Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Τιμής όρεξις φαντασία

 

Ερωτήσεις Αδαούς

Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

   Πολλές φορές, παρακολουθώντας κάθε χρόνο τις εκδηλώσεις των ΛΟΑΤΚΙ αδελφών μας, κυρίως με τις “παρελάσεις υπερηφάνειας”, προβληματίζομαι έντονα γιά την επιλογή της λέξης “υπερηφάνεια”.
    Επίσης, ιδιαίτερα δυσνόητη έχει καταστεί η λαθεμένη πεποίθηση πως μπορεί κάποιος να βιώνει την πνευματική ζωή και ταυτόχρονα να υπεραμύνεται του δικαιώματός του να “παρελαύνει” (ακριβέστερος ο όρος “υπερ-εκτίθεται“) υπερήφανος για την επιλογή του να κινείται στο χώρο των παρά φύσιν ηδονικών απολαύσεων στις οποίες μάλιστα εναντιώνεται η πνευματική ζωή ως διαφορετική, εν Χριστώ, ζωή.
Κοντολογίς, δεν έχουν μάλλον επίγνωση οι “διαφορετικοί” αδελφοί μας τι σημαίνει να λένε ότι είναι πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού και να υπεραμύνονται ταυτόχρονα ενός καταστρεπτικού γιά την ψυχή πάθους σαρκικού γιά το οποίο μάλιστα εκτίθενται καθ υπόδειξιν περίεργων “Σχολείων”,  “τόξων”, ΜΚΟ και πολιτειακών αξιωματούχων της ημεδαπής και της αλλοδαπής. 
Προωθείται η εγωπάθεια, ο εγωϊσμός, η υπερηφάνεια, η αλαζονεία, η αγνωσία κλπ.
   Τον έντονο αυτό προβληματισμό μου ήρθε, ως απο μηχανής θεός, να διαφωτίσει ένας βαθιά πατερικός άνθρωπος, ένας αληθινός πανεπιστημιακός δάσκαλος με φόβο Θεού και άριστος γνώστης των κανόνων της ψυχολογίας και ειδικά της ποιμαντικής ψυχολογίας, ο μακαριστός Ιωάννης Κορναράκης. 
Επιλέγω κάποιες θέσεις του από  ένα άρθρο του με τίτλο “Τιμής όρεξις φαντασία” (“Πειραϊκή Εκκλησία”, τευχ. 251 Σεπτέμβριος 2020, σελ. 52-3).
Ο μακαριστός δίνει αρχικά τον ορισμό του υπερήφανου ανθρώπου διευκρινίζοντας πως “μεγεθύνεται αξιολογικώς η εικόνα του ατόμου αυτού στα όρια μιάς ψευδούς, πλασματικής, ιδεατής, μη πραγματικής εικόνας, δηλαδη φαντασιακής!”
   Αναρωτιέται δε ο ίδιος ποιό είναι το κίνητρο γιά μιά τέτοια κίνηση για να δώσει κατόπιν την απάντηση μέσω μιάς προσωπικής εκτίμησης που έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να ”υπερέχει σε προσωπική αξία και φήμη και να καθησυχάζει τη συνείδησή του γι αυτό που δεν είναι, δηλαδή ένας άξιος χριστιανός” και στηρίζει περραιτέρω τη θέση του με τη διαπίστωση ότι σε αντιδιαστολή με τον παραπάνω υπερήφανο άνθρωπο, ένας “πατερικός άνθρωπος βλέπει με αρνητικό πνεύμα την νομιμότητα μιάς τέτοιας επιθυμίας στην πνευματική του ζωή”. 
Συνεπώς, συμπληρώνω εγώ, δεν μπορεί να επιδιώκει κανείς να αναγνωρίζεται ως πνευματικός άνθρωπος και παράλληλα να επιδιώκει την τιμή μέσω της υπερήφανης διακήρυξης του σαρκικού πάθους της ομοφυλοφιλίας του. 
   Συνεχίζει, όμως, ο καθηγητής με την στήριξη της ανωτέρω θέσης του μέσω μιάς ανάλυσης στα σχετικά θεόπνευστα λόγια του οσίου Νείλου του Ασκητού (PG 79, 1097C “εις Ευλόγιον” και στ. 1277 “Λόγος εις ρητόν του Ευαγγελίου”) ο οποίος τονίζει ότι αυτή η επιδιωκόμενη τιμή θα οδηγήσει τον άνθρωπο “στον αδιάστατο και σκοτεινό χώρο της φαντασίας, γιά να επιλέξει το φαντασιακό υλικό με το οποίο θα οικοδομήσει την ιδεατή, φαντασιακή του εικόνα!” 
Ο Όσιος επισημαίνει κι έναν ακόμη κίνδυνο που είναι το να θεωρήσει ο υπερήφανος άνθρωπος μιά αρετή που απέκτησε ως δικό του κατόρθωμα για το οποίο μάλιστα μπορεί να καυχηθεί. Ενώ ο πατερικός άνθρωπος θα αποφύγει την τιμή και θα αποδώσει την αρετή στο Θεό αποφεύγοντας τον πειρασμό της υπερηφάνειας και του εγωϊσμού. 
   Συμπληρώνω εγώ στο σημείο αυτό, πως σύμφωνα με τα παραπάνω, στην περίπτωση των ΛΟΑΤΚΙ, έχουμε κάποιους (όχι η συντριπτική πλειοψηφία που δεν εκτίθεται άλλωστε) ανθρώπους με αλαζονεία που επιδεικνύουν το πάθος τους ως περίπου αρετή “διαφορετικότητας”, επαίρονται γι αυτό και μάλιστα το αποδίδουν στο Θεό αφού ισχυρίζονται πως έτσι γεννήθηκαν, άρα ο Θεός τους έκανε “διαφορετικούς” για να εμπλουτίσει την δημιουργία Του. Ακόμη χειρότερα, πιστεύουν πως όχι μόνο δεν αμαρτάνουν αλλά αντίθετα θεωρούν πως μπορούν να έχουν, παράλληλα με την απάθεια και απραξία τους προς την μετάνοια,  και πνευματική ζωή! Προφανώς αυτή η αίσθησή τους είναι κατά τον Όσιο ψευδής, φαντασιακή. Προβάλλεται όμως από τα εσαεί και επιμόνως άσχετα ΜΜΕ ως κάτι το καλό. Δηλαδή, μπορείς να επιδίδεσαι σε ένα κτηνώδες πάθος σου γιά το οποίο δεν μετανοείς και παράλληλα να ζεις πνευματικά ως πλήρες ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. 
Αυτό όμως δεν είναι δυνατό. 
   Ας επιστρέψουμε τώρα στον όσιο Νείλο ο οποίος τονίζει τον κίνδυνο να πέσει ο άνθρωπος σε μία διψυχία. Δύο, δηλαδή, εικόνες. Μία εσωτερική, “εικόνα της πραγματικής του πνευματικής ζωής και μία εξωτερική, φαντασιακή, μη πραγματική”. 
Αυτήν την αλήθεια υποστηρίζει και ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, (Μάρκου Ερημίτου, “Εγχειρίδιον περί νηστείας”, PG 65, 116) τον οποίο επιστρατεύει ο μακαριστός. “Ο επαιρόμενος αγνοεί εαυτόν”!  Και αναλύοντας ο καθηγητής διαπιστώνει πως ο υπερηφανευόμενος ” δανείζεται μη συνειδητώς, φαντασιακό υλικό για να την κατασκευάζει (την εικόνα του) σύμφωνα με την επιθυμία του, ή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινωνικού περίγυρου…”
   Μάλιστα, τότε, είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί αυτός να κάνει μια προσπάθεια αυτογνωσίας αφού την θεωρεί περιττή. 
Ο καθηγητής στη συνέχεια μπαίνει σε πιό βαθιά νερά. Αφού πρώτα διαπιστώσει πως “οι περισσότεροι άνθρωποι…ασφαλώς γνωρίζουν την πλαστή εικόνα (στην περίπτωσή μας, του” καλού χριστιανού και πνευματικού ανθρώπου”) που κατασκεύασαν όπως ακριβώς την θέλουν” αναρωτιέται ποιός ακριβώς είναι ο μηχανισμός της ψυχής που συνδυάζει τις δύο εικόνες του εαυτού, την φαντασία και τη λογική. 
Χρησιμοποιεί προς επίρρωσιν τούτου την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (“Έτερα κεφάλαια”  PG 90, 1433) που μας καθοδηγεί στον τρόπο που λειτουργεί η φαντασία. 
   Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει ο άγιος Μάξιμος, πως “υπάρχει μιά σχέση συνεργασίας μεταξύ της λογικής και της φαντασίας… Οι λογισμοί είναι μεν γεννήματα της λογικής, αλλά σχετίζονται και με τη φαντασία, όταν τη χρησιμοποιούν ως κλίμακα, ως σκάλα”. 
Είναι δε πολύτιμη η θεόπνευστη αυτή γνώση του Αγίου που ρίχνει φως στην αλληλοεξάρτηση αυτή λογικής και φαντασίας στην ψυχή του υπερήφανου ανθρώπου. Λέει, λοιπόν, ο άγιος Μάξιμος πως ” οι λογισμοί, με όργανο τη φαντασία, ανεβαίνουν προς τον νου από την αίσθηση, για να του φέρουν υλικό από εικόνες και παραστάσεις που συλλαμβάνει η αίσθηση. Αλλά κάνουν και το αντίθετο. Με σκάλα τη φαντασία μεταφέρουν στην αίσθηση ό, τι έχουν παραλάβει από το νου. Και πάλι παραστάσεις ή εικόνες ή έννοιες. 
>>… Η λογική βρίσκεται μεταξύ του αισθητού και του νοερού. Αυτό σημαίνει ότι διά του αισθητού βλέπει και πράττει η ψυχή τα του σώματος, ενώ διά του νοερού βλέπει και πράττει τα του πνεύματος. Επειδή όμως το νοερό της ψυχής αμαυρώθηκε με την πτώση του Αδάμ στην αμαρτία και έτσι ενισχύθηκε η δύναμη του αισθητού (της σάρκας), ο νους δεν μπορεί να βλέπει καθαρά τα θεία. Έτσι, η ψυχή βρίσκεται μεταξύ φωτός και σκότους. 
   Στην περίπτωση αυτή, η ψυχή σχετίζεται μεν με το αισθητό, αλλά, όταν απουσιάζουν οι σχετικές πνευματικές προϋποθέσεις, αναγκάζεται να καταφεύγει στις υπηρεσίες του αμαυρωμένου νοερού, δηλαδή στο χώρο της ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ! 
   Κλείνει, λοιπόν, ο μακαριστός Κορναράκης συμπεραίνοντας πως “όποιος ισχυρίζεται ότι δε χρειάζεται να αγωνισθεί για να γνωρίσει τον εαυτό του, όπως νομίζει, θα καταφύγει στην αμαυρωμένη, φαντασιακή εικόνα του εαυτού. Αν είναι. ”πιστός”, στην πνευματική του ζωή θα διαλέγεται με τον φαντασιακό εαυτό του. Θα είναι ένας ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ”!!! 
    Ώστε, καλό θα ήταν ο καθένας να μαζευόταν στο ”ταμείο” του, να έκανε μια ειλικρινή “ενδοσκόπηση” του εαυτού του εντρυφώντας πρώτα στην αρετή της αυτογνωσίας, να αναγνώριζε την αδυναμία του εαυτού του και τα πάθη του και να έδειχνε την ανάλογη μετάνοια και διάθεση γιά μεταμόρφωση των παθών του διά της θείας χάριτος και όχι να καυχιέται γιά την φθορά της ψυχής από την “ασθένεια” της σάρκας και να ισχυρίζεται ότι είναι συνειδητό και ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. 
Γιατί η αρσενοκοιτία είναι “θανάσιμη” αμαρτία προς θεραπείαν και αυτό είναι εντολή του Κυρίου. Και ως γνωστόν, “εάν αγαπάτε με τας εμάς εντολάς τηρήσατε'' (Ιωα. ιδ’ 15). 
   Καλή μετάνοια, μακράν της φαντασίας, γιά όλους μας!