Τοῦ Γεωργίου Μαντζαρίδη
Ἡ
συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ἐκπλήσσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἐκπλήσσεται, πρέπει νὰ διερωτηθεῖ, ἂν πράγματι συνάντησε τὸν Χριστό, ἂν
αἰσθάνθηκε τὴν ἀληθινὴ παρουσία του. Ἡ ἔκπληξη αὐτή δὲν εἶναι ἀνεξήγητη,
οὔτε παράλογη, ἀλλά κατανοητὴ καὶ λογική. Εἶναι κάτι πού δημιουργεῖται
ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερφυσικό, τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸ
ἀπόλυτο, τοῦ πρόσκαιρου μὲ τὸ αἰώνιο.
Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος πού κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου συναντιέται μὲ τὸν
Κύριο τῆς ζωῆς ὅταν τὸ κτίσμα ἀντικρύζει τὸν κτίστη του, ἀναδύονται
ἀσύμμετρες σχέσεις, δημιουργοῦνται ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις. Καὶ οἱ
ἐκπλήξεις αὐτές γίνονται συγκλονιστικότερες, ὅταν ὁ Κύριος ταπεινώνεται
μπροστὰ στὸ κτίσμα, γιὰ νὰ τὸ ὑπηρετήσει. Οἱ ἐκπλήξεις μάλιστα ἐδῶ δὲν
περιορίζονται στὴν φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἐπεκτείνονται καὶ σὲ λεπτομερειακὲς μορφές τους.
Στὴν
συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα πρώτη ἔκπληξη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
διάλογος πού συνάπτεται μεταξύ τους. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται στὴν
Σαμαρείτιδα καὶ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ πιεῖ. Αὐτή ἐκπλήσσεται καὶ ρωτάει:
«Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος;
Οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».
Ἡ
ἔκπληξη εἶναι διπλὴ ἢ μᾶλλον πολλαπλή: Πῶς ἕνας Ἰουδαῖος, ὁ Ἰησοῦς,
ἀπευθύνεται σὲ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Σαμάρεια; Ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο, πῶς
συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα, καὶ μάλιστα διαβεβλημένη, ὅπως καλῶς ὁ ἴδιος
γνωρίζει; Καὶ τέλος, πῶς στὴν γυναίκα αὔτην ἀποκαλύπτει τὴν ὑψηλότερη
καὶ βαθύτερη ἀλήθεια τοῦ μεσσιανικοῦ του κηρύγματος;
Κάθε
ἔκπληξη πού δοκιμάζουμε ὀφείλεται στὴν συνάντηση μὲ κάτι καινούργιο·
στὴν φανέρωση κάποιας πραγματικότητας, κάποιου προσώπου, κάποιας
ἀλήθειας πού ὡς τότε ἀγνοούσαμε. Ὀφείλεται δηλαδὴ σὲ κάποια ἀποκάλυψη.
Αὐτό παρατηροῦμε καὶ στὴν περίπτωση τῆς συναντήσεως πού ἐξετάζουμε.
Ἡ
Σαμαρείτιδα ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς’Ἰουδαίου, πού σπάζει τοὺς
φραγμοὺς τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τὴν φυλή της καὶ συνδιαλλέγεται μαζί της·
ζητάει νερὸ γιὰ νὰ πιεῖ. Καὶ πρὶν συνέλθει ἀπὸ τήν ἔκπληξη αὐτή,
δοκιμάζει μιὰ ἀκόμα μεγαλύτερη. Ἀκούει ὅτι αὐτός πού ζητάει τὸ νερὸ
εἶναι σὲ θέση νὰ τῆς προσφέρει ὁ ἴδιος «ὕδωρ ζῶν». Ἡ ἔκπληξη ὅμως αὐτή
δὲν προκλήθηκε ἀπὸ κάποια νέα ἀποκάλυψη, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἀπορία πού τῆς
δημιουργήθηκε.
-Κύριε, λέει ἡ γυναίκα, ἐσὺ δὲν ἔχεις οὔτε κουβά, καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ πού ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
«Ὕδωρ
ζῶν» εἶναι τὸ τρεχούμενο νερό. Τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ δὲν εἶναι
τρεχούμενο. Δὲν εἶναι ἑπομένως «ὕδωρ ζῶν». Παραταῦτα ἡ Σαμαρείτιδα δὲν
ἀπορεῖ γι’ αὐτό σκέφτεται ἀκόμα τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Δὲν πάει ὁ νοῦς
της σὲ κάποιο τρεχούμενο νερό. Ἀλλὰ καὶ ἂν σκεφτόταν τέτοιο νερό, δὲν θὰ
εἶχε καταλάβει τί ἐννοοῦσε ὁ Χριστός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ Χριστὸς
λέγοντας «ὕδωρ ζῶν» δὲν ἐννοοῦσε κάποιο τρεχούμενο νερὸ πού σβήνει
προσωρινὰ τὴν σωματικὴ δίψα, ἀλλά νερὸ πού δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο
ἀστείρευτη πηγὴ αἰώνιας ζωῆς. Νερὸ πού ἀφανίζει τὸν θάνατο.
Ἡ
Σαμαρείτιδα, νομίζοντας ὅτι κατάλαβε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ζήτησε νὰ
τῆς δώσει τὸ μαγικὸ αὐτό νερό, γιὰ νὰ λύσει τὸ κοπιαστικὸ ἔργο τῆς
ὑδρεύσεώς της. «Κύριε, λέει, δῶσε μου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ
νὰ μὴν ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ κουβαλῶ νερό». Ἡ γυναίκα πίστεψε πώς βρῆκε μιὰ
εὔκολη λύση γιὰ τὸ πρόβλημά της. Ὁ Χριστὸς τῆς μίλησε γιὰ νερὸ πού
ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ γίνεται πηγὴ αἰώνιας ζωῆς. Ἐκείνη
φαντάστηκε νερὸ φυσικό, πού θὰ τὸ πιεῖ μιὰ φορὰ καὶ δὲν θὰ ξαναδιψάσει
οὔτε θὰ χρειάζεται νὰ πηγαίνει στὸ πηγάδι γιὰ νερό.
Ὅσο
ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται στὴν ἐγκοσμιότητα, δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει
αἰώνιες ὑπερβατικὲς ἀλήθειες. Μπορεῖ νὰ ἐκπλήσσεται, νὰ ἀπορεῖ, νὰ
θαυμάζει. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ περιμένει μαγικὲς λύσεις. Ἀλλὰ παραμένει
ἐγκλωβισμένος στὸν αἰσθητὸ κόσμο, δεσμευμένος ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἀμεσότητα.
Ἀσχολεῖται μὲ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας. Ὁ νοῦς του δὲν πηγαίνει
πέρα ἀπὸ αὐτά. Δὲν λειτουργοῦν οἱ πνευματικές του αἰσθήσεις. Ἀκόμα καὶ
ἂν ἀκούσει κάτι πού ὑπερβαίνει τὴν αἰσθητή ἀμεσότητα, κάτι πού βρίσκεται
πέρα ἀπὸ τὴν ἐγκοσμιότητα, τὸ ἀντιλαμβάνεται αἰσθητικὰ καὶ κοσμικά.
Ἔχει ἀναζητήσεις, δοκιμάζει ἐκπλήξεις, δέχεται ἀποκαλύψεις, ἀλλά
κινεῖται πάντοτε μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Σκέφτεται, ἀντιλαμβάνεται
καὶ ζεῖ ὑποταγμένος στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Τὸ
φράγμα, στὸ ὁποῖο προσκρούει καὶ σταματᾶ κάθε σκέψη καὶ ἐνέργεια τοῦ
ἀνθρώπου, κάθε ἔκπληξη πού δοκιμάζει ἢ ἀποκάλυψη πού γνωρίζει, εἶναι τὸ
φράγμα τοῦ θανάτου. Καμιὰ ἀνακάλυψη, καμιὰ ἐφεύρεση, καμιὰ τέχνη ἢ
φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ σπάσει τὸ φράγμα αὐτό. Ὅλα, ὅσα τοῦ γίνονται
γνωστὰ ἢ προσιτά, βρίσκονται «ἐντεῦθεν» τῶν ὁρίων τοῦ θανάτου.
Ἡ
ὑπέρβαση τοῦ θανάτου δὲν γίνεται μὲ τὴν λογικὴ ἢ τὴν διαλεκτική, μὲ τὴν
ἐπιστήμη ἢ τὴν μαγεία. Ὅλα αὐτά ἐξυπηρετοῦν ἐνδοκόσμιες ὑποθέσεις. Ἡ
ὑπέρβαση τοῦ θανάτου γίνεται μὲ τὸ θαῦμα· μὲ τὸ κατεξοχὴν θαῦμα πού
εἶναι ἡ ἀνάσταση. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατεξοχὴν
ἀποκάλυψη, ἢ ἀκριβέστερα ἡ μόνη ἀληθινὴ ἀποκάλυψη, γιατί ἀνοίγει στὸν
ἄνθρωπο μιὰ ἐντελῶς καινούργια πραγματικότητα. Γι’ αὐτό καὶ κάθε θαῦμα
τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «σημεῖον», δηλαδὴ δείκτη πού παραπέμπει τὸν ἄνθρωπο
«ἐκεῖθεν» τῶν ὁρίων τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὴν ἀνάσταση, στὴν
αἰωνιότητα.
Ὅσο
ἡ Σαμαρείτιδα συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό, δὲν καταλάβαινε οὐσιαστικά τὰ
λόγια του. Ἐκεῖνος μιλοῦσε στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτή μετέφερε
αὐτόματα ὅσα ἄκουε στὸ ἐπίπεδο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Δὲν ὑπῆρχε σημεῖο
συναντήσεως. Τὸ σημεῖο αὐτό δημιουργήθηκε μὲ τὸ «σημεῖον»-θαῦμα, πού τῆς
ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Τῆς εἶπε: «Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα
ἐδῶ». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Τότε τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Καλὰ
εἶπες πῶς δὲν ἔχεις ἄνδρα. Γιατί εἶχες πέντε ἄνδρες, καὶ αὐτός πού ἔχεις
τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἀληθινὸ ἦταν αὐτό πού εἶπες».
Ὁ
λόγος τοῦ Χριστοῦ μετακίνησε τὴν Σαμαρείτιδα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Φανέρωσε
μπροστά της μιὰ νέα δυνατότητα, πού δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ
ἀναγκαιότητα. Τῆς ἄνοιξε τὴν προοπτικὴ κατακόρυφης θέασης καὶ ἀναφορᾶς.
Τότε ἡ γυναίκα ἄφησε τὸ βιοτικὸ πρόβλημα τοῦ νεροῦ, ἢ ἀκριβέστερα τὸ
ξέχασε τελείως, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν συνέχεια τῆς ἀφηγήσεως, καὶ ζήτησε
νὰ λύσει ἕνα ἄλλο πρόβλημα, νὰ κορέσει μιὰν ἄλλη δίψα, τὴν μεταφυσικὴ
δίψα της.
Λέει:
«Κύριε, βλέπω ὅτι εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας λάτρεψαν τὸν Θεὸ στὸ
βουνὸ αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς λέτε ὅτι τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ποὺ πρέπει
νὰ λατρεύεται ὁ Θεός». Καὶ τότε δέχεται τὴν μεγάλη ἀποκάλυψη: «Ἔρχεται
ὥρα, καὶ ἤδη ἦρθε, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ λατρεύσουν τόν Πατερα
«ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθεία. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν
Πνεύματι καὶ Ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται αὐτό πού
πιστεύει καὶ λατρεύει. Ὅταν πιστεύει καὶ λατρεύει «ἐν Πνεύματι καὶ
Ἀληθεία» τὸν Θεό, γίνεται καὶ αὐτός ὡς ἕνα βαθμὸ ὅμοιός του· γίνεται
πνευματικὸς καὶ ἀληθινός.
Τότε
ξεπηδᾶ ἡ θρησκευτικὴ πίστη τῆς γυναίκας καὶ λέει: «Ξέρω ὅτι θὰ ἔρθει ὁ
Μεσσίας, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσει ὅλα».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει: «Ἐγώ εἰμὶ ὁ λαλῶν σου».
Ἡ
ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ἡ Σαμαρείτιδα συνέπεσε μὲ μιὰ ἔκπληξη πού
δοκίμασαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, πού ἔφτασαν τότε ἐκεῖ. Αὐτοί ἀπόρησαν,
πῶς ὁ Διδάσκαλός τους μιλοῦσε μὲ τὴν γυναίκα ἐκείνη. Καὶ ἡ ἔκπληξή τους
αὐτή ἦταν ἕνα χρήσιμο «σημεῖο». Ἦταν μιὰ προετοιμασία, πού θὰ τοὺς
βοηθοῦσε νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πού θὰ κηρύξουν ὑπερβαίνει καὶ
τὰ πιὸ αὐστηρά φυλετικά, κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ ὅρια.
Ὅσο
ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται στὶς βιοτικές του μέριμνες, μένει προσηλωμένος
στὰ ἐγκόσμια καὶ λησμονεῖ τὶς βαθύτερες ἀνάγκες του. Ὅταν ὅμως ἀπὸ
κάποια αἰτία ξυπνᾶ ἡ βαθύτερη πνευματικὴ ἀνησυχία του καὶ διαπιστώνει
ὅτι βρίσκει τὴν ἀπάντηση στὸ λησμονημένο καὶ συχνὰ ἀπωθημένο ὑπαρξιακὸ
ἐρώτημα τῆς καρδιᾶς του, τότε λησμονεῖ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες του καὶ
ἀπωθεῖ τὶς βιοτικές του μέριμνες.
«Ἄφησε
ἡ γυναίκα τὴν στάμνα της ἐκεῖ, πῆγε στὴν πόλη καὶ εἶπε στοὺς ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα στὴν ζωή μου.
Μήπως αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας;» Προφανῶς ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε πεισθεῖ ὅτι
αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Αὐτό ἄλλωστε ἤθελε νὰ ἀναγγείλει στοὺς συμπολίτες
της. Ἤθελε νὰ τοὺς καταστήσει κοινωνοὺς τῆς μεγάλης χαρᾶς της. Ἀλλὰ καὶ
ὡς ἄνθρωπος θὰ ἤθελε ἴσως νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ ἀπό τούς ἄλλους γιὰ τὴν
ἐκπλήρωση τῆς κοινῆς προσδοκίας τους. Καὶ ἡ ἐπιβεβαίωσή της αὐτή ἔγινε
μὲ τὴν ἐμπειρία πού ἀπεκόμισαν οἱ συμπολίτες της ἀπὸ τὴν συνάντησή τους
μὲ τὸν Ἰησοῦ. Μοιρασμένη χαρά, διπλὴ χαρά. Χαρὰ πού ἀνήκει σὲ ὅλους καὶ
στὸν καθένα. «Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιάν πιστεύομεν αὐτοί γὰρ ἀκηκόαμεν,
καὶ οἴδαμεν ὅτι αὐτὸς ἐστὶν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός».
Ἡ
πραγματικὴ πίστη δὲν στηρίζεται στὴν ἀκοή ἢ τὴν πληροφορία ἀλλά στὴν
προσωπικὴ ἐμπειρία. «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», λέει ὁ
Ψαλμωδός. «Ἔρχου καὶ ἴδε», εἶπε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναήλ». Ἂν δὲν δεῖς
τὸν Θεὸ μέσα στὴν ζωή σου, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μὴν περιμένεις
νὰ τὸν δεῖς μετὰ τὸν θάνατό σου. Ἐδῶ ἑτοιμάζονται τὰ πνευματικὰ
αἰσθητήρια, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται αἰσθητὸς ὁ Θεὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς
Βασιλείας του.
Ἰδιαίτερα
ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχασε τὰ πνευματικὰ αἰσθητήριά του καὶ παραμένει
ἄσχετος πρὸς τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα. Ἔχασε ἐν πολλοῖς καὶ τὴν
αἴσθηση τῆς ἐκπλήξεως, τῆς καθημερινῆς ἐκπλήξεως, γιατί μηχανοποίησε τὴν
ζωή του καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ ἀνιαρὴ ρουτίνα. Ὅπως εἶναι ὀλέθριο γιὰ τὸν
ἱερέα νὰ συνηθίσει τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὶς λατρευτικές τελετὲς πού
τελεῖ, ἔτσι εἶναι ὀλέθριο γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ συνηθίσει τὴν
καθημερινή ζωή του καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς εὐκαιρίες καὶ τὶς ἐκπλήξεις
της.
Ἡ
ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι μία ἰσόβια λειτουργία. Καὶ εἶναι γεμάτη μὲ
μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ἐκπλήξεις, θετικὲς καὶ ἀρνητικές· θετικές, ποὺ
τὶς βλέπουμε πολλὲς φορὲς ἀρνητικά, ἀλλά καὶ ἀρνητικές, ποὺ θὰ
μπορούσαμε νὰ τὶς δοῦμε καὶ νὰ τὶς ζήσουμε θετικά. Ὅποιος διατηρεῖ κάπως
τὸ «ὕδωρ ζῶν», πού ἐνσταλάχθηκε μέσα του κατὰ τὸ Βάπτισμα, μπορεῖ νὰ
ζεῖ τὴν καθημερινότητά του δημιουργικὰ μὲ ὅλες τὶς θετικὲς καὶ τὶς
ἀρνητικὲς ἐκπλήξεις της, ξεδιψώντας μὲ τὸ «ὕδωρ ζῶν»· ἀφομοιώνοντας τὴν
ἀλήθεια τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ δίνοντας νόημα καὶ περιεχόμενο στὴν
προσκαιρότητα.