
Γράφει ὁ κ. Διογένης Δ. Βαλαβανίδης,
Πρόεδρος Κέντρου Προστασίας τῆς Χριστιανικῆς Ταυτότητος
A΄ ΜΕΡΟΣ
Ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἀποτελεῖ τὸν ὑποστηρικτικὸ πυλώνα τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς κάθε Ὀρθόδοξου λαοῦ, χωρὶς τὸν ὁποῖο ἡ ἐπιβίωσή του θὰ ἦταν ἀπολύτως ἀδύνατη.
Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἐπιστήμονες τοῦ κόσμου, σερβικῆς καταγωγῆς, ὁ Νίκολα Τέσλα, ρωτήθηκε ἂν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἀπάντησε χωρὶς δισταγμό: «Ὄχι, δὲν πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Εἶμαι σίγουρος καὶ ξέρω ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει».
Ἔχοντας κατὰ νοῦ ὅτι μόνο ἡ πίστη στὸν Θεὸ παρέχει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ἡ παραμελημένη θρησκευτικότητα ὁδηγεῖ ἕνα ἄτομο σὲ μία νευρωτικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ στὸ σύστημα ἀξιολόγησης τῆς ζωῆς του. Μὲ ἄλλα λόγια, κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἀντικειμενικὴ ἀξία ἐπιβάλλεται ὡς ἡ κύρια ἀξία τῆς ζωῆς, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ πάντα εἶχε ἀξία, δηλαδὴ τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ καλό, καταστέλλεται. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, κάποιος εἰσέρχεται σὲ μία κατάσταση ἀπελπισίας, χαλάρωσης τῆς ζωῆς καὶ ἀπάθειας, δηλαδὴ σὲ μία κατάσταση τοῦ λεγόμενου ὑπαρξιακοῦ κενοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὴν κατάσταση, στὴν ὁποία βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγκαταλείψει τὶς παλιὲς ἀξίες χωρὶς νὰ δημιουργήσει νέες· ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει παραμελήσει τὸν παλιὸ ἠθικὸ κώδικα, πρὶν υἱοθετήσει ἕνα νέο, πιὸ τέλειο. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὑπαρξιακὸ κενὸ εἶναι τὸ καλύτερο παράδειγμα καὶ ἀπόδειξη τῆς νευρωτικῆς κατάστασης, στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τὸ αἴσθημα τῆς ἔλλειψης νοήματος τῆς ζωῆς εἶναι τρομακτικὸ καὶ καταστροφικὸ γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ ψυχιατρικὲς κλινικὲς εἶναι γεμᾶτες ἀσθενεῖς. Μὲ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος ἔχει χάσει τὴν πίστη του στὸν Θεὸ καὶ ἄρα τὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο καὶ σὲ ὅλες τὶς ὑψηλές, πνευματικὲς ἀξίες. Ἡ ἀπελπισία ἔχει γίνει ἀναπόφευκτος σύντροφος ζωῆς γιὰ τὰ μέλη ἑνὸς διεστραμμένου πολιτισμοῦ καὶ τῆς καταναλωτικῆς νοοτροπίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Τέτοιοι ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ἀπελπισμένοι, χρειάζονται βοήθεια καὶ θεραπεία, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ πίστη τους στὴ ζωὴ καὶ στὶς ὑψηλὲς ἀξίες, ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο. Τὸ καλύτερο παράδειγμα ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι λιγότεροι ἄνθρωποι σήμερα ἀπευθύνονται σὲ ἕνα ἱερέα, καθὼς ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὠφέλιμες ψυχοθεραπεῖες, γεγονὸς ποὺ ἔχει ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ πιὸ πλήρεις νευροψυχιατρικὲς κλινικές. Δεδομένου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, στὶς περισσότερες περιπτώσεις χάνουν καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, καὶ ἔτσι οἱ ψυχίατροι ἀναγκάζονται νὰ εἶναι ἕνα εἶδος σύγχρονων ἐξομολόγων ποὺ πρέπει νὰ ἀκοῦν περισσότερο τὸν ἀσθενῆ τους, ἀντὶ νὰ τὸν «ἀπελευθερώνουν» ἀπὸ τὸ ψυχοπαθολογικό του βάρος.
