«Ἐγώ προσωπικά τό ἔχω μουρμουρίσει καθ’ ἑαυτόν, ἀλλά καί μέ ὅσους μποροῦσα νά εἶμαι, μέ ἄλλους ἀνθρώπους στό δρόμο, ὄχι τώρα πού εἶμαι κληρικός, ἀλλά καί τόν καιρό πού ἤμουν νέος ἄνθρωπος, τό ἑξῆς:
Νά ἐμφανίζεται μία γυναῖκα φοβερά ντυμένη, ἀκριβῶς γιά νά δείξει τήν τελευταία μόδα, καί νά λέμε: «Δέν βρέθηκε κανένας χριστιανός, νά πεῖ σέ αὐτή τή γυναῖκα ὅτι εἶναι ἕνας καραγκιόζης;».
Ποιοί φταῖνε; Οἱ οἶκοι μόδας καί οἱ ἔμποροι ὑφασμάτων! Σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ, δέν πειράζει, εἶχα ἕνα θεῖο, ἕναν μπάρμπα, ἐμποροϋπάλληλο, ὁ ὁποῖος μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἴδιος.
Δούλευε στό πιό μεγάλο κατάστημα, ἐμπορικό τῶν Ἀθηνῶν, μακαρίτης τώρα αὐτός, στήν ὁδό Ἑρμοῦ, καί πήγαινε ἐκεῖ ἡ ἀριστοκρατία τῶν γυναικῶν, νά πάρουν ὑφάσματα οἱ κυρίες, νά κάνουν τίς τουαλέτες τους. Καί τίς κολάκευε, μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Κυρία μου, αὐτό τό χρῶμα σᾶς πηγαίνει πάρα πολύ, σᾶς κάνει μεγαλοπρεπῆ, σᾶς κάνει κυρία … » καί ἄλλα πολλά. Ἡ κολακεία τοῦ ὑπαλλήλου τοῦ ἐμπορίου. Καί οἱ γυναῖκες, αὐτές οἱ ταλαίπωρες, βγαίνουν ἔξω, γιατί καί οἱ μοδίστρες κολακεύουν, καί εἶναι σάν καραγκιόζηδες. Ἔ, μπορεῖς νά πεῖς ὅτι εἶναι κάτι καλό, ἀλλά σέ τέτοιον ὑπερθετικό βαθμό, πού ἡ ἄλλη γυναῖκα νά ντυθεῖ σάν καραγκιόζης, γιατί ἐσύ τῆς εἶπες ὅτι τῆς πηγαίνει πάρα πολύ ὡραῖα; Μή νομιστεῖ ὅτι δίπλα μας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἕνας κόλακας.
Ἡ γυναῖκα πρέπει νά ἔχει αὐτοσυνειδησία, νά ἔχει σεμνότητα στό ὅλο της ντύσιμο, νά εἶναι ἐκεῖνο πού δέν τήν κάνει «ἐξαντρίκ». Τί θά πεῖ «ἐξαντρίκ»; Ἔξω ἀπό τό κεντρικόν. Ἑλληνική λέξη καί ἔχει ἐξευρωπαϊσθεῖ, εἶναι ἐκκεντρική, δέν εἶναι στό κέντρον, ἐκεῖ πού πρέπει νά εἶναι. Προσέξατέ το, ἀγαπητοί μου, αὐτό, εἶναι πολύ σπουδαῖο θέμα».