Όλα τα λειτουργικά κείμενα γενικώς, αποτελούν ένα ασίγητο στόμα που συνεχώς ομολογεί αλλά και διδάσκει τη σώζουσα πίστη και αλήθεια, έτσι όπως αυτή αποκαλύφθηκε κατά τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου. Οτιδήποτε άλλο, όσο ευφυές και όσο ορθολογικό κι αν ακούγεται, είναι απλά ένα καλογυαλισμένο δημιούργημα της ανθρώπινης πεπερασμένης λογικής και φαντασίας.
Με αφορμή τη σημερινή ακολουθία του όρθρου, που βεβαίως μπορούν πάρα πολλά να γραφούν, δεν θα αναφερθώ στα περί των δύο φύσεων και τα σχετικά με τις πλάνες του Νεστορίου, του Σεβήρου και των λοιπών, απλά ξεχώρισα πρόχειρα τρεις φράσεις ενδεικτικές, οι οποίες θεωρώ ότι απαντούν σε φιλοσοφούντες θεολόγους, διακατεχόμενους ακριβώς από αυτό το φρόνημα το οποίο διαχρονικά στην Εκκλησία υπήρξε η μήτρα που γέννησε τις κατά καιρούς αιρέσεις, έως και τις ημέρες μας, και το οποίο κάθε φορά κατεδίκαζαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Σήμερα, αυτού του είδους η θεολογία, είναι αποτέλεσμα σύγχυσης μεταξύ θεολογίας, φιλοσοφίας, ιατρικής και κοινωνιολογίας. Όμως θεολογώντας κατά τέτοιο τρόπο κανείς, καταλήγει να μην είναι ούτε θεολόγος, ούτε φιλόσοφος, ούτε ιατρός, ούτε κοινωνιολόγος, αλλά ένα νέο μόρφωμα αποτελούμενο από τα ανωτέρα συστατικά.
1. «… ἡ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον». Η αλήθεια δεν είναι κατασκεύασμα διανοητικής επεξεργασίας, αλλά άνωθεν αποκάλυψη και έχει την κίνηση εκ των άνω προς τα κάτω. Όταν η κίνηση αντιστρέφεται, κάνουμε λόγο για θεολογική σύγχυση με τις παρεπόμενες θεολογικές συνέπειες (βλ. σχολαστική θεολογία της Δύσης).
2. «…ὁμολογίας, ἧς πίνων ὁ νῦν Ἰσραήλ, Θεὸν ὁρᾷ φθεγγόμενον, Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι…». Αυτό αφορά τους θιασώτες της λεγόμενης εξέλιξης του δόγματος. Το δόγμα ως αποκάλυψη δεν εξελίσσεται. Η οποιαδήποτε λεγόμενη «εξέλιξή» του, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στεγνή εκλογίκευση του μυστηρίου, όμοια με αυτήν που έκαναν οι κατά καιρούς καταδικασμένοι αιρετικοί. Η βιωματική μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, δηλ. στην Πίστη και στο φρόνημά Της, αποτελεί ζήτημα εσωτερικής μεταμόρφωσης του ανθρώπου. Οι Πατέρες οι συγκροτήσαντες τις Συνόδους, αξιώθηκαν χαρισματικώς να αποφαίνονται ως «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου» , όχι διότι κατείχαν το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά διότι αξιώθηκαν κατά πρώτον να φρονούν κατά το φρόνημα της Κεφαλής του Σώματος, δηλ. του Χριστού, ως αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής αλλοίωσης που υπέστησαν, γενόμενοι θεοφόροι και θεόπτες του Λόγου.
3. «…ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας…». Οι Πατέρες είναι εκείνοι οι οδοδείκτες ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, οι οποίοι υπάρχουν σε όλες τις εποχές ως ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, ως έμπρακτα και ζωντανά μνημεία της βιώσεως της ενυπόστατης αλήθειας. Άρα λοιπόν δεν υπάρχει ούτε προ-πατερική, ούτε μετα-πατερική, ούτε ύστερο-πατερική θεολογία, παρά μόνο διαχρονική Πατερική θεολογία. Όλα τα άλλα είναι πυροτεχνήματα που δελεάζουν τους θεολογικά αδαείς.
Υ.Γ. Για όσους έχουν αλλεργία στον όρο «αίρεση» και μάχονται να διαγραφεί από το θεολογικό λεξιλόγιο, πρέπει να γνωρίζουν ότι σε επίπεδο δογματικής ερμηνείας, όσο υπάρχει γνωμικό θέλημα που ζητά να έχει αυθεντία απέναντι από το φρόνημα και την Πίστη της Εκκλησίας, θα υπάρχει σε κάθε περίπτωση η αίρεση, ως διαφορετική, πλην όμως ελεύθερη αντι-τοποθέτηση (εκ του αἱροῦμαι=επιλέγω ελεύθερα). Και είναι όντως οξύμωρο και αντιφατικό, από τη μια να επιχειρείς να εκκλησιοποιήσεις αυτή την ελεύθερη επιλογή διαφοροποίησης (αίρεση), και από την άλλη να κάνεις λόγο για «ελευθερία του προσώπου».
Βασίλειος Τουλουμτσής