Στόχος τῆς θρησκείας εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ψυχοθεραπείας ἡ φροντίδα τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Ἂν καὶ ἡ πίστη στὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀποτελεσματικὴ στὴν ψυχοθεραπεία, τὸ κύριο κίνητρό της δὲν εἶναι ἡ θεραπεία, οὔτε ὁ στόχος της εἶναι ἡ ψυχικὴ ὑγεία, ἀλλὰ ἡ σωτηρία καὶ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονιστεῖ ἐδῶ ὅτι ἡ διάσταση τῆς θρησκευτικότητας εἶναι ὑψηλότερη καὶ εὐρύτερη ἀπὸ τὴ διάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ ψυχοθεραπεία. Ἡ διείσδυση σὲ αὐτὴν τὴν εὐρύτερη καὶ ἀνώτερη διάσταση δὲν συμβαίνει στὸ ἐπίπεδό της γνώσης, ἀλλὰ στὸ ἐπίπεδο τῆς πίστης.
Ἡ πίστη στὸν Θεὸ δίνει μία νέα διάσταση καὶ ἀξία στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀτόμου καὶ καθορίζει τὸ ὑψηλότερο νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ καθορίζει τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ πιστοῦ: τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι θὰ κατευνάσει τὴ συνείδησή του. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ ψυχοθεραπεία θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὸν Ἄλμπερτ Ἀϊνστάιν, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο – τὸ νὰ ρωτᾶς γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς σημαίνει νὰ εἶσαι θρησκευόμενος. Μποροῦμε μὲ ἀσφάλεια νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἕνα ἄτομο ἔχει χάσει ἢ χάνει τὸ ὑπερβατικό του νόημα, τὸ ὁποῖο ὑπονοεῖ τὴν πίστη στὸν Θεὸ ὡς ἀναπόσπαστο μέρος του, καὶ ὅτι οἱ παροδικοὶ στόχοι κυριαρχοῦν ὁλοένα καὶ περισσότερο, ἤ, ὅπως λέει ὁ Βίκτορ Φράνκλ, Αὐστριακὸς νευρολόγος καὶ ψυχίατρος, ὅτι μερικὲς φορὲς ἡ ἀπογοητευμένη θέληση γιὰ νόημα ἀντισταθμίζεται ἀπὸ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, πλοῦτο καὶ ἡδονή. Ἀμέτρητα παραδείγματα ἐπιβεβαιώνουν ὅτι οἱ μὴ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι βρίσκουν ὁλοένα καὶ περισσότερο τὸ νόημα τῆς ζωῆς σὲ παροδικὰ ἐπιτεύγματα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν οὐσιαστικὰ καὶ μόνιμα κανένα ἄτομο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συλλογίζεται βαθιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ὅτι αὐτοὶ οἱ στόχοι δὲν ἱκανοποιοῦν μόνιμα ἕνα ἄτομο, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς ἐξομολογήσεις ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἀντιμετωπίσει τὸν ἐπερχόμενο θάνατο.
Ἡ ζωὴ πρέπει νὰ ἔχει ἕνα ὑψηλότερο καὶ πιὸ σημαντικὸ νόημα ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ θέση, τὰ χρήματα ἢ τὶς αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε προσωρινὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι κατακλυσμένος ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐξαντλημένος ἀπὸ αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις καὶ κοινωνικὲς θέσεις.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὸ αἴσθημα ἀσφάλειας, ἐπειδὴ ἔχει ἀπομακρύνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ φύση, γιὰ νὰ ἐπιλέξει ὁ ἴδιος τί θέλει. Ἔχει βασιστεῖ ὑπερβολικὰ στὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τὸν χωρίζει καὶ τὸν διακρίνει ἀπὸ τὰ ζῶα, καὶ τοῦτο εἶναι ἡ λογική. Ἀλλὰ τί μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει ἡ λογική, ἂν δὲν ἔχει πίστη στὸν Θεό, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν σκοπὸ καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς του.
Κάποτε, ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἦταν ἡ βασικὴ κινητήρια δύναμη τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τώρα ἔχει συρρικνωθεῖ καὶ ἔχει ὑποβιβαστεῖ στὴν «κοινὴ θρησκευτικότητα». Οἱ κοινωνίες γεμίζουν ὁλοένα καὶ περισσότερο μὲ ἐπαναστάτες, δυσαρεστημένους καὶ ἐπιθετικούς, μὲ ἀποτέλεσμα τὶς ἐκκλησίες νὰ ἐπισκέπτονται ὄχι μόνο ὅσοι πιστεύουν εἰλικρινά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος ὅσων εὔκολα καὶ ἐπίμονα διέδωσαν μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ, σήμερα, δυστυχῶς, ἔχουν βιώσει τὴν πικρὴ ἀλήθεια ὅτι τὸ ὄπιο, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ὡς ναρκωτικό, ἔχει γίνει ἡ θρησκεία τῶν παιδιῶν τους!
Φυσικά, ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα, τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, δηλαδὴ τὰ καλύτερα στηρίγματα τῆς ἠθικῆς καθὼς καὶ ρυθμιστὲς τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, κάτι ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία, ἔχοντας κατὰ νοῦ ὅτι ἀκριβῶς οἱ κακὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις εἶναι ἡ ρίζα κάθε παρεξήγησης καὶ σύγκρουσης σὲ μικρότερη καὶ μεγαλύτερη κλίμακα. Μὲ ἁπλὰ λόγια, χωρὶς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη, ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια ἠθικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ὅπως ἀκριβῶς μία ἀνθρώπινη κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὸν Θεό, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ μία κοινωνία ἄθεων. Ἂν ὑποθετικὰ σχηματιζόταν μία τέτοια κοινωνία, θὰ ἔμοιαζε μᾶλλον μὲ φωλιὰ σφηκῶν, στὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι θὰ συγκρούονταν, θὰ δάγκωναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ θὰ ἐξολόθρευαν συνεχῶς.
Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ Βολταῖρος, Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας καὶ ἱστορικός τῆς Ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, εἶπε ὅτι ἕνας λαὸς χωρὶς πίστη εἶναι ἁπλῶς μία ὁμάδα ληστῶν. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι περίεργο ποὺ ἡ κινεζικὴ σοφία λέει: «Τὰ μπουντρούμια εἶναι κλειστὰ μέρα νύκτα, κι ὅμως εἶναι γεμᾶτα, ἀλλὰ οἱ ἐκκλησίες εἶναι ἀνοικτὲς μέρα νύχτα, κι ὅμως εἶναι ἄδειες». Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία ἀντανακλᾶ καλύτερα τὴν εἰκόνα ἑνὸς λαοῦ ἢ ἑνὸς ἀτόμου, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἄδειες ἐκκλησίες μιλοῦν μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο γιὰ τὶς ἄδειες ψυχὲς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ὅπου ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐγκαταλελειμμένη καὶ παραμελημένη, οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν της εἶναι κατάφυτες ἀπὸ ζιζάνια καὶ ἁμαρτία, καὶ ὅπου εἶναι τακτοποιημένη καὶ καθαρή, εἶναι ὁ καλύτερος δείκτης τῆς ἁγνότητας τῶν ψυχῶν ὅσων πιστεύουν.
Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ ντρέπονται νὰ μποῦν στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν ντρέπονται νὰ πηγαίνουν σὲ ταβέρνες καὶ καπηλεῖα κάθε μέρα. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὀπισθοδρομικὸ καὶ παλιομοδίτικο νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι παλιομοδίτικο νὰ λένε ψέματα καὶ νὰ κλέβουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ διστάζουν νὰ προσευχηθοῦν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ, δυσκολεύονται νὰ τὴν προσκυνήσουν, ἐνῶ ταυτόχρονα προσκυνοῦν καὶ προσεύχονται μπροστὰ σὲ ἀδύναμους προύχοντες καὶ ἁμαρτωλοὺς τυράννους.
Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχρανθεῖ ἐντελῶς ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο, ὁ πολίτης χάνει τὴν ἐλάχιστη ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε στὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ὁ ἠθικὸς κώδικας συμπεριφορᾶς ἔχει χάσει πρὸ πολλοῦ τὴν ἐφαρμογή του, ἐνῶ ἕνας νέος κώδικας δὲν ἔχει ἀκόμη δημιουργηθεῖ. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ὁδηγήσει σὲ μία τραγικὴ κατάσταση· ὁ ἄνθρωπος ἔχει βρεθεῖ ὄχι μόνο σὲ ἕνα ἀξιολογικό, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα ὑπαρξιακὸ καὶ ἠθικὸ κενό, στὸ ὁποῖο ἔχει χαθεῖ ἡ αἴσθηση τῆς διάκρισης τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακό. Δὲν εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσει τὴ δική του ζωὴ ἢ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, ἀλλὰ μόνο παραδίδεται στὰ ἔνστικτά του, κάτι ποὺ ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ σὲ ἀκολασία, ἀπογοήτευση καὶ μία γενικὴ ἀναμέτρηση γιὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ διαβρώνουν τὴν ἠρεμία καὶ τὴν ἰσορροπία τοῦ μυαλοῦ του. Ὅπως σημειώνει ὁ Βίκτορ Φράνκλ, ἡ σημερινὴ κοινωνία ἱκανοποιεῖ σχεδὸν ὅλες τὶς ἀνάγκες ἑνὸς ἀνθρώπου ἐκτὸς ἀπὸ μία, τὴν ἀνάγκη γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται σὰν ἕνας ἄστεγος καὶ ναυαγὸς ποὺ ὑπομένει μία μεγάλη καταιγίδα ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ πίστη, ποὺ κάποτε ἦταν μία ἰσχυρὴ δύναμη τοῦ πνεύματος, σήμερα ἔχει ἀποδυναμωθεῖ ἐντελῶς ἢ ἔχει χαθεῖ, ἔτσι ὥστε μία τέτοια κατάσταση τοῦ νοῦ, εἴτε θέλουμε νὰ τὸ παραδεχθοῦμε εἴτε ὄχι, εἶναι κατάσταση τοῦ νευρωτικοῦ, φοβισμένου καὶ ἀποξενωμένου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ νὰ βρεῖς τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ νὰ ξέρεις, γιατί ζεῖς καὶ σὲ τί ἀφιερώνεις τὴ ζωή σου εἶναι μεγάλη σοφία. Ὅσο ὑψηλότερο καὶ αἰώνιο εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς, τόσο πιὸ σημαντική, πληρέστερη καὶ οὐσιαστικότερη εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καί, ἑπομένως, τόσο πιὸ ἀνυψωμένη εἶναι ἡ ἀξιοπρέπειά του. Γιὰ κάποιον ποὺ ἔχει ὡς στόχο τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, καὶ ὑπάρχουν πολλὰ ἀπὸ αὐτά, τὸ νόημα τῆς ζωῆς δὲν ἔχει τὴν ἴδια σημασία, ὅπως γιὰ κάποιον ποὺ ζεῖ πρὸς ὄφελος τῆς ἀνθρωπότητας.
Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἔχει ἕνα πολικὸ ἀστέρι ζωῆς, πρὸς τὸ ὁποῖο νὰ κατευθύνει τὶς θελήσεις, τὶς ἐπιθυμίες, τὶς προσπάθειες καὶ τὴ δημιουργικότητά του. Ὅ,τι κι ἂν κάνει καὶ προσπαθεῖ, ὁ ἄνθρωπος καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι τίποτα δὲν καθορίζει τὶς δραστηριότητές του, ὅπως ὁ Θεός, τίποτα δὲν τὸν διεγείρει καὶ δὲν τὸν ἐμπνέει καλύτερα γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ στὴν καλωσύνη, νὰ γίνει πιὸ παρόμοιος καὶ ἔτσι πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ μέχρι ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς πίστης, ἢ μέχρι νὰ τὸν βρεῖ ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ ζωὴ ἀνάμεσα σὲ ἄλλα πράγματα καὶ ὄντα. Δὲν μπορεῖ νὰ προσανατολιστεῖ σωστά, νὰ γεφυρώσει ὅλα ὅσα εἶναι περιορισμένα, σύντομα καὶ παροδικά. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει ἤρεμα τὸν θάνατο. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Πολικὸς Ἀστέρας στὸ στερέωμα γιὰ τὰ ἄλλα ἀστέρια, τὴ Γῆ καὶ τοὺς ναυτικούς, εἶναι ὁ Θεὸς στὴν πνευματικὴ σφαῖρα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ πνεῦμα του. Ἂν ὁ Κύριος Θεὸς δὲν ὑπάρχει, τότε ποιὸ εἶναι τὸ νόημα νὰ ζοῦμε; Γιατί νὰ ὑποφέρουμε γιὰ δικαιοσύνη ἢ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἀλήθεια; Πάνω σὲ τί θὰ κτίσουμε τὴν ἠθική μας καὶ τὴν πνευματική μας ζωή;
Οἱ πιὸ ἱκανοὶ νὰ ἐπιβιώσουν ἀπὸ ὅλες τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ὅλους τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἀδικίες, ὅλες τὶς στερήσεις καὶ τὴν παραμέληση, δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ περισσότερα, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ εἶναι στραμμένοι στὴν αἰωνιότητα, ποὺ ἔχουν στόχο καὶ νόημα στὴ ζωή. Μόνο ἕνα ἄτομο ποὺ ἔχει νόημα στὴ ζωὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβιώσει ἀπὸ τὶς δυσκολίες. Πρέπει νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ θυμόμαστε ὅτι δὲν ὑπάρχει ζωὴ ἄνευ νοήματος καὶ ἀπελπιστικῆς κατάστασης. Ὑπάρχει πάντα καὶ παντοῦ ἕνας τρόπος, μία διέξοδος καὶ μία λύση στὰ προβλήματα, τὶς ἀτυχίες καὶ τὶς σταυρώσεις. Ἁπλῶς χρειάζεται νὰ στραφοῦμε στὴν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς. Πρέπει νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε τὸ συντομότερο δυνατὸ καὶ νὰ τὸ κατευθύνουμε πρὸς τὸ μέλλον. Ἀκόμα καὶ στὰ «στρατόπεδα θανάτου» τοῦ Χίτλερ, οἱ μόνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβιώσουν ἦταν ὅσοι ἦταν πιστοὶ καὶ ψυχολογικὰ προσανατολισμένοι στὸ μέλλον, εἴτε ὅσοι ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ ἔργο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐκπληρώσουν στὸ μέλλον, εἴτε σὲ κάποιο ἄτομο ποὺ τοὺς περίμενε μὲ ἀγάπη.
Σὲ κάθε τόπο, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ παντοῦ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ πετύχει κάτι μέσα ἀπὸ τὰ βάσανα. Ἂς θυμόμαστε ὅτι ὅλα τὰ σπουδαῖα στὴν ἀνθρώπινη φυλὴ ἐπιτυγχάνονται κυρίως μέσα ἀπὸ τὰ βάσανα, τὴν ἀπάρνηση καὶ τὴν ἐξιλέωση. Ἡ ζωὴ ἔχει νόημα μόνο ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νὰ δώσει τὶς σωστὲς ἀπαντήσεις στὰ προβλήματα ποὺ τοῦ θέτει ἡ ζωή, προκειμένου νὰ ἐκπληρώσει τὰ καθήκοντά του. Ὑπάρχουν καταστάσεις στὴ ζωὴ ὅπου ὁ στόχος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μέσω τῆς ἐργασίας καὶ τῆς ἀπόλαυσης, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ βάσανα. Αὐτὸς ποὺ ξέρει, γιατί ζεῖ, θὰ ξέρει ἐπίσης πῶς νὰ ἐπιβιώσει ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυσκολίες. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ μία ἀπελπιστικὴ κατάσταση ἢ σὲ ἕνα ἀδιέξοδο. Ὁμοίως, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο Θεὸ δὲν βαριέται στὴ ζωὴ καὶ ἡ πλήξη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δύσκολα ψυχολογικὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ μετατρέψει τὰ βάσανα τοῦ παρόντος σὲ θρίαμβο τοῦ μέλλοντος, μόνο ἂν ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς ὑψηλότερου στόχου, στὸν ὁποῖο τὸ παρελθὸν θὰ μετατραπεῖ σὲ μέλλον.
Χρειαζόμαστε τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς στηρίξει πνευματικά, νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει, νὰ μᾶς ἐμπνεύσει καὶ νὰ μᾶς δώσει νόημα στὴν ὕπαρξή μας. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ νόημα τῆς ζωῆς του δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ζεῖ χωρὶς σκοπὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποδεχθεῖ. Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ἡ πίστη στὸν Θεὸ εἶναι ἀπαραίτητα τόσο γιὰ τὸ θεωρητικὸ ὅσο καὶ γιὰ τὸ πρακτικὸ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ ἀδιαφορία, τὴ σύγχυση καὶ τὴν ἔλλειψη νοήματος τῆς ζωῆς, ὥστε ἡ ἠθικὴ νὰ λάβει πρακτικὴ ὑποστήριξη, ἐπειδὴ ἡ ἔλλειψη σκοποῦ τῆς ζωῆς εἶναι μία καρκινικὴ πληγὴ τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ ποὺ μᾶς φέρνει μία φιλοσοφία χωρὶς Θεό. Γι’ αὐτὸ ὁ Φρίντριχ Νίτσε εἶπε προφητικά: «Ἦλθε ἡ ὥρα ὁ ἄνθρωπος νὰ καθορίσει τὸν στόχο του. Ἦλθε ἡ ὥρα ὁ ἄνθρωπος νὰ σπείρει τοὺς σπόρους τῆς μεγάλης ἐλπίδας».
Ἡ γενικὴ κατάσταση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου στὸν εἰκοστὸ καὶ ἰδιαίτερα στὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰώνα εἶναι ἡ ἔλλειψη σκοποῦ, ὁ μηδενισμός, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ τί νὰ κάνει μὲ τὴ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ, καὶ ὡς ἐκ τούτου, δὲν εἶναι περίεργο ποὺ σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζεται ὡς ἕνα ἄρρωστο ὄν. Ἡ συνείδησή μας ἔχει ἀφεθεῖ στὸν ἑαυτό της, χωρὶς Θεό, ἔχει γίνει φοβισμένη καὶ ἀνασφαλής, τεταμένη καὶ νευρωτική, ἀπομονωμένη καὶ ἀποξενωμένη ἀπὸ ὅλα στὴ φύση ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἀποξενωμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Πολὺ συχνά, ἡ βαθύτερη αἰτία μίας νευρωτικῆς ὕπαρξης θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας νευρωτικὸς ἔχει μία ἀνεπάρκεια, δηλαδὴ ὅτι ἡ σχέση του μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο ἔχει διαταραχθεῖ. Ἡ σύνδεσή του μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο καταστέλλεται, καὶ ὅταν βρεθεῖ σὲ μία τέτοια κατάσταση, τότε ἐμφανίζεται ἡ πνευματικὴ ἀσθένεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου – ἡ ἔλλειψη σκοποῦ τῆς ζωῆς.
Μὲ ἁπλὰ λόγια, ἕνα ἄτομο ποὺ δὲν ἔχει νόημα στὴ ζωὴ ἔχει ἀκόμη λιγότερο νόημα νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν καλωσύνη, τὴν ἀλήθεια, τὴν ἐλευθερία, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη, χωρὶς τὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχει πρόοδος. Τὰ αἰώνια ἰδανικά, ὅπως ὅλες οἱ πνευματικὲς ἀξίες, πρέπει νὰ διατηροῦνται μὲ τὴν προθυμία νὰ ὑποφέρει κανεὶς καὶ νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βρίσκει τὸ ἀναζητούμενο νόημα στὴ ζωὴ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποφέρει, νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ θυσιαστεῖ παντοῦ καὶ πάντα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ στόχου του. Καὶ ἀντίστροφα, ἂν ἕνας ἄνθρωπος δὲν ἔχει νόημα στὴ ζωή, εἶναι πάντα καὶ παντοῦ ἕτοιμος νὰ ἀφαιρέσει τὴ ζωή του, ἀκόμα καὶ ὅταν ὅλες οἱ ὑλικές του ἀνάγκες εἶναι ἱκανοποιημένες.
Ὁ Ντοστογιέφσκι εἶπε μία πικρὴ ἀλήθεια, ὅτι ἡ ψυχὴ χωρὶς Θεὸ εἶναι κάτι τρομερό, καὶ πρέπει νὰ τὸν πιστέψουμε, ἐπειδὴ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει βιώσει ἀπὸ πρῶτο χέρι ὅλο τὸ κακὸ τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Μία ψυχὴ χωρὶς Θεὸ εἶναι μία ἔρημος, χωρὶς καθόλου πράσινο· μία νύκτα χωρὶς οὔτε μία ἀκτίδα φωτός· μοναξιὰ χωρὶς καμία ἐλπίδα νὰ βρεθεῖ μία κατάλληλη συντροφιά. Μία ψυχὴ χωρὶς Θεὸ εἶναι, μὲ τὴν πιὸ κυριολεκτικὴ ἔννοια τῆς λέξης, μία ἐπίγεια κόλαση. Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ ἀπώλεια τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀπάθειας, τῆς ἀπελπισίας, τῶν κοινωνιογενετικῶν νευρώσεων, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ὑπαρξιακὸ κενό, κάτι ποὺ ἔχει ἤδη συζητηθεῖ καὶ τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνουμε λόγῳ τῆς τεράστιας σημασίας τοῦ θέματος. Αὐτὸ εἰσάγει περαιτέρω τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ σὲ ὑπαρξιακὴ ἀπογοήτευση, στὴν ὁποία δειλὰ ἀναζητᾶ διέξοδο στὴν αὐτοκτονία. Σήμερα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὰ μέσα, γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν, τὸν λόγο γιὰ νὰ ζήσουν, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἰσχυρὴ πίστη στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ προσανατολισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας.