τὴν ὕπαρξή της κυρίως στὴν Παναγία μας. Πότε κινδύνεψε ἡ Πατρίδα μας καὶ ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς δὲν ἦταν παροῦσα. Ἰδιαίτερα στὸν πόλεμο τοῦ 1940 ἦταν πολὺ μεγάλη ἡ παρουσία της καὶ ἡ βοήθειά της, ὅπως μᾶς τὸν ὡμολόγησαν οἱ γονεῖς μας, οἱ τότε στρατιῶτες πολεμιστές, ποὺ ἔζησαν τὰ θαύματά της. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν 21 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1953 ἀπεφάσισε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ συνεορτάζεται μετὰ τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς τῶν Νικητηρίων, τὴν 28 Ὀκτωβρίου.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε δύο ἀπό τά πολλά θαύματα τῆς Παναγίας μας κατά τό ἕπος τοῦ ’40:
Ὁ διάσημος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ἀναφέρει:
«Τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ πολέμου τῆς Ἀλβανίας, στὸ χωριὸ Κούτσι, τὴν ὥρα ποὺ παίρναμε συσσίτιο στὰ σκοτεινὰ ἀκούσαμε τὸ ἑξῆς νέο: Ἡ Παναγία παρουσιάστηκε σ’ ἕνα ἀνθυπασπιστὴ καὶ αὐτὸς τὴν ἐξέλαβε γιὰ Ἀλβανίδα, προφανῶς κατάσκοπο, καὶ πῆγε νὰ τὴν πυροβολήσει μὲ τὸ ρεβόλβερ του. Αὐτὴ σήκωσε τὴν παλάμη της νὰ τὸν σταματήσει καὶ τοῦ εἶπε: “Μὴ χτυπᾶς. Ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ: τὴ Λαμπρὴ θὰ εἴσαστε στὰ σπίτια σας”.
Ἀμέσως δόθηκε διαταγὴ νὰ χτιστεῖ ἐκκλησία στὸ σημεῖο ποὺ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία, καὶ τελικὰ ἐπέλεξαν νὰ ἐπισκευαστεῖ ἕνας γκρεμισμένος μύλος. Οἱ μύλοι στὴν Ἀλβανία εἶναι τετράγωνα κτίρια γιὰ καλαμπόκι. Μοῦ πρότεινε ὁ διοικητὴς νὰ κάνω τοιχογραφίες, ἀλλὰ ἦταν πολὺ δύσκολο. Τὸ μέρος αὐτὸ ἐβάλλετο πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ ἐφοβόμουν. Δέχτηκα ὅμως νὰ κάνω τέσσερις εἰκόνες γιὰ τὸ τέμπλο, ἂν βροῦν τέσσερις σανίδες. Μπογιὲς εἶχε μαζί του ὁ λοχαγός μου, ὁ μακαρίτης Γεωργόπουλος, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μπορέσω νὰ κάνω σκηνὲς ἀπὸ μάχες. Αὐτὲς οἱ μπογιὲς ἐχρησίμευσαν στὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ καμουφλαριστοῦν τὰ νίκελ τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ διοικητοῦ. Κι ἀργότερα, γιὰ νὰ κάνω μερικὰ πορτραῖτα τοῦ λοχαγοῦ αὐτοῦ, ποὺ ἦταν φιλότεχνος καὶ βιβλιόφιλος. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες βρέθηκε ἕνα καπάκι ἀπὸ κιβώτιο. Ἐκεῖ πάνω ζωγράφισα τὴν “Παναγία τῆς Νίκης”, ἔχοντας ὡς πρότυπο μία κακοζωγραφισμένη Παναγία ποὺ κυκλοφοροῦσε σὲ δελτάρια. Ὅταν τελείωσε, τὴν ἐθαύμασαν ὅλοι οἱ στρατιῶτες, καὶ ἕνας λοχαγὸς μὲ παζάρευε νὰ τοῦ κάνω μία ἴδια γιὰ τὴν Κέρκυρα. Ὁ διοικητὴς τοῦ τάγματος ἔμενε μακριὰ ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ μέναμε ἐμεῖς, σὲ μία σκηνὴ καμουφλαρισμένη μὲ κούμαρα. Ἦταν μακριὰ ἡ σκηνή του καὶ ἔστειλε ἕνα μοτοσυκλεττιστή, γιὰ νὰ μὲ κουβαλήσει ἐκεῖ ποὺ ἔμενε. Ἐπῆρα τὴν εἰκόνα μαζί μου καὶ καβάλησα τὰ καπούλια τῆς μοτοσυκλέττας.
Καθὼς πηγαίναμε στὸ διοικητή, ἔφραξαν σχεδὸν τὸ δρόμο στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ποὺ εἶχαν στρατοπεδεύσει ἐκεῖ καὶ εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς εἰκόνας. Ἤδη, τὸ ταπεινό μου ἔργο, ποὺ δὲν εἶχε στεγνώσει ἀκόμα, εἶχε ἀποκτήσει φήμη θαυματουργῆς εἰκόνας. Ἐκείνη τὴν ὥρα βάρεσε συναγερμός. Ἐγὼ καὶ ὁ μοτοσυκλεττιστὴς πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς ποὺ εἴχαμε. Κανένας Ἀρτινὸς δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. “Βρὲ συνάδελφε”, μοῦ εἶπε ἕνας, “βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;” “ Ὄχι, φίλε”, τοῦ ἀπάντησα, “ἀλλὰ εἶμαι στρατιώτης καὶ ὑπακούω στὶς διαταγὲς τῶν ἀνωτέρων”… Ὅταν μὲ εἶδε ὁ διοικητὴς εἶπε σὲ ἕνα ἀνθυπολοχαγὸ νὰ μοῦ βγάλει μία φωτογραφία μὲ τὴν εἰκόνα μαζί.
Ὅταν γύρισα μετὰ τὸν πόλεμο στὴν Ἀθήνα, μοῦ παραδώσανε αὐτὴ τὴ φωτογραφία καὶ τὴν ἔχω ἀκόμα. Ἡ εἰκόνα παρίστανε τὴν Παναγία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ στὸ κάτω μέρος τὰ θαύματά της. Ἀριστερὰ τὸν ἀνθυπασπιστὴ ποὺ πάει νὰ πυροβολήσει τὴν Παναγία καὶ δεξιὰ τοὺς στρατιῶτες ποὺ πᾶνε νὰ χτίσουν τὸ μύλο, γιὰ νὰ τὸν κάνουνε ἐκκλησία. Τὴν ἄλλη μέρα φύγαμε γιὰ τὰ Γιάννενα.
Ὁ ποιητὴς Ντῖνος Χριστινόπουλος καταγράφει σὲ ἄρθρο του ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἴσως δὲν εἶναι εὐρέως γνωστό: Στὴ Θεσσαλονίκη, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν γερμανικῶν βομβαρδισμῶν, στὰ τζάμια κάποιων καταστημάτων σχηματιζόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, προφανῶς πρὸς ἐνίσχυση τῶν κατοίκων. Γράφει ὁ ποιητής:
«Ξαφνικά, ἐμφανίστηκαν σὲ καμιὰ δεκαριὰ σημεῖα, στὸ κέντρο τῆς πόλης (τῆς Θεσσαλονίκης), εἰκόνες τῆς Παναγίας στὰ τζάμια διαφόρων μαγαζιῶν. Στὴν ἀρχὴ μᾶς τὸ λέγαν καὶ δὲν τὸ πιστεύαμε. Οἱ Παναγίες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὰ τζάμια δὲν ἦταν ζωγραφισμένες, ἀλλὰ ἀχειροποίητες. Ἡ εἰκόνα σχηματιζόταν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ τζαμιοῦ, μέσα δηλαδὴ στὴν ὕλη τοῦ γυαλιοῦ. Δὲν ἦταν οὔτε ἀπὸ τὴν ἔξω μεριὰ οὔτε ἀπὸ τὴν μέσα. Καὶ ἦταν χρωματισμένη, ἀλλὰ μὲ ἄυλα, ἀνεξίτηλα χρώματα.
…Κάποτε πῆγα κι ἐγὼ καὶ ἔτσι ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὴν Παναγία ἀπὸ κοντά. Ἔπιανες τὸ τζάμι καὶ δὲν ἔπιανες τίποτα: Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ὑπῆρχε. Δὲν κάλυπτε ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ τζαμιοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸ κέντρο του. Θὰ ἔλεγες πὼς ἦταν σὰν βιτρό, ἀλλὰ δὲν ἦταν οὔτε βιτρώ. Τὰ χρώματα ἦταν πολὺ ἄυλα καὶ ἀχνά. Ὁ κόσμος προσκυνοῦσε καὶ ἀσπαζόταν τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα στὸ τζάμι, μερικοὶ ἄναβαν καὶ κάνα κερὶ ποὺ ἔφερναν μαζί τους. (…) Ἦταν πραγματικὰ μία ἀπὸ τὶς συγκινητικότερες στιγμὲς τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου».
Τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς 28ης Ὀκτωβρίου αὐτὰ μᾶς λέγει:
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀνυμνοῦμεν τάς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Ποιὸς πιστὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν προστρέχει καὶ δὲν στηρίζεται στὴν Παναγία μας. Ἡ Ἑλλάδα μας ὀφείλει τὴν ὕπαρξή της κυρίως στὴν Παναγία μας. Πότε κινδύνεψε ἡ Πατρίδα μας καὶ ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς δὲν ἦταν παροῦσα. Ἰδιαίτερα στὸν πόλεμο τοῦ 1940 ἦταν πολὺ μεγάλη ἡ παρουσία της καὶ ἡ βοήθειά της, ὅπως μᾶς τὸν ὡμολόγησαν οἱ γονεῖς μας, οἱ τότε στρατιῶτες πολεμιστές, ποὺ ἔζησαν τὰ θαύματά της. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν 21 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1953 ἀπεφάσισε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ συνεορτάζεται μετὰ τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς τῶν Νικητηρίων, τὴν 28 Ὀκτωβρίου.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε δύο ἀπό τά πολλά θαύματα τῆς Παναγίας μας κατά τό ἕπος τοῦ ’40:
Ὁ διάσημος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ἀναφέρει:
«Τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ πολέμου τῆς Ἀλβανίας, στὸ χωριὸ Κούτσι, τὴν ὥρα ποὺ παίρναμε συσσίτιο στὰ σκοτεινὰ ἀκούσαμε τὸ ἑξῆς νέο: Ἡ Παναγία παρουσιάστηκε σ’ ἕνα ἀνθυπασπιστὴ καὶ αὐτὸς τὴν ἐξέλαβε γιὰ Ἀλβανίδα, προφανῶς κατάσκοπο, καὶ πῆγε νὰ τὴν πυροβολήσει μὲ τὸ ρεβόλβερ του. Αὐτὴ σήκωσε τὴν παλάμη της νὰ τὸν σταματήσει καὶ τοῦ εἶπε: “Μὴ χτυπᾶς. Ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ: τὴ Λαμπρὴ θὰ εἴσαστε στὰ σπίτια σας”.
Ἀμέσως δόθηκε διαταγὴ νὰ χτιστεῖ ἐκκλησία στὸ σημεῖο ποὺ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία, καὶ τελικὰ ἐπέλεξαν νὰ ἐπισκευαστεῖ ἕνας γκρεμισμένος μύλος. Οἱ μύλοι στὴν Ἀλβανία εἶναι τετράγωνα κτίρια γιὰ καλαμπόκι. Μοῦ πρότεινε ὁ διοικητὴς νὰ κάνω τοιχογραφίες, ἀλλὰ ἦταν πολὺ δύσκολο. Τὸ μέρος αὐτὸ ἐβάλλετο πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ ἐφοβόμουν. Δέχτηκα ὅμως νὰ κάνω τέσσερις εἰκόνες γιὰ τὸ τέμπλο, ἂν βροῦν τέσσερις σανίδες. Μπογιὲς εἶχε μαζί του ὁ λοχαγός μου, ὁ μακαρίτης Γεωργόπουλος, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μπορέσω νὰ κάνω σκηνὲς ἀπὸ μάχες. Αὐτὲς οἱ μπογιὲς ἐχρησίμευσαν στὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ καμουφλαριστοῦν τὰ νίκελ τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ διοικητοῦ. Κι ἀργότερα, γιὰ νὰ κάνω μερικὰ πορτραῖτα τοῦ λοχαγοῦ αὐτοῦ, ποὺ ἦταν φιλότεχνος καὶ βιβλιόφιλος. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες βρέθηκε ἕνα καπάκι ἀπὸ κιβώτιο. Ἐκεῖ πάνω ζωγράφισα τὴν “Παναγία τῆς Νίκης”, ἔχοντας ὡς πρότυπο μία κακοζωγραφισμένη Παναγία ποὺ κυκλοφοροῦσε σὲ δελτάρια. Ὅταν τελείωσε, τὴν ἐθαύμασαν ὅλοι οἱ στρατιῶτες, καὶ ἕνας λοχαγὸς μὲ παζάρευε νὰ τοῦ κάνω μία ἴδια γιὰ τὴν Κέρκυρα. Ὁ διοικητὴς τοῦ τάγματος ἔμενε μακριὰ ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ μέναμε ἐμεῖς, σὲ μία σκηνὴ καμουφλαρισμένη μὲ κούμαρα. Ἦταν μακριὰ ἡ σκηνή του καὶ ἔστειλε ἕνα μοτοσυκλεττιστή, γιὰ νὰ μὲ κουβαλήσει ἐκεῖ ποὺ ἔμενε. Ἐπῆρα τὴν εἰκόνα μαζί μου καὶ καβάλησα τὰ καπούλια τῆς μοτοσυκλέττας.
Καθὼς πηγαίναμε στὸ διοικητή, ἔφραξαν σχεδὸν τὸ δρόμο στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ποὺ εἶχαν στρατοπεδεύσει ἐκεῖ καὶ εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς εἰκόνας. Ἤδη, τὸ ταπεινό μου ἔργο, ποὺ δὲν εἶχε στεγνώσει ἀκόμα, εἶχε ἀποκτήσει φήμη θαυματουργῆς εἰκόνας. Ἐκείνη τὴν ὥρα βάρεσε συναγερμός. Ἐγὼ καὶ ὁ μοτοσυκλεττιστὴς πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς ποὺ εἴχαμε. Κανένας Ἀρτινὸς δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. “Βρὲ συνάδελφε”, μοῦ εἶπε ἕνας, “βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;” “ Ὄχι, φίλε”, τοῦ ἀπάντησα, “ἀλλὰ εἶμαι στρατιώτης καὶ ὑπακούω στὶς διαταγὲς τῶν ἀνωτέρων”… Ὅταν μὲ εἶδε ὁ διοικητὴς εἶπε σὲ ἕνα ἀνθυπολοχαγὸ νὰ μοῦ βγάλει μία φωτογραφία μὲ τὴν εἰκόνα μαζί.
Ὅταν γύρισα μετὰ τὸν πόλεμο στὴν Ἀθήνα, μοῦ παραδώσανε αὐτὴ τὴ φωτογραφία καὶ τὴν ἔχω ἀκόμα. Ἡ εἰκόνα παρίστανε τὴν Παναγία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ στὸ κάτω μέρος τὰ θαύματά της. Ἀριστερὰ τὸν ἀνθυπασπιστὴ ποὺ πάει νὰ πυροβολήσει τὴν Παναγία καὶ δεξιὰ τοὺς στρατιῶτες ποὺ πᾶνε νὰ χτίσουν τὸ μύλο, γιὰ νὰ τὸν κάνουνε ἐκκλησία. Τὴν ἄλλη μέρα φύγαμε γιὰ τὰ Γιάννενα.
Ὁ ποιητὴς Ντῖνος Χριστινόπουλος καταγράφει σὲ ἄρθρο του ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἴσως δὲν εἶναι εὐρέως γνωστό: Στὴ Θεσσαλονίκη, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν γερμανικῶν βομβαρδισμῶν, στὰ τζάμια κάποιων καταστημάτων σχηματιζόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, προφανῶς πρὸς ἐνίσχυση τῶν κατοίκων. Γράφει ὁ ποιητής:
«Ξαφνικά, ἐμφανίστηκαν σὲ καμιὰ δεκαριὰ σημεῖα, στὸ κέντρο τῆς πόλης (τῆς Θεσσαλονίκης), εἰκόνες τῆς Παναγίας στὰ τζάμια διαφόρων μαγαζιῶν. Στὴν ἀρχὴ μᾶς τὸ λέγαν καὶ δὲν τὸ πιστεύαμε. Οἱ Παναγίες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὰ τζάμια δὲν ἦταν ζωγραφισμένες, ἀλλὰ ἀχειροποίητες. Ἡ εἰκόνα σχηματιζόταν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ τζαμιοῦ, μέσα δηλαδὴ στὴν ὕλη τοῦ γυαλιοῦ. Δὲν ἦταν οὔτε ἀπὸ τὴν ἔξω μεριὰ οὔτε ἀπὸ τὴν μέσα. Καὶ ἦταν χρωματισμένη, ἀλλὰ μὲ ἄυλα, ἀνεξίτηλα χρώματα.
…Κάποτε πῆγα κι ἐγὼ καὶ ἔτσι ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὴν Παναγία ἀπὸ κοντά. Ἔπιανες τὸ τζάμι καὶ δὲν ἔπιανες τίποτα: Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ὑπῆρχε. Δὲν κάλυπτε ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ τζαμιοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸ κέντρο του. Θὰ ἔλεγες πὼς ἦταν σὰν βιτρό, ἀλλὰ δὲν ἦταν οὔτε βιτρώ. Τὰ χρώματα ἦταν πολὺ ἄυλα καὶ ἀχνά. Ὁ κόσμος προσκυνοῦσε καὶ ἀσπαζόταν τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα στὸ τζάμι, μερικοὶ ἄναβαν καὶ κάνα κερὶ ποὺ ἔφερναν μαζί τους. (…) Ἦταν πραγματικὰ μία ἀπὸ τὶς συγκινητικότερες στιγμὲς τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου».