Ιερεμίας Φούντας (+)
Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Η Μετάφραση των Ο’
Κατά την παράδοση αυτή, η οποία για πρώτη φορά αναφέρεται στην ψευδεπίγραφη επιστολή του Αριστέου, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος ο Β’, ο Φιλάδελφος, θέλοντας να πλουτήσει την βιβλιοθήκη του με την νομοθεσία των Εβραίων, έστειλε πρεσβεία στον Ιουδαίο αρχιερέα Ελεάζαρο παρακαλώντας τον να στείλει στην Αλεξάνδρεια αντίγραφο της θείας νομοθεσίας μαζί δε και ικανούς άνδρες να την μεταφράσουν στην ελληνική.
Ο αρχιερέας Ελεάζαρος έστειλε στην Αίγυπτο επιτροπή από ΟΒ’ (εβδομήντα δύο) πρεσβυτέρους (έξι από κάθε φυλή), οι οποίοι γνώριζαν καλά την ελληνική, με αντίγραφα της βίβλου του «Νόμου». Αυτοί μετέφρασαν τον «Νόμο» με πολλή ακρίβεια σε 72 (OB’) ημέρες σε κάποιο οίκημα της νήσου Φάρου, που βρίσκεται κοντά στην Αλεξάνδρεια.
Η ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας επιδοκίμασε την μετάφραση αυτή και ζήτησε αντίγραφό της, ο δε βασιλιάς εξέφρασε τον θαυμασμό του γι’ αυτή. Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες και συγγραφείς δέχονται την γνησιότητα της επιστολής του Αριστέου. Αργότερα όμως διατυπώθηκαν αμφιβολίες περί της επιστολής αυτής.
Εναντίον των αμφιβολιών αυτών επιτίθεται το γιγάντειο τετράτομο έργο του σοφού διδασκάλου του Γένους Κ. Οικονόμου «Περί των Ο’ ερμηνευτών».
Γενικά σήμερα πιστεύεται ότι η μετάφραση των Ο’ έγινε επί Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου (285-246) από ελληνιστές Ιουδαίους στην Αλεξάνδρεια για τις θρησκευτικές ανάγκες των πολυαρίθμων Ιουδαίων της Αιγύπτου, που μιλούσαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα.
Το έργο της μετάφρασης άρχισε πριν από τα μέσα του γ’ π.Χ. αιώνα και τελείωσε και κατά τα τρία μέρη της Π.Δ, μετά τα μισά του β’ π.Χ. αιώνα. Η γλώσσα της μετάφρασης των Ο’ είναι η λεγάμενη ελληνιστική κοινή και μάλλον ή δημώδης κοινή, περιέχει όμως και πολυάριθμους σημιτισμούς (εβραϊσμούς και αραμαϊσμούς).
Παρά το ότι τα βιβλία της μετάφρασης αυτής δεν μεταφράστηκαν κατά τον ίδιο χρόνο, αλλά σε διάστημα περίπου 150 ετών, και παρά το ότι η μετάφραση έγινε από πολλούς μεταφραστές με διάφορη μόρφωση, όμως το έργο παρουσιάζει γλωσσική ενότητα, αν και όχι απόλυτη.
Για να κατανοήσουμε την αξία της μετάφρασης των Ο’, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για μετάφραση στην ελληνική από νεκρή γλώσσα και μάλιστα σημιτική. Για τις δυσχέρειες του έργου αυτού έχουμε σαφή μαρτυρία από άνδρα που τις δοκίμασε, τον συγγραφέα του βιβλίου της Σοφίας Σειράχ, ο οποίος ομολογεί ότι «ουκ ισοδυναμεί αυτά εν εαυτοίς εβραϊσίτ λεγόμενα και όταν μεταχθή εις ετέραν γλώσσαν» (Πρόλογος Σοφίας Σειράχ).
Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι φιλοπονήσαντες την μετάφραση αυτή στηρίχτηκαν σε εβραϊκά πρωτότυπα άστικτα (του γ’ και β’ π.Χ. αιώνα), πολύ παλαιότερα από τα πρωτότυπα εκείνα που χρησιμοποίησαν οι Μασορίτες.
Την μετάφραση της Π.Δ. των Ο’ χρησιμοποίησε από την αρχή η χριστιανική Εκκλησία, όπως βλέπουμε στην Κ.Δ., όπου τα πιο πολλά από την Π.Δ. χωρία της παρατίθενται κατά τους Ο’. Και στους μετέπειτα χρόνους της αδιαιρέτου Εκκλησίας η μετάφραση αυτή αναγιγνωσκόταν στην λατρεία και χρησιμοποιόταν για την χριστιανική μόρφωση και τις θεολογικές συζητήσεις.
Η μετάφραση των Ο’ παρέμεινε στην ουσία ως η επίσημη Βίβλος ολοκλήρου γενικά της Εκκλησίας στην Ανατολή και στην Δύση. Και οι αλλόγλωσσες μεταφράσεις, που άρχισαν να εμφανίζονται από τον β’ αιώνα, στηρίχτηκαν στην μετάφραση των Ο’ ή τουλάχιστον δέχτηκαν την επίδρασή της. Η αρχή αυτή ισχύει και για την Βουλγάτα, την Βίβλο Ρωμαιοκαθολικών.
Στην Ορθόδοξη ανατολική Εκκλησία μας η μετάφραση των Ο’ παραμένει ως η επίσημη εκκλησιαστική Βίβλος και αυτή χρησιμοποιείται στην δημόσια λατρεία. Δεν δέχεται όμως η Εκκλησία μας την μετάφραση αυτή ως θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σε μετάφραση δεν νοείται. Την θεωρεί όμως «ως θεόθεν οικονομηθείσαν», όπως λέει ο Ευσέβιος, ότι έγινε με το δάκτυλο της Θείας Προνοίας.
Η Κ.Δ. παραθέτει χωρία και από το Εβραϊκό κείμενο, ουδέποτε δε αποδοκιμάστηκε η διόρθωση από εκκλησιαστικούς άνδρες των Ο’ βάσει του Εβραϊκού. Επειδή την μετάφραση των Ο’ την χρησιμοποίησαν οι χριστιανοί στις χριστολογικές συζητήσεις τους με τους Ιουδαίους, οι Ιουδαίοι άρχισαν να δυσπιστούν προς αυτή και να την διαβάλλουν ως «μη ούσα εν τισιν αληθής» (Ιουστ. Διάλ. προς Τρύφ. 68). Γι’ αυτό και κατά τον β’ αιώνα άρχισαν στην ελληνική Διασπορά να εμφανίζονται νέες ελληνικές μεταφράσεις, του Ακύλα, του Συμμάχου και του Θεοδοτίωνα. Από αυτές στην παλαιά Εκκλησία έγινε περισσότερο δεκτή η μετάφραση του Θεοδοτίωνα, όπως αποδεικνύει η αντικατάσταση της μετάφρασης των Ο’ στον Δανιήλ από την σχετικά ακριβέστερη στο βιβλίο αυτό μετάφραση του Θεοδοτίωνα.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